Ο Αμερικανός που έφερε ανατροπές στην επιστήμη της ψυχολογίας, το αμφιλεγόμενο πείραμα “Little Albert”, η ψυχολογική ανάπτυξη του φόβου και το “coffee break”.

_____________________________________

O John Broadus Watson γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1878 στο Travellers Rest της Νότιας Carolina των ΗΠΑ και μεγάλωσε σε μια οικογένεια που πέρασε αρκετές δυσκολίες.

Συγκεκριμένα, ο πατέρας του, ο Pickens Butler Watson, ήταν αλκοολικός και εγκατέλειψε την οικογένειά του με σκοπό να πάει να ζήσει με δύο Ινδές. Αυτό συνέβη όταν ο John ήταν μόλις 13 ετών και αυτή την πράξη του πατέρα του δεν την συγχώρησε ποτέ.

Η μητέρα του, Emma Kesiah Roe, ήταν μια βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα που τηρούσε τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, ενώ ονόμασε τον γιο της John προς τιμήν ενός εξέχοντος λειτουργού των Βαπτιστών, με την ελπίδα ότι αυτό θα τον βοηθούσε να λάβει την κλήση να κηρύξει το Ευαγγέλιο.

Η ανατροφή που επέλεξε η μητέρα του, υπέβαλε τον John σε αυστηρή και σκληρή θρησκευτική εκπαίδευση γεγονός που τον οδήγησε αργότερα στο να αναπτύξει μια αντιπάθεια προς όλες τις μορφές θρησκείας και να γίνει άθεος.

Παρά την σχέση που είχε αναπτύξει η μητέρα του με την τοπική κοινωνία, σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από τη φτώχεια, πούλησε το αγρόκτημά τους και μετακόμισε με τον John στο Greenville.

Η μετάβαση, από την απομονωμένη αγροτική κοινωνία στο αστικό περιβάλλον αποδείχθηκε ότι ήταν σημαντική για τον John, αφού του παρείχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με διαφορετικούς τύπους ανθρώπων -τους οποίους χρησιμοποίησε εντέλει για να καλλιεργήσει τις θεωρίες του στην ψυχολογία- όμως η νέα αυτή αρχή ήταν δύσκολη και επίπονη για εκείνον, καθώς δεν είχε πλήρως ανεπτυγμένες επικοινωνιακές δεξιότητες.

Η ακαδημαϊκή πορεία και τα σπουδαία επιστημονικά έργα

Παρά τις άσχημες ακαδημαϊκές του επιδόσεις και ενώ συνελήφθη δύο φορές κατά τη διάρκεια του λυκείου, ο John χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις της μητέρας του για να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο Furman του Greenville, σε ηλικία μόλις 16 ετών.

Εκεί, ο John ολοκλήρωσε μερικά μαθήματα ψυχολογίας και μέχρι την τελευταία ημέρα των σπουδών του, ήταν ένας ανυπότακτος και αντικοινωνικός νέος, με πολύ λίγους φίλους. Αν και ήταν πρώιμος μαθητής, αποφοίτησε από το Furman μόλις 5 χρόνια μετά, με μεταπτυχιακό.

Παράλληλα με το μεταπτυχιακό, διεύρυνε όχι μόνο τις σπουδές του αλλά και την προσωπική του ζωή. Σύναψε γάμο με την Mary Ickes, αδελφή του πολιτικού Harold L. Ickes, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, τον John και την Mary.

Μετά την αποφοίτησή του, ο John εργάστηκε για ένα χρόνο στο Ινστιτούτο Batesburg ως διευθυντής, θυρωρός και τεχνίτης, ενώ αμέσως μετά εισήλθε στο Πανεπιστήμιο του Chicago, μετά από επιτυχή αναφορά στον Πρόεδρο του Πανεπιστημίου.

