Ο Νικόλαος Γύζης γεννήθηκε την 1 Μαρτίου 1842 στο Σκλαβοχώρι της Τήνου, ένα νησί που’χει μεγάλη πολιτιστική προσφορά και έχει αναδείξει πολλούς καλλιτέχνες που έθεσαν τα θεμέλια της νεοελληνικής ζωγραφικής και γλυπτικής.
Ο μικρός Νικόλας γεννήθηκε σε μια πολύτεκνη οικογένεια και είχε 5 αδέρφια. Ο πατέρας του, Ονούφριος Γύζης, ήταν ξυλουργός και η μητέρα του Μαργαρίτα Ψάλτη, απασχολούταν κυρίως με την ανατροφή των παιδιών.
Από την Τήνο στην Αθήνα
Το 1850, όταν ο Νικόλας ήταν μόλις 8 ετών, η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, λόγω οικονομικών δυσχερειών. Εκεί εξέφρασε πρώτη φορά την κλίση του στην τέχνη, αντιγράφοντας τα χαρακτικά που έβλεπε στα σπίτια της γειτονιάς.
Η οικογένειά του καθώς και φίλοι της οικογένειας, διέκριναν το χάρισμά του και τον επαινούσαν. Η μητέρα του όμως, πιο πολύ απ’όλους, ήταν φανερά υποστηρικτική και ενθαρρυντική για την καλλιτεχνική του έφεση. Με δική της προτροπή ξεκίνησε να παρακολουθεί ως ακροατής μαθήματα στη Σχολή Ωραίων Τεχνών (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) ενώ το 1854 ξεκινά μαθήματα ως κανονικός σπουδαστής.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στον ετήσιο διαγωνισμό του Πολυτεχνείου το 1858, πήρε το πρώτο βραβείο ενώ την επόμενη χρονιά έλαβε μέρος στην έκθεση των Ολυμπίων όπου, σε επίσημη επίσκεψη του Όθωνα, τον παρουσίασαν ως τον πιο ταλαντούχο φοιτητή της Σχολής Ωραίων Τεχνών.
Φοίτησε έως το 1864 και είχε πολύ σπουδαίους δασκάλους (Φίλιππο Μαργαρίτη, Αγαθάγγελο Τριανταφύλλου, Raffaelo Ceccoli, Ludwig Thiersch, Πέτρο Παυλίδη-Μινώτο και Βασίλειο Καρούμπα-Σκόπα) από τους οποίους έλαβε τα απαραίτητα εφόδια για την δόμηση μιας συναρπαστικής καριέρας.
Δύο χρόνια πριν αποφοιτήσει, το 1862, γνωρίζει με σύσταση του φίλου του, Νικηφόρου Λύτρα, τον πλούσιο τραπεζίτη και επενδυτή της τέχνης, Νικόλαο Νάζο. Από την γνωριμία αυτή προέκυψε και μια συνεργασία, όπου ο Γύζης ανέλαβε να ζωγραφίσει τον ξενώνα του Νάζου στο Χαϊδάρι και τα πορτρέτα της οικογένειας Πλατή.
Τα χρήματα που εισέπραξε από αυτή τη συνεργασία ήταν ουσιαστικά και το πρώτο του εισόδημα ως επαγγελματίας ζωγράφος.
Ο Νάζος εντυπωσιάστηκε από τον νεαρό καλλιτέχνη και επικοινώνησε με υπουργούς, ώστε να του δοθεί υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα Ναού Ευαγγελιστρίας της Τήνου, με σκοπό να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.
Η ανταπόκριση στο αίτημα του Νάζου αν και καθυστέρησε, τελικά ήταν θετική και έτσι, τον Ιούνιο του 1865, ο Γύζης ταξιδεύει στο Μόναχο.
Η αρχή μιας σπουδαίας καλλιτεχνικής πορείας
Στο Μόναχο, ο εγκλιματισμός στην καλλιτεχνική και κοινωνική ζωή διενεργήθηκε με την βοήθεια του Λύτρα, που είχε εγκατασταθεί εκεί ήδη από το 1860.
