Ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα παιδικά τραγούδια, που γνωρίζουμε όλοι από μικροί, έχουμε τραγουδήσει σε σχολικές χορωδίες, σε παιχνίδια μας, στα παιδιά μας. Αρκετοί από εμάς κάποια στιγμή μεγαλώνοντας παρατηρήσαμε τους στίχους του και μας δημιουργήθηκε απορία για το “μικρό καράβι”. Περίεργο τραγούδι για παιδιά…
Ας θυμηθούμε λίγο τους στίχους:
“Ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν αταξίδευτο / κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι μέσα εις τη Μεσόγειο / και σε 5-6 εβδομάδες σωθήκαν όλες οι τροφές / και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούνε ποιός θα φαγωθεί / κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο, που ήταν αταξίδευτος (…)”.
Η δυσοίωνη ελληνική εκδοχή, που γνωρίζουμε, βασίζεται στο γαλλικό τραγούδι “Il était un petit navire”, που εξιστορεί την ίδια ιστορία, ενώ έχει και συνέχεια. Αφού “ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο”, περιγράφει πώς το πεινασμένο πλήρωμα θα τον μαγειρέψει για να τον φάει. Στη συνέχεια του γαλλικού τραγουδιού, ο νέος προσεύχεται στην Παναγία και τελικά σώζεται, αφού ως εκ θαύματος χιλιάδες ψάρια πήδησαν από τη θάλασσα μέσα στο καράβι για να ταΐσουν τους ναύτες.
Το μακάβριο τραγούδι δεν πρόκειται για μια τυχαία έμπνευση, αλλά, σύμφωνα με τις πηγές, έχει εμπνευστεί από την πραγματική ιστορία του ναυαγίου της γαλλικής φρεγάτας “Μέδουσας”, που έγινε το 1816.
___________________________________
Το τραγικό ναυάγιο της “Μέδουσας”
Τον Ιούνιο του 1816, η φρεγάτα “Μέδουσα” μαζί με άλλα τρία γαλλικά σκάφη στάλθηκαν από την κυβέρνηση να φτάσουν στο λιμάνι Saint-Louis της Σενεγάλης και να ανακτήσουν την διακυβέρνησή της αποικίας από τους Άγγλους.
Στο πλοίο επέβαιναν 400 άτομα, Γάλλοι αξιωματικοί και 160 μέλη του πληρώματος. Κυβερνήτης του ήταν ο Hugues Duroy de Chaumereys, ο οποίος λέγεται ότι δεν είχε καθόλου τις απαιτούμενες γνώσεις για τέτοια αποστολή, δεν είχε υπάρξει ποτέ ξανά κυβερνήτης πλοίου και γενικότερα είχε τουλάχιστον 20 χρόνια να ταξιδέψει στη θάλασσα. Ουσιαστικά είχε διοριστεί κυβερνήτης, γιατί είχε γνωριμία με τον αδερφό του βασιλιά, γεγονός που το πλήρωμα γνώριζε και δημιουργούσε εντάσεις, αφού κανείς δεν τον ήθελε επικεφαλής.
Σε μια επιπόλαιη προσπάθεια του κυβερνήτη να υπερφαλαγγίσει τα υπόλοιπα πλοία του στόλου, η φρεγάτα ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και λόγω της κάκιστης πλοήγησης, βρέθηκε περίπου 100 μίλια μακρυά από την πορεία της και χτύπησε στον κόλπο του Arguin στις ακτές της σημερινής Μαυριτανίας.
Το πλοίο, που είχε επιζήσει από τους Ναπολεόντειους πολέμους, είχε πάθει πλέον ολική ζημιά και το πλήρωμα αποφάσισε ότι έπρεπε να το εγκαταλείψει. Δεν υπήρχαν όμως αρκετές σωστικές λέμβοι για να χωρέσουν όλους τους επιβαίνοντες και έτσι προχώρησαν στην κατασκευή μιας σχεδίας 20 μέτρων, την οποία θα ρυμουλκούσαν οι λέμβοι ως την ακτή.
Πράγματι, 150 άτομα επιβιβάστηκαν στη σχεδία, όμως το σχέδιο της ρυμούλκησης δεν δούλεψε, αφού τα σχοινιά που τη συγκρατούσαν στις βάρκες κόπηκαν γρήγορα. Κάποιοι αναφέρουν ότι ο κυβερνήτης Chaumereys είχε διατάξει επίτηδες να κοπούν τα σχοινιά, αφού θεωρούσε ότι το σχέδιο ήταν εξαρχής ανέφικτο.
Έτσι, η σχεδία και οι επιβάτες της αφέθηκαν στη μοίρα τους διαθέτοντας ελάχιστα τρόφιμα και νερό και κανένα μέσο πλοήγησης για να την οδηγήσουν.
Η κατάσταση στην ασφυκτικά γεμάτη και ασταθή σχεδία άρχισε σύντομα να γίνεται εφιαλτική. Κάποιοι παρασύρθηκαν από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και άλλοι, που προσπάθησαν να κολυμπήσουν ως την κοντινότερη ακτή, πνίγηκαν πριν τα καταφέρουν.
Τα περισσότερα βαρέλια που υπήρχαν ως προμήθειες στη σχεδία περιείχαν κρασί και όχι νερό, με αποτέλεσμα οι ναυαγοί να πίνουν μόνο αυτό και διαφωνώντας μεθυσμένοι για το πως θα διαχειριστούν την κατάστασή τους, ξεκινούσαν πραγματικές μάχες μεταξύ τους. Δεκάδες στρατιώτες σκοτώθηκαν σ’ αυτές τις μάχες και μέχρι την τέταρτη μέρα είχαν μείνει ζωντανά στη σχεδία μόνο 67 άτομα.
Τα εφόδια είχαν ήδη εξαντληθεί και μερικοί κατέφευγαν πλέον στον κανιβαλισμό για να επιβιώσουν, ενώ ξεφορτώθηκαν στη θάλασσα τους άρρωστους και τους τραυματίες.
Η σχεδία βρισκόταν στο έλεος των κυμάτων για 13 ημέρες συνολικά, ώσπου εντοπίστηκε τυχαία από το γαλλικό πλοίο Argus στις 17 Ιουλίου. Τότε είχαν απομείνει μόλις 15 από τους 150 άντρες.
Τα νέα του τραγικού ναυαγίου και κυρίως των φαινομένων κτηνωδίας και κανιβαλισμού που είχαν συμβεί συγκλόνισαν την κοινή γνώμη και ξεσήκωσαν κύμα κατηγοριών προς την γαλλική κυβέρνηση και τον Λουδοβίκο τον 18ο, που είχε διορίσει για δικό του συμφέρον τον ανίκανο κυβερνήτη.
Δύο από τους επιζώντες έγραψαν βιβλίο σχετικά με την τραγική τους εμπειρία, ενώ ο ζωγράφος Théodore Géricault απαθανάτισε το διάσημο ναυάγιο και την σχεδία της φρίκης στον εμβληματικό πίνακά του “The Raft of the Medusa” το 1819, τον οποίο μπορεί σήμερα να θαυμάσει κανείς στο Μουσείο του Λούβρου.