Η Margaret Hilda Roberts γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1925 στην πόλη Grantham του Lincolnshire, όπου και μεγάλωσε. Ο πατέρας ως παντοπώλης και ιερέας της Εκκλησίας Μεθοδιστών, είχε καθημερινή επαφή και αλληλεπίδραση με την τοπική κοινωνία γεγονός που τον κατέστησε ενεργό και στην τοπική πολιτική ζωή, μέσα από το Εργατικό Κόμμα.
Η πολιτική δράση και η στάση ζωής του πατέρα της την επηρέασαν σημαντικά για την μετέπειτα πολιτική της καριέρα.
Το 1938, πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος η οικογένεια Roberts έδωσε άσυλο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα σε μια έφηβη Εβραία που είχε δραπετεύσει από τους Ναζί.
Η Margaret, με την αδερφή της Muriel, μάζεψαν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν από διάφορα χαρτζιλίκια ώστε να βοηθήσουν την μικρή να συνεχίσει το ταξίδι της προς την ελευθερία.
Ανατράφηκε με τα πρότυπα των Μεθοδιστών και εξελίχθηκε σε μια ευσεβή νεαρή η οποία υπήρξε πολύ καλή μαθήτρια στο Huntingtower Road Primary School and κέρδισε υποτροφία για το Kesteven and Grantham Girls’ School.
Οι επιδόσεις της ήταν συνεχώς υψηλές παρά το γεμάτο της πρόγραμμα που περιλάμβανε μαθήματα πιάνου, hockey, κολύμβησης και ποίησης.
Ξεκίνησε τις σπουδές της στο Somerville College Oxford με αντικείμενο την Kρυσταλλογραφία και σε αντίθεση με άλλους εκείνη έδειχνε υπερβάλλοντα ζήλο περισσότερο για την πολιτική παρά για την χημεία. Έτσι, το 1946, σε ηλικία μόλις 21 χρονών, εκλέχθηκε Πρόεδρος της Συντηρητικής Ένωσης του πανεπιστημίου.
Μετά την αποφοίτησή απασχολήθηκε σε διάφορες εταιρίες ως χημικός ενώ παράλληλα έκανε μερικές μικρές πολιτικές προσπάθειες οι οποίες δεν απέδωσαν τα μέγιστα αλλά την έκαναν πιο γνωστή στους κύκλους της πολιτικής σκηνής.
Τη βραδιά που ανακοινώθηκε επίσημα ως υποψήφια των Συντηρητικών γνώρισε τον Denis Thatcher, ο οποίος την στήριξε στο όραμά της.
Οι δυο τους τελικά παντρεύτηκαν μετά από λίγο καιρό και o Dennis, βλέποντας την δυναμική της στάση στα πράγματα, την ώθησε να ακολουθήσει νομικές σπουδές.
Ούσα η νεότερη αλλά και η μοναδική υποψήφια γυναίκα το 1951, τράβηξε τα βλέμματα της κοινωνίας και των μέσων ως φιλόδοξη, όμως ξεχώρισε πραγματικά για την ετοιμολογία της και την εξαιρετική διαχείριση του δημόσιου λόγου. Παρόλα αυτά, βγήκε ηττημένη από την εκλογική αναμέτρηση.
Το 1953 αποφοίτησε ως δικηγόρος με ειδίκευση στο φορολογικό δίκαιο και λίγους μήνες μετά έφερε στον κόσμο τα δίδυμα Carol και Mark.
Αν και το όνομά της συζητιόταν έντονα, εκείνη αφοσιώθηκε για μερικά χρόνια στην ανατροφή των παιδιών της και επέστρεψε δυναμικά το 1959 όπου και εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων ενώ το 1965 ορίστηκε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος.
Υποστήριξε προτάσεις νόμου για την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, τη διατήρηση της θανατικής ποινής και ψήφισε ενάντια στη χαλάρωση των νόμων περί διαζυγίου.
