22 Ιουλίου 1997
Η δολοφονία ενός αρχιμανδρίτη που συγκλόνισε την κοινή γνώμη της χώρας. Ένα ιδιαίτερο έγκλημα πάθους με δράστη την ερωμένη του…
__________________________________
Πρωταγωνίστρια της σημερινής μας ιστορίας η Κάτια Γιαννακοπούλου. Μια 40χρονη, “καθημερινή” γυναίκα από την Καλλιθέα Αττικής, παντρεμένη και μητέρα ενός 18χρονου αγοριού. Εργαζόταν ως πλασιέ διαφημιστικών δώρων.
Δεν ήταν άτομο “της εκκλησίας”, που λέμε, ούτε ιδιαίτερα θρήσκα, ωστόσο το 1898, αντιμετωπίζοντας κάποια προσωπικά προβλήματα, ένιωσε την ανάγκη να εξομολογηθεί σε έναν ιερέα. Μια φίλη της τότε της σύστησε τον 59χρονο αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, που λειτουργούσε στην Παναγίτσα του Παλαιού Φαλήρου.
Από την πρώτη της συνάντηση μαζί του, η Κάτια σαγηνεύτηκε από την προσωπικότητά του και τον τρόπο που μιλούσε, όπως γινόταν γενικά με όσους τον γνώριζαν. “Με τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Συνέβαινε κάτι το ανεξήγητο.”, είχε δηλώσει η ίδια.
Ξαφνικά οι επισκέψεις της στην εκκλησία γινόντουσαν όλο και συχνότερες και δεν δίσταζε να εκφράζει σε όλους τον θαυμασμό της για τον αρχιμανδρίτη. Και ο άντρας της γνώριζε την ιδιαίτερη αγάπη που του είχε. Σύμφωνα με τα δικά της λόγια, τότε δεν είχε ακόμα προκύψει ερωτικό συναίσθημα, μέχρι που έκανε το πρώτο βήμα ο ίδιος ο ιερωμένος…
Μια μέρα είχαν βρεθεί οι δυό τους στο σπίτι του, όπου κουβέντιαζαν για πολλή ώρα για διάφορα θέματα, από πνευματικά ζητήματα μέχρι για τον έρωτα. Κάπου εκεί ο αρχιμανδρίτης φαίνεται πως έκανε την πρώτη κίνηση φιλώντας την γυναίκα. Εκείνη ανταποκρίθηκε και το φιλί τους κράτησε για μερικά λεπτά “χωρίς να λογαριάσει τον χρόνο και την ανάσα της”. Ένα μοιραίο και αμοιβαίο πάθος παρέσυρε και τους δύο. Ένας “έρωτας με διάρκεια και ένταση”, όπως είπε η ίδια.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου αισθανόταν τύψεις γι’ αυτό που είχε συμβεί και πήγε να το εξομολογηθεί στον ίδιο τον πνευματικό της, αυτόν μαζί με τον οποίο είχαν συμβεί όλα. Εκείνος της είπε χαρακτηριστικά πως “είμαστε άνθρωποι και έχουμε ανθρώπινες αδυναμίες” δίνοντάς της έτσι την πολυπόθητη λύτρωση από τις ενοχές που ένιωθε.
Χωρίς να λογαριάζουν και πολλά περί τύψεων ή ηθικών ζητημάτων, η Κάτια και ο “Πατέρας Άνθιμος”, όπως τον αποκαλούσε πάντα, ξεκίνησαν από τότε μια κρυφή, παθιασμένη ερωτική σχέση. Η γυναίκα του είχε δοθεί απόλυτα αδιαφορώντας πλέον για την οικογένειά της και τις αρχές της. Βρισκόντουσαν σεξουαλικά αρκετές φορές την εβδομάδα, ακόμα και στο ίδιο της το σπίτι.
Η κρυφή τους αυτή σχέση κράτησε, με την ίδια ένταση, για 6 ολόκληρα χρόνια χωρίς κανένας να τους πάρει χαμπάρι. Για την Κάτια ο Πατέρας Άνθιμος ήταν πλέον ο πρωταγωνιστής της ζωής της, η απόλυτη λατρεία της.