Ξεκίνησε να σπουδάζει στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου με δασκάλους τους Hermann Anschütz και Alexander von Wagner και το 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Karl von Piloty.
Ο Γύζης απορροφά την γνώση και ζωγραφίζει με τα πρότυπα των δασκάλων του, αγγίζοντας τον ιστορικό ρεαλισμό και την ηθογραφία, εμπνεόμενος όμως από θέματα της πατρίδας, παρότι ο Τύπος κι οι κριτικοί τέχνης τον ανέφεραν ως “Γερμανικότερο των Γερμανών”.
Έγινε γρήγορα δεκτός στον κύκλο του ζωγράφου Wilhelm Leibl και ανέπτυξε φιλίες με τους ζωγράφους Franz von Defregger, Eduard Kurzbauer και τον Franz von Lenbach.
Με τους 2 πρώτους μάλιστα, ξεκίνησαν να ταξιδεύουν σε διάφορα μέρη της Γερμανίας. Τα ταξίδια αυτά τον γέμιζαν με ερεθίσματα και έμπνευση.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1871, μια χρονιά που συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις στην Βιέννη και το Μόναχο, υπογράφοντας με το όνομά του και την προσωνυμία Ο Έλλην γιατί ήθελε μαζί με την τέχνη του να αναδείξει την καταγωγή του.
Αν και στα επόμενα έργα υπέγραφε μόνο με το όνομα του, είχε τόση αγάπη για την πατρίδα που για όλους τους επαίνους που λάμβανε, αισθανόταν εθνική και όχι προσωπική υπερηφάνεια.
Την ίδια εποχή, τελειώνει το έργο του Ειδήσεις της Νίκης για το οποίο έλαβε το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας.
Μετά την αποφοίτησή του, του ανατέθηκε από τη κυβέρνηση της Βαυαρίας να διακοσμήσει το δημαρχείο του Μονάχου, στο οποίο επέλεξε να ζωγραφίσει τη Νίκη μια γυναικεία μορφή με στεφάνια στα χέρια.
Από τον σύντομο επαναπατρισμό ως τον γάμο
Η ξενιτιά αν και τον γέμισε με γνώση, τον εμπότισε με μελαγχολία. Ήθελε δια καώς να μείνει στην Ελλάδα και να δημιουργήσει εδώ τα επόμενα έργα του. Έτσι, μετά τις συμμετοχές του στις εκθέσεις, αναχώρησε τον Απρίλιο του 1872 για την Αθήνα, με σκοπό να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι σε ατελιέ.
Το επόμενο έτος, ταξίδεψε με τον Νικηφόρο Λύτρα στην Μικρά Ασία. Ήταν ένα ταξίδι που επηρέασε καθοριστικά τις δημιουργίες που ακολούθησαν, κυρίως στην αντίληψη, αλλά και την απόδοση του χρώματος και του φωτός.
Επιστρέφει στην Ελλάδα, αλλά δεν έμεινε για πολύ. Τον Μάιο του 1874, εγκατέλειψε την Αθήνα απογοητευμένος από τις συνθήκες που επικρατούσαν. Η Ελλάδα, εκείνο το διάστημα ακόμα προσπαθούσε να δημιουργήσει εγκαταστάσεις και δομές ως νέο κράτος γεγονός που παραγκώνιζε την τέχνη, που δεν ήταν εφικτό να αποτελεί προτεραιότητα του κρατικού μηχανισμού ή του λαού.
Έτσι, επέστρεψε στο Μόναχο με τον Λύτρα και με την ιδέα ότι θα παραμείνει εκεί προσωρινά εως ότου αλλάξουν τα πράγματα, αλλά εντέλει πέρασε εκεί την υπόλοιπη ζωή του.
Δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί, γεγονός που αποτυπώθηκε στο έργο του το οποίο αυτή την περίοδο εκφράζει οδύνη, μελαγχολική διάθεση και δραματική νοσταλγία. Παρόλα αυτά δουλεύει εντατικά, γίνεται επιτυχημένος και βραβεύεται για τα έργα του.
