Ήταν 23 Ιουλίου του 2018. Μια απλή, καθημερινή μέρα που εξελίχθηκε σε μια φρικτή τραγωδία και στέρησε τη ζωή σε 102 ανθρώπους αφήνοντας πίσω μόνο θρήνο και καταστροφή. Μια τραγωδία γεμάτη εγκληματικά λάθη, κρατική ανεπάρκεια, αποποίηση ευθυνών και εγκατάλειψη των πυρόπληκτων θυμάτων, που ακόμα και σήμερα αναμένουν την “κάθαρση”.
H πυρκαγιά στο Νέο Βουτζά και το Μάτι Αττικής είναι η φονικότερη στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους και η δεύτερη πιο φονική πυρκαγιά παγκοσμίως κατά τον 21ο αιώνα (μετά τις πυρκαγιές στην Αυστραλία τον Φεβρουάριο του 2009 με 180 θύματα).
_____________________________________
Το χρονικό της πυρκαγιάς
Γύρω στις 12 το μεσημέρι ξέσπασε η πρώτη φωτιά σε δασική έκταση στα Γεράνεια Όρη κοντά στην περιοχή της Κινέτας Αττικής. Στο σημείο επιχειρούν ομάδες της Πυροσβεστικής και εκκενώνονται οι κοντινοί οικισμοί. Μέχρι τις 3 το μεσημέρι τα μέσα ενημέρωσης ενημερώνουν ότι έχουν καεί κάποια σπίτια και μια δασική έκταση περίπου 60.000 στρεμμάτων.
Λίγο πριν τις 5 το απόγευμα μια δεύτερη εστία φωτιάς ξεσπά κοντά στο Νταού Πεντέλης και κατευθύνεται προς την περιοχή του Διονύσου. Οι άνεμοι όμως δεν έμελλε να φανούν ευνοϊκοί και δυνάμωσαν οδηγώντας το πύρινο κύμα με ταχύτατους ρυθμούς στον οικισμό του Νέου Βουτζά και στη συνέχεια στο Μάτι.
Μέσα σε μόλις μια ώρα, η φωτιά είχε φτάσει μέχρι τη θάλασσα κατακαίγοντας τα πάντα στο πέρασμά της. Εκείνη την ώρα είχε δοθεί εντολή να κλείσει η λεωφόρος Μαραθώνος και χωρίς να υπάρχει συντονισμένο σχέδιο εκκένωσης οι αρχές ανάγκαζαν τα αυτοκίνητα που προσπαθούσαν να διαφύγουν και από τις δύο πλευρές να οδηγηθούν προς την παραλία και τελικά να εγκλωβιστούν μέσα στις φλόγες.
Οι κάτοικοι της περιοχής είχαν ουσιαστικά εγκλωβιστεί χωρίς καμία διέξοδο και μόνη σωτηρία τους ήταν η θάλασσα, όπου μπορούσαν να φτάσουν μόνο μέσα από ιδιοκτησίες και στενά δρομάκια λόγω της κακής ρυμοτομίας της περιοχής. Μέσα στον πανικό και με τη φωτιά κυριολεκτικά να “τρέχει” καταπάνω τους, πολλοί δεν πρόλαβαν να πάνε μακριά και κάηκαν εκεί.
Όπως αναφέρουν στις μαρτυρίες τους, τη μια στιγμή έβλεπαν τη φωτιά από την τηλεόραση σε ένα πιο μακρινό σημείο νομίζοντας πως δεν θα περνούσε κάτω από τη λεωφόρο (όπως γινόταν και άλλες φορές), αλλά μέσα σε μόλις λίγα λεπτά είχε φτάσει έξω από τα σπίτια τους δίνοντάς τους σχεδόν μηδαμινό χρόνο να απομακρυνθούν. Δεν είχαν δεχθεί καμία προειδοποίηση, κατάλαβαν ότι απειλούταν από άλλους κατοίκους που εκκένωναν το δυτικότερο κομμάτι του οικισμού. Καλούσαν τις αρχές για βοήθεια και η απάντηση που έπαιρναν ήταν να κάνουν υπομονή και να περιμένουν. Όμως καμία βοήθεια δεν ήρθε.