Το 1970, έγινε Υπουργός Παιδείας και Επιστήμης και κατά τη διάρκεια της θητείας εφάρμοσε διάφορα μέτρα τα οποία έφεραν δυσαρέσκεια στους πολίτες και κύμα διαμαρτυριών. Πρόκειται για την περικοπή στον προϋπολογισμό για την Παιδεία και η κατάργηση της χορήγησης δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά ως έντεκα ετών.
Ωστόσο, 30 χρόνια μετά, δημοσιεύτηκαν δημόσια έγγραφα εκείνης της περιόδου και αποδείχθηκε ότι εκείνη δεν συμφωνούσε με αυτές τις σκέψεις και η εφαρμογή τους αποφασίστηκε με βάση τη συλλογική πολιτική του κόμματός της.
Στις εκλογές του 1974, τοποθετήθηκε ως Υπουργός Περιβάλλοντος και το 1975 εξελέγη Πρόεδρος του Συντηρητικού Κόμματος.
Ο όρος «Σιδηρά Κυρία» της αποδόθηκε μετά από ομιλία της, στις 19 Ιανουαρίου 1976, κατά την οποία εκφράστηκε εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης.
Σχεδόν 3 χρόνια μετά, συγκεκριμένα στις 4 Μαΐου 1979, γίνεται πρώτη φορά πρωθυπουργός και της ανατέθηκε η αναστροφή της πτωτικής πορείας της οικονομίας, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και η ενδυνάμωση του ρόλου της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή αγορά.
Για να συμβεί αυτό εφάρμοσε, με την ανάληψη της πρωθυπουργίας, μια σφικτή νομισματική πολιτική με αύξηση επιτοκίων, έμμεση φορολογία έναντι της φορολογίας εισοδήματος και αύξηση του ΦΠΑ, ενώ επίσης, κατάργησε τους μισθολογικούς και συναλλαγματικούς περιορισμούς. Τα μέτρα αυτά, ναι μεν διατήρησαν την αξία της στερλίνας υψηλά αλλά το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε και τα ποσοστά ανεργίας εκτοξεύτηκαν.
Με την πάροδο του χρόνου δικαιώθηκε για τις ενέργειές της, παρά τον μεγάλο πόλεμο που δέχτηκε, και το 1982 ο πληθωρισμός είχε πέσει 10 μονάδες, ο αριθμός των απεργιών μειώθηκε σημαντικά, τα δημοσιονομικά βελτιώθηκαν και δρομολογήθηκαν οι πρώτες αποκρατικοποιήσεις κοινοτικών κατοικιών, γεγονός που αύξησε το ποσοστό ιδιοκατοίκησης.
Με την έναρξη του «Πόλεμου των Φώκλαντ», η Thatcher αντέδρασε σθεναρά, με μια επιχείρηση επανακατάληψης των νήσων που στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, προκαλώντας πατριωτικές εκδηλώσεις στη Μεγάλη Βρετανία.
Όλα αυτά, συνέβαλαν στο να ανεβεί πολύ η δημοτικότητα της Κυβέρνησης και η Thatcher κατάφερε να επανεκλεγεί το 1983.
Έναν χρόνο μετά, στην προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των κερδοφόρων ορυχείων ώστε να κλείσουν τα ζημιογόνα, οι ανθρακωρύχοι αντέδρασαν έντονα με μια απεργία που διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο. Αυτή αποτέλεσε και το πιο σημαντικό γεγονός στη δεύτερη θητεία της Thatcher.
Στην απεργία συμμετείχαν τα 2/3 των εργαζόμενων, αποδείχτηκε επιζήμια για την οικονομία και σε αυτήν αποδόθηκε η πτώση της λίρας έναντι του δολαρίου.
Μετά από δηλώσεις της πως δεν θα υποχωρήσει στα αιτήματα των συνδικάτων, αφού είχε φροντίσει να κρατήσει καύσιμα εκ των προτέρων, και με τη συμβολή της αστυνομίας η απεργία έληξε.