Στο Πανεπιστήμιο του Chicago άρχισε να σπουδάζει φιλοσοφία υπό τον John Dewey, ο οποίος τον επηρέασε, όσο και οι James Rowland Angell, Henry Herbert Donaldson και Jacques Loeb, και τον οδήγησε στην ανάπτυξη μιας εξαιρετικά περιγραφικής, αντικειμενικής προσέγγισης στην ανάλυση της συμπεριφοράς, μια προσέγγιση που αργότερα θα αποκαλούσε Συμπεριφορισμό.

Ο Watson πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Chicago το 1903, με τη διατριβή του, Animal Education, στην οποία περιέγραψε την πειραματική μελέτη για την ψυχική ανάπτυξη του λευκού αρουραίου σε σχέση με την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος.

Ουσιαστικά αυτό που πραγματεύθηκε ήταν η σχέση μεταξύ της μυελίνωσης του εγκεφάλου και της ικανότητας μάθησης των αρουραίων σε διαφορετικές ηλικίες και συμπέρανε εν ολίγοις ότι ο βαθμός μυελίνωσης σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ικανότητα μάθησης.

Αν και διδάκτωρ πια, παρέμεινε στο Πανεπιστήμιο του Chicago για ακόμα πέντε χρόνια κάνοντας έρευνα για τη σχέση μεταξύ της αισθητηριακής εισόδου και της μάθησης, ανακαλύπτοντας ότι η σωματική-κιναισθητική νοημοσύνη ελέγχει τη συμπεριφορά των αρουραίων που τρέχουν μέσα σε λαβύρινθους.

Το 1908, του προσφέρθηκε μια θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins την οποία  και αποδέχθηκε. Σχεδόν άμεσα πήρε προαγωγή, έγινε πρόεδρος του τμήματος ψυχολογίας και ίδρυσε εργαστήριο για έρευνα στη συγκριτική ψυχολογία.

Η ανάδειξη του Συμπεριφορισμού

Από το 1910 έως το 1915 ήταν ο συντάκτης του Psychological Review, όπου και δημοσίευσε το 1913 το άρθρο Psychology as a Behaviorist Views It. Σε αυτό υποστήριξε ότι η ψυχολογία είναι η επιστήμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η οποία -όπως και η συμπεριφορά των ζώων- πρέπει να μελετηθεί κάτω από ακριβείς εργαστηριακές συνθήκες.

Το Psychology as a Behaviorist Views It έγινε γνωστό και ως το μανιφέστο του συμπεριφορισμού, αφού υπογράμμισε τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας του φιλοσοφίας για την επιστήμη της ψυχολογίας, τον συμπεριφορισμό.
Η θεωρία αυτή απέρριψε τη μελέτη της συνείδησης και της ενδοσκόπησης ως ελαττωματικές περιπτώσεις μελέτης και αναθεώρησε την επιστήμη της ψυχολογίας από εκείνη του “νου” σε εκείνη της “συμπεριφοράς”.

Ο Watson με τον Συμπεριφορισμό έδωσε έμφαση στην συμπεριφορά των ανθρώπων και τις αντιδράσεις τους σε δεδομένες καταστάσεις και ερεθίσματα και όχι τόσο στην ανάλυση των ψυχικών καταστάσεων. Κατά τη γνώμη του, η ανάλυση συμπεριφορών και αντιδράσεων είναι μια μέθοδος για να κατανοήσουμε αντικειμενικά τις ανθρώπινες ενέργειες.

Αυτή η προοπτική -σε συνδυασμό με τις συμπληρωματικές ιδέες του ντετερμινισμού, της εξελικτικής συνέχειας και του εμπειρισμού- συνέβαλε σε αυτό που μερικές φορές ονομάζεται μεθοδολογικός συμπεριφορισμός.

Το πρώτο του σημαντικό έργο Behavior: An Introduction to Comparative Psychology δημοσιεύθηκε τον επόμενο χρόνο. Σε αυτό υποστήριξε δυναμικά τη χρήση ζώων σε ψυχολογικές μελέτες και περιέγραψε το ένστικτο ως μια σειρά αντανακλαστικών που ενεργοποιούνται από την κληρονομικότητα. Προώθησε επίσης τις εξαρτημένες απαντήσεις ως το ιδανικό πειραματικό εργαλείο.

