Ένας άνθρωπος που γνώρισε την απόλυτη απόρριψη και ταπείνωση από παιδί, κατέληξε ένας νεκρόφιλος, κανίβαλος κατά συρροή δολοφόνος, ώσπου κατάφερε να εκδικηθεί τον μεγαλύτερο εχθρό του και ηθικό αυτουργό της καταδικασμένης ζωής του, την ίδια του την μητέρα.
Ο λόγος για τον Edmund Kemper, έναν από τους πιο διάσημους και εξυπνότερους δολοφόνους της Αμερικής.
__________________________________
Η παιδική ηλικία του Edmund Kemper ήταν αναμενόμενα αντίστοιχη με εκείνη πολλών κατά συρροή δολοφόνων. Ένα παιδί μεγαλωμένο μέσα στην ταπείνωση, τον φόβο και την απόλυτη μοναξιά.
Γεννήθηκε στο Burbank της Καλιφόρνια στις 18 Δεκεμβρίου του 1948. Οι γονείς του, Clarnell και Emil Kemper, είχαν έναν επεισοδιακό γάμο και χώρισαν όταν ο Edmund ήταν εννέα ετών. Αυτό το διαζύγιο ήταν κάτι που ο μικρός Ed δυσκολευόταν πολύ να ξεπεράσει και στιγμάτισε έντονα τα παιδικά του χρόνια, τόσο γιατί στερήθηκε τον πατέρα του που αγαπούσε πολύ, αλλά και γιατί η συνύπαρξη με την μητέρα του ήταν κάθε άλλο παρά φυσιολογική.
Η Clarnell, εκτός από αλκοολική, ήταν πολύ σκληρή και χειριστική με τον γιό της. Τον ταπείνωνε συνεχώς, τον χτυπούσε, τον χαρακτήριζε “ανίκανο και παράξενο” και από τα 10 του χρόνια τον έβαζε να κοιμάται κλειδωμένος στο υπόγειο, γιατί φοβόταν πως θα κάνει κακό στις αδερφές του. Το γεγονός ότι εμφανισιακά έμοιαζε πολύ στον πατέρα του την έκανε ακόμα πιο εχθρική απέναντί του και του έλεγε πως “επειδή του μοιάζει, καμία γυναίκα δεν θα τον αγαπήσει ποτέ”.
Συν τοις άλλοις απέφευγε να του δείξει στοργή, γιατί φοβόταν μην της βγει ομοφυλόφιλος. Φήμες λένε ότι για τον ίδιο λόγο τον είχε κακοποιήσει και σεξουαλικά υποχρεώνοντάς τον ως παιδί σε ερωτική πράξη μαζί της… Ο ίδιος την περιέγραψε αργότερα ως μια “άρρωστη, άσχημη, θυμωμένη γυναίκα με διπολική διαταραχή”.
Το μίσανδρο παράδειγμα της μητέρας φαίνεται πως ακολουθούσε και η μεγάλη του αδερφή. Μια φορά προσπάθησε να τον σπρώξει μπροστά από ένα κινούμενο τρένο και μια άλλη φορά τον έριξε σε μια πισίνα, όπου κινδύνευσε να πνιγεί.
Εκείνος από την μεριά του έκανε “τελετουργίες” με τις κούκλες της κόβοντάς τους στο τέλος τα χέρια και τα κεφάλια. Επίσης του άρεσε να παίζουν με τις αδερφές του “Θάλαμο αερίων” και “Ηλεκτρική καρέκλα”, παιχνίδια δικής του έμπνευσης, στα όποια τις έβαζε να τον δένουν και να προσποιείται πως πράγματι βιώνει μια θανατική ποινή.
Ένα παιδί που διαμορφώνεται σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν θα μπορούσε εύκολα να είναι και πολύ φυσιολογικό και ήρεμο. Ο Edmund είχε μια έντονα αντικοινωνική συμπεριφορά και ξεσπάσματα βίας.
