Με αφορμή την μνήμη του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού, η 9η Φεβρουαρίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εξωτερικών και Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β’ 1384/24/04/2017).

«Με την θέσπιση αυτής της παγκόσμιας ημέρας επιδιώκεται η ανάδειξη του θεμελιώδους ρόλου που διαδραμάτισε η ελληνική γλώσσα ανά τους αιώνες, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εδραίωση τόσο του ευρωπαϊκού όσο και του παγκόσμιου πολιτισμού.
Στο διάβα των αιώνων υπήρξε καθοριστική η συμβολή της ως μέσου αποθησαύρισης και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού και επιβιώνει ως τις μέρες μας, στη νεότερη εκδοχή της, ως μια από τις μακροβιότερες ζωντανές γλώσσες παγκοσμίως».

Όσο μετριόφρονες κι αν προσπαθήσουμε να είμαστε όταν αναφερόμαστε στην ελληνική γλώσσα, θα καταλήξουμε να την εξυμνούμε για μια σειρά αντικειμενικούς λόγους και για τα στοιχεία που την έχουν καταστήσει ως την αρχαιότερη και πλουσιότερη γλώσσα στον κόσμο.

Τα πρώτα δείγματα της ελληνικής γλώσσας, σύμφωνα με τις επίσημες πηγές, χρονολογούνται τουλάχιστον τον 15ο αιώνα π.Χ. Αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της μέχρι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια ήταν η ύπαρξη μιας ήδη σύνθετης γραμματικής (επτά πτώσεις, τρεις αριθμοί, τρεις φωνές) και η έντονη μουσικότητα της γλώσσας όσον αφορά την ομιλία. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο μεγάλος Ρωμαίος ποιητής Οράτιος: «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».

Η πιο γνωστή αρχαιοελληνική διάλεκτος, που επηρέασε σημαντικά και τις μεταγενέστερες ελληνικές διαλέκτους μέχρι σήμερα, ήταν η λεγόμενη αττική διάλεκτος ή αλλιώς η γλώσσα των φιλοσόφων και των επιστημών, που ξεκίνησε από την Αρχαία Αθήνα και σύντομα καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα της χώρας από τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας.

Η Ελληνιστική Κοινή (ή Αλεξανδρινή ή της Καινής Διαθήκης) ήταν μια πιο απλουστευμένη εκδοχή της αρχαίοελληνικής γλώσσας, με διαφοροποιήσεις και στην προφορά, που επικράτησε στην μετακλασσική περίοδο, δηλαδή μέχρι το 300 μ.Χ.

Η Ελληνιστική διάλεκτος ήταν προπομπός της δημοτικής και αποτελούσε την Lingua Franca για τον Δυτικό πολιτισμό στην περιοχή της Μεσογείου. Ήταν δηλαδή η κοινή διάλεκτος που διαδόθηκε κυρίως με το εμπόριο και με την οποία επικοινωνούσαν άτομα διαφορετικών λαών και γλωσσικών ομάδων. Μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας όπως είναι σήμερα τα αγγλικά.

Η Ελληνιστική διάλεκτος χρησιμοποιήθηκε για την διδασκαλία και την εξάπλωση του Χριστιανισμού και σε αυτή γράφτηκαν και τα πρώτα χριστιανικά κείμενα. Ήταν η βασική καθομιλουμένη διάλεκτος της Ανατολής για αρκετούς αιώνες, καθώς και της Δύσης μέχρι να πάρουν τη θέση της τα λατινικά.

Η νέα ελληνική γλώσσα υπολογίζεται ότι εμφανίστηκε κυρίως συμβολικά μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Την πρώτη περίοδο υπήρχε μια γλωσσική πολυμορφία λόγω της ταυτόχρονης χρήσης αρχαιότερων, νεώτερων και τοπικών διαλέκτων. Η νεοελληνική όπως την γνωρίζουμε σήμερα διαμορφώθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα.

