Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κυριολεκτικά βετεράνος του κινηματογραφικού κόσμου, τότε αυτός είναι σίγουρα ο Πορτογάλος σκηνοθέτης Manoel de Oliveira. Πέρα από τα πολυβραβευμένα του έργα, που τον καθιστούν τον σπουδαιότερο σκηνοθέτη της χώρας του, ο Oliveira υπήρξε και ο μακροβιότερος σκηνοθέτης όλων των εποχών δουλεύοντας στον χώρο κάτι περισσότερο από 80 χρόνια!

Συγκεκριμένα αποτελεί τον μοναδικό σκηνοθέτη στον κόσμο, που η επαγγελματική του δραστηριότητα εκτείνεται από την εποχή του βωβού κινηματογράφου ως την σημερινή ψηφιακή εποχή!

________________________________

Τα πρώτα χρόνια

Ο Manoel Cândido Pinto de Oliveira (όπως ήταν το πλήρες όνομά του) γεννήθηκε στην πόλη Πόρτο της Πορτογαλίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1908 σε μια πλούσια οικογένεια βιομηχάνων και γαιοκτημόνων. Ο πατέρας του, Francisco José de Oliveira, διέθετε ένα εργοστάσιο υφασμάτων, ενώ ήταν εκείνος που παρήγαγε και τους πρώτους ηλεκτρικούς λαμπτήρες στην Πορτογαλία. Επίσης πριν πεθάνει το 1932 έχτισε και ένα εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας.

O Μανουέλ σπούδασε στο Colégio Universal  της Πόρτο και στη συνέχεια μπήκε σε ένα οικοτροφείο Ιησουιτών στην περιοχή της Γαλικίας. Στην εφηβική του ηλικία το όνειρό του ήταν να γίνει ηθοποιός. Από τα 17 του όμως χρόνια έγινε μαζί και τα αδέρφια του διοικητικό στέλεχος στα εργοστάσια του πατέρα του, όπου παρέμεινε για το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, όταν δεν δημιουργούσε ταινίες.

Το ενδιαφέρον του Μανουέλ ντε Ολιβέιρα είχαν τραβήξει από νεαρή ηλικία οι τέχνες και συγκεκριμένα ο κινηματογράφος. Σκηνοθέτες όπως ο Sergei Eisenstein, o Carl Dreyer, o D.W. Griffith και ο Eric von Stroheim ήταν οι πρώτες του πηγές έμπνευσης, ενώ ως ηθοποιούς ξεχώριζε τον Charlie Chaplin και τον Γάλλο Max Linder.

Είναι γνωστή η απογοήτευσή του για το γεγονός ότι δεν υπήρχαν τότε συμπατριώτες του Πορτογάλοι σκηνοθέτες, με τους οποίους θα μπορούσε να ταυτιστεί. Άλλωστε το συντεχνιακό ακροδεξιό καθεστώς του “Estado Novo“, του “Νέου Κράτους” του δικτάτορα Salazar, που κράτησε από το 1933 ως τα μέσα του 1970, ασκούσε ιδιαίτερη λογοκρισία και περιορισμό στην 7η τέχνη εμποδίζοντας περαιτέρω εξέλιξή της.

Πρώτες δουλειές και πρώτη απογοήτευση

Ο Ολιβέιρα έκανε την πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια το 1927, όταν εργάστηκαν μαζί με τους φίλους του σε μια ταινία σχετικά με την συμμετοχή της Πορτογαλίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ταινία αυτή όμως τελικά δεν έγινε ποτέ. Στα 20 του χρόνια συμμετείχε στη δραματική σχολή του Ιταλού κινηματογραφιστή Rino Lupo και εμφανίστηκε ως κομπάρσος στο έργο του “Fátima Milagrosa”. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1933, έπαιξε και στην δεύτερη πορτογαλική ταινία με ήχο, την κωμωδία “A Canção de Lisboa”.

