Μέχρι τη δεκαετία του ’60, τα εγκλήματα που είχαν καταγραφεί στη χώρα μας αφορούσαν κυρίως μεμονωμένες και στοχευμένες περιπτώσεις, που είχαν να κάνουν συνήθως με κάποιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών για κτηματικό ζήτημα ή «ζήτημα τιμής», απατημένους εραστές που σκότωσαν το ταίρι τους, μερικές κακιασμένες πεθερές και γενικότερα περιπτώσεις δραστών που είχαν μεμονωμένη εγκληματική δραστηριότητα χωρίς κάποια συνέχεια.

Οι περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων εμφανίστηκαν μεταγενέστερα στην Ελλάδα και είναι αρκετά περιορισμένες (αν και διόλου ευκαταφρόνητες).

Οι περισσότεροι Έλληνες serial killers εμφανίστηκαν και έδρασαν την δεκαετία του ’90, όμως η πρώτη περίπτωση κατά συρροή δολοφονιών στην Ελλάδα συνέβη το 1969 και οι πρώτοι που άνοιξαν αυτό το κεφάλαιο στα ελληνικά αστυνομικά αρχεία δεν ήταν καν Έλληνες! Οι πρώτοι κατά συρροή δολοφόνοι που έδρασαν στην Ελλάδα ήταν Γερμανοί.

Ο λόγος για τους Χέρμαν Ντουφτ (Hermann Duft) και Χανς Μπασενάουερ (Hans Wilhelm Bassenauer). Το 1969 και μέσα σε ένα διάστημα 40 ημερών οι δύο στυγνοί εγκληματίες σκότωσαν έξι Έλληνες, έγιναν γνωστοί ως «κινούμενοι χάροι», συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.

___________________________

Ήταν Μάρτιος του 1969, λοιπόν, όταν έφτασαν παράνομα στην Ελλάδα οι δύο 32χρονοι Γερμανοί, Χανς και Χέρμαν, προφασιζόμενοι τους τουρίστες.

Ο Χέρμαν Ντουφτ ήταν άγαμος και το επίσημο επάγγελμά του ήταν υδραυλικός. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Interpol, είχε υπηρετήσει για δύο χρόνια στη Λεγεώνα των Ξένων, ενώ στο βιογραφικό του υπήρχαν ήδη μερικές ληστείες και άλλες παραβατικές δράσεις τόσο στη Γερμανία, όσο και στη Νάπολη και τη Μασσαλία.

Ο Χανς Μπασενάουερ, από την άλλη, δήλωνε επίσης υδραυλικός και ήταν παντρεμένος με τρία παιδιά. Σε νεαρή ηλικία είχε περάσει κάποια χρόνια σε αναμορφωτήριο, ενώ φαίνεται πως ασπαζόταν τις ιδέες του ναζισμού (Γερμανός αφού).

Σύμφωνα με την αστυνομία ο Χέρμαν ήταν ο «εγκέφαλος» του εγκληματικού διδύμου και ο Χανς ακολουθούσε, χωρίς βέβαια να υστερεί στις εγκληματικές «ικανότητες».

Φόνος στο βενζινάδικο

6 Μαρτίου 1969

Ο Χανς και ο Χέρμαν κλέβουν ένα αυτοκίνητο από το αεροδρόμιο του Ελληνικού και βγαίνουν στην Εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας με κατεύθυνση προς τη Θήβα. Ξημερώματα σταματούν σε ένα βενζινάδικο και ζητούν από τον 35χρονο ιδιοκτήτη, Νίκο Κανάρη, να τους γεμίσει το ντεπόζιτο. Εκεί βρισκόταν και ένας 22χρονος φαντάρος, ο Κωνσταντίνος Κούλης, που έψαχνε να βρει κάποιον κάνοντας οτοστόπ για να τον πάει στο στρατόπεδό του.