Ως μια γλώσσα σμιλευμένη και διαμορφωμένη παράλληλα με την ανάπτυξη της φιλοσοφίας, της τέχνης και των επιστημών, η ελληνική γλώσσα έχει επηρεάσει καταλυτικά τις υπόλοιπες γλώσσες, σε πολλές από τις οποίες υπάρχουν αυτούσια στοιχεία της.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι περιορισμοί της υποδούλωσης επιβράδυναν την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας αντίστοιχα με την τότε πρόοδο των δυτικών χωρών. Η γλώσσα όμως επιβίωσε και σημαντικό παράγοντα γι’ αυτό αποτέλεσε και ο «δανεισμός» πολυάριθμων φιλοσοφικών και επιστημονικών όρων που χρησιμοποιήσαν οι επιστήμονες και οι δυτικές κοινωνίες και καθιέρωσαν σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας και την διαμόρφωση της Καθαρεύουσας τον 18ο αιώνα, αρχίσαμε να «παίρνουμε πίσω» λέξεις που δανείσαμε σε άλλες γλώσσες και να τις εντάσσουμε εκ νέου στη δική μας, τα λεγόμενα αντιδάνεια.

41.615 λέξεις της αγγλικής γλώσσας προέρχονται από την ελληνική, σύμφωνα με το βιβλίο Γκίνες.

Το 1976 καταργήθηκε η χρήση της αρχαιοελληνικής γλώσσας και το 1982 και το πολυτονικό σύστημα δίνοντας τη θέση του στο μονοτονικό. Οι αλλαγές και οι υπεραπλουστεύσεις που δέχθηκε η γλώσσα μας τα νεότερα χρόνια, καθώς και οι εισαγώμενες επιρροές στα ήθη και τον πολιτισμό, απειλούν να αλλοιώσουν (και κατά ένα μέρος έχουν αλλοιώσει) την μοναδική φυσιογνωμία της.

Την ίδια στιγμή όμως η ελληνική γλώσσα -μαζί με την κινέζικη- είναι η μόνη γλώσσα που παραμένει ζωντανή για τουλάχιστον 4.000 χρόνια στον ίδιο χώρο και από τους ίδιους λαούς με τόσο μεγάλη και σημαντική ιστορική συνέχεια.

Η λέξη «λοπαδο­τεμαχο­σελαχο­γαλεο­κρανιο­λειψανο­δριμ­υπο­τριμματο­σιλφιο­καραβο­μελιτο­κατακεχυ­μενο­κιχλ­επι­κοσσυφο­φαττο­περιστερ­αλεκτρυον­οπτο­κεφαλλιο­κιγκλο­πελειο­λαγῳο­σιραιο­βαφη­τραγανο­πτερύγων» είναι η μεγαλύτερη ελληνική λέξη με 172 γράμματα και 78 συλλαβές (ρεκόρ Γκίνες, 1990) και χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστοφάνη για να ορίσει μονολεκτικά μια συνταγή.

Η δυναμική της ελληνικής γλώσσας έγκειται στην ικανότητά της να αναπλάθεται και να δημιουργεί νέες και σύνθετες λέξεις με πολλαπλές δυνατότητες χρήσης, που εμπλουτίζουν διαρκώς το ήδη πλούσιο λεξιλόγιό της.

Είναι ακόμα η γλώσσα με την μεγαλύτερη ακριβολογική συνέπεια υπερτερώντας των άλλων γλωσσών. Η ετυμολογία της συντελεί σημαντικά και στην καλύτερη εκμάθηση της σωστής γραφής της. Επίσης, όπως είπε και ο Bill Gates, η μαθηματική δομή της ελληνικής γλώσσας και η άνευ ορίων ποικιλότητά της, την καθιστούν ως την γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών.

«Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο». -Βένερ Χάιζενμπεργκ (μαθηματικός)-

Η ελληνική είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας και της Κύπρου και αποτελεί μεγάλο μέρος της μητρικής γλώσσας βαλκανικών και μεσογειακών λαών. Λόγω της μετανάστευσης είναι μια γλώσσα που ομιλείται σε περιοχές όλου του κόσμου, όπως μεταξύ άλλων η Αυστραλία, οι ΗΠΑ, η Βρετανία, ο Καναδάς, η Ρωσία, η Γερμανία, μέσω των ελληνόφωνων πλυθησμών που υπάρχουν σε αυτές. Υπολογίζεται ότι 25 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως σήμερα μιλούν την ελληνική γλώσσα ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα τους.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.