Πρώτα θύματά του ήταν οι γάτες της οικογένειας. Στα 10 του χρόνια έθαψε την γάτα τους ζωντανή και μόλις εκείνη πέθανε, την έβγαλε, την αποκεφάλισε και κάρφωσε το κεφάλι της σε ένα καρφί. Στα 13 του σκότωσε άλλη μια γάτα τους, αυτή τη φορά κομματιάζοντάς της και κρατώντας τα κομμάτια στην ντουλάπα του επίτηδες ώσπου να τα βρει η μητέρα του.
Από τις τάσεις στις πράξεις
Στα 15 του χρόνια έφυγε να πάει να ζήσει με τον πατέρα του, που τόσο αποζητούσε, όμως κι εκεί ήρθε αντιμέτωπος με την εξίσου εχθρική απέναντί του μητριά του. Φεύγοντας και από εκεί μετακόμισε στο σπίτι των παππούδων του στην Μοντάνα.
Δυστυχώς όμως τα πράγματα για εκείνον δεν έγιναν ποτέ καλύτερα. Η γιαγιά του, Maude Matilda Hughey Kemper, ήταν άλλη μια τοξική περίπτωση γυναίκας με έντονο μισανδρισμό, που εξευτέλιζε με κάθε ευκαιρία και τον Ed και τον παππού του.
Ήταν 27 Αυγούστου του 1964 όταν ο 15χρονος Ed και η γιαγιά του είχαν άλλον έναν έντονο καβγά στην κουζίνα. Κάποια στιγμή εκείνος εξαγριωμένος μαζί της και με την υποτίμηση που δεχόταν, πήρε ένα κυνηγετικό τουφέκι και την σκότωσε πυροβολώντας την στο κεφάλι και την πλάτη. Για να σιγουρευτεί πως είχε πεθάνει, την αποτελείωσε με πολλαπλές μαχαιριές με ένα κουζινομάχαιρο και την άφησε αιμόφυρτη στο πάτωμα της κουζίνας. Όταν επέστρεψε ο παππούς του, ο Ed πυροβόλησε κι εκείνον και τον σκότωσε άμεσα.
Στην συνέχεια πήρε τηλέφωνο την μητέρα του και της είπε τι είχε κάνει και αμέσως μετά τηλεφώνησε ο ίδιος στην αστυνομία. Στην ανάκρισή του, όταν ρωτήθηκε γιατί δολοφόνησε την γιαγιά του, δήλωσε πως “απλώς ήθελε να δει πως θα ήταν να το κάνει”, ενώ τον παππού του είπε πως τον σκότωσε για να μην δει την νεκρή γυναίκα του.
Οι ψυχίατροι τον διέγνωσαν με παρανοϊκή σχιζοφρένεια και στάλθηκε στο κρατικό άσυλο Atascadero για παράφρονες εγκληματίες. Οι αρχές του νοσοκομείου εκεί διαφώνησαν με την γνωμάτευση περί σχιζοφρένειας υποστηρίζοντας πως “δεν είχε δείξει στοιχεία παραισθήσεων, παραληρημάτων ή παράξενου τρόπου σκέψης” και τον χαρακτήρισαν “παθητικο-επιθετικό”. Τον θεώρησαν επίσης έξυπνο και σκεπτόμενο και μετά από σχετική εξέταση ανέφεραν πως διέθετε IQ 136.
Η Παθητική-επιθετική διαταραχή προσωπικότητας (Passive–aggressive personality disorder) χαρακτηρίζεται από ένα μοτίβο παθητικής εχθρότητας και αποφυγή άμεσης επικοινωνίας, κοινωνική αδράνεια. Στοιχεία συμπεριφοράς που την συνοδεύουν είναι η αναβλητικότητα, η αναποτελεσματικότητα, η επιμονή και το έντονο άγχος. Ως κατηγορία διαταραχής η παθητική-επιθετικότητα δεν συγκαταλέγεται πλέον στον επίσημο κατάλογο των Διαταραχών Προσωπικότητας.