Δεκάδες κάτοικοι βρήκαν τραγικό θάνατο, κάηκαν ζωντανοί, εγκλωβισμένοι μέσα στα σπίτια τους ή στα αυτοκίνητά τους πάνω στην προσπάθειά τους να διαφύγουν.
«Βλέπω κόσμο να βγαίνει από τα σπίτια του σαν τα μυρμήγκια, έτρεχαν, φώναζαν. Με βλέπει ένας γείτονας καθώς κατεβαίναμε προς την Αργυρή Ακτή και μου λέει: γρήγορα γρήγορα η φωτιά έχει περάσει στο Μάτι. Κατεβαίνω πανικόβλητη, άρχισαν να τρέμουν τα χέρια μου, σήκωσα τους δικούς μου και αυτοί ήταν ανήσυχοι γιατί είχε αρχίσει να μυρίζει, αρχίσαμε να κλείνουμε τα παράθυρα, κάποια στιγμή έπεσε και το ρεύμα, κι εκεί καταλάβαμε ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά.
Καθώς βγήκαμε έξω για να φύγουμε, ήταν εικόνα Αποκάλυψης. Ένα πορτοκαλοκόκκινο πέπλο πάνω από το κεφάλι μας, σαν μια τεράστια μπάλα πύρινη, γύρω γύρω μαύροι καπνοί, έντονα να μυρίζει, να πέφτουν κάφτρες. Καταλάβαμε ότι ήταν πάρα πολύ κοντά μας.
Ενστικτωδώς, όλοι τρέξαμε προς τη θάλασσα επειδή είχαμε μαζί μας ηλικιωμένους ανθρώπους. Σχεδόν χρειάστηκε να τους κουβαλήσουμε στα χέρια, γιατί κάποιοι είχαν προβλήματα κινητικά. Ήταν όλοι τρομαγμένοι, με μια απορία γιατί δεν γνωρίζαμε τίποτα. Όλοι νιώθαμε ότι ερχόταν ένα κακό για το οποίο κανείς δεν μας προειδοποίησε, κανένας δεν μας προετοίμασε και δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μπορεί να φταίει (…)
Ακούγαμε εκρήξεις, σειρήνα δεν ακούσαμε καμία, δεν ξέρουμε τον λόγο, ακούγαμε φωνές ανθρώπων να ζητούν βοήθεια, “τρέξτε”, “καιγόμαστε” και ονόματα… Αυτό ήταν το πιο τραγικό… Ερχόταν στην παραλία και φώναζε τα ονόματα των παιδιών του, των δικών του ο καθένας…
Μέσα σε λίγα λεπτά πρέπει να μαζεύτηκαν γύρω στα 400 άτομα σε αυτόν τον μικρό χώρο στην Αργυρά Ακτή, όλοι έντρομοι, άλλοι με εγκαύματα στα πέλματα γιατί έφυγαν πανικόβλητοι, ξυπόλητοι, γιατί κυριολεκτικά τους έπιασε στον ύπνο η φωτιά. Ενώ όταν φύγαμε εμείς δεν καιγόταν το σπίτι μας, η γειτονιά μας, τη φωτιά τη βρήκαμε εδώ κάτω. Καίγονταν τα πεύκα, ο Κάβος, η τέντα της ταβέρνας, ξαφνικά ο αέρας, ενώ ήταν ήδη δυνατός, άρχισε να φυσάει μανιασμένα.
