«Για μένα, η ζωή χωρίς να σκοτώνω είναι όπως είναι για εσάς η ζωή χωρίς φαγητό.»
Εγκεφαλικό πρόβλημα; Ψυχική διαταραχή; Μια πρωτότυπη και επικίνδυνη κοσμοθεωρία; Δολοφόνοι όπως ο Ρώσος Alexander Pichushkin ανήκουν σ’ αυτή την ειδική κατηγορία εγκληματιών που δεν έχουν ακριβή κίνητρα και σκοπούς. Αρέσκονται στο να σκοτώνουν, έτσι απλά.
Η ψυχοσύνθεσή τους βρίσκει την χαμένη της ισορροπία την ώρα που αφαιρούν τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου, την ώρα που νιώθουν ότι έχουν τον πλήρη έλεγχο σαν άλλοι θεοί, όπως είχε δηλώσει για τον εαυτό του και ο συγκεκριμένος.
Στόχος του Alexander Pichushkin ήταν να συναγωνιστεί και να ξεπεράσει σε αριθμό θυμάτων τον συμπατριώτη και «συνάδελφό» του στο έγκλημα, Andrei Chikatilo. Ο ίδιος υποστηρίζει μέχρι και σήμερα ότι έχει σκοτώσει περισσότερους από 60 ανθρώπους, όμως το δικαστήριο τον καταδίκασε για 48 επιβεβαιωμένους φόνους (ο Chikatilo καταδικάστηκε για 53).
Πώς όμως απέκτησε το ψευδώνυμο «ο δολοφόνος της σκακιέρας» και γιατί θεωρείται ένας από τους πιο αιμοβόρους κατά συρροή δολοφόνους της χώρας του, αλλά και γενικότερα;
________________
Τα παιδιά έχουν ανάγκη από αγάπη
Ο Alexander Yuryevich «Sasha» Pichushkin γεννήθηκε στη Μόσχα στις 9 Απριλίου του 1974. Όταν ήταν μόλις 9 μηνών μωρό, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια κι έτσι ο Αλεξάντερ μεγάλωσε με την μητέρα του και τον παππού του.
Παρά την απουσία του πατέρα, τίποτα στην οικογένεια δεν έδειχνε περίεργο και αρνητικό και ο μικρός Αλεξάντερ φαίνεται πως ήταν ένα φυσιολογικό παιδί, κοινωνικό και ήρεμο.
Μέχρι που μια μέρα, όταν ήταν τεσσάρων ετών, ο Αλεξάντερ είχε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι πέφτοντας από την κούνια του. Το χτύπημα τραυμάτισε τον μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου του, γεγονός στο οποίο αποδόθηκε κατά έναν βαθμό η εξέλιξή του ως εγκληματίας.
Επιστήμονες νευρολόγοι και ψυχίατροι έχουν συνδέσει τα τραύματα σε αυτό το σημείο του εγκεφάλου με αυξημένη επιθετικότητα, έλλειψη αυτοελέγχου και τάση για εγκληματική δραστηριότητα.
Πράγματι η συμπεριφορά του μικρού Αλεξάντερ άρχισε να αλλάζει μετά το χτύπημα. Έγινε πιο παρορμητικός, ενώ συχνά αντιδρούσε επιθετικά. Στο σχολείο δεν τα πήγαινε και πολύ καλά και οι συμμαθητές του τον αποκαλούσαν «καθυστερημένο», τον ενοχλούσαν συστηματικά, ενώ λέγεται πως κάποιες φορές είχε υποστεί και ξυλοδαρμό.
Η μητέρα του για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση αποφάσισε να τον στείλει σε ένα σχολείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Τα στοιχεία που έχουμε για την μητέρα του είναι ότι ήταν ιδιαίτερα χειριστική και δεν έδειχνε στο παιδί της την τρυφερότητα που εκείνο χρειαζόταν.
Ο άνθρωπος που ο Αλεξάντερ φαίνεται πως αγαπούσε περισσότερο και ένιωθε πιο κοντά του ήταν ο παππούς του. Εκείνος ήταν και ο πρώτος (και ο μόνος) που υποστήριξε ότι ο Αλεξάντερ ήταν ένα έξυπνο παιδί και προσπάθησε να του δώσει ώθηση και αυτοπεποίθηση να αναπτύξει τις ικανότητές του.
Ο παππούς του λοιπόν τον πήρε να ζήσει μαζί του και του έμαθε να παίζει σκάκι, που ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι. Τότε ήταν που ο Αλεξάντερ ανακάλυψε κι εκείνος την αγάπη του για το σκάκι και δεν άργησε να γίνει ένας πολύ καλός παίκτης!