Πέρα όμως από το συναισθηματικό πάθος φαίνεται η σχέση τους διανθιζόταν και από μια ακόμα δοσοληψία, χρηματική. Όλα αυτά τα χρόνια η Κάτια είχε δανείσει στον αρχιμανδρίτη μεγάλα χρηματικά ποσά για προσωπικές του ανάγκες, αλλά και για την υλοποίηση ενός έργου “που του είχε ζητήσει η Παναγία”.
Ο αρχιμανδρίτης είχε πει στην Κάτια πως είχε δει σε όραμα την Παναγία να του ζητάει την κατασκευή ενός μεγάλου εκκλησιαστικού έργου. Εκείνος Της απάντησε πως δεν έχει λεφτά για κάτι τέτοιο και η Παναγία του είπε πως “θα τον βοηθήσει η Κάτια”. Αυτά τουλάχιστον δήλωσε η Κάτια στην αστυνομία αργότερα.
Πιστεύοντας τα λόγια του μεγάλου της έρωτα, τον βοήθησε όντως δίνοντάς του λεφτά, τα οποία αποσπούσε ανά τακτά διαστήματα κρυφά από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό που είχε με τον σύζυγό της! Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, συνολικά είχε δώσει συνολικά στον αρχιμανδρίτη 27.500.000 δραχμές…
Απορίας άξιο το πως ο σύζυγός της δεν κατάλαβε τόσα χρόνια ότι είχαν φύγει από τον λογαριασμό του τόσα πολλά λεφτά. Η Κάτια Γιαννακοπούλου δεν απάντησε σε αυτό ποτέ.
Αντίστροφη μέτρηση
Το 1995 άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα μαύρα σύννεφα στην σχέση τους, αφού όπως αναφέρεται ο αρχιμανδρίτης είχε αρχίσει να πιέζεται και προσπάθησε να της πει να ξεκόψουν. Για λόγους που δεν έγιναν γνωστοί εκείνη την περίοδο απολύθηκε από την ενορία της Παναγίτσας όπου υπηρετούσε και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο αναλαμβάνοντας την εκεί μητρόπολη.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου ήταν ανένδοτη, δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί, ούτε καν να φανταστεί πως αυτή η σχέση θα τελείωνε. Δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο και ένιωθε πως δεν θα μπορούσε να το κάνει ποτέ. Ταξίδευε μέχρι το Λονδίνο για να τον δει, πολλές φορές και αυθημερόν, για να μην κινήσει υποψίες στον σύζυγό της.
Ο Άνθιμος όμως είχε πλέον χάσει το πάθος που είχε άλλοτε για εκείνη. Ήταν απόμακρος απέναντί της και αδιάφορος προσπαθώντας να την αποφύγει όσο μπορούσε. Εκείνη το έβλεπε αυτό και γινόταν όλο και πιο επίμονη και πιεστική. Τρελαινόταν στην σκέψη ότι θα τον έχανε. Υπέφερε νιώθοντάς τον όλο και πιο μακριά της.
Επόμενη αντίδρασή της ήταν να αρχίσει απειλές και εκβιασμούς για να τον κρατήσει κοντά της. Είχε μαγνητοφωνήσει τηλεφωνικές τους συνομιλίες, αλλά και ερωτικές τους συνευρέσεις, αρχεία που αργότερα κατέθεσε στον ανακριτή για να αποδείξει τον διπρόσωπο άνθρωπο που είχε δίπλα της.
Ο Άνθιμος όμως δεν φαίνεται να πτοήθηκε από τις απειλές της. Τον Σεπτέμβριο του 1996 επισκέφτηκε στην Ελλάδα για να ψηφίσει στις τότε εκλογές χωρίς να της πει τίποτα. Όταν η Κάτια το έμαθε, κατάλαβε πως πλέον είχαν τελειώσει όλα. Του τηλεφωνούσε μανιωδώς κι εκείνος την απέφευγε συστηματικά ή της απαντούσε πολύ σκληρά. Σε ένα έντονο καβγά που είχαν κάποια στιγμή στο σπίτι του, η Κάτια έφτασε μέχρι να τον τραυματίσει με μαχαίρι στο λαιμό.
Ο εγωισμός της δεν μπορούσε να αντέξει αυτή την απόρριψη, αυτή την μεταστροφή όλων όσων τα τελευταία 6 χρόνια είχαν γίνει όλη της η ζωή. Κάπου εκεί ήταν που πήρε την απόφαση να τον σκοτώσει.
