Μια από τις πολύκροτες υποθέσεις που απασχολούν αυτές τις μέρες την ελληνική επικαιρότητα είναι οι μυστήριοι, ξαφνικοί και διαδοχικοί θάνατοι των τριών μικρών παιδιών μιας οικογένειας της Πάτρας. Οι έρευνες βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη και διάφορα σενάρια παραμένουν πιθανά, ενώ η κοινή γνώμη έχει οργιάσει, έχει βγάλει τις ετυμηγορίες της και έχει στήσει ήδη κρεμάλες.
Άσχετα πάντως με την εξέλιξη που θα έχει η συγκεκριμένη ιστορία, θυμίζει εντυπωσιακά μια άλλη παρόμοια υπόθεση που συγκλόνισε την Γερμανία μόλις λίγα χρόνια πριν. Τα τρία μωρά μιας οικογένειας πέθαναν το ένα μετά το άλλο από την ίδια φαινομενικά αιτία, “αιφνίδιος θάνατος”.
Η περίεργη επανάληψη της τραγωδίας προκάλεσε αρχές και ερευνητές να ψάξουν εξονυχιστικά το θέμα, ώσπου κατάφεραν να ανακαλύψουν πως πίσω από τους θανάτους των παιδιών κρυβόταν ο πιο αδιανόητος ύποπτος, η ίδια τους η μητέρα…
Ας δούμε όμως το χρονικό της υπόθεσης από την αρχή…
_________________________________________
Το χρονικό της τριπλής τραγωδίας
Βρισκόμαστε στο γραφικό χωριό Villmar της Γερμανίας τον Οκτώβριο του 2004. Η νεαρή μητέρα Natalja M. έχει βρει το μόλις δύο εβδομάδων βρέφος της, την Katharina, νεκρό και καλεί τρομοκρατημένη τις πρώτες βοήθειες.
Οι προσπάθειες ανάνηψης του μωρού δεν είχαν αποτέλεσμα και ο γιατρός το κατέγραψε ως έναν ανεξήγητο αιφνίδιο θάνατο. O Επιθεωρητής της αστυνομίας του Limburg και γιατρός, Rachid Bouarroudj, βρέθηκε στο σπίτι της άτυχης οικογένειας και εξέτασε και ο ίδιος το μωρό, αλλά και τον χώρο. Όλα έδειχναν φυσιολογικά, τακτοποιημένα και τίποτα πάνω στο παιδί δεν έμοιαζε να υποδεικνύει πως κάποιος τρίτος παράγοντας του είχε στερήσει τη ζωή.
Η μητέρα στεκόταν σε μια γωνία αμίλητη και φαινόταν πραγματικά σοκαρισμένη. Η καταγωγή της ήταν από τη Ρωσία και βρισκόταν στην Γερμανία ένα μικρό ως τότε διάστημα μη γνωρίζοντας να μιλήσει τη γλώσσα πολύ καλά. Ο τραγικός πατέρας, Vladimir M., δεν ήταν καν εκεί, καθώς βρισκόταν για δουλειά στη Ρωσία.
Το νεκρό σώμα της μικρής Katharina κρατήθηκε ως είθισται για νεκροψία. Δεν βρέθηκαν σημάδια βίας ή τραυματισμού ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να αμφισβητήσει την περίπτωση ενός αιφνίδιου θανάτου. Κανείς λοιπόν δεν είχε και περαιτέρω υποψίες για το συμβάν.
Ο αιφνίδιος βρεφικός θάνατος, εκτός από ένα βαρύ και τραγικό περιστατικό για μια οικογένεια, είναι δυστυχώς και στατιστικά συνήθης. Περίπου 2.500 βρέφη κάτω του ενός έτους χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το 90% αυτών να είναι μέχρι την ηλικία των 6 μηνών.
Συγκεκριμένη αιτία που προκαλεί έναν αιφνίδιο θάνατο βρέφους δεν έχει τεκμηριωθεί, όμως υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που θεωρούνται πως αυξάνουν τις πιθανότητες του, όπως: η έκθεση του εμβρύου σε τοξικές ουσίες, όπως κάπνισμα και αλκοόλ, κατά την εγκυμοσύνη ή τον θηλασμό και μετά, η πρόωρη γέννηση, η μπρούμυτα θέση ύπνου, το υπερβολικό ντύσιμο, η κατά λάθος συμπίεση μέχρι ασφυξίας του μωρού από γονέα που κοιμούνται μαζί ή κάποια λοίμωξη λόγω ελλιπούς θρεπτικής διατροφής.
