Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1920 όπου συμβαίνουν πολλές ανακατατάξεις και αναταραχές σε όλο τον κόσμο, πόσο μάλλον στην Ελλάδα που μετά βιας είχε κατορθώσει να στήσει το νέο Ελληνικό κράτος. Έχοντας ζήσει πολέμους, επαναστάσεις, ξεσηκωμούς κι αντάρες, αυτή τη δεκαετία, η κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπου περνά στο προσκήνιο και γίνεται το μήλον της έριδος.
Είναι η περίοδος που μπαίνουν στο τραπέζι οι ταξικοί αγώνες, η αστική τάξη αρχίζει να κάνει σιγά σιγά την εμφάνισή της, με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής -όπως και της ελευθερίας μόρφωσης- να αποτελούν τα νέα ζητούμενα.
Από τα Αθεϊκά στα Μαρασλειακά
Στο χώρο της εκπαίδευσης, οι ηγέτες του Εκπαιδευτικού Ομίλου που ιδρύθηκε το 1910, Δημήτρης Γληνός, ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης και Αλέξανδρος Δελμούζος, πιστεύουν ότι η αστική τάξη επιδιώκει την αναγέννηση και ως εκπαιδευτικοί είχαν ήδη συνεργαστεί με τον Βενιζέλο για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση.
Ο Δελμούζος είχε δώσει τα πρώτα δείγματα της νέας σχολικής πραγματικότητας κάνοντας “το πείραμα” του Παρθεναγωγείου Βόλου, το οποίο, αν και είχε μεγάλη απήχηση στην μικρή τοπική κοινωνία, κατέληξε -μετά από κατηγορίες για αθεϊα, μασονισμό και αντεθνική συμπεριφορά- στη Δίκη του Ναυπλίου.
Δείτε περισσότερα: 10 Οκτωβρίου 1908: Ιδρύεται το Παρθεναγωγείο Βόλου
Μετά από τα “Αθεϊκά του Βόλου”, το γλωσσικό και λογοτεχνικό κίνημα του δημοτικισμού ήταν αυτό που απέκτησε στη συνέχεια έντονη πολιτική και κοινωνική έκταση, με τον διαχωρισμό να γίνεται κριτήριο κοινωνικοπολιτικού προσανατολισμού.
Οι δημοτικιστές του Εκπαιδευτικού Ομίλου άρχισαν να ασκούν επιρροή στο υπουργείο Παιδείας και να υποστηρίζουν με όλα τα μέσα που διέθεταν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία δεν θα ήταν απλά γλωσσική, θα ήταν μια ολοκληρωμένη αλλαγή στις μεθόδους διδασκαλίας.
Και κάπως έτσι, εν μέσω κοινωνικοπολιτικών ταραχών, φτάνουμε στα Μαρασλειακά. Ένα μεγάλο κοινωνικό, μα κυρίως πολιτικό, επεισόδιο που έλαβε χώρα με αφορμή τα όσα διαδραματίστηκαν στο Μαράσλειο Διδασκαλείο.
Όταν οι ιδέες τέθηκαν σε εφαρμογή
Το Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης λειτούργησε πρώτη φορά το 1905 αλλά ξεκίνησε να λειτουργεί στην διεύθυνση που το βρίσκουμε σήμερα από τον Οκτώβριο του 1923, με διευθυντή τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στο ίδιο κτήριο φιλοξενείται η Παιδαγωγική Ακαδημία με διευθυντή τον επινοητή της Δημήτριο Γληνό.
Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος πέτυχε με διάταγμα, το οποίο παρείχε απόλυτη πληρεξουσιότητα στον διευθυντή του Μαράσλειου για την δημιουργία ενός πρότυπου διδασκαλείου, στο οποίο θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, κάτι που πραγματοποιήθηκε σχεδόν άμεσα.
Εφόσον η Παιδαγωγική Ακαδημία θα προετοίμαζε τους καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης και το Μαράσλειο τους δασκάλους, τα δύο εκπαιδευτήρια συνεργάστηκαν και ανέπτυξαν μια καινοτομία στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς οι μαθητές της Ακαδημίας δίδασκαν στο Μαράσλειο ως δόκιμοι και οι μαθητές του Μαράσλειου αντιστοίχως, στο δημοτικό της Ακαδημίας.