Με την συντροφιά του παππού του βρισκόταν και έπαιζε με άλλους ηλικιωμένους λάτρεις του παιχνιδιού και αυτή η νέα του συνήθεια τον ηρεμούσε και τον έκανε να νιώθει καλά με τον εαυτό του. Φαίνεται πως μάλλον ήταν και η μόνη του ευχάριστη διέξοδος, αφού ακόμα και έφηβος δεχόταν «bulling» από τους συνομήλικούς του και προτιμούσε να συναναστρέφεται περισσότερο με τα ζώα παρά με τους ανθρώπους.
Δυστυχώς οι όμορφες και ελπιδοφόρες στιγμές για εκείνον τελείωσαν σύντομα, όταν πέθανε ο παππούς του ξαφνικά. Έχασε το στήριγμά του, τον μόνο άνθρωπο που του έδινε κίνητρο και δύναμη να ζήσει μια ήρεμη και φυσιολογική ζωή. Η μόνη παρηγοριά που του είχε μείνει πλέον ήταν ο αγαπημένος του σκύλος, ο οποίος όμως πέθανε επίσης λίγο καιρό αργότερα.
Από τότε και μετά άρχισε η κατηφόρα…
Ο Αλεξάντερ έπεσε σε κατάθλιψη και άρχισε να πίνει για να ξεχνιέται από τα προβλήματά του. Μετά την όλο και μεγαλύτερή του σχέση με το αλκοόλ δεν άργησε να έρθει και η αλλόκοτη και παραβατική συμπεριφορά.
Στο σχολείο ήταν αντικείμενο χλευασμού και ο ίδιος ένιωθε προδομένος από τους ανθρώπους του, τους γονείς του και τον παππού του.
Συχνά βόλταρε στο πάρκο με μια κάμερα κρυμμένη στο παλτό του, παρακολουθούσε παρέες παιδιών που έπαιζαν και τα εκφόβιζε καταγράφοντας τις αντιδράσεις τους. Μία από τις καταγραφές του τον δείχνει να κρατά ένα παιδί από τα πόδια κρεμασμένο έξω από ένα παράθυρο και να του λέει «είσαι στην εξουσία μου τώρα, θα σε πετάξω από το παράθυρο και θα πεθάνεις».
Ευτυχώς δεν πραγματοποίησε την απειλή του στο παιδί, όμως όταν γυρνούσε σπίτι έβλεπε ξανά και ξανά το βιντεοσκοπημένο υλικό με τους τσαμπουκάδες του για να νιώθει δυνατός και σημαντικός.
«Ο πρώτος φόνος είναι σαν τον πρώτο έρωτα»
Το 1992, όταν ήταν 18 ετών, ο Αλεξάντερ Πιτσούσκιν διέπραξε τον πρώτο του φόνο. Σκότωσε έναν συμμαθητή του, ο οποίος φαίνεται πως είχε σχέση με την κοπέλα που του άρεσε. Ο νεαρός βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του και η αστυνομία θεώρησε ότι επρόκειτο για αυτοκτονία μέχρι που κάποια χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Πιτσούσκιν αποκάλυψε την ανάμειξή του στο σκηνικό.
Φημολογείται πως σκότωσε επίσης και την Olga, την κοπέλα για την οποία πρωτοέγινε φονιάς, όμως αυτό δεν έχει καταφέρει να επιβεβαιωθεί ακόμα. Όταν αποκάλυπτε στις αρχές με περισσή περηφάνια τον πρώτο του αυτό φόνο, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά:
«Ο πρώτος φόνος είναι σαν τον πρώτο σου έρωτα. Δεν τον ξεχνάς ποτέ.»
Checkmate. Dead, mate.
Μετά την πρώτη του δολοφονία μεσολάβησαν 10 ολόκληρα χρόνια μέχρι ο Πιτσούσκιν να αρχίσει να πραγματοποιεί το μεγάλο φονικό του σχέδιο. Μέσα σε αυτό το διάστημα είχε παρακολουθήσει την υπόθεση του Andrei Chikatilo, του αδίστακτου «χασάπη του Ροστόφ», που θεωρούταν (και θεωρείται) ο χειρότερος δολοφόνος της χώρας με τα περισσότερα θύματα.
Διαβάστε εδώ την ιστορία του πιο διάσημου σοβιετικού serial killer, Andrei Chikatilo.
Ο Πιτσούσκιν φαίνεται πως ανέπτυξε έναν κάποιου είδους μακάβριο ανταγωνισμό και κατά ένα σημαντικό ποσοστό το κίνητρό του ήταν να «σπάσει το ρεκόρ» του Chikatilo σκοτώνοντας περισσότερους ανθρώπους από εκείνον.