Η προσοχή του στράφηκε ξανά στην σκηνοθεσία όταν είδε το σιωπηλό ντοκιμαντέρ του Γερμανού Walther Ruttmann “Berlin: Symphony of a Great City”. Το έργο αυτό αποτελούσε το πιο διάσημο δείγμα του είδους “city symphony” της περιόδου του 1920-1930, που ήταν ουσιαστικά ένα πάντρεμα documentary με avant-garde στοιχεία, χωρίς αφήγηση και βασισμένο σε οπτικές εντυπώσεις. Ο Ολιβέιρα θεωρούσε αυτό το έργο “το πιο χρήσιμο μάθημα στην κινηματογραφική τεχνική”, αλλά ταυτόχρονα το έκρινε ως “ψυχρό, μηχανικό και με έλλειψη ανθρωπιάς”.

Αυτό ήταν όμως και το έργο που τον ώθησε να σκηνοθετήσει το πρώτο δικό του φιλμ το 1931, το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ “Douro, Faina Fluvial”. Πρόκειται για ένα πορτραίτο της πόλης του Πόρτο και της βιομηχανίας που εξελίσσεται δίπλα στον ποταμό Δούρο.

Ο καθηγητής του, Rino Lupo, τον προσκάλεσε να παρουσιάσει τη δουλειά του στο Διεθνές Κονγκρέσο Κριτικών Ταινιών στην Λισαβόνα. Εκεί οι περισσότεροι Πορτογάλοι στο κοινό τον γιουχάριζαν, όμως ξένοι κριτικοί και καλλιτέχνες εξύμνησαν με θαυμασμό την ταινία του. Το 1934, αλλά και το 1994 ο Ολιβέιρα επανακυκλοφόρησε το έργο του με νέο soundtrack κάθε φορά.

Τα επόμενα 10 χρόνια βρήκαν τον Ολιβέιρα να προσπαθεί να δημιουργήσει ταινίες, εγκαταλείποντας διάφορα υποσχόμενα πρότζεκτ και κυκλοφορώντας ένα σωρό μικρά ντοκιμαντέρ με θέμα καλλιτεχνικά πορτραίτα παραθαλάσσιων πόλεων της Πορτογαλίας και φιλμ σχετικά με τις βιομηχανίες της περιοχής. Ένα από αυτά ήταν και ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τον Hulha Branca, τον υδροηλεκτρικό σταθμό που έχτισε ο πατέρας του.

Μέσα σ’αυτά τα χρόνια γνώρισε και τον συγγραφέα José Régio, του οποίου μετέτρεψε σε ταινίες τέσσερα από τα βιβλία του. 

Το 1942, δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του προσπάθεια, ο Ολιβέιρα έκανε το ντεμπούτο του στις μεγάλου μήκους ταινίες με το έργο “Aniki-Bóbó”, ένα πορτραίτο για τα παιδιά του δρόμου της Πόρτο βασισμένο σε μια σύντομη ιστορία του Rodrigo de Freitas. Για τους ρόλους των παιδιών ο επίδοξος σκηνοθέτης επέλεξε ερασιτέχνες ηθοποιούς.

Η ταινία αυτή απέτυχε παταγωδώς εμπορικά και πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε για να αναγνωριστεί η αξία της. Η κριτική που δέχθηκε ήταν ότι παρουσίασε παιδιά που έκλεβαν, έλεγαν ψέματα και φερόντουσαν περισσότερο σαν ενήλικες. Αυτή όμως η κριτική αποδυνάμωσε τελείως την σκηνοθετική θέληση του Ολιβέιρα και τον ώθησε να εγκαταλείψει τα έργα που σχεδίαζε και να αποσυρθεί με την γυναίκα του σε έναν αμπελώνα που είχε εκείνη κληρονομήσει.

Αρχές του 1950 έκανε μια προσπάθεια να στείλει ένα έργο του στην κινηματογραφική επιτροπή, που έλεγχε η δικτατορική κυβέρνηση, όμως δεν πήρε καμία απάντηση. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο ίδιος εξέφραζε ανοιχτά την αντιπάθειά του στο καθεστώς Salazar. 