Εν συνεχεία, η κυβέρνηση έκλεισε 25 ορυχεία και άνοιξε τον δρόμο για την ιδιωτικοποίηση πολλών δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, με κύριο και βασικό σκοπό την άμεση και σωστή περικοπή των δημοσίων δαπανών.
Οι αποκρατικοποιήσεις έγιναν μέσω του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου και η κυβέρνηση απέφερε έσοδα 29 δισ. λιρών ενώ από τις πωλήσεις κοινοτικών κατοικιών, 18 δισ. λίρες.
Παράλληλα, ίδρυσε ρυθμιστικές αρχές μέσα από τις οποίες συνεχίστηκε ο περιορισμός των κρατικών δαπανών για δημόσιες επενδύσεις (οδικά έργα, σιδηροδρομικά, κλπ.) κι έτσι, η Βρετανία κατάφερε να μπει ξανά σε ρυθμούς δυναμικής ανάπτυξης.
Κι ενώ η κοινωνία αρχίζει να ανακάμπτει, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την περικοπή των δαπανών προς την ανώτατη εκπαίδευση, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αποφάσισε το 1985 να μην ανακηρύξει τη Margaret Hilda Thatcher επίτιμο διδάκτορά του (όπως συνέβη με όλους τους Βρετανούς Πρωθυπουργούς που ήταν απόφοιτοί του).
Αυτό δεν την πτόησε. Ο δυναμισμός και η ατσαλένια της θέληση δεν άφηναν τις μικροπρέπειες να σταθούν εμπόδιο στο όραμά της για έναν καλύτερο κόσμο.
Το 1987, κι ενώ οι αποκρατικοποιήσεις συνεχίστηκαν, ο πληθωρισμός έπεσε ακόμα περισσότερο, η ανεργία αποκλιμακώθηκε, τα 2/3 των Βρετανών είχαν πλέον δικό τους σπίτι και το ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου αυξήθηκε κατά 26,8% ξεπερνώντας, μέχρι το 1989, τον μέσο όρο της ΕΟΚ (24,3%).
Αντιτάχθηκε στη συγκεντροποίηση της λήψης αποφάσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και υποστήριζε ότι ο ρόλος της έπρεπε να περιοριστεί στη διασφάλιση του ελεύθερου εμπορίου και του ανόθευτου ανταγωνισμού. Αυτή η πολιτική της θέση άρχισε να διχάζει το κόμμα της και έμελλε να αποβεί μοιραία για την πολιτική της καριέρα.
Κι ενώ έπαιρνε θέση για καίρια ζητήματα, όπως το 1988 που εκφώνησε ομιλία για την υπερθέρμανση του πλανήτη, την καταστροφή του όζοντος και την όξινη βροχή, εντούτοις, το 1989, η δημοτικότητά της άρχισε να πέφτει λόγω των υψηλών επιτοκίων και η ανάπτυξη άρχισε να επιβραδύνεται λόγω της μικρής αύξησης του πληθωρισμού.
Η Thatcher, προκειμένου να διατηρήσει τα ποσοστά, προσπάθησε να καθιερώσει τον φόρο κοινοτήτων, ώστε αντί για την φορολόγηση ακινήτων να φορολογείται κάθε φυσικό πρόσωπο και έφερε αντιδράσεις, αφού θα έπληττε σημαντικά τις οικογένειες.
Οι αντιδράσεις εντάθηκαν γενικότερα εξαιτίας του φορολογικού σχεδίου της κι έτσι, στις 22 Νοεμβρίου 1990, πέρασε για τελευταία φορά το κατώφλι του Μπάκινγχαμ ως πρωθυπουργός της χώρας.
Στην εκλογή νέου προέδρου του κόμματος των Συντηρητικών δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και ανακοίνωσε την πρόθεσή της, να μην είναι υποψήφια στον επόμενο γύρο στηρίζοντας έναν άλλο υποψήφιο, ο οποίος και εξελέγη.
