Η ιστορία αναμειγνύεται με τους θρύλους που κυκλοφορούν ανά τα χρόνια σχετικά με τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από το διασημότερο και πιο περιζήτητο ουίσκι στον κόσμο, το Jack Daniel’s. Ο φτωχός, αλλά έξυπνος και εργατικός, Jasper Newton Daniel, κατάφερε να γίνει πρώτο όνομα της αμερικανικής κοινωνίας και να δημιουργήσει ένα μοναδικό προϊόν, για το οποίο, όπως ο ίδιος είχε πει, ήθελε όλοι να τον θυμούνται.
__________________________________
Ο Jasper Newton Daniel γεννήθηκε σε μια φάρμα στην κομητεία Μουρ του Tennessee. Η οικογένειά του ήταν σκωτσέζικης καταγωγής και ο Jasper ήταν το δέκατο από τα αδέρφια του. Οι θρύλοι γύρω από το όνομά του ξεκινούν από την ίδια την ημερομηνία γέννησής του, που παραμένει αμφιλεγόμενη.
Στον τάφο του αναγράφεται ότι γεννήθηκε το 1850, ενώ η μητέρα του πέθανε το 1847, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες. Επίσης μια φωτιά στην πόλη τους είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν όλα τα σχετικά έγγραφα, που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τις πληροφορίες. Η πιο πιθανή ημερομηνία γέννησής του που έχει τελικά συμβατικά επισημοποιηθεί είναι η 5η Σεπτεμβρίου του 1846.
Η μητέρα του πέθανε λίγο μετά την γέννησή του και ο Jack (όπως τον φώναζαν οι δικοί του) μεγάλωσε με τον πατέρα του και τα μεγαλύτερα αδέρφια του. Από παιδί ήταν αρκετά μικρόσωμος και φιλάσθενος. Η φτώχεια μάστιζε την οικογένεια, έτσι μετά τα 10 του χρόνια, που αρρώστησε και ο πατέρας του, ο Jack βρέθηκε να δουλεύει για έναν λουθηρανό πάστορα.
Ο πάστορας Dan Call διατηρούσε μια δική του κερδοφόρα επιχείρηση, μέρος της οποίας ήταν και ένα αποστακτήριο, όπου έφτιαχνε δικό του ουίσκι. Ο Jack αποδείχθηκε πολύ καλός και πρόθυμος μαθητής και δεν άργησε να μάθει και να αγαπήσει τη δουλειά αυτή.
Σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν στη δημοσιότητα μέσω της ίδιας της εταιρείας το 2016, αυτός που μύησε τον νεαρό Jack στην τέχνη της απόσταξης δεν ήταν ο ίδιος ο πάστορας, αλλά ένας νέγρος σκλάβος του, ο Nearis Green.
Η ιστορία του σκλάβου, δίπλα στον οποίο απέκτησε τις γνώσεις του ο Jack, δεν ήταν ποτέ άγνωστη, όμως μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να διαδίδεται. Για πολλές δεκαετίες το αμερικανικό ουίσκι είχε συνδεθεί με τους λευκούς και θα ήταν “αταίριαστο” να έχει, έστω εν μέρει, συμβάλει ένας σκλάβος στη δημιουργία του.
Στην πραγματικότητα βέβαια, οι σκλάβοι και οι ποτοποιίες ουίσκι πάνε πακέτο, αφού ανέκαθεν αποτελούσαν το εργατικό δυναμικό αυτών των επιχειρήσεων γνωρίζοντας εκ των έσω τη δουλειά και βοηθώντας συχνά και συμβουλευτικά τους εργοδότες τους παραγωγούς.
Επιτυχία και επιχειρηματικότητα
Μέσα σε λίγα χρόνια πάντως ο Jack ανέλαβε ο ίδιος το αποστακτήριο του πάστορα και άρχισε πλέον να βγάζει ένα δικό του διαφορετικό ουίσκι. Αυτό που μέχρι σήμερα τελικά έμελλε να γίνει το κορυφαίο best-seller σε όλο τον κόσμο.