Σε λιγότερο από ένα έτος έγινε μέλος του καλλιτεχνικού συλλόγου Αllotria κι έλαβε πρόταση από την Ελλάδα για να αναλάβει την 2η έδρα της Σχολής Καλών Τεχνών, μια πρόταση την οποία αρνήθηκε, όσο κι αν ονειρευόταν την επιστροφή του, γιατί διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν οι ανάλογες προϋποθέσεις. Παράλληλα, το ίδιο διάστημα ο Νάζος προσπαθούσε κι εκείνος να τον πείσει να επιστρέψει, αλλά παρά τη βαθειά ευγνωμοσύνη που του έτρεφε, αρνήθηκε και πάλι.
Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι και την επόμενη χρονιά, αποφάσισε να έλθει στην Ελλάδα για να συνάψει γάμο με την κόρη του Νάζου, Άρτεμη, ενώ παράλληλα συναναστράφηκε με τους ζωγράφους Βολανάκη, Ιακωβίδη, Λεμπέση και Σαββίδη.
Με την Άρτεμη απέκτησε 5 παιδιά, την Πηνελόπη, η οποία δεν κατάφερε να ζήσει πολύ (πέθανε μόλις μετά από 12 ημέρες), την Μαργαρίτα-Πηνελόπη, τη Μαργαρίτα, τον Ονούφριο-Τηλέμαχο και την Ιφιγένεια.
Η καθιέρωσή του
Το 1878 αποφάσισε να συμμετέχει στο γερμανικό τμήμα της Παγκόσμιας Έκθεσης του Παρισιού και απέσπασε το τρίτο βραβείο. Έτσι τιμητικά το 1879 ορίστηκε μέλος της κριτικής επιτροπής στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου.
Την διετία 1878-1880 εκτέλεσε την οροφογραφία του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών στο Kaiserslautern. Το έργο αυτό, οι Ελεύθερες τέχνες και τα πνεύματα της καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, καταστράφηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1880 ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου, ωστόσο, δεν κατάφερε να το χαρεί όπως ήθελε. Το 1881 πέθανε ο πατέρας του κι ένα χρόνο μετά έχασε και μητέρα του. Θρηνώντας σιωπηλά εκφράστηκε με έργα νεκρής φύσης. Αυτά τα έργα εκθειάστηκαν από τους κριτικούς και τον Τύπο.
Το 1882, κι ενώ ακόμα ήταν στην δίνη του θρήνου, χρίστηκε αναπληρωτής καθηγητής ενώ έξι χρόνια μετά έγινε τακτικός καθηγητής. Οι μαθητές της σχολής εκτιμούσαν το εργο του και έκαναν ότι μπορούσαν για να γίνουν δεκτοί στο εργαστήρι του.
Τη διετία 1885-1886 ασχολήθηκε με Το κρυφό σχολειό, έργο που έχει γράψει ιστορία στην Ελλάδα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1880, έκανε στροφή σε ιδεαλιστικά και αλληγορικά θέματα, γεγονός που τον ανέδειξε σε εκφραστή του νέου πνεύματος που καλλιεργούταν στο Μόναχο εκείνη την περίοδο.
Το 1887 κλήθηκε να σχεδιάσει τη σημαία του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας και ένα χρόνο αργότερα, με το Πνεύμα της Τέχνης για την 3η Διεθνή Έκθεση του Μονάχου, στράφηκε στον τομέα της καλλιτεχνικής αφίσας.
Από το 1890 μέχρι το τέλος
Η δεκαετία του 1890 ξεκίνησε με χρυσά μετάλλια στις Διεθνείς Εκθέσεις του Μονάχου και της Μαδρίτης. Ακολούθησε η εκλογή του ως μέλος της κριτικής επιτροπής της Διεθνούς Έκθεσης του Σικάγου του 1893, χρονιά κατά την οποία εικονογράφησε και το διήγημα του Δημητρίου Βικέλα, Φίλιππος Μάρθας.