Ταυτόχρονα, και έχοντας πάντα ιδιαίτερη αδυναμία στο σκάκι, έβαλε ως εγκληματικό του στόχο να σκοτώσει 64 άτομα, ένα για κάθε τετραγωνάκι της σκακιέρας του!
Αργότερα βέβαια δήλωσε στην αστυνομία ότι και όταν θα συμπλήρωνε τους «φόνους της σκακιέρας» είχε σκοπό να συνεχίσει να σκοτώνει για όσο ακόμα θα ήταν ελεύθερος.
Από το 2001 λοιπόν, όταν ήταν 27 ετών, μέχρι και το 2006 ο Πιτσούσκιν έκανε πράξη το εγκληματικό του σχέδιο σκοτώνοντας τουλάχιστον 50 ανθρώπους.
Το μέρος στο οποίο δρούσε ήταν το Bitsa (ή Bitsevsky) Park της Μόσχας, από το οποίο απέκτησε και το δεύτερο χαρακτηρισμό του, «The Bitsa Park Maniac».
Όπως αναφέραμε και νωρίτερα, ο Πιτσούσκιν ανήκει στην κατηγορία των δολοφόνων που σκοτώνουν απλά και μόνο για την «γοητεία» του φόνου, για την έξαψη και την εγωιστική επιβεβαίωση της στιγμής που έχουν στα χέρια τους την ζωή κάποιου άλλου.
Έτσι λοιπόν δεν έκανε διακρίσεις ως προς το φύλο ή την ηλικία των θυμάτων του και επίσης δεν επιδιδόταν σε «έξτρα» βέβηλες πράξεις εναντίον τους, όπως βιασμούς ή βασανισμούς.
Στόχος του κατά κύριο λόγο ήταν άστεγοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι που σύχναζαν στο πάρκο, καθώς αυτοί ήταν πιο εύκολα θύματα και άτομα που ενδεχομένως δεν θα έψαχνε σύντομα κάποιος αν είχαν εξαφανιστεί. Μέσα στα δεκάδες θύματά του υπήρχαν όμως και νεότεροι άντρες, γυναίκες και κάποια παιδιά.
Ως παλιός θαμώνας κι εκείνος του πάρκου, τα περισσότερα θύματά του τα ήξερε προσωπικά, αφού, όπως ο ίδιος δήλωσε, ένιωθε μεγαλύτερη ευχαρίστηση να σκοτώνει άτομα που του ήταν οικεία.
Του ήταν πιο εύκολο να τα προσεγγίσει και να τους πείσει για τις «καλές του προθέσεις» σε σχέση με κάποιον άγνωστο. Τουλάχιστον 20 από τα θύματά του ήταν άτομα με τα οποία συνήθιζε να παίζει σκάκι.
Όπως κάθε serial killer που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και ο Αλεξάντερ Πιτσούσκιν είχε το δικό του modus operandi, την προσωπική του μέθοδο δράσης. Προσέγγιζε με φιλική διάθεση τα υποψήφια θύματά του, τους κερνούσε αρκετή βότκα από το μπουκάλι που είχε πάντα μαζί του και τους οδηγούσε σε κάποιο πιο απόμερο σημείο του πάρκου, συνήθως με την πρόφαση να τους δείξει το μέρος που είχε θάψει τον αγαπημένο του σκύλο.
Μόλις έβρισκε την ευκαιρία, έκανε την επίθεσή του χτυπώντας τους δυνατά στο κεφάλι με ένα σφυρί. Πάντα επέλεγε να χτυπήσει πισώπλατα, ώστε να μην γεμίσει τα ρούχα του με αίμα (και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, που λέμε). Στη συνέχεια έβαζε την προσωπική του «υπογραφή» χώνοντας στο σπασμένο κρανίο τους το μπουκάλι βότκας που είχαν πιει. Συνήθως πετούσε τα πτώματα (ή και τα ακόμα ζωντανά θύματα) σε υπονόμους ή κάποιο πηγάδι του πάρκου. Μόνο ένα από αυτά κατάφερε να επιβιώσει.
«Μου άρεσε ο ήχος του κρανίου που συνθλίβεται.
Για μένα, η ζωή χωρίς να σκοτώνω είναι όπως είναι για εσάς η ζωή χωρίς φαγητό. Ένιωθα σαν θεός, σαν ο πατέρας όλων αυτών των ανθρώπων, γιατί εγώ τους άνοιγα την πόρτα για τον άλλο κόσμο.»