Όταν γέμισε το ρεζερβουάρ, οι Γερμανοί οδήγησαν τους δύο άντρες μέσα στο μαγαζί απειλώντας τους με όπλο και ζητώντας τους τα χρήματα του ταμείου. Χωρίς να περιμένουν πραγματικά κάποια αντίδραση, τους πυροβόλησαν και τους δύο εν ψυχρώ και τους σκότωσαν.

Πήραν από το ταμείο 12.000 δραχμές και ήταν έτοιμοι να φύγουν όταν εμφανίστηκε μπροστά στον χώρο άλλος ένας άντρας, ο 34χρονος Αναστάσιος Γκιζίνης. Ο Γκιζίνης ήταν υπάλληλος, ο οποίος κοιμόταν σε ένα πίσω δωματιάκι του πρατηρίου και ακούγοντας τους πυροβολισμούς, βγήκε να δει τι είχε γίνει.

Δέχτηκε δύο πισώπλατους πυροβολισμούς από το όπλο του Χανς, ενώ στη συνέχεια και δύο καλές μαχαιριές από τον Χέρμαν. Ο Χέρμαν μαχαίρωσε αρκετές φορές και τα άλλα δύο θύματα για να σιγουρευτεί ότι έχουν πεθάνει.

Ο Γκιζίνης προσποιήθηκε ότι ήταν νεκρός μέχρι να φύγουν και μετά προσπάθησε να καλέσει την αστυνομία χωρίς επιτυχία. Μαζεύοντας τις δυνάμεις του σύρθηκε μέχρι τον δρόμο, όπου τελικά σταμάτησε και τον περιμάζεψε ένας φορτηγατζής και τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Για καλή του τύχη, τα τραύματά του δεν ήταν θανάσιμα και επέζησε, όντας και το μοναδικό επιζών θύμα των δύο κακοποιών.

Φόνος στη βίλα

13 Μαρτίου 1969

Μερικές μέρες αργότερα από το πρώτο διπλό φονικό, το δίδυμο Χανς και Χέρμαν βρίσκεται στη Βούλα Αττικής και στη βίλα του 50χρονου χρηματιστή Παντελή Αθηναίου. Παρακολουθώντας τον, τον είδαν να φεύγει από τη βίλα και τότε βρήκαν ευκαιρία να μπούνε μέσα παραβιάζοντας ένα παράθυρο.

Αφού δεν κατάφεραν να βρουν μέσα στο σπίτι χρήματα, αποφάσισαν να αράξουν κανονικά τρώγοντας και πίνοντας όσο περίμεναν τον επιχειρηματία να επιστρέψει. Ο Αθηναίος επέστρεψε λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

Μόλις μπήκε στο σπίτι του, οι δύο κακοποιοί τον οδήγησαν στο μπάνιο σημαδεύοντάς τον με το όπλο και εκεί τον σκότωσαν χτυπώντας τον με ένα μεγάλο ξύλο στο κεφάλι. Ήταν φυσικά συνειδητή τους απόφαση να χρησιμοποιήσουν άλλο τρόπο δολοφονίας αυτή τη φορά, ώστε η αστυνομία να μη μπορέσει να τους συνδέσει με το φονικό στη Θήβα.

Πήραν περίπου 11.000 δραχμές και 300 δολάρια που βρήκαν στις τσέπες του επιχειρηματία, καθώς και ένα ακριβό δαχτυλίδι και τα κλειδιά του πολυτελούς αυτοκινήτου του, με το οποίο διέφυγαν μέχρι το σημείο που είχαν αφήσει το δικό τους.

Μετά και τη 2η δολοφονία σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα τα Σώματα Ασφαλείας της χώρας είχαν σημάνει συναγερμό και έψαχναν μανιωδώς τους ταραχοποιούς εκτελεστές.