Στα έξι χρόνια που παρέμεινε στο ψυχιατρείο ο Edmund υπήρξε υποδειγματικός κρατούμενος, ενώ συνεργάστηκε με τους γιατρούς του σε ψυχολογικά τεστ που γινόντουσαν σε άλλους ασθενείς. “Ήταν ένας πολύ καλός εργάτης και αυτό δεν είναι συνηθισμένο για έναν κοινωνιοπαθή. Ήταν πραγματικά περήφανος για τη δουλειά του”, ανέφερε αργότερα ένας από τους ψυχιάτρους τους.
Να σημειώσουμε βέβαια κάπου εδώ πως οι γιατροί του μάλλον δεν κατάφεραν να τον ψυχολογήσουν τόσο καλά όσο νόμιζαν. Στην επόμενη σύλληψή του, ο Ed αποκάλυψε πως σε αυτά τα τεστ που δούλευε με τους ψυχιάτρους του έμαθε πως να τους χειραγωγεί μέσα από τις συμπεριφορές των παραβατών που εξέταζαν μαζί. Έξυπνο.
Κατάφερε πάντως να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους στις 18 Δεκεμβρίου του 1969, στα 21α γενέθλιά του.
Δεύτερος κύκλος δολοφονιών
Παρά τις συστάσεις των ψυχιάτρων του να μείνει μακριά από την προβληματική μητέρα του, ο Edmund, μην έχοντας και κάποιον άλλο δικό του άνθρωπο (και αφού είχε ξεπαστρέψει τους παππούδες του), κατέληξε να μένει ξανά μαζί της. Εκείνη είχε πλέον ξαναπαντρευτεί, όμως η εχθρική και επιθετική συμπεριφορά της απέναντι στον μοναχογιό της έμελλε να συνεχιστεί εντονότερη.
Οι αδιάκοπες υποτιμήσεις και προσβολές που δεχόταν από εκείνη τον έκαναν να φαντάζεται συχνά ότι την σκοτώνει. Κάποιες φορές έμπαινε στο δωμάτιό της με όπλο όταν κοιμόταν, όμως κάθε φορά δίσταζε να πατήσει την σκανδάλη.
“Με την μητέρα μου είχαμε φρικτούς καβγάδες, απλά φρικτούς καβγάδες, βίαιους και μοχθηρούς. Δεν έχω βρεθεί με κανέναν άλλο άνθρωπο ποτέ σε τόσο άγριες λεκτικές μάχες. Έναν άντρα θα του έριχνα μπουνιές, αλλά αυτή ήταν η μητέρα μου και δεν άντεχα στην σκέψη ότι έκανα τέτοια πράγματα μαζί της”.
Ο Edmund μετά την απελευθέρωσή του παρακολούθησε μαθήματα στο κοινωνικό κολέγιο και φιλοδοξούσε να γίνει αστυνομικός. Τελικά όμως απορρίφθηκε λόγω του ύψους του. Ήταν ένας 21χρονος με ύψος 2,06 μέτρα, εξ ου και το παρατσούκλι του “Big Ed”. Παρόλα αυτά κράτησε επαφές με κάποιους που είχε γνωρίσει από το Σώμα, ενώ ασχολήθηκε με άλλες δουλειές.
Αγαπημένες του συνήθειες εκείνη την περίοδο ήταν να διαβάζει περιοδικά για ντεντέκτιβ, να βλέπει snuff films (ερασιτεχνικές ταινίες με πραγματικούς φόνους ή άλλες ακραίες και αποτρόπαιες πράξεις) και ταινίες του John Wayne, ενώ διατηρούσε μια καλή συλλογή από όπλα.