Το 1915 διετέλεσε πρόεδρος της Southern Association for Philosophy and Psychology και άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για το έργο του Ivan Pavlov, σε σημείο που συμπεριέλαβε στα δημοφιλή έργα του κάποιες από τις αρχές του, σε μια πιο απλοποιημένη έκδοση.

Μάλιστα, έκανε θέμα σε μια προεδρική του ομιλία την αναγνώριση της γενικότερης σημασίας της διατύπωσης του Pavlov, υπερασπιζόμενος την αντικειμενική επιστημονική αξία της εφαρμοσμένης ψυχολογίας, την οποία εκείνη την εποχή δεν την είχαν σε μεγάλη υπόληψη.

Η οριστική δήλωση της θέσης του Watson εμφανίζεται το 1919 σε ένα άλλο σημαντικό έργο, το Psychology from the Standpoint of a Behaviorist, στο οποίο προσπάθησε να επεκτείνει τις αρχές και τις μεθόδους της συγκριτικής ψυχολογίας στη μελέτη των ανθρώπων και υποστήριξε αποφασιστικά τη χρήση της συνθήκης στην έρευνα.

Το αμφιλεγόμενο πείραμα

Το 1918, ο Watson μπήκε στο σχεδόν ανεξερεύνητο πεδίο της μελέτης βρεφών και 2 χρόνια μετά προχώρησε, μαζί με την Rosalie Rayner, σε ένα -από τα πιο αμφιλεγόμενα στην ιστορία της ψυχολογίας- πείραμα, το “Little Albert”.

Για το πείραμα μελετήθηκαν οι αντιδράσεις βρεφών κάτω του 1 έτους, και σύμφωνα με τις παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια του πειράματος, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο φόβος δεν είναι μια αυθόρμητη κατάσταση, αλλά μια συνέπεια συσχετίσεων και συνθηκών όπως και ότι τα συναισθήματα γενικότερα μπορούν να είναι εξαρτημένες απαντήσεις.

Για να φτάσουν στο συμπέρασμα ακολούθησαν μια συγκεκριμένη διαδικασία και αλληλουχία πράξεων.

Πρώτα, παρουσίαζαν στο βρέφος έναν λευκό αρουραίο και παρατήρησαν ότι δεν τον φοβόταν. Κατόπιν, του έδιναν τον λευκό αρουραίο και στη συνέχεια χτυπούσαν μια σιδερένια ράβδο και το βρέφος ανταποκρινόταν με κλάματα. Το δεύτερο στάδιο ήταν αυτό που επαναλήφθηκε αρκετές φορές ώστε στο τέλος, όταν παρουσίαζαν τον λευκό αρουραίο χωρίς κάποιο άλλο στοιχείο-ερέθισμα, το βρέφος έδειχνε φόβο.

Αργότερα, εξέλιξαν το πείραμα και επανέλαβαν τις διαδικασίες και σε άλλα ζώα ακόμα και σε αντικείμενα και κάθε φορά το βρέφος είχε ακριβώς την ίδια αντίδραση, έκλαιγε και έδειχνε αποστροφή.

Ακολούθησε ακόμα μια νέα εκδοχή του πειράματος κατά την οποία ο Watson, σε συνεργασία με τη Mary Cover Jones, ακολούθησαν μια αντίστοιχη μέθοδο αλλά αυτή τη φορά για την εξάλειψη των φόβων. Ως αντικείμενο μελέτης, ο Peter, ένας μικρούλης που έδειχνε εμφανώς πως φοβάται τους λευκούς αρουραίους και τα κουνέλια.

Οι δυο ερευνητές έβαλαν τον Peter στο καρεκλάκι του και του έδωσαν ένα ωραίο απογευματινό σνακ και παράλληλα, τοποθέτησαν κοντά του ένα κλουβί μέσα στο οποίο είχαν ένα κουνέλι. Ο μικρός Peter δεν αντέδρασε. Την επόμενη μέρα, πάλι ο Peter στο καρεκλάκι του απολάμβανε το σνακ του αλλά αυτή τη φορά το κουνέλι ήρθε λίγο πιο κοντά, κάτι που έφερε μια μικρή αναστάτωση.