Σύμφωνα με μελέτες, ο θηλασμός φαίνεται ότι μειώνει τον κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου πάνω από 50%, ειδικά σε βρέφη που θηλάζουν αποκλειστικά τους πρώτους 6 μήνες της ζωής τους.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2006, το νεαρό ζευγάρι αποκτά άλλο ένα παιδί, τον Daniel. Ένα υγιέστατο αγοράκι, όπως έδειχναν όλες οι εξετάσεις που έγιναν τις πρώτες εβδομάδες της ζωής του.
Αρχές Αυγούστου όμως, ούτε δύο μήνες αργότερα, και αυτό το παιδί βρίσκεται νεκρό ξαφνικά στον ύπνο του. Αρχές και γιατροί ειδοποιούνται πως άλλος ένας αιφνίδιος θάνατος συνέβη στην ίδια οικογένεια. Οι έρευνες στο μωρό και στο σπίτι δεν αποκαλύπτουν και πάλι τίποτα ασυνήθιστο.
Και σε αυτή την περίπτωση η νεαρή μητέρα βρισκόταν μόνη της στο σπίτι με το παιδί και ο πατέρας έλειπε. Εκείνη ανέφερε πως είχε ταΐσει το παιδί, το έβαλε για ύπνο και έκανε κάποιες δουλειές της. Όλα ήταν φυσιολογικά, ώσπου είδε ότι ο μικρός είχε αίμα στη μύτη του και διαπίστωσε πως ήταν παγωμένος… Ειδοποίησε την μητέρα της και τον άντρα της και προσπάθησε, όπως είπε, να του προσφέρει κάποιες πρώτες βοήθειες για να το επαναφέρει. Όταν έφτασε ο γιατρός, διαπίστωσε τον θάνατό του χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα πλέον.
Ένας δεύτερος ξαφνικός θάνατος παιδιού στην ίδια οικογένεια γέννησε υποψίες στους γιατρούς. Στην ιατροδικαστική εξέταση παρατηρήθηκαν κάποια σημάδια στις αναπνευστικές οδούς, χρωματικές κηλίδες και ξηρότητα στο δέρμα τριγύρω. Στοιχεία ότι το παιδί μπορεί να πέθανε από ασφυξία από κάποιο “απαλό κάλυμμα”. Ωστόσο τα σημάδια αυτά δεν έδειχναν κάποια βίαιη παρέμβαση και η νεκροψία του ήταν παρεμφερής με αυτή του πρώτου παιδιού. Άλλος ένας τυχαίος αιφνίδιος θάνατος, θεωρητικά.
Οι γιατροί, αλλά και οι αρχές, παρέμεναν υποψιασμένοι, αλλά με δεμένα χέρια. Δύο αιφνίδιοι θάνατοι παιδιών στην ίδια οικογένεια είναι ένα αρκετά σπάνιο φαινόμενο, όχι όμως και εντελώς απίθανο. Οι διαθέσιμες αποδείξεις δεν μπορούσαν να στηρίξουν περαιτέρω κινήσεις και η υπόθεση αφέθηκε στην άκρη.
Στην μικρή κοινωνία του Villmar όλοι θεωρούσαν πως επρόκειτο για μια σκληρή οικογενειακή τραγωδία και μια μητέρα που θρηνούσε δύο χαμένα νεογέννητα παιδιά. Η συμπόνια προς τους χαροκαμένους γονείς απέτρεπε να σκεφτεί κανείς την πιθανότητα κάτι ύποπτο να έχει συμβεί. Ποιός θα σκεφτόταν άλλωστε εύκολα κάτι τέτοιο;
Λόγω της ευαίσθητης φύσης των μικρών παιδιών, καθίσταται συνήθως δύσκολο να διαπιστωθεί με εμφανή στοιχεία αν ένας θάνατος προέρχεται από κάποια ατυχή συγκυρία και θεωρείται απλά “αιφνίδιος” ή πρόκειται για ανθρωποκτονία. Ερευνητές συμπεραίνουν πως γύρω στο 10% των περιπτώσεων των αιφνίδιων θανάτων είναι στην πραγματικότητα δολοφονίες, πολλές εκ των οποίων δεν έχουν εξακριβωθεί ποτέ.