Η μητέρα του τότε εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο της περιοχής και ο Ed πηγαινοερχόταν εκεί μεταφέροντας φοιτήτριες, με τις οποίες ήταν ιδιαίτερα ευγενικός και όλες τον συμπαθούσαν. Όταν όμως συζητούσε με την μητέρα του για κάποιες από αυτές εκφράζοντας την επιθυμία να τις γνωρίσει περισσότερο, εκείνη τον υποτιμούσε λέγοντάς του “Είσαι ίδιος με τον πατέρα σου. Δεν σου αξίζει να τις γνωρίσεις”.
Η μητέρα του ήταν ο μεγάλος και ορκισμένος του εχθρός και από ένα σημείο και μετά ο επίδοξος φονικός του στόχος. Όπως δήλωσε αργότερα στην αστυνομία, συνήθιζε να ψάχνει θύματα να σκοτώσει μετά από έντονους καβγάδες μαζί της.
Από τον Μάιο του 1972 ως τον Απρίλιο του 1973 ο Edmund Kemper επιδόθηκε σε μια σειρά δολοφονιών στοχεύοντας κατά κύριο λόγο κοπέλες που έκαναν ωτοστόπ στους δρόμους της Βόρειας Καλιφόρνια.
Το modus operandi του ήταν να τις οδηγεί σε απομονωμένες περιοχές, όπου τις πυροβολούσε, τις μαχαίρωνε ή τις έπνιγε. Στη συνέχεια μετέφερε τα πτώματα στο σπίτι του, τα αποκεφάλιζε, ασελγούσε στα κομμένα κεφάλια και στα νεκρά σώματα και τέλος τα διαμέλιζε.
Αναφέρεται πως κάποιες φορές είχε μαγειρέψει και φάει κρέας των θυμάτων του, ενώ συνήθιζε επίσης να φωτογραφίζει τα πτώματα και να κρατάει δόντια και κομμάτια του δέρματός τους ως ενθύμια.
Στις 7 Μαΐου του 1972, πήρε σε ωτοστόπ δύο 18χρονες φοιτήτριες, τις Mary Ann Pesce και Anita Mary Luchessa, για να τις μεταφέρει υποτίθεται στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Οδηγώντας περίπου μια ώρα έφτασε σε μια απομονωμένη δασώδη περιοχή κοντά στην Alameda της Καλιφόρνια. Εκεί, αφού κλείδωσε την μια στο αυτοκίνητο, πέρασε χειροπέδες στην άλλη, την μαχαίρωσε και την στραγγάλισε μέχρι θανάτου. Μετά σκότωσε με τον ίδιο τρόπο και την άλλη.
Στη συνέχεια φόρτωσε τα πτώματα στο πορτμπαγκάζ του Ford Galaxie του και γύρισε στο διαμέρισμα όπου έμενε με έναν φίλο του. Αφού φωτογράφισε τα νεκρά σώματα, προχώρησε σε σεξουαλικές πράξεις πάνω τους και έπειτα τα διαμέλισε. Τοποθέτησε τα κομμάτια σε πλαστικές σακούλες, τις οποίες αργότερα ξεφορτώθηκε κοντά στο βουνό Loma Prieta. Το μόνο που κατάφεραν να βρουν οι αρχές μετά από κάποιους μήνες από τις δύο κοπέλες ήταν το κρανίο της Pesce.
Το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου του 1972, ο Kemper προσφέρθηκε να μεταφέρει την 15χρονη Aiko Koo στο μάθημα χορού της, καθώς είχε χάσει το λεωφορείο της. Αντί αυτού την οδήγησε σε μια απομονωμένη περιοχή, όπου ακολούθησε την ίδια διαδικασία με τα προηγούμενα θύματά του. Την στραγγάλισε, βίασε το αναίσθητο σώμα της και μετά την αποτελείωσε.
Ικανοποιημένος με την πράξη του και με το πτώμα της άτυχης κοπέλας στο πορτμπαγκάζ του, σταμάτησε σε ένα μπαρ για ένα ποτό και αργότερα επέστρεψε σπίτι του. Εκεί επιδόθηκε σε άλλη μια νεκροφιλική πράξη, διαμέλισε το πτώμα και το ξεφορτώθηκε.