Μάλλον γι’ αυτό το λόγο το γερμανικό ζευγαράκι Χέρμαν και Χανς αποφάσισε να σταματήσει για μερικές μέρες τις εγκληματικές δραστηριότητες και μάλιστα έφυγαν για λίγο στη Φρανκφούρτη, όπου πούλησαν και το δαχτυλίδι του τελευταίου (μέχρι τότε) θύματος.

Φόνος στο ταξί

7 Απριλίου 1969

Ήταν βράδυ Μεγάλης Δευτέρας και οι δύο κακοποιοί βρέθηκαν στην περιοχή του ξενοδοχείου Χίλτον, όπου άφησαν το αυτοκίνητό τους και επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί. Ο ανυποψίαστος και άτυχος οδηγός ήταν ο 34χρονος Ιωάννης Φραγκιαδάκης.

Τον οδήγησαν σε μια ερημική περιοχή στο Καβούρι Αττικής, όπου τον ανάγκασαν να βγει από το αυτοκίνητο. Αρχικά τον μαχαίρωσαν βίαια στην πλάτη και μετά του έδωσαν τη χαριστική βολή. Στη συνέχεια έκρυψαν το πτώμα στους θάμνους και έφυγαν παίρνοντας φυσικά και τις εισπράξεις του, που ήταν περίπου μόλις 400 δραχμές!

Οδήγησαν το ταξί πίσω στο ξενοδοχείο, όπου μπήκαν ξανά στο αυτοκίνητό τους και εξαφανίστηκαν. Η ιατροδικαστική εξέταση λίγες μέρες αργότερα έδειξε ότι οι δράστες είχαν κόψει στα δύο και την αορτή του θύματος.

Φόνος (ξανά) στο βενζινάδικο

9 Απριλίου 1969

Βράδυ Μεγάλης Τετάρτης (9 προς 10 Απριλίου) και χωρίς να χάσουν πολύ χρόνο οι Γερμανοί εκτελεστές πέρασαν στην επόμενη δολοφονία τους. Βρέθηκαν ξανά σε ένα βενζινάδικο της Εθνικής Οδού Αθηνών-Λαμίας στην περιοχή της Μαλακάσας, όπου εργαζόταν ο 42χρονος Ιωάννης Τσουτσάνης.

Αφού πήραν τις 3.850 δραχμές που βρήκαν στο ταμείο του πρατηρίου, ανάγκασαν τον άτυχο άντρα να τους ακολουθήσει σε ένα κοντινό δασάκι. Εκεί τον σκότωσαν εν ψυχρώ με 14 μαχαιριές.

Αργότερα αποκάλυψαν οι ίδιοι με το απόλυτα κυνικό τους ύφος στην αστυνομία ότι ο άντρας τους παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια να τον αφήσουν να ζήσει, γιατί ήταν πατέρας ενός μικρού παιδιού…

Το κερασάκι στην τούρτα της πέμπτης αυτής δολοφονίας ήταν η σοκαριστική αποκάλυψη του ιατροδικαστή, που αφορούσε τα τραύματα του θύματος. Σε κάθε μαχαιριά οι αδίστακτοι δράστες έχωναν το μαχαίρι μέχρι τη λαβή του στο σώμα του άντρα και μάλιστα το έστριβαν με μανία για να του προκαλέσουν ακόμα περισσότερο πόνο.

Οι στυγερές δολοφονίες είχαν πλέον θορυβήσει ολόκληρη τη χώρα και οι Αρχές όργωναν την Εθνική Οδό για να βρουν τους μανιακούς εγκληματίες.

Ο τελευταίος φόνος

11 Απριλίου 1969

Χωρίς να χάσουν χρόνο και γνωρίζοντας ότι καταζητούνται, οι δύο Γερμανοί κατευθύνθηκαν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής προς την Πάτρα για να αναζητήσουν το νέο τους θύμα. Στο δρόμο τους προσπέρασε μια πολυτελής BMW με γερμανικές πινακίδες και αποφάσισαν να την ακολουθήσουν.