Κορύφωση της καριέρας και δεύτερη πτώση

Το 1955 ο Ολιβέιρα αποφάσισε να ξαναπιάσει τα δημιουργικά του ηνία και ταξίδεψε στην Γερμανία για να σπουδάσει σχετικά με τις τεχνικές της έγχρωμης κινηματογράφησης.

Έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το σχεδόν μισάωρο έγχρωμο ντοκιμαντέρ “The Artist”, που ήταν και πάλι ένα αφιέρωμα στην γενέτειρα πόλη του με πίνακες του ντόπιου καλλιτέχνη António Cruz. Στα διάφορα φεστιβάλ που προβλήθηκε το έργο απέσπασε θετικές κριτικές, ενώ το 1959 η Πορτογαλική Εθνική Ομοσπονδία Βιομηχάνων Αλευροποιών του ανέθεσε ένα έγχρωμο ντοκιμαντέρ για την βιομηχανία αρτοποιίας της Πορτογαλίας.

Το γύρισμα στην καριέρα του έφερε η ταινία του “Rite of Spring” (“O Acto de Primavera”) του 1963, βασισμένη στο θρησκευτικό δράμα του Francisco Vaz de Guimarães με φόντο την κοινωνία του 16ου αιώνα. Ο Ολιβέιρα ήταν παρών στα γυρίσματα επιβλέποντας τους ηθοποιούς και τους συντελεστές αναφέροντας αργότερα ότι αυτή η εμπειρία του άλλαξε την αντίληψή του για το σινεμά.

Το καθοριστικό του αυτό έργο χαρακτηρίστηκε το πρώτο πολιτικό φιλμ της Πορτογαλίας και έκανε για πρώτη φορά γνωστό το όνομα του Ολιβέιρα στην παγκόσμια κοινότητα. Η ταινία κέρδισε το Grand Prix στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Siena και προβλήθηκε αναδρομικά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Locarno το 1964.

Το επόμενο και σουρεαλιστικό έργο του “The Hunt” γνώρισε ανάλογη επιτυχία, αλλά λογοκρίθηκε και ο Ολιβέιρα αναγκάστηκε να αλλάξει το τέλος του και να το κάνει πιο αισιόδοξο. Η προσοχή όμως του καθεστώτος του Salazar έπεσε πάνω του και σύντομα διέταξαν την σύλληψή του το 1963. Έμεινε 10 ημέρες στη φυλακή και πέρασε από ανακρίσεις φεύγοντας τελικά ελεύθερος με την βοήθεια ενός φίλου του.

Η μόλις εξελιχθείσα καριέρα του έχασε σημαντικά έδαφος και τα επόμενα 9 χρόνια κατάφερε να δημοσιεύσει μόνο δύο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ.

Οριστική καλλιτεχνική αναγνώριση

Η δεκαετία του 1970, όταν ο Μανουέλ ντε Ολιβέιρα είχε κλείσει πλέον τα 75 του χρόνια, ήταν η πιο δραστήρια και δημιουργική σκηνοθετική του περίοδος.
Η καλλιτεχνική του αξία αναγνωρίστηκε και του έδωσε τον τίτλο του μεγαλύτερου Πορτογάλου σκηνοθέτη στην τελευταία ουσιαστικά περίοδο της ζωής του, “σε μια ηλικία που οι περισσότεροι αναζητούν πλέον την συνταξιοδότηση”, όπως σχολίασε ο κριτικός ταινιών J. Hoberman.

Φυσικά, ρόλο σ’ αυτή την ανατροπή έπαιξε και η ανατροπή της κυβέρνησης του Salazar με την Επανάσταση των Γαρυφάλλων τον Απρίλιο του 1974. Η ειρωνεία της υπόθεσης ήταν ότι η Επανάσταση οδήγησε στην χρεωκοπία τα εργοστάσια του πατέρα του, με αποτέλεσμα ο Ολιβέιρα να χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, καθώς και το σπίτι στο οποίο κατοικούσε τα τελευταία 35 χρόνια.