Τρία χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 2009, η Natalia M. αποκτά και τρίτο παιδί, τον Dennis. Λόγω του ιστορικού των αιφνίδιων θανάτων των αδερφών του, το παιδί πέρασε από εκτενείς εξετάσεις μετά τη γέννησή του και δόθηκαν στη μητέρα διάφορες συμβουλές για το τι να προσέξει αυτή τη φορά, όπως τι στρώμα να χρησιμοποιήσει για το κρεβατάκι του και τι βοήθεια θα μπορούσαν να του παρέχουν αν κάτι αντίστοιχο συνέβαινε. Τους δόθηκε επίσης και μια ειδική συσκευή παρακολούθησης της αναπνοής του παιδιού κατά τον ύπνο.
Η μητέρα έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον να μάθει πως μπορεί να προστατέψει το παιδί της ώστε να μην το χάσει και αυτό, ενώ ο πατέρας ήταν φανερά αγχωμένος για την υγεία του και κοιμόταν κάθε βράδυ στο ίδιο δωμάτιο με το μωρό, ώστε να μπορεί να το προσέχει. Μέχρι τρεις μήνες αργότερα που το παιδί εξετάστηκε ξανά από παιδίατρο όλα ήταν φυσιολογικά, τίποτα δεν έδειχνε ότι κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά.
Κι όμως. Τέλη του Ιουνίου ο Dr Schneider έλαβε μια επείγουσα κλήση για ένα νεκρό μωρό και έτρεξε αμέσως. Η διεύθυνση ήταν πλέον γνωστή. Το ίδιο σπίτι, η ίδια οικογένεια.
Η μητέρα καθόταν σε μια καρέκλα, σκυμμένη, αμίλητη, χωρίς αντιδράσεις. Αυτό φάνηκε πολύ περίεργο στους ερευνητές που βρέθηκαν τότε στο σπίτι. Ο πατέρας στεκόταν λίγο πιο πέρα και ήταν φανερά εκνευρισμένος. Και άλλοι κοντινοί συγγενείς επίσης έκλαιγαν ή έδειχναν τον θυμό τους για την ασύλληπτη, νέα τραγωδία.
Πόσο πιθανό μπορεί να είναι μέσα σε πέντε χρόνια μια οικογένεια να χάσει με αιφνίδιο θάνατο τρία νεογέννητα, υγιέστατα παιδιά;
Ο παιδίατρος Dr Jung, που μόλις πριν λίγες μέρες είχε εξετάσει το παιδί, δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν νεκρό ξαφνικά. “Δεν γίνεται αυτό! Πριν μερικές μέρες ήταν απόλυτα υγιές!”, ήταν η πρώτη του αντίδραση. Ως προσωπικός του γιατρός αισθάνθηκε θλίψη για το παιδί και το γεγονός δεν τον άφηνε σε ησυχία.
Η πιθανότητα αιφνίδιου θανάτου σε ένα παιδί χωρίς κανένα ιστορικό του ίδιου ή των γονιών είναι κάπου στο 0,02%. Σε ένα δεύτερο παιδί της ίδιας οικογένειας οι πιθανότητες μειώνονται σίγουρα στο διπλάσιο. Το να συμβεί αιφνίδιος θάνατος και σε τρίτο παιδί της ίδιας υγιούς οικογένειας είναι τόσο στατιστικά απίθανο, που στην πράξη δεν συμβαίνει ποτέ.
Αυτό μπορεί λοιπόν να σημαίνει δύο πράγματα: είτε την ύπαρξη κάποιου γενετικού προβλήματος που δεν είχε προκύψει να διαπιστωθεί, είτε ανθρωποκτονία. Ο θάνατος του μικρού Dennis ήταν πανομοιότυπος με εκείνον των δύο αδερφών του, Daniel και Katharina. Δεν μπορούσε πια το γεγονός να θεωρείται απλά τυχαίο και οι ερευνητές έβαλαν στο κάδρο την περίπτωση εγκληματικής ενέργειας. Έπρεπε όμως να καταφέρουν να το αποδείξουν…
Το πρώτο πράγμα που παρατηρήθηκε στο σπίτι της οικογένειας ήταν πως το μόνιτορ που κατέγραφε τους παλμούς και την αναπνοή του παιδιού κατά τον ύπνο και θα ειδοποιούσε τους γονείς σε περίπτωση άπνοιας, ήταν απενεργοποιημένο.