Στις 7 Ιανουαρίου του 1973 πήρε την 18χρονη φοιτήτρια Cindy Schall από την πανεπιστημιούπολη του Cabrillo College. Την οδήγησε σε μια δασώδη περιοχή, την σκότωσε πυροβολώντας της με ένα 22αρι πιστόλι και έπειτα την μετέφερε στο σπίτι της μητέρας του (με την οποία έμενε ξανά εκείνη την περίοδο). Κράτησε το νεκρό σώμα στην ντουλάπα του όλο το βράδυ. Το πρωί που έφυγε η μητέρα του για την δουλειά, βίασε το νεκρό σώμα της Schall και στη συνέχεια το αποκεφάλισε και το τεμάχισε με ένα ηλεκτρικό πριόνι στην μπανιέρα του σπιτιού.
Έχοντας μάλλον πλέον συμφιλιωθεί με τα πτώματα σε σημείο λατρείας, κράτησε το κομμένο κεφάλι της για αρκετές ημέρες χρησιμοποιώντας το για σεξουαλικές πράξεις. Όταν βαρέθηκε (ή αυτό σάπισε πλέον) το έθαψε στον κήπο της μητέρας του στραμμένο προς τα πάνω προς το δωμάτιό της. Αργότερα δήλωσε πως το έκανε αυτό, επειδή η μητέρα του “πάντα ήθελε να την κοιτάζουν” (θαυμάζοντάς την).
Με τις εξαφανίσεις των νεαρών γυναικών να έχουν γίνει προφανώς ζήτημα στην περιοχή, ειδικά αφότου άρχισαν να βρίσκονται μόνο μερικά διαμελισμένα μέρη των σωμάτων τους, η φήμη για έναν πιθανό serial killer είχε τρομοκρατήσει κατοίκους και φοιτητές. Οι αρχές προειδοποιούσαν να αποφεύγονται τα ωτοστόπ και οι φοιτητές να μετακινούνται μόνο με τα αυτοκίνητα του Πανεπιστημίου. Μόνο που και ο Kemper ένα τέτοιο οδηγούσε λόγω της δουλειάς της μητέρας του…
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1973, βγαίνοντας παγανιά μετά από άλλον έναν καβγά με την μητέρα του, πήρε στο αυτοκίνητό του την 23χρονη Rosalind Heather Thorpe και την 20χρονη Allison Liu. Σκότωσε και τις δύο με το πιστόλι του, τις αποκεφάλισε στο αυτοκίνητο, αφαίρεσε τις σφαίρες για να μην υπάρχουν αποδείξεις και ως συνήθως ξεφορτώθηκε τα τεμαχισμένα πτώματά τους. Γύρισε στο σπίτι της μητέρας του μόνο με τα κομμένα τους κεφάλια για να τα χρησιμοποιήσει σεξουαλικά.
Αν αναρωτιέστε γιατί όλο αυτό το “φετίχ” με τα κομμένα κεφάλια των θυμάτων του, ο Kemper έδωσε ο ίδιος την απάντηση σε μια συνέντευξή του αργότερα:
“Η φαντασίωση με τα κεφάλια είναι κάτι σαν τρόπαιο. Ξέρεις, το κεφάλι είναι εκεί που βρίσκονται όλα, το μυαλό, τα μάτια, το στόμα. Αυτά είναι ο άνθρωπος.
Θυμάμαι να μου λένε όταν ήμουν παιδί ότι χωρίς το σώμα δεν είναι τίποτα αν κοπεί το κεφάλι… ε λοιπόν, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια, υπάρχουν διάφορα που μένουν στο σώμα μιας κοπέλας χωρίς το κεφάλι…”
Μητροκτονία
20 Απριλίου του 1973, η μέρα που ο Edmund Kemper πραγματοποίησε το μεγαλύτερο απωθημένο του, την δολοφονία του μεγαλύτερου εχθρού του, της μητέρας του.