Το ιδιαίτερο burbon του Jack Daniel κυκλοφόρησε πρώτη φορά στην αγορά το 1866, όταν δηλαδή εκείνος ήταν μόλις 19 ετών. Απέκτησε σύντομα φανατικούς οπαδούς και κατάφερε να κάνει πωλήσεις ακόμα και την περίοδο του πολέμου έχοντας μάλιστα πελάτες και από τα δύο αντιμαχόμενα “στρατόπεδα”. Το 1890 ήταν ο κορυφαίος ποτοποιός του Τενεσί.
Με τα κέρδη του να ανεβαίνουν εκθετικά προσέλαβε υπαλλήλους, πειραματίστηκε με τεχνικές και μέσα απόσταξης και παλαίωσης και είχε πάντα στόχο του την καλύτερη δυνατή ποιότητα του προϊόντος του στην αγορά.
Το στοιχείο που συνέβαλε στην τεράστια επιτυχία και προώθηση του νέου ποτού ήταν το έμφυτο επιχειρηματικό πνεύμα του Jack. Προβλέποντας ουσιαστικά την επερχόμενη νομιμοποίηση και φορολόγηση στα οινοπνευματώδη, φρόντισε αρχικά να δηλώσει άμεσα την επιχείρησή του. Κάπως έτσι, η “Jack Daniel Distillery” υπήρξε το πρώτο καταγεγραμμένο ποτοποιείο στην Αμερική.
Εμφανώς μπροστά για την εποχή του ο Jack είχε αντιληφθεί πολύ γρήγορα την σημασία της καλής και στοχευμένης διαφήμισης.
Έκανε αρχικά τη διαφορά χρησιμοποιώντας τετραγωνισμένα μπουκάλια, που ήταν πιο εύχρηστα και ασφαλή στη μεταφορά σε σχέση με τα στρόγγυλα που κυκλοφορούσαν. Ήταν επίσης ο πρώτος που τύπωνε σε όλα τα μπουκάλια το όνομά του.
Δημιούργησε την “Jack Daniel’s Silver Cornet Band”, ένα δεκαμελές συγκρότημα που θα προωθούσε το ουίσκι του σε διάφορες περιοχές της Αμερικής. Το λογότυπό του άρχισε να κάνει τις εμφανίσεις του σε διάφορα μπαρ και εκδηλώσεις σε κάθε γωνιά της χώρας. Τύπωσε τη φίρμα του μέχρι και σε αερόστατα, γεγονός που εντυπωσίασε το αμερικανικό κοινό.
Ακόμα και η σκοπίμως χαρακτηριστική εμφάνιση που διατηρούσε ο ίδιος ο Jack ήταν μέρος των καινοτόμων προωθητικών του κινήσεων.
Είχε ύψος 1,57 και μαύρα μαλλιά, τα οποία έβαφε συνεχώς όταν πλέον είχαν αρχίσει να ασπρίζουν. Εμφανιζόταν πάντα καλοντυμένος, με ένα μακρύ παλτό, λευκό πουκάμισο, γιλέκο και ένα μεγάλο παπιγιόν.
Παρόλο που είτε με το επαγγελματικό του κύρος είτε με την ευγενική, ευχάριστη και γοητευτική του παρουσία ο Jack είχε πολλές κατακτήσεις, τελικά δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε απέκτησε παιδιά. Λέγεται πως ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου με ιδιαίτερη αδυναμία στις νεαρότερες κοπέλες. Σε αυτό το γούστο του αποδίδουν πολλοί το ότι δεν μπόρεσε να φτιάξει τη ζωή του με κάποια από τις ερωμένες του. Λέγεται πως πάντα απέφευγε να αποκαλύψει την ηλικία του, κάτι που οι “υποψήφιοι πεθεροί” του μάλλον δεν έβλεπαν πολύ θετικά. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν απλά υπερβολικά αφοσιωμένος στη δουλειά του.
Γιατί “Νο.7”;
Κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά μέχρι σήμερα πως προέκυψε ο αριθμός “Old No.7” στην ονομασία του περίφημου Jack Daniels και τα σενάρια δίνουν και παίρνουν. Εικάζεται ότι το 7 ήταν ο τυχερός του αριθμός ή ο αριθμός των ερωτικών συντρόφων της ζωής του ή ένα ξεχασμένο φορτίο με μπουκάλια ουίσκι 7 ετών που έτυχε να βρει.