Αυτό επαναλήφθηκε για μέρες, μέχρι που μια μέρα ο Peter δεν έδειξε κανένα σημάδι ενόχλησης παρότι το κουνέλι ήταν ακριβώς δίπλα του, ενώ σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Peter άρχισε να παίζει με το κουνέλι.

Αυτή η μορφή τροποποίησης συμπεριφοράς είναι μια τεχνική που σήμερα ονομάζεται συστηματική απευαισθητοποίηση.

Από αυτό το πείραμα, ο Watson κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γονείς μπορούν να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά και την ανάπτυξη του παιδιού, ελέγχοντας όλες τις συσχετίσεις ερεθίσματος-απόκρισης.

Το σκάνδαλο που τον κρέμασε στα μανταλάκια

Η ακαδημαϊκή καριέρα του στην ψυχολογία αν και ήταν λαμπρή, έληξε απότομα. Αφορμή ήταν το διαζύγιο που ζήτησε η σύζυγος του Watson λόγω της σχέσης που είχε συνάψει με τη μαθήτριά του, Rosalie Rayner,  μια σχέση που την ανακάλυψε όταν βρήκε τα ερωτικά γράμματα που είχε γράψει σε εκείνη.

Η υπόθεση έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες και συνέχισε να είναι πρώτο θέμα κατά τη διάρκεια των διαδικασιών διαζυγίου. Η δημοσιότητα του θέματος είχε πάρει τέτοιες εκτάσεις που το Πανεπιστήμιο John Hopkins του ζήτησε να εγκαταλείψει τη θέση του στη σχολή τον Οκτώβριο του 1920.

Μετά την οριστικοποίηση του διαζυγίου, “το παράνομο ζεύγος” έγινε και επίσημα αντρόγυνο με γάμο που τελέστηκε στο New Jersey και απέκτησε δύο γιους, τον William και τον James.

Η δεύτερη καριέρα

Από τη στιγμή που έπαψε να είναι ακαδημαϊκός κι ενώ συνέχισε να διενεργεί έρευνες, εκμεταλλευόμενος τις επαφές του πρώην συναδέλφου του E. B. Titchener, άρχισε να εργάζεται στην διαφημιστική εταιρεία J. Walter Thompson, από τα τέλη του 1920.

Η πορεία του στην διαφημιστική ήταν εξίσου δυνατή. Έμαθε τις περισσότερες πτυχές του κλάδου εργαζόμενος ακόμα και ως πωλητής παπουτσιών σε πολυτελές πολυκατάστημα και σε μόλις 2 χρόνια εξελίχθηκε ραγδαία σε αντιπρόεδρος της εταιρείας.

Έγινε επικεφαλής μιας σειράς διαφημιστικών καμπανιών υψηλού προφίλ και σε αυτόν αποδίδεται η έμπνευση του “coffee break” μια συνήθεια που προέκυψε από διαφημιστική καμπάνια καφέ.

Ο μισθός του ως στέλεχος, συν των μπόνους από διάφορες επιτυχημένες διαφημιστικές καμπάνιες, είχε ως αποτέλεσμα να λαμβάνει ένα εισόδημα αρκετές φορές πολλαπλάσιο από τον πρότερο ακαδημαϊκό μισθό του. Αυτό τον οδήγησε στο να επιλέξει να αποσυρθεί από τον εργασιακό στίβο το 1946.

Η διατύπωση και αναδιατύπωση του Συμπεριφορισμού

Παράλληλα με την καριέρα στον χώρο της διαφήμισης, δημοσίευσε το 1925 το Behaviorism, ένα βιβλίο με το οποίο εξέφρασε πως η πνευματική δραστηριότητα δεν μπορεί να παρατηρηθεί, ανέλυσε το τι είναι πραγματικά η γλώσσα, τι οι λέξεις και τι η μνήμη.