Την ίδια χρονιά η Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ζητά το βιογραφικό του για να τον συμπεριλάβει.
Το 1895, του ανατέθηκε η φιλοτέχνηση του εξωφύλλου του περιοδικού Uber Land undMeer, του Διπλώματος των Μηχανικών Θεωρία & Πράξη καθώς και της σύνθεσης Η Αποθέωση της Βαυαρίας του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών στη Νυρεμβέργη, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1899, αλλά δυστυχώς καταστράφηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επίσης, το 1895 και μετά το πέρας 18 ετών, αποφάσισε να επισκεφθεί την Ελλάδα μαζί με τον γιό του Karl von Piloty. Δυστυχώς αυτή ήταν και η τελευταία φορά που βρέθηκε στα πάτρια εδάφη.
Το 1896 φιλοτέχνησε το Δίπλωμα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Δείτε επίσης: 6 Απριλίου 1896: Αναβιώνουν και θεσπίζονται οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες
Το 1897, με αφορμή το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου για το Κρητικό ζήτημα, η σκέψη του τον οδηγεί στην δημιουργία του έργου Καταστροφή των Ψαρών.
Το επόμενο έτος, αποφασίζει να λάβει μέρος στην έκθεση του Glaspalast με δική του αίθουσα, όπου εκθέτει 24 έργα και πολλά σχέδια τα οποία δημιούργησε εμπνεόμενος από τη μουσική και τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής του.
Συμμετείχε, τιμήθηκε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890, αισθάνεται καταβεβλημένος και διαπιστώνει πως είναι άρρωστος. Αφού διαγνώστηκε με λευχαιμία, ονειρευόταν την επιστροφή του στην Ελλάδα ως το λυτρωτικό γιατρικό.
Εκείνη τη περίοδο το Εθνικό Μουσείο της Βιέννης ζήτησε να αγοράσει το έργο του Δόξα έναντι 3.000 μάρκων, όμως αρνήθηκε να τους το δώσει. Αντ’αυτού το έστειλε στον πεθερό του για παραδοθεί, έναντι 1.500 χρυσών φράγκων, στην επιτροπή για την έκθεση των Αθηνών. Οι αρμόδιοι αρνήθηκαν, γεγονός που πίκρανε τον Γύζη.
Παρότι στην χώρα που τον γέννησε και τον ανέθρεψε το έργο του Γύζη δεν εκτιμήθηκε όπως του άξιζε, στην Γερμανία απολάμβανε τις μέγιστες τιμές.
Το 1900 τα έργα του Νέος Αιώνας και Εαρινή Συμφωνία παρουσιάστηκαν στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι ενώ προγραμμάτιζε να παρουσιάσει στο Glaspalast τη μεγάλη σύνθεση Ιδού ο Νυμφίος, το οποίο δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Το πολυπόθητο γιατρικό δεν κατόρθωσε να το λάβει καθώς η επιβαρυμένη του κατάσταση δεν επέτρεπε μεγάλα ταξίδια. Έτσι, πέθανε μακριά από την λατρεμένη του πατρίδα, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο Μόναχο στις 4 Ιανουαρίου 1901.
Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου και στο μνημείο που φιλοτεχνήθηκε, ο Παλαμάς γράφει το ποίημα Για τον τάφο του Νικόλαου Γύζη.
Δείτε επίσης: Κωστής Παλαμάς: Ο κορυφαίος ποιητής με τις 14 υποψηφιότητες για Νόμπελ
Μετά το θάνατο του, η 8η καλλιτεχνική έκθεση του Glaspalast αφιερώθηκε σε εκείνον και στους επίσης εκλιπόντες Wilhelm Leibl και Arnold Bocklin, ενώ ένα χρόνο μετά δημοσιεύτηκε η βιογραφία του από τον Marcel Montandon.