Το όνειρο πήρε σάρκα και οστά και το εγχείρημα μπορούσε να χαράξει μια νέα πορεία στο προσκήνιο της εκπαίδευσης. Σε αυτό το προσκήνιο βρέθηκε και ο -νεοαφιχθείς εκ Παρισιού- Κώστας Βάρναλης ο οποίος ανέλαβε χρέη καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στην Παιδαγωγική Ακαδημία.
Οι πρώτες κατηγορίες
Κι από εκεί που δεν το περίμενε κανείς, ξεκίνησε ένα αδιάκοπο κυνηγητό από τους θεματοφύλακες των ηθών. Μόλις 5 μέρες μετά την έναρξη λειτουργίας της Ακαδημίας, άρθρο της εφημερίδος “Εστία” κατακεραύνωσε το εγχείρημα με αφορμή το έργο του Βάρναλη “Φως που καίει”.
Εκπρόσωποι του πνευματικού κατεστημένου, εξέφρασαν την αγανάκτησή τους με επιστολές στον Τύπο για το γεγονός πως καθηγητής της Ακαδημίας καθυβρίζει την πατρίδα και τα θεία στα έργα του και το θέμα πήρε μεγάλες προεκτάσεις, αποτέλεσε κοινωνικό σκάνδαλο. Έτσι, το παράδειγμα της “Εστίας” ακολούθησαν και άλλες εφημερίδες, που βρήκαν το υποτιθέμενο σκάνδαλο ως πρώτης τάξεως ευκαιρία για μεγάλες κυκλοφορίες.
Το επεισόδιο απ’ ότι φαίνεται ήταν προμελετημένο και στόχευε το γλωσσοεκπαιδευτικό πρόγραμμα που υποστήριζαν τα δύο εκπαιδευτήρια, με τον εκδημοτικισμό και τον εκσυγχρονισμό να φαντάζουν ως πολιτικές δράσεις. Οι αντιδράσεις ήταν μια προσπάθεια για αναχαίτιση της κομμουνιστικής δράσης στο χώρο της εκπαίδευσης και κατ’ επέκταση στην κοινωνία.
Οι εφημερίδες άρχισαν να αναλύουν στίχο στίχο το αμαρτωλό έργο, το οποίο παρουσίασαν πως εκφράζεται με ασέβεια για τον Χριστό, τον οποίο ευτελίζει με σαρκασμό και τον αναφέρει ως υπαίτιο για την δυστυχία του κόσμου. Για τα δημοσιεύματα αυτά, πήρε θέση ο Δελμούζος με απάντηση που δημοσίευσε στην “Εστία”, ωστόσο δεν ήταν καταλυτική. Το δημοσίευμα του Δελμούζου ξεσήκωσε ακόμα μεγαλύτερες αντιδράσεις!
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποπεμφθεί ο Βάρναλης με εξάμηνη παύση.
Προφανώς και ο κίνδυνος δεν είχε εξαλειφθεί για κάποιους. Εφόσον τα 2 αυτά εκπαιδευτήρια συνέχιζαν το έργο τους, σχεδόν απερίσπαστα -αν και με μια σημαντική απώλεια- δεν μπορούσαν να εφησυχαστούν. Στόχος τους εξάλλου δεν ήταν η απομάκρυνση του Βάρναλη, αλλά η παύση της μεταρρύθμισης που είχαν ξεκινήσει οι 2 διευθυντές και σχεδιαστές του εγχειρήματος, Δελμούζος και Γληνός.
Τα επόμενα πρόσωπα
Δεν άργησαν, φυσικά, να βρουν το επόμενο εξιλαστήριο θύμα που θα επωμιστεί το βάρος της κατάστασης. Στο στόχαστρο των δημοσιευμάτων αυτή τη φορά ο καθηγητής Ιορδάνης Ιορδανίδης, με την αιτιολογία πως δε δίδασκε τα θρησκευτικά στις πρώτες τάξεις του δημοτικού και πως η σύζυγός του, Μαρία Ιορδανίδου (γνωστή για το έργο της, Λωξάντρα) εργαζόταν στη σοβιετική πρεσβεία.
