Ο Λαυρέντης Διανέλλος γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου το 1911 και έζησε πολύ όμορφα παιδικά χρόνια. Από πολύ μικρός είχε δείξει μεγάλο θαυμασμό για τις μηχανές -και συγκεκριμένα για τα τρένα- εκφράζοντας συχνά το όνειρό του να γίνει μηχανοδηγός όταν μεγαλώσει. Σύχναζε στον σιδηροδρομικό σταθμό, χάζευε τους συρμούς και φανταζόταν μια ζωή πάνω στις ράγες.
Σε μια εποχή που οι σιδηρόδρομοι άκμαζαν στην περιφέρεια, φαινόταν ιδανική αυτή η επιλογή για την επαγγελματική του αποκατάσταση και τίποτα δεν φανέρωνε πως ο Λαυρέντης θα γινόταν ο ίδιος το μέσο για τα ταξίδια του νου εκατομμυρίων κόσμου, σε βάθος ετών.
Ακόμα και όταν καθιερώθηκε ως ηθοποιός έλεγε ότι μέγιστη επιθυμία του ήταν να οδηγήσει κάποτε μια αμαξοστοιχία.
Ο διπλός καρμικός έρωτας
Αφού τελείωσε το σχολείο και απασχολήθηκε για λίγο καιρό με ευκαιριακές εργασίες, αποφάσισε να εγκαταλείψει το χωριό του και να κατεβεί στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του ’30 αναζητώντας την τύχη του.
Εκεί, έγινε ένας από τους πρώτους μαθητές και συνεργάτες της Σχολής Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν, στην οποία γνώρισε τους 2 μεγαλύτερους έρωτες της ζωής του: την υποκριτική τέχνη και τη Φρόσω Κοκκόλα. Όπως ο έρωτας με την υποκριτική αποδείχτηκε σχέση ζωής, το ίδιο συνέβη και με την Φρόσω.
Ο κεραυνοβόλος έρωτάς του για εκείνη ήταν ασίγαστος και αδιάβλητος με την πάροδο των ετών. Παντρεύτηκαν τον Ιούλιο του 1938 και ένωσαν τις τύχες τους για το υπόλοιπο της ζωής τους. Η μόνη φορά που αποχωρίστηκαν ήταν τον Αύγουστο του ’39, όταν ο Λαυρέντης κλήθηκε να πάει στο Αλβανικό Μέτωπο.
Κατά την διάρκεια της παραμονής του εκεί, ξέκλεβε λίγο χρόνο για να στέλνει γράμματα στην αγαπημένη του, η οποία τα περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία που μόλις τα παραλάμβανε χαιρόταν τόσο πολύ που ξεσήκωνε όλο τον θίασο σε μια γιορτή.
Η μεγαλοπρεπής πορεία στο θεατρικό σανίδι
Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1936 στον Πλούτο του Αριστοφάνη και αποτέλεσε το εφαλτήριο μιας μακρόχρονης και επιτυχούς καλλιτεχνικής πορείας. Ο Λαυρέντης καθιερώθηκε σχεδόν άμεσα στο θεατρόφιλο κοινό και στις καρδιές των συναδέλφων του.
Υπήρξε εκτός από απλός και προσγειωμένος άνθρωπος, ένας άριστος επαγγελματίας που δεν δημιουργούσε ποτέ πρόβλημα στις παραγωγές, γεγονός που τον έκανε ιδιαιτέρως αγαπητό σε όλους τουσ κυκλουσ.
Η πορεία που ακολούθησε θεατρικά τον έφερε δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής ωστόσο έγινε εξίσου αναπόσπαστο μέλος του νεοελληνικού θεάτρου και πήρε την θέση του στις μαρκίζες. Από το 1936 μέχρι και το 1940 συμμετείχε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, το 1947 συνεργάστηκε με τον θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη ενώ από το 1954 και για σχεδόν 2 δεκαετίες, συνεργάστηκε με τον Μίμη Φωτόπουλο.