Επιστρέφοντας στο σπίτι του από ένα πάρτυ, βρήκε την 52χρονη μητέρα του να κάθεται στο κρεβάτι της διαβάζοντας ένα βιβλίο.
–“Υποθέτω ότι τώρα θα θέλεις να κάτσεις όλη τη νύχτα και να μιλάς”, του είπε ειρωνικά.
–“Όχι, καληνύχτα”, της απάντησε εκείνος.
Όταν η μητέρα του αποκοιμήθηκε, ο Edmund πήρε ένα σφυρί και πήγε στο δωμάτιό της. Μετά από ένα δυνατό χτύπημα, την αποκεφάλισε και της αφαίρεσε τον λάρυγγα και την γλώσσα. Τοποθέτησε το κεφάλι σε ένα ράφι και ούρλιαζε κοιτώντας το για περίπου μια ώρα, ενώ το σημάδευε και με βελάκια. Ξέσπασε κάπως έτσι όλα τα χρόνια που εκείνη φώναζε από πάνω του ξεφτιλίζοντας τον ανδρισμό του και την ύπαρξή του γενικότερα…
Στη συνέχεια έκρυψε το πτώμα της στην ντουλάπα του και πήγε να πιει μερικά ποτά σε ένα κοντινό μπαρ. Όταν επέστρεψε σπίτι, κάλεσε εκεί την καλύτερη φίλη της μητέρας του, την 59χρονη Sally Hallett, “για να δειπνήσουν και να δουν ταινία”.
Φυσικά δεν είχε κανέναν τέτοιο σκοπό. Όταν εκείνη έφτασε, την στραγγάλισε μέχρι θανάτου και έκρυψε και το δικό της πτώμα σκεπτόμενος να στήσει μια ιστορία ότι οι δύο γυναίκες είχαν φύγει μαζί για διακοπές.
Έγραψε επίσης και ένα σημείωμα για την αστυνομία: “Σχεδόν 5:15 το πρωί, Σάββατο. Δεν χρειάζεται πια να υποφέρει στα χέρια αυτού του “αισχρού φονιά”. Ήταν γρήγορο, κοιμόταν, όπως ακριβώς το ήθελα. Όχι τσαπατσούλικα και μισά πράγματα, κύριοι. Απλώς “έλλειψη χρόνου”. Έχω πράγματα να κάνω!”
Στη συνέχεια, ο Kemper τράπηκε ουσιαστικά σε φυγή. Έχοντας στο μυαλό του πως σύντομα θα τον κυνηγούσαν οδήγησε ασταμάτητα για πάνω από 1.500 χιλιόμετρα πίνοντας χάπια καφεΐνης για να παραμείνει ξύπνιος. Περνώντας η ώρα και αφού δεν άκουσε νέα στο ραδιόφωνο για τους φόνους της μητέρας του και της φίλης της, πήρε ο ίδιος τηλέφωνο την αστυνομία και ομολόγησε τι είχε κάνει.
Το “αστείο” είναι πως στην αρχή οι αστυνομικοί δεν τον πήραν στα σοβαρά και αγνόησαν την κλήση. Εκείνος τους πήρε ξανά τηλέφωνο αργότερα επιμένοντας να μιλήσει με έναν γνωστό του αξιωματικό. Όταν τελικά τον συνέλαβαν ομολόγησε με κάθε λεπτομέρεια τους φόνους των δύο γυναικών και των έξι φοιτητριών που είχαν προηγηθεί.
Όσο για το γιατί αποφάσισε να παραδοθεί μόνος του, ο ίδιος απάντησε σχετικά σε μια συνέντευξή του:
“Ο βασικός σκοπός είχε ολοκληρωθεί… δεν εξυπηρετούσε κανένα φυσικό ή πραγματικό ή συναισθηματικό σκοπό. Ήταν απλά σκέτο χάσιμο χρόνου. Συναισθηματικά δεν μπορούσα να το αντέξω πολύ περισσότερο. Προς το τέλος άρχισα να νιώθω την ανοησία όλου αυτού του καταραμένου πράγματος, και στο σημείο που έφτασα σχεδόν στην εξάντληση, στην κατάρρευση, απλά είπα να πάει στο διάολο και το έληξα.”