Ο μεγάλος μας εχθρός πλέον δεν ήταν τόσο η φωτιά, γιατί είχαμε μπει στη θάλασσα, δεν είχαμε πού αλλού να προστατευτούμε, αλλά ο καπνός, που ακόμα και τώρα που σας μιλάω μου έρχεται η αίσθηση και το πνίξιμο του καπνού στον λαιμό και στα μάτια, και αναγκαζόμασταν να βουτάμε το κεφάλι μας στο νερό για να αποφύγουμε τις κάφτρες. Γιατί όλα τα πεύκα που έπεφταν πάνω από τη θάλασσα τόσα χρόνια φλέγονταν, φλεγόταν όλη η Ακτή, είχαμε κυκλωθεί από τη φωτιά, πουλιά έπεφταν δίπλα μας φλεγόμενα, και ξαφνικά, ενώ ο καπνός πύκνωνε, κρατούσα τα παιδιά μου και δεν τα έβλεπα, κρατούσα τους γονείς μου και δεν τους έβλεπα, μόνο από τη φωνή ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον αν είναι καλά, έρχονταν γείτονες και φώναζαν “παιδιά, είστε εδώ; Είστε καλά; Τον είδατε τον τάδε;”.
Δεν ήξερα αν θα βγούμε ζωντανοί από εκεί, νομίζαμε όλοι ότι θα πεθάνουμε, οι συνθήκες ήταν τόσο τραγικές που δεν ξέραμε αν θα επιβιώσουμε από αυτό.
Καταλάβαμε λοιπόν ότι η μόνη διαφυγή μας είναι από τη θάλασσα και απορούσαμε πώς και τόση ώρα δεν μας έχει εντοπίσει κανείς. Οι ώρες περνούσαν, είχαμε χάσει επαφή με τον χρόνο, οι δυνάμεις μας τελείωναν (…)
Γιατί μας εγκατέλειψαν ενώ θα μπορούσαν να έχουν σωθεί, υπήρχαν άνθρωποι που πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να απομακρυνθούν από τη φωτιά και τους παρέσυρε το κύμα. Σιγά σιγά μετά από πολλές ώρες, το βράδυ, γύρω στις έντεκα, ξαφνικά είδαμε φώτα, μικρά βαρκάκια, εθελοντές που είχαν μια βάρκα και ήρθαν στο λιμανάκι (…)”
(μαρτυρία της Αγνής Γκαντώνα, σύζυγο του δημάρχου Ραφήνας-Πικερμίου Βαγγέλη Μπουρνούς στο irafina.gr – Βίντεο 1, 2, 3)
Μερικοί, ενώ κατάφεραν να ξεφύγουν από τη φωτιά, έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα, είτε επειδή κολυμπώντας για να σωθούν τους παρέσυρε το κύμα, είτε εξουθενωμένοι από τις πολλές ώρες που βρισκόντουσαν εκεί εκτεθειμένοι στον καπνό περιμένοντας μια βοήθεια. Μεταξύ αυτών και μικρά παιδιά.
Τουλάχιστον για πέντε ολόκληρες ώρες τα εκατοντάδες άτομα που είχαν διαφύγει στην παραλία περίμεναν μάταια να έρθει κάποια βοήθεια, κάποιος να τους σώσει. Το λιμενικό δεν έφτασε εκεί ποτέ, δεν μπορούσε, έλεγαν, να πλησιάσει. Βράδυ πλέον έφτασαν στο σημείο εθελοντές ψαράδες και με τις μικρές ιδιωτικές τους βάρκες προσπάθησαν να πάρουν σιγά σιγά τον κόσμο και να τους μεταφέρουν στο λιμάνι της Ραφήνας, όπου υπήρχαν ασθενοφόρα.
“Ο Βίκτωρας ήταν πολύ σοκαρισμένος, είχε πάθει πανικό και μου το έλεγε το παιδί μου έλεγε μαμά δεν θα αντέξω, δεν είμαι καλά… Μετά το δεύτερο-τρίτο κύμα που έψαχνα με τα μάτια μου τον Βίκτωρα, τον είδα να επιπλέει, δεν είχε συναίσθηση, είχε φύγει από τη ζωή. Είχε γυρίσει μπρούμητα πήγα τον σήκωσα τον γύρισα ανάσκελα και εκεί το κατάλαβα γιατί ήταν μαύρος σαν την μπλούζα μου.