Η Ρόζα Ιμβριώτη ήταν, μαζί με την Αύρα Θεοδωροπούλου, ιδρυτικά μέλη του Σύνδεσμου υπέρ των Δικαιωμάτων της Γυναίκας
Την πορεία του Ιορδανίδη στις φυλλάδες έρχεται να ανακόψει η Ρόζα Ιμβριώτη, που δίδασκε φιλοσοφία της Ιστορίας. Η Ιμβριώτη, στις 22 Μαρτίου 1925 συμμετείχε στη συνεδρίαση του προσωπικού και έδωσε μια νέα διάσταση στην διδαχή της ιστορικής αλήθειας.
Τους ενημέρωσε πως ήθελε να διδάξει το μάθημα της Ιστορίας μέσα από άλλη οπτική, η οποία αμφισβητούσε τον παραδοσιακό και εθνικό τρόπο αφήγησής του. Εξήγησε, πως η επανάσταση του 1821 αποτέλεσε μεταξύ άλλων σκέψη και εκτέλεση της εξέγερσης της αστικής τάξης, η οποία ενήργησε υπό την επήρεια της εξέγερσης των ομοταξιτών της Δύσης.
Η τοποθέτησή της προβλημάτισε ιδιαιτέρως τους συναδέλφους της και δεδομένου πως μόλις είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου για την κοινωνική σημασία της επανάστασης του 1821, το οποίο δίχασε τους ιστορικούς, έκανε την δήλωσή της .
Δείτε επίσης:
Αύρα Θεοδωροπούλου – Μια σπουδαία προσωπικότητα που αγωνίστηκε για τα δικαιώματα της γυναίκας
Κωστής Παλαμάς – Ο κορυφαίος ποιητής με τις 14 υποψηφιότητες για Νόμπελ
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης – Η ζωή και το έργο του σπουδαίου “Αλεξανδρινού ποιητή”
Την ίδια περίοδο, το κλίμα άρχισε να πολώνεται κι από την άλλη πλευρά, καθώς αρκετοί προοδευτικοί της εποχής συντάσσονται αγανακτισμένοι για την τιμωρία του Βάρναλη.
Έτσι, την πρωταπριλιά του ίδιου έτους δημοσιεύουν επίσημη διαμαρτυρία για τον Βάρναλη, την οποία υπογράφουν πολιτευτές, λόγιοι και καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και ο Κ. Παλαμάς.
Μόλις 12 μέρες μετά, ακολούθησε η δημοσίευση της διαμαρτυρίας των διανοουμένων της Αλεξάνδρειας, την οποία συνυπογράφει ο Κ.Π. Καβάφης.
Παράλληλα, στις 9 Απριλίου επαναλήφθηκε η συνεδρίαση της 22ης Μαρτίου για την υπογραφή των πρακτικών. Τρεις εκ των καθηγητών, που ήταν παρόντες και στην πρώτη συνεδρίαση, προχώρησαν σε κατηγορίες κατά της Ιμβριώτη, για παραποίηση της ελληνικής Ιστορίας.
Το ζήτημα, αν μη τι άλλο, πέρασε ξανά από τον Τύπο με αναφορές περί άθεων κομμουνιστών εκπαιδευτικών που προσπαθούν να διαβρώσουν τα θεμέλια του κράτους, περιπαίζοντας τις έννοιες της πατρίδας και της θρησκείας.
Η αντίστροφη μέτρηση
Με αφορμή την Ιμβριώτη, που ξεχείλισε το ποτήρι των περιστατικών, οι εφημερίδες αρχίζουν να επιτίθενται στους 2 διευθυντές των εκπαιδευτηρίων, με την κατηγορία πως έχουν κάνει τις κοιτίδες της γνώσης άνδρο κομμουνιστών.