Λίγο πιο κάτω σταμάτησαν προσποιούμενοι ότι υπήρχε πρόβλημα με το αμάξι τους και ζητώντας βοήθεια. Ο οδηγός της BMW σταμάτησε για τους βοηθήσει.

Ο ανυποψίαστος άντρας, που βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, ήταν ο 40χρονος υφαντουργός Γιώργος Παπαγεωργίου. Εργαζόταν στη Γερμανία και είχε έρθει με την οικογένειά του στην Ελλάδα για τις ημέρες του Πάσχα.

Ο Χανς και ο Χέρμαν ήταν αρχικά ευγενέστατοι μαζί του και του ζήτησαν να ρίξει μια ματιά στη μηχανή του αυτοκινήτου τους. Μόλις ο άντρας έσκυψε πάνω από τη Mercedes των κακοποιών, ο Χέρμαν τον σκότωσε επί τόπου πυροβολώντας τον δύο φορές στον αυχένα. Στη συνέχεια πήραν από τις τσέπες του γύρω στις 500 δραχμές και 100 μάρκα και φόρτωσαν το πτώμα στο πορτ μπαγκάζ. Οδηγώντας ο ένας τη Mercedes τους και ο άλλος τη BMW του θύματος επέστρεψαν στην Αθήνα.

Το λάθος και η σύλληψη

Αφού είχαν ξεφορτωθεί και το πτώμα σε κάποιο σημείο του δρόμου, ο Χανς και ο Χέρμαν έφτασαν στο Χαϊδάρι, όπου πάρκαραν τη Mercedes τους και έφυγαν με το κλεμμένο αυτοκίνητο. Αυτή τη φορά όμως δεν ήταν τόσο προσεκτικοί… Πάνω στη Mercedes υπήρχαν κηλίδες αίματος, που είχαν ξεχάσει να καθαρίσουν.

Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, 12 Απριλίου, η δασκάλα Μαρία Ταμπουράκη βγήκε από το σπίτι της και παρατήρησε το άγνωστο αυτοκίνητο. Βλέποντας τα απομεινάρια αίματος ειδοποίησε αμέσως την αστυνομία.

Η Αστυνομία έστησε γρήγορα ενέδρα στο σημείο και δεν άργησε να πιάσει στα πράσα τους Γερμανούς κακοποιούς, όταν επέστρεψαν με την κλεμμένη BMW για να πάρουν το αυτοκίνητό τους. Στις 16 Απριλίου η παράσταση της φρίκης έλαβε τέλος.

Οι ομολογίες και το προφίλ των δολοφόνων

Στα χέρια της αστυνομίας πλέον -και της Χούντας των Συνταγματαρχών, που κυβερνούσε τότε την Ελλάδα- οι εγκληματίες ομολόγησαν με κάθε λεπτομέρεια τα εγκλήματά τους. Στις περιγραφές τους ήταν κυνικοί και δεν δίστασαν να αποκαλύψουν ότι «κατά τύχη» γλύτωσαν από τα χέρια τους και μερικά ακόμα άτομα που είχαν βρεθεί στο δρόμο τους.

Αποκάλυψαν επίσης ότι σχεδίαζαν το βράδυ της Ανάστασης να ληστέψουν κεντρικό χρυσοχοείο της Αθήνας και στη συνέχεια να φύγουν από τη χώρα και να συνεχίσουν τη δράση τους στην Κωνσταντινούπολη και τη Μαδρίτη.

Ο τρόπος που λειτουργούσαν στις εγκληματικές τους πράξεις ήταν χαρακτηριστικός. Ξεγελούσαν τα θύματά τους πλησιάζοντάς τα με κάποια «αθώα» πρόφαση και με φαινομενική ευγένεια και στη συνέχεια τα δολοφονούσαν με χαρακτηριστική βιαιότητα, μεθοδικότητα και έλλειψη ενδοιασμών.
Το γεγονός ότι ήταν ξένοι, λαθρομετανάστες και δεν είχαν κάποιο μητρώο στην Ελλάδα, ώστε να αναγνωριστούν, τους έκανε να «καθαρίζουν» ανεξέλεγκτα όποιον έβρισκαν μπροστά τους.