Ο τελευταίος του φόνος έγινε το καλοκαίρι του 2006, όταν σκότωσε την 36χρονη Marina Moskalyova. Αυτή ήταν μια συνάδελφός του από το super market στο οποίο εργαζόταν εκείνη την περίοδο. Και εκείνη την έπεισε να τον ακολουθήσει στο Bitsevsky Park για να της δείξει το μέρος που είχε θάψει τον σκύλο του και την σκότωσε με τον γνωστό του τρόπο.
Όταν η αστυνομία βρήκε το πτώμα της άτυχης γυναίκας, βρέθηκε πάνω της και ένα εισιτήριο του μετρό. Ελέγχοντας το υλικό από τις κάμερες ασφαλείας του μετρό είδανε την γυναίκα να φεύγει μαζί του από τον χώρο. Τις υποψίες εναντίον του επιβεβαίωσε και ένα σημείωμα που είχε αφήσει η γυναίκα στον γιο της ότι θα πήγαινε μια βόλτα με τον Αλεξάντερ γράφοντας μαζί και το τηλέφωνό του.
Ο μανιακός δολοφόνος του πάρκου δεν άργησε να πέσει πλέον στα χέρια της αστυνομίας στις 15 Ιουνίου του 2006.
«Ήθελα να σπάσω το ρεκόρ του Chikatilo»
Κατά την διαδικασία της ανάκρισης φερόταν και μιλούσε συχνά αλλοπρόσαλλα και υστερικά, γεγονός που προκάλεσε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο έλεγε την αλήθεια ή υπερέβαλε για τα «κατορθώματά» του. Περιέγραψε πρόθυμα και με λεπτομέρεια όλα τα εγκλήματά του και υποστήριζε ότι είχε σκοτώσει τουλάχιστον 60 ανθρώπους. Υπέδειξε με ακρίβεια στους αστυνομικούς τα διάφορα σημεία στα οποία είχε ξεφορτωθεί τα θύματά του, όμως παρά την επιμονή του, βρέθηκαν και επιβεβαιώθηκαν «μόνο» 49 από αυτά.
Οι ψυχίατροι που τον παρακολουθούσαν κατέληξαν ότι έπασχε από αντικοινωνική και ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας. Ο παθολογικός ναρκισσισμός ήταν το στοιχείο του που τον έκανε να έχει την τάση να προβάλλει όσα έκανε, ώστε να κερδίζει την προσοχή.
Θεωρήθηκε ότι πιθανόν βρισκόταν σε ένα αρχικό στάδιο σχιζοφρένειας, το οποίο είχε ενισχυθεί από την ταραγμένη παιδική του ηλικία (τι έκπληξη). Υπήρξε αντικείμενο χλευασμών από μικρός, δεν είχε προσωπικές σχέσεις ούτε με φίλους ούτε με συγγενείς και δίσταζε να πλησιάζει κοπέλες, ενώ ήθελε. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, δεν είχε κάνει ποτέ σχέση ή οτιδήποτε άλλο με γυναίκα και την έβρισκε μόνος του με τις δεκάδες ταινίες σκληρού πορνό που βρέθηκαν στο δωμάτιό του.
Όλα αυτά τα σκηνικά της ζωής του σε συνάρτηση με τις ψυχολογικές τους συνέπειες, τον έκαναν έναν αντικοινωνικό μισάνθρωπο με αχαλίνωτη επιθετικότητα απέναντι σε οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο.
Συνεργός του στο έγκλημα ήταν πάντα το αλκοόλ. Έπινε για να ξεχνάει την μίζερη ζωή του και για να επιδίδεται στις δολοφονικές του πράξεις. Όταν ήταν νηφάλιος ένιωθε μόνος και αδύναμος μπροστά στα ψυχολογικά του θέματα. Οι δολοφονίες τον έκαναν να νιώθει αυτοπεποίθηση, ενώ του έδιναν και μία κάποιου είδους σεξουαλική ικανοποίηση.
«Όχι, δεν το μετανιώνω. Ξόδεψα τόση δύναμη και χρόνο.»
Η δίκη του έγινε στις 24 Οκτωβρίου του 2007 παρουσία πλήθους κόσμου και συγγενών των θυμάτων του. Εκείνος, για την δική του ασφάλεια, βρισκόταν μέσα σε ένα γυάλινο αλεξίσφαιρο κλουβί στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ήταν μια δίκη που έμεινε αξέχαστη στα εγκληματολογικά δρώμενα της Ρωσίας.