Γύρω στα τέλη του Απριλίου, η Αίθουσα της Ακαδημίας φιλοξενεί το Εθνικό Συνέδριο με θέματα γύρω από πατριωτικά, θρησκευτικά και κοινωνικά θέματα, μεταξύ των οποίων η ηθική, η γλώσσα και η εκπαίδευση. Το συγκεκριμένο συνέδριο ήταν ιδιαζούσης σημασίας εκδήλωση δεδομένων των συνθηκών και έδωσαν το παρόν εκπρόσωποι από όλες τις πνευματικές αρχές του τόπου.
Κατά τη διάρκειά του επισημάνθηκε ότι γλώσσα, έθνος και θρησκεία είναι ιδέες αδιαίρετες και έγινε μια επίκληση στην πολιτεία ώστε να επέμβει και να διώξει από σημαντικές θέσεις όσους αποσαθρώνουν την εκπαίδευση, ενώ έγινε και ανοιχτή καταγγελία για την τοποθέτηση του Ιορδανίδη στη συνεδρίαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και φυσικά για το γεγονός ότι δε διδάσκει τα θρησκευτικά.
Λίγες μέρες μετά, τον Μάιο του 1925 ο Δελμούζος απομάκρυνε από το Μαράσλειο τους 3 καθηγητές που αντέδρασαν στις δηλώσεις της Ιμβριώτη και ζήτησε την τιμωρία τους. Διατάχθηκαν ανακρίσεις, όμως απαλλάχθηκαν και οι καθηγητές μετατέθηκαν.
Το πολιτικό κλίμα άρχισε να γίνεται δυσμενέστερο και ακολούθησε ένα μήνα μετά η απόλυση των 2 διευθυντών -με την αιτιολογία πως συνέβη για λόγους οικονομίας- η εξαναγκαστική παραίτηση του Ιορδανίδη και η απόλυση της Ιμβριώτη, ενώ ο Βάρναλης, παρά την εξάμηνη παύση του, τιμωρήθηκε εκ νέου με δυσμενή μετάθεση στα Χανιά, την οποία αρνήθηκε και εν συνεχεία απολύθηκε.
Η ανάγκη για την “επαναφορά” της τάξης
Κι όμως η υπόθεση δεν έκλεισε εκεί. Ο αντικαταστάτης του Δελμούζου έκανε εσωτερική έρευνα και έβγαλε τη φήμη πως το Μαράσλειο είχε γίνει κάτι σαν κέντρο ακολασίας. Οι γονείς των μαθητριών που φοιτούσαν εκεί, ζήτησαν άμεσα την αποκατάσταση του ονόματός τους.
Ήταν πασιφανές πως ήθελαν διακαώς να κλείσουν τα στόματα όσων τολμούσαν να εκφράσουν μια διαφορετική άποψη. Ας μην ξεχνάμε πως εκείνη την περίοδο η Ελλάδα ζούσε τρομερές εσωτερικές συγκρουσιακές στιγμές. Τα Μαρασλειακά, ήταν λίγο ακόμα βούτυρο στο ψωμί όσων ήθελαν να ισχυροποιήσουν και να παγιώσουν τις πολιτικές τους θέσεις.
Στις 21 Ιανουαρίου 1926, έφτασε στην Ιερά Σύνοδο ψήφισμα και υπόμνημα που ζητούσε την απομάκρυνση των προσώπων αυτών από τις δημόσιες θέσεις με σκοπό την εξυγίανση της εκπαίδευσης. Η ενέργεια αυτή, και όσες ακόμα ακολούθησαν, ήταν πρωτοβουλία του ιδρυτή της Χριστιανικής Ένωσης, Π.Α. Κουτρέλη, και του Δημ. Γιαννακόπουλου, προέδρου των “Ζηλωτών του Χριστού”.
Αυτοί οι 2 είχαν οργανώσει ένα δίκτυο οργανώσεων που δραστηριοποιήθηκε πολύ κατά τα Μαρασλειακά, με καταθέσεις υπομνημάτων στη Βουλή και τα ορθόδοξα Πατριαρχεία, με αποστολή άρθρων στον Τύπο και με κείμενα διαμαρτυρίας που έστελναν στην Ιερά Σύνοδο και με τα οποία απαιτούσαν από εκείνη να υιοθετήσει φονταμενταλιστικές θέσεις.