Και εκείνη τη στιγμή έπρεπε να αποφασίσω τι θα κάνω, ή συνέχιζα και κρατούσα τον Βίκτωρα και θα έχανα και τη Βάσια, γιατί ήταν πάρα πολύ σοκαρισμένο το παιδί έβλεπε τον αδερφό της πεθαμένο μέσα στα μάτια της, ήμουν 100% σίγουρη ότι ο Βίκτωρας ήταν νεκρός και έπρεπε να αποφασίσω, θα αφήσω τον Βίκτωρα για να συνεχίσω να σώσω την Βάσια και δυστυχώς η ζωή με ανάγκασε να κάνω αυτό που καμία μάνα δεν θέλει να το σκεφτεί…
Ήθελα να ουρλιάξω να πέσω μέσα μαζί του να μην βγω έξω, από την άλλη σκεφτόμουν και τη Βάσια, δηλαδή χωρίστηκα στα δύο εγώ μέσα στη θάλασσα… Μπήκα μία και βγήκα δύο, η μία είναι εκεί μέσα ακόμα και η άλλη είναι έξω…”
Ήμασταν ώρα μέσα στη θάλασσα, ήμασταν 6 ώρες, στο δύωρο περίπου η φίλη μου εγκατέλειψε, κατάλαβα ότι έχει φύγει από τη ζωή γιατί με έδιωξε εκείνη την ώρα και μου λέει φύγε και πες τα παιδιά μου ότι τα αγαπάω.
Το λιμενικό εντελώς απών, εννοείται ότι αν υπήρχε από την αρχή ενημέρωση, πυροσβεστικά και λιμενικό ο Βίκτωρας θα ζούσε τώρα. Οι ψαράδες δηλαδή πως μπήκαν; Ήταν άρα πιο ικανοί οι ψαράδες από το λιμενικό.”
(μαρτυρία της επιζήσασας Αθηνάς Μουτάφη, Σκάι)
Έγκλημα χωρίς τιμωρία – “Έτσι γίνονται τα παιχνίδια”
Αυτό που χαρακτήρισε, αλλά και καθόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της τραγωδίας στο Μάτι ήταν η εγκληματική ολιγωρία και ανεπάρκεια των κρατικών αρχών και της κυβέρνησης, που όχι μόνο δεν συντόνισαν οποιαδήποτε βοήθεια τις κρίσιμες εκείνες ώρες, αλλά προσπάθησαν αργότερα να συγκαλύψουν γεγονότα και να αποποιηθούν τις ευθύνες.
Σοκαριστικοί πραγματικά ήταν οι διάλογοι στους ασυρμάτους της πυροσβεστικής και της αστυνομίας, που δόθηκαν στη δημοσιότητα έναν χρόνο αργότερα, επιβεβαιώνοντας ένα μπάχαλο οργάνωσης και ανευθυνότητας, αλλά και τις χυδαίες προσπάθειες συγκάλυψης.
Σε ένα από τα πολλά ηχητικά ντοκουμέντα ο τότε αρχηγός της Πυροσβεστικής ακούγεται να υποδεικνύει στον πραγματογνώμονα τι να γράψει στην έκθεση για τη φωτιά στο Μάτι (για ταχύτητα ανέμων, εύφλεκτα υλικά κτλ) και τον απειλεί άμεσα να μην αναφέρει ευθύνες για κανέναν ανώτερο, αν δεν θέλει να μπλέξει και να “θάψει” στοιχεία… Αναφέρεται μάλιστα ονομαστικά σε κάποια πρόσωπα, όπως η Υπουργός που φέρεται να του έδωσε την εντολή, ενώ δίνει κυνικά ένα παράδειγμα πως “έτσι έγιναν τα παιχνίδια” και σε μεγάλες πυρκαγιές παλιότερα, όπως στη Μάνη και τα Κύθηρα.
Οποιοσδήποτε ακούει αυτούς τους κυνικούς διαλόγους, τα ατράνταχτα αποδεικτικά στοιχεία ενός πραγματικού εγκλήματος, περιμένει σίγουρα πως θα υπήρχαν άμεσες τιμωρίες, παραίτηση της κυβέρνησης ή στελεχών της που εμπλέκονται, κάτι για τα προσχήματα έστω.