Ο κύκλος του ως δολοφόνος είχε πραγματικά ολοκληρωθεί εντελώς με την δολοφονία της μητέρας του, που ουσιαστικά ήταν και ο καθοριστικός παράγοντας της εγκληματικής του μανίας εξαρχής και της όλης κατεστραμμένης ζωής του.
Δίκη και ζωή στην φυλακή
Αφού επί μέρες έδινε λεπτομερείς καταθέσεις για όλα του τα εγκλήματα, ο Kemper ήταν πλέον επίσημα κατηγορούμενος για οκτώ ανθρωποκτονίες πρώτου βαθμού. Αναφέρεται μάλιστα πως προσπάθησε δύο φορές να αυτοκτονήσει.
Η δίκη του πραγματοποιήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1973. Έχοντας μόνος του παραδεχτεί κάθε του πράξη το μόνο που μπορούσε ο συνήγορός του να τον συμβουλέψει ήταν να δηλώσει αθώος λόγω παραφροσύνης.
Πράγματι ο Kemper προσπάθησε να πείσει πως όταν εκτελούσε τους φόνους κυριευόταν από την σκοτεινή πλευρά του και έβλεπε τα θύματά του ως “κτήματά του” υποστηρίζοντας πως μόνο ένα παρεκκλίνον μυαλό θα μπορούσε να σκεφτεί έτσι.
Για να μπορεί να σταθεί νομικά ένα άλλοθι παραφροσύνης σε τέτοιες πράξεις είναι προϋπόθεση να μπορεί να αποδειχθεί πως το άτομο την ώρα του εγκλήματος βρισκόταν σε κάποια μορφή ψύχωσης, έλλειψης λογικής, χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί εκείνη τη στιγμή την φύση και την ποιότητα της πράξης του, αν αυτό που κάνει δηλαδή είναι σωστό ή λάθος.
Στις 8 Νοεμβρίου του 1973 κρίθηκε ομόφωνα ένοχος για κάθε κατηγορία (ανθρωποκτονίες, νεκροφιλία και κανιβαλισμό) χωρίς νομικό άλλοθι και ο ίδιος ζήτησε να θανατωθεί με βασανισμό “όπως του άξιζε”.
Η ζωή και η υπόθεση του Edmund Kemper αποτέλεσαν αρκετές φορές έμπνευση για τον κόσμο της τέχνης με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον χαρακτήρα του Buffalo Bill στην “Σιωπή των Αμνών”.
Στάλθηκε στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Folsom με ποινή ισόβια, όπου βρίσκεται από τότε μέχρι σήμερα που είναι πλέον 72 ετών.
Στην φυλακή ήταν πάντα συνεργάσιμος και με καλή συμπεριφορά και δεν έκρυβε ότι αισθανόταν περήφανος για την εξυπνάδα του, ενώ συνεργάστηκε μέσα από εκτενείς συνεντεύξεις με ερευνητές του FBI με σκοπό την μελέτη των κατά συρροή δολοφόνων που μεσολάβησαν στην εγκληματική επικαιρότητα.
Δικαίως θεωρείται από τους πιο έξυπνους και χειριστικούς κατά συρροή δολοφόνους και δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως αν δεν είχε παραδοθεί μόνος του, ίσως και να μην είχαν καταφέρει ακόμα να τον εντοπίσουν.
__________________________________
Ηθικό δίδαγμα: Να αγαπάτε τα παιδιά σας και να φροντίζετε για την ψυχική τους υγεία. Σοβαρά τώρα. Αυτά είναι η βασικότερη κληρονομιά που αφήνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο, η επόμενη γενιά που θα καθορίσει την ποιότητα και την συνέχεια της ανθρωπότητας.