Έτσι, με έγγραφο της Ιεράς Συνόδου στο υπουργείο συγκροτήθηκαν επιτροπές και προχώρησαν σε διενέργεια έρευνας, η οποία ανατέθηκε στον αντεισαγγελέα από τη Γενική Ασφάλεια. Για τις έρευνες αυτές έγιναν διάφορες ανακρίσεις, μάλιστα στις 30 Μαρτίου 1926 έλαβαν πρόσκληση οι πρωταγωνιστές της ιστορίας να παραστούν και να απολογηθούν, αλλά κανείς δεν έδωσε το παρών, όχι μόνο στην απολογία αλλά ούτε στη δίκη που έγινε.
Το πόρισμα που ανακοίνωσε ο αρεοπαγίτης Γεώργιος Αντωνακάκης ήταν απαλλακτικό, χαρακτήρισε τις κατηγορίες ανυπόστατες και αυθαίρετες, κάτι που προφανώς δεν ικανοποίησε το “κοινό αίσθημα”. Επί δεκαπέντε ημέρες τα δημοσιεύματα προσπαθούσαν να το αναιρέσουν με τίτλους που άφηναν υπαινιγμούς πως ο Αντωνάκης εμπλέκεται στην φερόμενη “σπείρα των κομμουνιστών”.
Η ηθοφυλακή του τόπου δεν μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια, προχώρησε σε νέες ανακρίσεις, τις οποίες διεξήγαγαν υπουργοί, μητροπολίτες, εισαγγελείς, πρόεδροι Εκπαιδευτικών Συμβουλίων, καθώς και άλλοι πολλοί. Όλοι τους άνθρωποι με θέση ισχύος που ένιωθαν υπερασπιστές τη τάξης και του νόμου.
Φτάνουμε έτσι στην καταδίκη της αρχικής απόφασης. Οι καταγγελίες για “αντεθνική διδασκαλία”, η οποία προκύπτει από ανάμειξη με κομμουνιστικές ιδέες, βρίσκει την Δικαιοσύνη να τις επικυρώνει με την αιτιολογία ότι η Ιμβριώτη ήταν γυναίκα.
Σύμφωνα με την απόφαση, το γεγονός ότι το μάθημα της Ιστορίας δίδασκε μια γυναίκα, ήταν από μόνο του απόδειξη πως οι ισχυρισμοί έχουν βάση, καθώς δεν ήταν διόλου τυχαίο πως το ίδιο διάστημα στην Ιταλία προχώρησαν στην απαγόρευση σε οποιαδήποτε γυναίκα να διδάσκει Φιλοσοφία, Ιστορία και λογοτεχνία. Τέτοιας φύσεως σπουδαίες ενότητες της εκπαίδευσης, μόνο οι άνδρες είναι ικανοί να διδάξουν αφού μόνο αυτοί είναι σε θέση να τις κατανοήσουν σε βάθος.
Επομένως, ο Δελμούζος κρίθηκε υπαίτιος για όσα συνέβησαν, καθώς όχι μόνο τόλμησε να σκεφτεί αλλά αποφάσισε να προσλάβει μια γυναίκα για αυτή τη θέση.
Και με αυτές τις δηλώσεις, με τις οποίες δόθηκε μια επίσημη απόφαση που να συνάδει με “τις αρχές και τα ήθη”, μπήκε το 1927 μια οριστική τελεία στην κοινωνική και πολιτική διαμάχη που έμεινε στην ιστορία ως τα “Μαρασλειακά”. Μια διαμάχη που είχε τόσο σφοδρές και κατά μέτωπον επιθέσεις που κατάφερε να ρίξει τους τόνους και στο κίνημα του Δημοτικισμού, οι οπαδοί του οποίου είχαν μείνει ενεοί και κεχηνότες βλέποντας τις εξελίξεις.
Δεν πήγαν όμως τελικά στράφι όσα έγιναν. Από το επόμενο έτος διαμορφώθηκε μια διαφορετική πολιτική πραγματικότητα, η όποια το 1929 προχώρησε σε διαμόρφωση και ψήφιση του νομοθετικού πλαισίου και εφάρμοσε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που ήθελαν να προσφέρουν οι πρωταγωνιστές των “Μαρασλειακών”.