Δυστυχώς όμως αυτά είναι ψιλά γράμματα για το διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο της χώρας μας και το γνωρίζουμε από πλήθος παραδειγμάτων μέχρι και σήμερα.
Η Εισαγγελία Αθήνας άσκησε ποινική δίωξη για εμπρησμό από αμέλεια κατά ενός 60χρονου που πιθανολογείται πως προκάλεσε τη φωτιά με την καύση ξερών χόρτων. Επίσης ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή και σωματική βλάβη κατά συρροή και κατά άλλων 19 ατόμων μεταξύ των οποίων ήταν ο αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος Σωτήρης Τζερούδης, ο υπαρχηγός Βασίλης Ματθαιόπουλος, ο τότε γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας, Ιωάννης Καπάκης, η τότε Περιφερειάρχης Αττικής, Ρένα Δούρου, ο τότε δήμαρχος Μαραθώνα Ηλίας Ψινάκης και ο τότε δήμαρχος Ραφήνας Ευάγγελος Μπουρνούς.
Κανένας δεν καταδικάστηκε, κανένας δεν τιμωρήθηκε με κάποιον τρόπο. Οι κατηγορούμενοι θεωρούν πως οι χειρισμοί τους ήταν καθώς έπρεπε και δεν φέρουν περαιτέρω ευθύνες, ενώ κατηγορούσαν μάλιστα τους ίδιους τους κατοίκους-θύματα για αυθαίρετες κατοικίες στην περιοχή που τους δυσκόλεψαν στην εκκένωση που επιχείρησαν μόνοι τους!
Λόγω της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον 102 άνθρωποι. Το νεότερο θύμα ήταν 6 μηνών και το γηραιότερο 93 ετών. Περίπου 4000 σπίτια καταστράφηκαν, ενώ η συνολική καμένη έκταση έφτασε τα 12.759 στρέμματα (6.934 οικισμού και 5.825 δάσους).
Οι πυρόπληκτοι επιζώντες, συγγενείς των θυμάτων, οι περισσότεροι έχοντας χάσει τα σπίτια τους και τα υπάρχοντά τους φιλοξενήθηκαν σε κατασκηνώσεις και δέχτηκαν βοήθεια από ένα μεγάλο κύμα εθελοντών που αναπτύχθηκε μετά το φρικτό γεγονός. Πολλοί άνθρωποι μεμονωμένα ή σύλλογοι και οργανώσεις έσπευσαν να βοηθήσουν περιθάλποντας τραυματίες, μαζεύοντας τρόφιμα, ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης και προσφέροντας ακόμα και διαμονή σε άστεγους πυρόπληκτους.
Μέχρι σήμερα, τέσσερα χρόνια αργότερα, τα θύματα δεν έχουν βρει ακόμα δικαίωση και δεν έχουν λάβει επαρκή κρατική βοήθεια. Κάποιοι αναζητούν ακόμα έστω μια συγνώμη. Ακόμα προσπαθούν με σοβαρά θέματα γραφειοκρατίας να αποκαταστήσουν τα κατεστραμμένα σπίτια τους και να αποζημιωθούν.
Σε άλλα νέα, οι πυρόπληκτοι που φιλοξενούνταν στις στρατιωτικές κατασκηνώσεις του Αγίου Αντρέα, εξαναγκάστηκαν ξαφνικά τον Απρίλιο του 2021, να φύγουν από τις εγκαταστάσεις μένοντας για άλλη μια φορά στο δρόμο. Κρατική μέριμνα.
______________________________
Η ιστορική πυρκαγιά στο Μάτι ήταν μια τραγωδία και ένα βαρύ έγκλημα με κοινό παρονομαστή ένα ανήθικο και παρακμιακό παρακράτος. Και μαθηματικά και ιστορικά αυτό το έγκλημα θα επαναληφθεί. Κι άλλες οικογένειες θα ξεκληριστούν, κι άλλες περιουσίες θα χαθούν, κι άλλοι πολίτες θα δεινοπαθήσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και θα χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας της κρατικής ανεπάρκειας, ανικανότητας και κυρίως αδιαφορίας.