Τον Ιούνιο αγόρασε από την περιοχή της Ομόνοιας ένα οκτάσφαιρο πιστόλι και τρία κουτιά φυσίγγια. Φαίνεται μάλιστα πως ζήτησε από τον άγνωστο πωλητή να της δείξει πως να το χρησιμοποιήσει, πως να σκοτώσει δηλαδή με αυτό. Ο τύπος της έδειξε στα γρήγορα όσα μπορούσε, τα οποία εκείνη σημείωσε και σε χαρτί. Το χαρτί αυτό βρέθηκε αργότερα στην τσάντα της από την αστυνομία.
Στις 21 Ιουλίου οι πρώην εραστές είχαν μια τηλεφωνική επικοινωνία και ο αρχιμανδρίτης της είπε πως βρισκόταν για μερικές ημέρες στην Ελλάδα και πως κάποια στιγμή θα βρισκόντουσαν, αλλά όχι στο σπίτι του. Η Κάτια παρόλα αυτά πήγε από το διαμέρισμά του να τον βρει. Εκείνος της ζητούσε από το θυροτηλέφωνο να φύγει κι εκείνη επέμενε, ώσπου της είπε πως αν δεν φύγει θα καλούσε την αστυνομία. Μετά και από αυτή την απόρριψη, η απόφαση της να τον βγάλει από την μέση έπρεπε να πραγματοποιηθεί άμεσα.
Το επόμενο πρωί, 22 Ιουλίου 1997, η Κάτια Γιαννακοπούλου ετοιμάστηκε, ντύθηκε ωραία, πήρε μαζί της ρούχα, χρήματα και διαβατήριο (και το όπλο της φυσικά) και έφυγε λέγοντας στον άντρα της πως θα πήγαινε απλά σε μια δουλειά. Πήρε το αυτοκίνητο του κουνιάδου της, για να μην την αναγνωρίσει ο Άνθιμος, πήγε στην οδό Φιλαδελφείας στη Νέα Σμύρνη και τον περίμενε επί δύο ώρες σε ένα σημείο κοντά στην πολυκατοικία του.
Γύρω στις 10:30 ο αρχιμανδρίτης βγήκε από την πολυκατοικία και κατευθύνθηκε προς το τζιπ του. Η Κάτια κατευθύνθηκε επίσης προς το μέρος του κρατώντας το όπλο και φορώντας γυαλιά ηλίου και περούκα (που ο ίδιος της είχε πάρει για τις κρυφές τους συναντήσεις).
“Πήγαινα σαν υπνωτισμένη. Έλεγα, Τι πάω να κάνω; Έβγαζα κι έβαζα τις σφαίρες από το περίστροφο. Χωρίς να ξέρω τι θέλω”.
Έφτασε δίπλα του και του μίλησε, αλλά εκείνος την κοίταξε και έστρεψε το κεφάλι του από την άλλη αγνοώντας την. Τότε η Κάτια έβγαλε το περίστροφο και τον πυροβόλησε συνεχόμενα “ώσπου κατάλαβε ότι δεν είχε άλλες σφαίρες” και με “πρωτοφανή ψυχραιμία, αναλγησία αλλά και αποφασιστικότητα”. 8 σφαίρες, στο κεφάλι, το υπογάστριο και το υπόλοιπο σώμα. Ο Άνθιμος βρισκόταν στο δρόμο νεκρός.
Στο σημείο ακολούθησε ένας πανικός και η Κάτια κατάφερε να χαθεί στο πλήθος και να διαφύγει. Τριγυρνούσε χαμένη και μουδιασμένη για δύο μέρες, ώσπου βρέθηκε σε ένα μοναστήρι στην Μάνδρα Αττικής. Αποκάλυψε η ίδια στις μοναχές ποιά ήταν και τι είχε κάνει και έτσι κλήθηκε η αστυνομία και την συνέλαβε.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου δεν έκρυψε τίποτα από τις αρχές και το δικαστήριο. Μίλησε για το μεγάλο έρωτα που είχε με τον παράνομο εραστή της, τον τρόπο που την σαγήνευε, τα λεφτά που του είχε δανείσει, την αδιαφορία του που δεν μπόρεσε να αντέξει, την συνειδητή της απόφαση να τον σκοτώσει και το πως ακριβώς το έκανε. Ταυτόχρονα όμως δεν έκρυβε πως τα αισθήματά της για τον Άνθιμο δεν άλλαξαν ποτέ.
“Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει”.
Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου”.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών την κήρυξε ένοχη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 20 ετών με ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος απέναντι της.
Ωστόσο ο Εισαγγελέας Εφετών άσκησε έφεση και μετά από ακροαματική διαδικασία 7 ημερών αποφασίστηκε να μετατραπεί η ποινή της σε ισόβια κάθειρξη. Τα ελαφρυντικά που της είχαν αρχικά αναγνωρισθεί, απορρίφθηκαν.
Αρχικά, το περί προτέρου έντιμου βίου απορρίφθηκε λόγω της εξωσυζυγικής σχέσης που είχε συνάψει με ιερωμένο, της εγκατάλειψης του παιδιού της στην μάνα της για να πηγαίνει στα κρυφά τους ραντεβού, της απόκρυψης της εργασίας της από την εφορία, τις μαγνητοφωνήσεις των συνομιλιών τους και την παράνομη αγορά του όπλου.
Όσον αφορά το επιχείρημα περί ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος, δεν θεωρήθηκε ανάρμοστη συμπεριφορά η επιθυμία του να λήξει την σχέση μαζί της, που την είχε εκφράσει κατ’ επανάληψη και εκείνη δεν ήθελε να δεχτεί. Τέλος, το επιχείρημα της τέλεσης πράξης “εν βρασμώ” δεν μπορούσε επίσης να γίνει δεκτό, αφού ήταν προφανές πως επρόκειτο για μια απόφαση που πάρθηκε συνειδητά, σχεδιάστηκε, οργανώθηκε και εκτελέστηκε με όση διαύγεια μπορεί να έχει μια τέτοια πράξη.
Το αξιοσημείωτο είναι πως η οικογένειά της, ο άντρας και ο γιός της δεν σταμάτησαν να την στηρίζουν.
Ψυχολογικό προφίλ
Η Κάτια Γιαννακοπούλου χαρακτηρίστηκε ως μια ιδεοληπτική εγκληματίας.
“Ανήκει σε αυτούς που από ιδεοληψία θρησκευτική ή άλλη αποκτούν εμμονές. Το ερωτικό στοιχείο στην περίπτωσή της είναι θολό. Δεν είναι το κυρίαρχο. Μπαίνει από το παράθυρο στη σχέση τους. Η ψυχοσύνθεσή της είναι που τα καθορίζει όλα. Στο πρόσωπο του ιερωμένου βλέπει τα πάντα. Τον σκοτώνει όταν η ιδεοληψία της καταρρέει και αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα”. (Γ. Πανούσης, καθηγητής εγκληματολογίας)
Η δολοφονία του ιερωμένου εραστή της χαρακτηρίστηκε από κάποιους ένα έγκλημα “από απελπισία”. Για άλλους ήταν μια πράξη εκδίκησης από ένα άτομο επικίνδυνο. Κι αυτό γιατί το μεγάλο της ερωτικό πάθος, που μετατράπηκε σε ένα όμοιο πάθος εκδίκησης, είναι στοιχείο εγκληματογόνο που θα μπορούσε να επαναληφθεί και με άλλη αφορμή ως και σε επόμενο έγκλημα.
Άλλωστε φάνηκε κατά πολύ η αποφασιστικότητά της και η έλλειψη αναστολών, τόσο στην παράνομη σχέση που επιδίωξε, όσο και στο έγκλημα που σχεδίασε.
___________________________________
Η Κάτια Γιαννακοπούλου έμεινε κρατούμενη στις γυναικείες φυλακές του Ελαιώνα Θηβών για 16 χρόνια μέχρι το 2013. Κυκλοφορούσαν πολλές φήμες για εκείνη μέσα σε αυτά τα χρόνια, όπως ότι είχε γεμίσει το κελί της με φωτογραφίες του αρχιμανδρίτη, προσευχόταν συνέχεια για συγχώρεση και πως ήταν απόμακρη, εριστική και υποχόνδρια. Η οικογένειά της την επισκεπτόταν συχνά στις φυλακές και την δέχτηκε πίσω όταν αποφυλακίστηκε.