Σύμφωνα με τις πηγές, είχαν νοικιάσει ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα στο Κολωνάκι με ενοίκιο 3.000 δραχμές και τα χρήματα που μάζευαν από τις ληστείες τους τα σπαταλούσαν σε διασκέδαση και ασωτείες. (και εγκληματίες incognito και ζωάρα)

Πέρα από τον προφανή παράγοντα της καλοπέρασης με τα «έτοιμα» λεφτά και της δολοφονικής ηδονής που παρουσίασαν, ο Χέρμαν και ο Χανς δεν αποκάλυψαν ποτέ τα βαθύτερα κίνητρα των πράξεών τους.

Δίκη, καταδίκη και εκτέλεση

Η δίκη τους άρχισε στις 21 Ιουλίου και διήρκησε 3 ημέρες. Κανένας δικηγόρος δεν ήθελε να αναλάβει την υπεράσπισή τους και έθεσε το δικαστήριο τέσσερις συνήγορους για τα τυπικά της διαδικασίας.

Κατά τη διάρκεια της ακρόασης αποκαλύφθηκε επίσης ότι οι δύο εγκληματίες είχαν μεταξύ τους και ομοφυλοφιλική σχέση. Σύμφωνα με πηγές, ο Χέρμαν φαίνεται να είχε πει στον Χανς ότι «οι εγκληματίες δεν πρέπει να πηγαίνουν με γυναίκες, γι’ αυτό έχασε και ο Χίτλερ τον πόλεμο».

Με εμφανή υποκρισία προσπάθησαν να δείξουν μεταμέλεια και να ζητήσουν χάρη από το δικαστήριο, όμως προφανώς και κανένας δεν τους πίστεψε.

Στην Ελλάδα τότε η θανατική ποινή ήταν ακόμα σε ισχύ και με την Χούντα των Συνταγματαρχών στην εξουσία, οι τύποι που “έφεραν” τις κατά συρροή δολοφονίες στη χώρα δεν θα μπορούσαν να την γλυτώσουν εύκολα.

Καταδικάστηκαν «πεντάκις εις θάνατον» χωρίς κανένα ελαφρυντικό και εκτελέστηκαν στις 15 Δεκεμβρίου του 1969. Ήταν οι πρώτοι και τελευταίοι αλλοδαποί που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα.

Την στιγμή της εκτέλεσης ο Χέρμαν Ντουφτ δεν δέχτηκε να του καλύψουν τα μάτια και ψυχρά και ανέκφραστα είπε στα ελληνικά ένα «γειά σας». Ο Χανς Μπασενάουερ, από την άλλη, έκλαιγε με λυγμούς. Ο πρώτος εκτελέστηκε στην Κέρκυρα και ο δεύτερος στην Αίγινα, στις φυλακές που κρατούνταν μέχρι τότε.

Οι δύο στυγεροί εγκληματίες από τη Γερμανία, τα “κτήνη από τον Βορρά” όπως ονομάστηκαν, άνοιξαν το κεφάλαιο των κατά συρροή δολοφόνων στη χώρα μας με μια πρωτόγνωρη σειρά εγκλημάτων για την Ελλάδα μέχρι εκείνη την εποχή.

Οι πρώτοι και πιο περιβόητοι ελληνικής καταγωγής κατά συρροή δολοφόνοι έκαναν την εμφάνισή τους από την δεκαετία του ’90 και πρώτος από αυτούς θεωρείται ο Αντώνης Δαγκλής.

__________________________

Ηθικό δίδαγμα: Αν θέλετε να καλοπερνάτε, να στρωθείτε να πιάστε καμιά δουλειά και να βγάζετε μόνοι σας τα λεφτά σας, να μην είστε χαραμοφάηδες. 
Κοινοποιήστε
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.