Αναφέρθηκαν οι φρικιαστικές του πράξεις με εκείνον να δίνει απλόχερα λεπτομερείς περιγραφές και απαντήσεις απολαμβάνοντας τις οργισμένες αντιδράσεις των παρευρισκομένων. Ο 32χρονος αδίστακτος φονιάς παρέμεινε κυνικός και αμετανόητος μέχρι τέλους.
Καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια φυλάκιση, με 15 χρόνια στην απομόνωση, για 48 δολοφονίες και 3 απόπειρες, παρά το γεγονός ότι επέμενε να του προστεθούν και τα άλλα 11 θύματα που υποστήριζε ότι είχε σκοτώσει.
Προς απογοήτευση του ναρκισσισμού του δεν κατάφερε να πετύχει τον απώτερο σκοπό του και να σπάσει τελικά το ρεκόρ του Chikatilo.
Η περίπτωσή του πυροδότησε συζητήσεις για επαναφορά της θανατικής ποινής για ειδεχθή εγκλήματα, η οποία είχε καταργηθεί στην Ρωσία από το 1996.
«Τώρα πλέον έχω συνηθίσει»
Ο Αλεξάντερ Πιτσούσκιν είναι σήμερα 45 ετών και είναι ακόμα (προφανώς) κρατούμενος στην απομόνωση στις φυλακές υψίστης ασφαλείας Polar Owl της Ρωσίας.
«Όταν μπήκα στη φυλακή, δεν ήμουν σε καθόλου καλή διάθεση. Τώρα είναι καλύτερα, έχω συνηθίσει εντελώς. Έχουν το ιδανικό νερό εδώ, είναι τόσο ζεστό. Ξέρεις πόσο χρόνο μου δίνουν για να κάνω μπάνιο; 5 ολόκληρα λεπτά!»
(από την συνέντευξή του στην ρωσική εφημερίδα The Exile το 2008)
Μέχρι σήμερα δηλώνει αμετανόητος για τις πράξεις του εκφράζοντας με κάθε τρόπο το άσβεστο μίσος του για τους ανθρώπους. Μέχρι σήμερα υποστηρίζει πως τα θύματά του ήταν σίγουρα 60 και ότι κάποια στιγμή πρέπει να του το αναγνωρίσουν.
Δεν πιστεύει σε κανέναν θεό και δεν τον ενδιαφέρει να ασχοληθεί με καμία δραστηριότητα, όπως κάποιο άθλημα ή το να γράψει την αυτοβιογραφία του, όπως συνηθίζουν πολλοί κατάδικοι. Πάντως, σύμφωνα με δήλωσή του, «δεν έχει χάσει ποτέ την ευκαιρία να ψηφίζει».
Ο Πιτσούσκιν είναι επίσης ένας από τους εγκληματίες που είχε τα «τυχερά» του και παντρεύτηκε στη φυλακή μία από τις περίπου 80 γυναίκες που άρχισαν να επικοινωνούν μαζί του μέσω αλληλογραφίας!
Η 32χρονη Natalya δηλώνει ότι τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά, έχει κάνει τατουάζ την φατσούλα του στο χέρι της και, παρότι τα τελευταία χρόνια τους έχει απαγορευτεί ακόμα και η γραπτή επικοινωνία, εκείνη επιμένει ότι «τον αγαπάει περισσότερο από την ίδια της την ζωή και δεν σκέφτηκε ποτέ να τον αφήσει».
«Ο Sasha προκάλεσε τόσο μεγάλη αναταραχή στη χώρα μας, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Οπότε ήμουν περίεργη να μάθω πως είναι πραγματικά. Τελικά δεν ήταν τόσο κακός όσο τον παρουσίαζαν τα μίντια. Κάθε μανιακός ζει δύο ζωές, σε ένα σώμα συζούν δύο εντελώς αντίθετες προσωπικότητες. Κατάφερα να αφήσω στην άκρη τις σκέψεις μου ότι έχω να κάνω με έναν μανιακό και αγάπησα αυτό που βλέπω πίσω από όλο αυτό. (…) Βασικά δεν τολμούσα καν να σκεφτώ ότι ένας τέτοιος άντρας θα κοιτούσε ποτέ εμένα.»
Κανένα σχόλιο. Αφήνω αυτό εδώ και κάποια στιγμή θα πρέπει σίγουρα να εξετάσουμε αυτές τις συναρπαστικές περιπτώσεις γυναικών που γοητεύονται τόσο από εγκληματίες. Εσείς τι λέτε;
(Επίσης, για ποιόν λόγο διατηρεί δικαίωμα ψήφου ένας μανιακός δολοφόνος βαρυποινίτης;!)
_______________