Το 1928 η Εταιρεία Φιλοτέχνων οργάνωσε αναδρομική έκθεση στο Ιλίου Μέλαθρον, με 463 έργα του ενώ σχεδόν 80 χρόνια μετά, το 2001, πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών μια μεγάλη αναδρομική έκθεση, για τη συμπλήρωση 100 ετών από το θάνατό του.
Ο Νικόλαος Γύζης τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ιστορία της τέχνης, είναι κάτι παραπάνω από ένας σπουδαίος ζωγράφος, σχεδιαστής και χαράκτης του 19ου αιώνα.
Επηρέασε και συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ταυτότητας του νεοσύστατου κράτους της Ελλάδος και υπήρξε πνευματικός οδηγός της “Σχολής του Μονάχου”.
Κατώρθωσε να ενώσει ρεαλισμό και ιδεαλισμό εστιάζοντας στα ιδανικά πρόσωπα και την ανατομία της ψυχής. Πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του ήταν ο άνθρωπος γιάυτό και κατ’ επιλογή του δεν ζωγράφιζε αριστοκράτες καθώς ήθελε να σχετίζεται συναισθηματικά με την δημιουργία του.
Κτίριο Ν. Γύζης
Ο ξενώνας του Νάζου που φιλοτεχνήθηκε από τον Νικόλαο Γύζη τη δεκαετία του 1860, βρίσκεται δίπλα στον περίφημο πύργο του Νάζου, Παλατάκι, στο Χαϊδάρι. Το νεοκλασικό αρχιτεκτόνημα με τον περιβάλλοντα χώρο έκτασης 8,5 στρεμμάτων, που περιλαμβάνει έναν κήπο με διάφορα άνθη και δέντρα, ήταν σε ενιαίο κτήμα με το Παλατάκι.
Το κτίριο αυτό με τα χρόνια υπέστη φθορές και βλάβες κι όταν περιήλθε στην ιδιοκτησία του Δήμου Χαϊδαρίου το 2001, ξεκίνησαν οι εργασίες αποκατάστασης.
Ωστόσο, τον Μάιο του 2002 ανακαλύφθηκαν οι τοιχογραφίες του μεγάλου μας ζωγράφου οι οποίες ως εκ θαύματος είχαν προφυλαχθεί σε μεγάλο βαθμό επειδή τις είχαν περάσει με ασβέστη.
Αυτό το κτίριο, μετά την αποκατάστασή του ονομάστηκε Κτίριο Ν. Γύζης και ήταν διαθέσιμο για επισκέψεις, κατόπιν ραντεβού.
Όμως επειδή οι μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας τοιχογραφίες αντιμετωπίζουν επί σειρά ετών κίνδυνο σοβαρής φθοράς λόγω υγρασίας, ο Δήμος Χαϊδαρίου προχώρησε το προηγούμενο έτος σε υποβολή πρότασης χρηματοδότησης για την συντήρηση όλου του συγκροτήματος του πύργου Παλατάκι.
Η πρόταση προωθήθηκε προς έγκριση στο πρόγραμμα Αντώνης Τρίτσης, αλλά λόγω της διαρκούς επιδείνωσης του προβλήματος στο κτίριο Ν. Γύζης, ο Δήμος έστειλε κατεπείγουσα επιστολή στο ΥΠΠΟ για διενέργεια αυτοψίας στο κτίριο και λήψη μέτρων προστασίας των τοιχογραφιών.
Μετά την αυτοψία που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2020, η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού έλαβε άμεσα σωστικά μέτρα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συγκεκριμένο κτίριο σκοπεύει να φιλοξενήσει ο Δήμος Χαιδαρίου το Λαογραφικό του Μουσείο, γεγονός που επιτάσσει την ορθή και άμεση επέμβαση όλων των φορέων ώστε να δοθεί στο εγγύς μέλλον η δυνατότητα να θαυμάσει το ευρύ κοινό από κοντά το μεγαλούργημα του σπουδαίου μας καλλιτέχνη.
Ας ευχηθούμε ότι έτσι θα συμβεί!