Υποστηρίζει ότι “οι λέξεις δεν είναι παρά υποκατάστατα αντικειμένων και καταστάσεων” και αυτός είναι ο λόγος που τα μωρά δείχνουν ένα αντικείμενο αλλά το αποκαλούν με διαφορετική λέξη από αυτή που του έχουμε κοινώς ορίσει…

Εξηγεί ακόμα πως ένα παιδί μαθαίνει να διαβάζει λέξεις, αφού αρχικά καταφέρει να διαβάσει με μοτίβο και να αναγνωρίσει τη λέξη με τον ήχο, και το επαναλαμβάνει μέχρι να το κάνει “κανόνα”. Αυτός ο “κανόνας” είναι και η αρχή της μνήμης.

Σύμφωνα με την θεωρία του λοιπόν, είναι όλα “εργαλεία” που χρησιμοποιούνται από τους ανθρώπους και έχουν ως αποτέλεσμα τη σκέψη, ενώ χρησιμοποιεί ακόμα και παραδείγματα από τις συμπεριφορές και τις δραστηριότητες των θηλαστικών, για να περιγράψει τις συμπεριφοριστικές του απόψεις σε αυτά τα θέματα.

Μόλις 5 χρόνια μετά κυκλοφορεί την αναδιατύπωση του Behaviorism, η οποία αν και διαφέρει αισθητά σε αρκετά σημεία ως προς την ανάλυση, σε γενικές γραμμές αναφέρεται ακριβώς στα ίδια σημεία.

Ο Watson πίστευε ότι, κατά τη γέννηση, υπάρχουν τρεις άμαθες συναισθηματικές αντιδράσεις:
  • Φόβος: προκαλείται από δύο ερεθίσματα χωρίς όρους
  • Οργή: μια έμφυτη απάντηση στον σωματικό περιορισμό
  • Αγάπη: αυτόματη ανταπόκριση στοργής υπό όρους

Ακόμα ένα σπουδαίο έργο

Αν και ερεύνησε πολλά θέματα σε όλη τη σταδιοδρομία του, η ανατροφή των παιδιών έγινε το πιο πολύτιμο ενδιαφέρον του Watson και το 1928 δημοσίευσε το βιβλίο Psychological Care of Infant and Child.

Σε αυτό, εξηγεί ότι απαιτείται ψυχολογική φροντίδα και ανάλυση για την ανατροφή βρεφών και παιδιών, σχηματίζοντας την άποψη και την πεποίθηση ότι τα παιδιά πρέπει να αντιμετωπίζονται ως νέοι ενήλικες και ότι οι γονείς θα πρέπει να μιλούν ανοιχτά στα παιδιά τους για τη σεξουαλικότητα.

Προειδοποιεί, επίσης, για τους αναπόφευκτους κινδύνους που ενέχει η υπερβολική αγάπη και στοργή μιας μητέρας προς το παιδί της, δεδομένου ότι η κοινωνία δεν ενεργεί αντίστοιχα όταν θα γίνουν νέοι ενήλικες στον πραγματικό κόσμο.

Χαρακτηριστικά επεσήμανε πως η έντονη πρώιμη προσκόλληση μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση μίας εξαρτημένης προσωπικότητας στην ενήλικη ζωή. Τονίζει πως οι γονείς δεν πρέπει να δημιουργούν μη ρεαλιστικές προσδοκίες, συνάγοντας ότι οι συναισθηματικές αναπηρίες είναι αποτέλεσμα της προσωπικής μεταχείρισής τους στην παιδική ηλικία.

Δίνοντας έμφαση στη φροντίδα, υποστήριξε ότι τίποτα δεν είναι ενστικτώδες και ότι όλα χτίζονται σε ένα παιδί από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του. Οι γονείς, δηλαδή, έχουν πλήρη και απόλυτη ευθύνη της επιλογής του περιβάλλοντος στο οποίο θα επιτρέψουν να αναπτυχθεί το παιδί τους.

Το βιβλίο του ήταν εξαιρετικά δημοφιλές και έφτασε τα 100.000 αντίτυπα μετά από μόλις λίγους μήνες κυκλοφορίας! Πολλοί κριτικοί χαρακτηριστικά ανέφεραν πως αυτές οι απόψεις προέρχονταν κυρίως από τις πεποιθήσεις του και όχι από επιστημονική οπτική και μάλιστα εξεπλάγησαν όταν είδαν ακόμη και τους συγχρόνους του να τις αποδέχονται.

