Ήταν 5 Απριλίου του 1722 όταν ο Ολλανδός θαλασσοπόρος Jacob Roggeveen ανακάλυψε τυχαία το ηφαιστειογενές Νησί του Πάσχα στον Ειρηνικό Ωκεανό, και το ονόμασε έτσι, καθώς η μέρα που έφτασε εκεί ήταν τότε η Κυριακή του Πάσχα.

Το εξωτικό νησί σήμερα αριθμεί περισσότερους από 7.500 κατοίκους, που μιλούν κυρίως την ισπανική γλώσσα, και γεωγραφικά αποτελεί κυριολεκτικά το πιο απομακρυσμένο μέρος στον κόσμο.

____________________________________

Ιστορία της νήσου

Η ιστορία της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί χρονολογείται πολύ παλιότερα, κοντά στο 500 μ.Χ. όταν κατοίκησαν το μέρος πολυνησιακά φύλα της περιοχής. Τις πρώτες δεκαετίες το τότε πλούσιο σε χλωρίδα και πανίδα νησί έφτασε να μετράει περισσότερους από 10.000 κατοίκους, οι οποίοι ανέπτυξαν και έναν αξιοσημείωτο πολιτισμό.

Μέχρι τον 18ο αιώνα, που έφτασε εκεί ο Ολλανδός εξερευνητής, είχαν καταφτάσει στο μέρος κι άλλοι εξερευνητές ή πειρατές και ο πληθυσμός των γηγενών είχε πλέον ελαττωθεί περίπου στους 3.000.

Οι λευκοί επιδρομείς συνέβαλαν στον αφανισμό των ντόπιων, τόσο γιατί συχνά έπαιρναν τους νεότερους για σκλάβους, όσο και αργότερα μεταφέροντάς τους θανατηφόρες ασθένειες, όπως σύφιλη και ευλογιά, που κατακερμάτισαν τον πληθυσμό.

Ιεραπόστολοι, αποικιοκράτες και εξερευνητές συνέχισαν να καταφθάνουν στο νησί τα επόμενα χρόνια με αποτέλεσμα να υπάρχει μια συνεχής μετακίνηση και αυξομείωση του πληθυσμού. Πολλοί κάτοικοι διώχθηκαν με τη βία, πολλοί δολοφονήθηκαν και πολλοί μετανάστευσαν προς άλλες περιοχές. Το 1872 συγκεκριμένα στη νήσο του Πάσχα υπήρχαν μόνο 175 ιθαγενείς.

Τον Σεπτέμβριο του 1888, αποβιβάζεται στο νησί ο Χιλιανός καπετάνιος Policarpo Toro Hurtado. Μετά από διαπραγματεύσεις με τον βασιλιά των ιθαγενών, Atamu Tekena, το Νησί του Πάσχα πέρασε στην δικαιοδοσία της Χιλής, της οποίας αποτελεί επαρχία μέχρι σήμερα.

Μέσα στον 20ο αιώνα, στο νησί του Πάσχα έλαβαν χώρα δύο σημαντικές εξεγέρσεις των κατοίκων. Η πρώτη έγινε το 1914 όταν οι γηγενείς, που ζούσαν σε συνθήκες λιμοκτονίας και εξαθλίωσης, ζητούσαν να φύγουν προς την Ταϊτή. Η εξέγερση όμως δεν πέτυχε.

Το 1934 έφτασε στο νησί ο Ελβετός ερευνητής-εθνολόγος Alfred Métraux, ο οποίος μελέτησε την τοπική κοινωνία και το 1935 εξέδωσε το βιβλίο “L’Île de Pâques” (“Το Νησί του Πάσχα”). Αργότερα φυσικά έγιναν κι άλλες προσπάθειες μελέτης του εξωτικού νησιού.

Το 1964 έγινε νέα εξέγερση των κατοίκων, που είχε ως αποτέλεσμα να διεξαχθούν εκλογές, τις οποίες κέρδισε ένας γηγενής. Έκτοτε το νησί απέκτησε εμπορική σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο μαζί με ένα αμερικάνικο αεροδρόμιο.

Συμφωνίες που δεν τηρούνταν, παράνομη αλιεία εις βάρος των ντόπιων και υποψίες εκμετάλλευσης της νήσου έφεραν αρκετές φορές τους κατοίκους σε έντονες αντιπαραθέσεις με το κράτος της Χιλής.

Το 2018 αποφασίστηκε ότι οι τουρίστες μπορούν να παραμένουν στο νησί το μέγιστο μέχρι 30 ημέρες, για να εξομαλυνθούν κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα και να διατηρηθεί η ιστορική σημασία του νησιού.

Γεωλογικά στοιχεία

Το έδαφος του Νησιού του Πάσχα είναι ηφαιστειογενές και προέρχεται από τις ηφαιστειακές δράσεις των τριών ηφαιστείων που βρίσκονται σ’ αυτό. Οι ακτές του είναι απόκρημνες με πολλές σπηλιές, μέσα στις οποίες έχουν βρεθεί ξύλινα μικροαντικείμενα με σκαλισμένα παράξενα ιερογλυφικά στοιχεία. Το κλίμα του νησιού είναι υποτροπικό, ξηρό και ηλιόλουστο. Τους θερμότερους μήνες η μέση θερμοκρασία κυμαίνεται στους 23°C, ενώ τους ψυχρότερους μήνες στους 18 °C.