Παρά την έμμεση αποκαθήλωσή της από την προεδρία, παρέμεινε βουλευτής ως τις εκλογές του 1992.
Σε δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε εκείνη την περίοδο το 52% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι «έκανε καλό στη χώρα», ενώ το 48% διαφωνούσε.
Το 1992 αποσύρθηκε από τα κοινά και έλαβε τον τιμητικό τίτλο της Βαρώνης από τη Βασίλισσα Ελισάβετ, εξασφαλίζοντας δια βίου συμμετοχή στη Βουλή των Λόρδων.
Κι αν βρέθηκε εκτός Βουλής εκείνη δεν βρέθηκε στιγμή έξω από τα νερά της! Συμμετείχε σε δράσεις για τον πλανήτη, έπαιρνε μέρος σε εκστρατείες για την παύση πολέμων, έβγαζε ομιλίες για την ευρύτερη κοινωνικοπολιτική κατάσταση και συνέβαλε με την γνώμη και τις παρεμβάσεις της σε διάφορες αποφάσεις παγκόσμιας εμβέλειας.
Όλα αυτά μέχρι το 2002, που ανακοινώθηκε ότι οι γιατροί της της συνέστησαν να μην προβαίνει πλέον σε δημόσιες ομιλίες, αφού μικρο-εγκεφαλικά επεισόδια είχαν προκαλέσει ζημιά στην πρόσφατη μνήμη της. Αυτό την έκανε να αρχίσει σταδιακά να αραιώνει τις εμφανίσεις της ενώ μετά και τον θάνατο του συζύγου της το 2003, έδινε το παρόν σπανιότερα αν και με τον ίδιο δυναμισμό.
Στην πορεία οι γιατροί διέγνωσαν πως έχει άνοια και συνέστησαν να βγαίνει από το σπίτι μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και πάντα με συνοδεία.
Ταλαιπωρήθηκε αρκετά από διάφορα μικρά θέματα υγείας παράλληλα με αυτό αλλά εξακολουθούσε να είναι το ίδιο παθιασμένη όταν μιλούσε για την κοινωνία, την πολιτική, τον κόσμο όλο.
Δεν σταμάτησε να είναι ενεργή παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και κράτησε την φλόγα αναμμένη, μέχρι τις 8 Απριλίου 2013, που άφησε την τελευταία της πνοή μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η Margaret Hilda Thatcher ήταν μια γυναίκα που αντιμετώπισε κατά μέτωπο την ειρωνεία και τον σαρκασμό για το πάθος της με την πολιτική και απέδειξε πως η ατσαλένια θέληση μπορεί να σε κάνει σιδηρά κυρία. Ο σταθερός της χαρακτήρας, ο δυναμικός λόγος, τα επιχειρήματα και το όραμα για μια καλύτερη κοινωνία την έκαναν παράδειγμα για τις επόμενες γενιές ηγετών.
Υπήρξε ξεχωριστή πολιτική φιγούρα, οι προτάσεις της ήταν ριζοσπαστικές και ακριβώς επειδή δεν είχε αυτοσκοπό την δική της δημοτικότητα αλλά την απόδοση των πρακτικών εφαρμογών, ώστε να συμβάλλει στην βελτίωση της κοινωνίας, την έκανε πραγματικά μοναδική!
Η πολιτική της Βρετανίας τότε ήταν επί της ουσίας ένα πολύ σκληρό πεδίο για τις γυναίκες και αποδείχθηκε πως μόνο αν είσαι σκληρός μπορείς να σταθείς. Γι’αυτό και η Margaret εξελίχθηκε σε σιδηρά κυρία, με βάρος λόγου και ουσία πράξεων.
Η ζωή της εμπνέει και θα εμπνέει για πολύ ακόμα. Αυτός ήταν και ο λόγος που έγινε ταινία με πρωταγωνίστρια την Meryl Streep, η οποία μάλιστα απέσπασε βραβείο Όσκαρ για την συγκεκριμένη, εκπληκτική ερμηνεία.