Στην επίσημη βιογραφία του, που έχει γραφτεί από τον συγγραφέα Peter Krass (“Blood and Whiskey: The Life and Times of Jack Daniel”), δίνεται μια πιο απλή εκδοχή.
Το Νο.7 ήταν ουσιαστικά ο αριθμός φορολογικού μητρώου, στον οποίο είχε καταχωρηθεί η εταιρεία του Jack. Κάποια στιγμή η εφορία του έδωσε άλλο αριθμό κατάταξης, αλλά εκείνος μη θέλοντας να διακινδυνεύσει την ήδη εμπορική φίρμα του, κράτησε την ονομασία ως “Old No.7”.
Πολλοί ανταγωνιστές προσπάθησαν να μιμηθούν τη συνταγή του ιδιαίτερου καπνιστού ποτού του, όμως το ουίσκι του Jack Daniel κατάφερνε πάντα να υπερέχει ποιοτικά. Χρησιμοποιούσε καθαρό νερό πηγής, υψηλής ποιότητας δημητριακά και φρόντιζε να τηρεί πάντα τον σωστό χρόνο παλαίωσης, ώστε το γευστικό αποτέλεσμα να είναι σταθερά ασυναγώνιστο.
Το 1904 κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό γευσιγνωσίας της Διεθνούς Έκθεσης του St. Louis και το 1905 πήρε το Χρυσό Μετάλλιο ως το καλύτερο ευρωπαϊκό ουίσκι σε μεγάλο διαγωνισμό του Βελγίου. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή για τις παγκόσμιες διακρίσεις του Jack Daniel’s, που όλοι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Τέλος κατά λάθος
Ένα πρωί του 1906 ο Jack έφτασε, όπως πάντα, πρώτος στο γραφείο του. Θέλησε να πάρει κάποια έγγραφα από το χρηματοκιβώτιο του, όμως είχε ξεχάσει τον συνδυασμό, τον οποίο γνώριζε μόνο η γραμματέας του, που θα αργούσε να έρθει. Εκνευρισμένος έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο σιδερένιο χρηματοκιβώτιο και τραυμάτισε σοβαρά το αριστερό του πόδι.
Παρόλο που άρχισε να πονάει και να κουτσαίνει ο Jack δεν ασχολήθηκε καθόλου με το τι μπορεί να είχε πάθει το πόδι του. Το τραύμα όμως χειροτέρευε, μολύνθηκε και έφτασε σε σημείο σήψης. Μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια από το ατύχημα, έπαθε γάγγραινα και αναγκάστηκε να το ακρωτηριάσει. Τελικά πέθανε στις 9 Οκτωβρίου του 1911.
150 χρόνια μετά
Το 1907, λίγο πριν τον θάνατό του, ο Jack είχε κληροδοτήσει την επιχείρησή του στον ανιψιό του Lem Motlow, ο οποίος με τη σειρά του αργότερα την παρέδωσε στους τέσσερις γιούς του. Όλοι οι κληρονόμοι σεβάστηκαν και συνέχισαν την πετυχημένη έμπνευση του Jack διατηρώντας με συνέπεια το οικογενειακό τους ουίσκι στην κορυφή.
Το Jack Daniel’s παράγεται στο Lynchburg του Tennessee από το 1866 μέχρι σήμερα με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο. Χρησιμοποιούνται αποκλειστικά υλικά της γης του Tennessee, πρώτης ποιότητας δημητριακά και καθαρό νερό υπόγειας πηγής.
Σε αντίθεση με άλλα burbon, το Tennessee whiskey περνάει από αργό φιλτράρισμα μέσα από ξυλοκάρβουνο σφενδάμου για μερικές μέρες πριν κλειστεί σε βαρέλι για ωρίμανση. Αυτή η διαδικασία εξασφαλίζει την ιδιαίτερη ποιότητα και τα πλούσια αρώματά του.
Η διαδικασία της ωρίμανσης του Jack Daniel’s είναι εξίσου προσεγμένη. Τοποθετείται σε καινούρια βαρέλια λευκής βελανιδιάς, που κατασκευάζονται στο αποστακτήριο, από τα οποία απορροφά διάφορα συστατικά του ξύλου και αποκτά την τελική χαρακτηριστική του γεύση και το βαθύ κόκκινο χρώμα του.