Μέσα από τα έργα του και την έμφαση που έδωσε στην παιδική ανάπτυξη, άρχισε να επηρεάζει μερικούς από τους διαδόχους του, δημιουργώντας ένα νέο φαινόμενο, παρότι ο τομέας θεωρητικά είχε ήδη εξερευνηθεί από ψυχολόγους.

Τα τελευταία χρόνια

Έχοντας αποσυρθεί από τον χώρο της διαφήμισης κι αφού διέκοψε τις έρευνες, γεμάτος από γνώση, αναγνώριση και καταξίωση από το κοινό, ζούσε μόνιμα στο αγρόκτημά του και έδινε συμβουλές μέσα από κείμενα που δημοσίευε στα έντυπα μέσα, αλλά και από συνεντεύξεις, στις οποίες παρουσίαζε και ανέλυε τις απόψεις του.

Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις που έδωσε στον ιστορικό John Burnham φάνηκε πως ήταν ακόμα -αν και στα γεράματά του- ένας άνθρωπος με ακέραιες, ισχυρές απόψεις που ένιωθε υπερηφάνεια για την εκτίμηση που λάμβανε από το κοινό και παράλληλα πικρία για τους επικριτές του.

Το 1957, λοιπόν, στα 79 του χρόνια, ο Watson έλαβε και επίσημη αναγνώριση από τον δικό του κλάδο, όταν του απονεμήθει Χρυσό Μετάλλιο από την American Psychological Association για τη συμβολή του στην επιστήμη της ψυχολογίας.

Λίγο καιρό μετά, στις 25 Σεπτεμβρίου 1958, άφησε την τελευταία του πνοή και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Willowbrook, της περιοχής Westport του Connecticut.


Ο John Broadus Watson κωδικοποίησε, δημοσιοποίησε και εισήγαγε στο ευρύ κοινό την επιστημονική θεωρία του Συμπεριφορισμού, καθιερώνοντάς τον και ως ψυχολογική “σχολή”.

Ενώ περιορίστηκε στην αντικειμενική, πειραματική μελέτη των σχέσεων μεταξύ περιβαλλοντικών γεγονότων και ανθρώπινης συμπεριφοράς, οι απόψεις του για την διαπαιδαγώγηση και την ανατροφή των παιδιών ήταν άκρως ριζοσπαστικές για την εποχή του.

Οι θεωρίες του έγιναν βάση για την ανάπτυξη άλλων θεωριών που οδήγησαν σε ακόμα σπουδαίοτερες ανακαλύψεις για την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Το έργο του είναι τόσο σπουδαίο που στο A Review of General Psychology, που δημοσιεύθηκε το 2002, ο Watson ήταν ο 17ος πιο συχνά αναφερόμενος ψυχολόγος του 20ού αιώνα.

Κοινοποιήστε
Διαμαντούλα Χατζηαντωνίου
Απόφοιτη ΙΕΚ Οικονομίας & Διοίκησης και πιστοποιημένη Δημοσιογράφος διαδικτύου, με συμμετοχές σε πολλά σεμινάρια ποικίλου ενδιαφέροντος και κατευθύνσεως. Έχει λάβει το πρώτο βραβείο ποίησης στην Θεσσαλία, σε μαθητικό διαγωνισμό. Δραστηριοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ως ραδιοφωνική παραγωγός, αρθρογράφος καλλιτεχνικών ειδήσεων και ερασιτέχνης ηθοποιός. Θρέφει μεγάλη αγάπη για τις τέχνες, την φύση, την φιλοσοφία και την ψυχολογία ενώ αφιερώνει αρκετό χρόνο σε θέματα κοινωνικής και ιστορικής φύσεως. Αγαπημένη της ερώτηση: Γιατί; Αγαπημένο μότο: Αξίζει να βρίσκεις λόγους να γελάς