Αποδείχτηκε ότι ήταν ευρείας γκάμας ηθοποιός, αφού έπαιξε με την ίδια ευκολία από αρχαίο δράμα και κλασσικό θέατρο έως επιθεώρηση και φαρσοκωμωδία, αποσπώντας τις πιο θερμές κριτικές! Το κοινό παραμιλούσε σχεδόν για όλες τις ερμηνείες του.
Η ζηλευτή κινηματογραφική πορεία
Στα πανιά των κινηματογραφικών αιθουσών εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1938 στην ελληνο-αιγυπτιακή παραγωγή Δόκτωρ Επαμεινώνδας, σε σκηνοθεσία Mizrahi Togo και με συμπρωταγωνιστές τον Παρασκευά Οικονόμου και τις αδελφές Καλουτά.
Η αμέσως επόμενη κινηματογραφική εμφάνιση έγινε 10 χρόνια μετά, το 1948 στην ταινία Οι Γερμανοί Ξανάρχονται.
Καθιερώθηκε ουσιαστικά στον ελληνικό κινηματογράφο από το 1955 και μετά, παίζοντας πάντα δεύτερους ρόλους και κατακτώντας ένα ρεκόρ κινηματογραφικών συμμετοχών (207) κατα τις οποιεσ έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν τους ηθοποιούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Είχε ένα έμφυτο ταλέντο να συναρπάζει και να αφήνει αλησμόνητες ερμηνείες που μετέτρεπαν τους δεύτερους ρόλους στο πιο αξιόλογο μέρος της ταινίας. Μπορούσε με την ίδια ευκολία να εκφράσει όλα τα συναισθήματα με αυθεντικότητα και ειλικρίνεια και δημιούργησε έναν ηθογραφικό υποκριτικό τύπο, που τον ακολούθησε σε όλη την πορεία του.
Οι ερμηνείες του ήταν τόσο πειστικές που ο κόσμος άρχισε να τον θεωρεί “δικό του άνθρωπο” ενώ πολλοί πίστευαν, λόγω της φυσικότητας των ερμηνειών του, ότι ήταν αυτοδίδακτος.
Η στοργική φιγούρα που στιγμάτισε τον ελληνικό κινηματογράφο
Οι ρόλοι που έπαιξε καθ’όλη την κινηματογραφική του πορεία, είχαν ως επί το πλείστον έναν κοινό παρονομαστή, την μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα. Τα βάσανα, η φτώχεια, η βιοπάλη, οι λύπες, οι χαρές, η ελπίδα για το αύριο, η οικογένεια, καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό του ενώ ενσάρκωσε τους φανταστικούς χαρακτήρες.
Οι χαρακτήρες αυτοί, μέσα από τις ερμηνείες του ήταν τόσο οικείοι και “αληθινοί” που στιγμάτισαν τις λαϊκές μνήμες. Γι’αυτό και προτιμήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο συνάδελφό του για τον ρόλο του πατέρα και του ιερέα, ρόλοι που ενέπνευσαν στοργή, σοφία, συμπόνια, δυναμισμό και πολλή αγάπη.
Ήταν τόσο επιτυχημένες οι τοποθετήσεις του που οι παραγωγές καθυστερούσαν τα γυρίσματα, για να τον εντάξουν στο καστ τους.
Η ζηλευτή καριέρα του επισφραγίστηκε το 1971 όταν και τιμήθηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης με το βραβείο Β’ Ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στην πολεμική ταινία του Δημήτρη Παπακωνσταντή, Ολοκαύτωμα. Τέσσερα χρόνια μετά, έκανε την τελευταία εμφάνιση στις κινηματογραφικές αίθουσες με την ταινία του Βαγγέλη Σερντάρη, Στα δίχτυα του Τρόμου.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, πέρασε και από τη μικρή οθόνη συμμετέχοντας σε 4 σειρές της ΕΙΡΤ: Το κορίτσι της Κυριακής, Εικοσιτετράωρο ενός παλιατζή, Στα δίχτυα του τρόμου και Αληθινές Ιστορίες.