Η εκ νέου επιστροφή του στην σκηνοθεσία έγινε το 1971 με την σατυρική μαύρη κωμωδία “Past and Present” (“O Passado e o Presente”). Θεματική του ήταν για άλλη μια φορά οι άνθρωποι των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων και ο γάμος, ενώ αποτέλεσε το πρώτο μέρος της τετραλογίας “Tetralogy of frustrated loves”, που σήμανε την αρχή του μοναδικού κινηματογραφικού στυλ του Ολιβέιρα. 

Το 1978 το ερωτικό δράμα “Doomed Love” (“Amor de Perdição”), βασισμένο στο μυθιστόρημα του Camilo Castelo Branco, απέσπασε αρχικά αρνητικές κριτικές, αλλά γνώρισε επιτυχία όταν επανακυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά.

Ο Ολιβέιρα είχε μια συγκεκριμένη άποψη για την μεταφορά βιβλίων στον κινηματογράφο υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια ταινία δεν χρειάζεται να προσπαθεί να δείξει όλα τα γεγονότα, αλλά να βάζει πρωταγωνιστή την ίδια την σύνθεση του κειμένου του συγγραφέα. Έτσι, αυτή η ταινία του περιλάμβανε εκτενή αφήγηση, χαρακτήρες που έλεγαν τις σκέψεις τους ή διάβαζαν γράμματα και λέξεις δυνατά.

Η φήμη του εξαπλώθηκε ξανά και οριστικά αυτή τη φορά παγκόσμια με την ταινία του 1981, Francisca”. Πρόκειται για τη μεταφορά ενός ερωτικού δραματικού μυθιστορήματος της Agustina Bessa-Luís με σενάριο βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Μάλιστα ο Ολιβέιρα είχε πρόσβαση στην αυθεντική προσωπική αλληλογραφία και των τριών πρωταγωνιστών της ιστορίας. Η ταινία προβλήθηκε με πανηγυρική αναγνώριση στο Φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς και εκτόξευσε και πάλι την παγκόσμια φήμη του Ολιβέιρα.

Με αυτό το φιλμ ξεκίνησε και η συνεργασία του με τον παραγωγό Paulo Branco, με τον οποίο είχε ουσιαστικά αποκλειστική συνεργασία δημιουργώντας μαζί του την πλειοψηφία των υπόλοιπων ταινιών του. Το ίδιο ισχύει και με τον ηθοποιό Diogo Dória.

Ακολούθησαν τρία ντοκιμαντέρ, μεταξύ των οποίων και μια αυτοβιογραφία της οικογενειακής ιστορίας του Ολιβέιρα. Αποφάσισε όμως και γνωστοποίησε ότι αυτή η ταινία του δεν θα δημοσιοποιηθεί πριν τον θάνατο του.

Το πιο φιλόδοξο έργο του ήταν το The Satin Slipper” (“Le Soulier de Satin”) του 1985, ένα φιλμ στη γαλλική γλώσσα και διάρκειας επτά ολόκληρων ωρών. Έδωσε όμως στον Ολιβέιρα το ιδιαίτερο βραβείο Golden Lion στο Φεστιβάλ της Βενετίας για το σύνολο της καριέρας του.  

Ακολούθησαν οι εξαιρετικού ενδιαφέροντος και βραβευμένες ταινίες “My Case” (“Mon Cas”) του 1987 και “The Cannibals” (“Os Canibais”) του 1988.

Φθάνοντας στην δεκαετία των ’90s ο Ολιβέιρα ήταν στην πιο παραγωγική περίοδο ολόκληρης της καριέρας του δημιουργώντας τουλάχιστον μία ταινία κάθε χρόνο από το 1990 ως το 2012. Εκείνα τα χρόνια συνεργάστηκε πιστά με διάφορους αξιόλογους ηθοποιούς, μεταξύ των οποίων και τον εγγονό του, καθώς και με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες, όπως οι Jeanne Moreau, Irene Papas, Bulle Ogier, Chiara Mastroianni και Marcello Mastroianni.