Η βλάστηση του νησιού είναι ιδιαίτερα πυκνή, αν και αξιοσημείωτα όχι τόσο πλούσια και εκμεταλλεύσιμη όπως παλιότερα, πριν αλλοιωθεί από τον ανθρώπινο παράγοντα. Οι βασικότερες καλλιέργειες της περιοχής μέχρι σήμερα είναι πατάτες, ζάχαρη, καπνός, μπανάνες και άλλα τροπικά φρούτα.

Τα αγάλματα Moai

Το διασημότερο χαρακτηριστικό της νήσου του Πάσχα (ή αλλιώς Rapa Nui, όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι) είναι τα γιγάντια αγάλματα Μοάι. Υπολογίζεται πως δημιουργήθηκαν ανάμεσα στο 1250 με 1500 μ.Χ. από ντόπιες φυλές, όμως η ακριβής ταυτότητα των κατασκευαστών τους παραμένει άγνωστη.

Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί 887 ανθρωπόμορφα μονολιθικά αγάλματα σε διάφορα σημεία του νησιού, όλα κατασκευασμένα από εύπλαστη ηφαιστειακή τέφρα, που σκληραίνει με τον αέρα. Έχουν ύψος από 2,5 ως και 10 μέτρα και ζυγίζουν από 75 ως και 86 τόνους το μεγαλύτερο.

Οι πέτρινες μορφές με τα αινιγματικά βλέμματα σχεδιάζονταν αρχικά πάνω στον βράχο και στη συνέχεια αποκόπτονταν για να τους δοθεί το τελικό τους σχήμα. Έχουν βαριά φρύδια, λεπτά χείλη και επιμήκη μύτη και αυτιά. Τα χέρια και άλλα μικρά μοτίβα στα σώματα είναι σκαλισμένα ανάγλυφα πάνω στην επιφάνεια των αγαλμάτων, τα οποία στο τέλος της κατασκευής τους τρίφθηκαν με ελαφρόπετρα.

Αρχικά επίσης στις σχισμές των ματιών τους είχαν μαύρα ή κόκκινα κορραλένια κομμάτια, τα οποία φαίνεται πως αποσπάστηκαν με το πέρασμα των χρόνων. Τα αγάλματα φέρουν επίσης επιγραφές γραμμένες σε μια τοπική γλώσσα, που ακόμα δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί.

Τα περισσότερα αγάλματα βρίσκονται στην περιοχή Rano Raraku, αλλά πολλά φτιάχθηκαν εκεί και μεταφέρθηκαν σε άλλα σημεία του νησιού. Για την διαδικασία αυτή οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν κορμούς δέντρων, πάνω στους οποίους κυλούσαν τα υπερογκώδη κατασκευάσματα. Αναφέρεται πως εξαιτίας αυτού, κάποια στιγμή δεν έμειναν πια δέντρα στο νησί και άρχισε να διαταράσσεται η φυσική του ισορροπία. Οι καλλιέργειες εξασθένησαν, πολλά ζώα εξαφανίστηκαν και οι ντόπιοι στην απόγνωσή τους έφτασαν και στον κανιβαλισμό τρώγοντας ο ένας τον άλλο.

Την χαριστική βολή στο ήδη “μισοπεθαμένο” νησί έδωσαν οι Ευρωπαίοι μεταφέροντας στους ντόπιους θανατηφόρες ασθένειες και σκλαβώνοντας τον υγιή πληθυσμό.

Οι τοπικοί θρύλοι αναφέρουν πως τα Μοάι είναι οι προστάτες του νησιού, καθώς απεικονίζουν τους αρχηγούς των φυλών τους και προγόνους των ιθαγενών της περιοχής.

Τα περισσότερα από τα Moai ανακαλύφθηκαν το 1994, όμως η σημαντικότερη και πιο εντυπωσιακή ανακάλυψη γι’ αυτά έγινε το 2011.

Μετά από ανασκαφές 12 ετών, η Αμερικανίδα αρχαιολόγος Jo Anne Van Tilburg και η ομάδα της διαπίστωσαν ότι δεν επρόκειτο απλά για τεράστια κεφάλια με τα σώματα που ήταν εμφανή πάνω από το έδαφος. Στην πραγματικότητα είχαν και αντίστοιχου μεγέθους ολόκληρο σώμα θαμμένο κάτω από τη γη.

Οι αρχαιολόγοι βρήκαν τότε και τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των Μοάι, καθώς και ανθρώπινους τάφους της εποχής.

Οι εντυπωσιακές και επιβλητικές πέτρινες μορφές κοσμούν μέχρι σήμερα το μακρινό νησί αποτελώντας ένα θέμα γεμάτο μυστήριο και ιστορικό ενδιαφέρον.

Το 1995 η περιοχή χαρακτηρίστηκε ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO ονομάζοντάς την Εθνικό Πάρκο Ράπα Νούι.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.