Από την απόσυρση στο αιώνιο ταξίδι
Το 1975 αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση με σκοπό να αφιερώσει χρόνο στην σύζυγό και την κόρη του, απολαμβάνοντας όμορφες οικογενειακές στιγμές στο σπίτι που είχαν φτιάξει στο Μάτι Αττικής.
Η ζωή όμως δεν τα έφερε όπως τα περίμενε, αφού μόλις 2 χρόνια μετά διαγνώστηκε με καρκίνο. Η οικογένειά του ήταν συνεχώς στο πλευρό του και προσπαθούσαν όλοι μαζί να το παλέψουν, μέχρι που αποφάσισαν να μεταβεί στις ΗΠΑ για θεραπεία.
Εκεί, δίπλα του, βράχος και αρωγός στάθηκε η σύζυγός του Φρόσω. Ωστόσο η μάχη ήταν άνιση. Ο Λαυρέντης Διανέλλος άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 67 ετών, στο νοσοκομείο του Seattle στις 16 Σεπτεμβρίου 1978.
Τραγική ειρωνεία; Δίπλα του είχε τις δύο μεγάλες αγάπες της ζωής του: τη Φρόσω και τα τρένα, αφού το νοσοκομείο ήταν δίπλα σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό.
Ο χαρισματικός ηθοποιός κηδεύτηκε στη Ραφήνα 3 μέρες μετά, παρουσία ελαχίστων συναδέλφων αλλά πλήθος κόσμου που έσπευσε να πει το τελευταίο αντίο. Ο τύπος της εποχής σχολίασε με πικρία το γεγονός ότι μετά από σαράντα χρόνια στον χώρο και με πλήθος συνεργασιών, ήταν τόσοι λίγοι αυτοί που έδωσαν το παρών στην κηδεία του.
Η Φρόσω μετά το χαμό του και μέχρι το θάνατο της στις 13 Μαΐου 1999 διέμενε στο σπίτι τους, στο Μάτι. Ένα σπίτι που αποτελούσε πολιτιστικό κειμήλιο και τα υπάρχοντά του είχαν μουσειακή αξία.
Ωστόσο αυτό το σπίτι καταστράφηκε ολοσχερώς στην πυρκαγιά που έλαβε χώρα στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018.
Η φονική και ανηλεής πυρκαγιά έλιωσε κυριολεκτικά το σπίτι, τους κόπους ετών, το αρχείο, τα κοστούμια, τις φωτογραφίες, τα βιβλία και όλες τις αναμνήσεις του διάσημου ζεύγους, ενώ μετά βίας διεσώθη η μοναχοκόρη τους, Μαρία.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος ήταν ένας γνήσιος καλλιτέχνης και πάνω απ’όλα ένας αυθεντικός άνθρωπος που κατάφερε να αναδείξει το ταλέντο του δίχως να επιζητά τις πρωταγωνιστικές φιγούρες.
Κυριάρχησε στο σανίδι και το πανί ακριβώς επειδή ήταν ικανός να επισημάνει την σημαντικότητα των προσώπων που περιβάλλουν τους κύριους χαρακτήρες, δίνοντας με τις ερμηνείες του την πλήρη διάσταση του σεναρίου.
Η στοργική φιγούρα του, έχει κάνει πλήθος κόσμου να συγκινηθεί ενώ οι αλλεπάλληλες εμφανίσεις του σε τόσο μεγάλο αριθμό ταινιών τον κάνουν μέχρι και σήμερα έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους ηθοποιούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Κέρδισε τον σεβασμό όλων, όχι μόνο στις τέχνες αλλά και στην ζωή, εξαιτίας του ήθους και της ειλικρινούς υπόστασής του και, γι’αυτόν τον λόγο, θα παραμείνει για πολλά χρόνια ακόμα στις μνήμες του κόσμου.