Η πρώτη του ταινία, όπου πρωταγωνίστησαν διεθνούς φήμης ηθοποιοί ήταν το “The Convent” (“O Convento”) του 1995, ενώ το 2001 η αυτοβιογραφική ταινία “Porto of My Childhood” (“Porto da Minha Infância”) με πρωταγωνιστές τους εγγονούς του Jorge και Ricardo Trêpa απέσπασε το βραβείο UNESCO στο Φεστιβάλ της Βενετίας.

Το τελευταίο ολοκληρωμένο του έργο ήταν η ταινία “The Old Man of Belem”, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βενετίας τέλη του 2014. Παρόλο που αρχικός σκοπός του Ολιβέιρα ήταν τα γυρίσματα να γίνουν σε στούντιο, λόγω της κλονισμένη του υγείας τελικά έγιναν σε έναν κήπο κοντά στο σπίτι του στην Πόρτο.  

Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια ο Ολιβέιρα απέσπασε μια ποικιλία αξιοσημείωτων βραβείων από διάφορα αναγνωρισμένα φεστιβάλ και άλλους κοινωνικούς φορείς.

Προσωπική ζωή

Ο Μανουέλ ντε Ολιβέιρα ήταν παντρεμένος με την Maria Isabel Brandão de Meneses de Almeida Carvalhais από το 1940 και για 75 χρόνια μέχρι τον θάνατό του. Μαζί της απέκτησε τέσσερα παιδιά και αρκετά εγγόνια και δισέγγονα, μεταξύ των οποίων είναι και ο γνωστός Πορτογάλος ηθοποιός Ricardo Trêpa.

Γνωστό χαρακτηριστικό του διακεκριμένου σκηνοθέτη είναι ότι στη νεαρή του ηλικία αγαπούσε να συμμετέχει σε αγώνες οδήγησης έχοντας κερδίσει και διακρίσεις.

Το 2010 σε ηλικία 101 ετών προσκλήθηκε να αναλάβει τον εισαγωγικό λόγο στην συνάντηση του Πάπα Βενέδικτου του 16ου με εκπροσώπους του πορτογαλικού καλλιτεχνικού χώρου. Στην ομιλία του με τίτλο “Θρησκεία και Τέχνη” ανέφερε ότι οι τέχνες “ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένες με τη θρησκεία” και ότι ο Χριστιανισμός υπήρξε “γενναιόδωρος σε καλλιτεχνικές εκφράσεις”.

Μέχρι τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο Ολιβέιρα είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ότι είχε σχέδια για μελλοντικές ταινίες.

Τον Ιούλιο του 2012 νοσηλεύθηκε για μια εβδομάδα στο νοσοκομείο αντιμετωπίζοντας λοίμωξη του αναπνευστικού και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Τελικά πέθανε στις 2 Απριλίου του 2015 στην γενέτειρά του σε ηλικία 106 ετών!

________________________________

Ο Manoel de Oliveira αποτέλεσε και αποτελεί σημείο αναφοράς στον πλούσιο κόσμο της σκηνοθετικής τέχνης έχοντας παρουσιάσει ιδιαίτερης αισθητικής ταινίες, καθεμία με τον δικό της τρόπο μοναδική.
Η πρωτοποριακά μεγάλη του καριέρα είχε βιώματα από την εποχή του βωβού κινηματογράφου και την εισαγωγή του ήχου και του χρώματος στην 7η τέχνη, μέχρι και την σύγχρονη ψηφιακή εποχή.

Σίγουρα τα στοιχεία πολιτισμικής ιστορίας που μπορεί να εκμαιεύσει κανείς από την φιλμογραφία του Ολιβέιρα είναι αδιαμφισβήτητα και αξίζουν να μελετηθούν από επίδοξους, αλλά και καταξιωμένους ανθρώπους του κινηματογραφικού χώρου.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.