Η μητέρα κατέθεσε πως είχε κλείσει το μόνιτορ το πρωί όταν ξύπνησε το παιδί, το τάισε και το έβαλε ξανά για ύπνο, ενώ όταν πήγε να το δει λίγο αργότερα, το βρήκε νεκρό. Ξύπνησε τότε τον άντρα της, που κοιμόταν σε διπλανό κρεβάτι και προσπάθησε να του κάνει ανάνηψη καλώντας παράλληλα τα επείγοντα. Το παιδί όμως είχε ήδη φύγει.
Ο επικεφαλής επιθεωρητής του εγκληματολογικού, Peter Kraft, βρέθηκε στην ιατροδικαστική εξέταση για να μάθει από πρώτο χέρι τα στοιχεία, αρκετά συγκλονισμένος ήδη ως πατέρας και παππούς μικρού παιδιού και ο ίδιος. Τα ευρήματα ήταν τα συνηθισμένα. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την ύπαρξη ανθρωποκτονίας, όμως ταυτόχρονα δεν υπήρχαν και σαφείς ενδείξεις ότι είχαν να κάνουν με θάνατο από φυσικά αίτια.
Οι συμπτώσεις στα τρία αδέρφια ήταν αξιοσημείωτα ύποπτες και οι ερευνητές μετέφεραν οι ίδιοι το γεγονός στην αστυνομία και τον εισαγγελέα, καθώς δεν πίστευαν την πραγματικότητα μιας τόσο εξαιρετικά σπάνιας πιθανότητας. Το τμήμα ανθρωποκτονιών έλαβε πλέον δράση.
Στην έρευνα στο σπίτι της οικογένειας που ακολούθησε, ο επιθεωρητής βρήκε τους γονείς ιδιαίτερα ανήσυχους, αλλά και “συγκροτημένους”, όπως ανέφερε. Του είπαν ότι θέλουν να κάνουν κι άλλο παιδί. Εκείνος τους απάντησε πως αυτό δεν θα έπρεπε να συμβεί, αν πρώτα δεν μάθαιναν τι είχε πραγματικά προκαλέσει τους θανάτους των τριών πρώτων. Εκείνοι συμφώνησαν να περιμένουν και η εντύπωση που έδιναν ήταν πως ήθελαν πραγματικά να μάθουν τι συνέβη στα παιδία τους.
Το μόνιτορ παρακολούθησης, οι τροφές του παιδιού και η φαρμακευτική αγωγή μπήκαν στο μικροσκόπιο της έρευνας για να μπορέσουν να αντλήσουν στοιχεία που θα έδιναν επιτέλους κάποιες εξηγήσεις. Τίποτα παράτυπο δεν διαφαινόταν και οι γονείς έδειχναν ανυποψίαστοι.
Οι ερευνητές αποφάσισαν να ακολουθήσουν μια αντίστροφη προσέγγιση και αφού δεν μπορούσαν να αποδείξουν εγκληματική ενέργεια, θα έπρεπε πρώτα να αποκλείσουν κάθε περίπτωση θανάτου από φυσικά αίτια. Ξεκίνησαν έλεγχο γενετικού υλικού στους γονείς με δείγμα αίματος, άρση του ιατρικού τους απορρήτου και οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν. Έχει σημασία να σημειωθεί πως και οι δύο γονείς συμμετείχαν στις διαδικασίες χωρίς καμία απολύτως αντίρρηση. Υποστήριζαν τις έρευνες όσο μπορούσαν.
Καμία από τις εκτενείς και χρονοβόρες εξετάσεις που έγιναν δεν έδειξε οποιοδήποτε πρόβλημα. Κανένας ιατρικός λόγος δεν εξηγούσε φυσιολογικά τους θανάτους των παιδιών.
Ο ιατροδικαστής Dr. Reinhard Dettmeyer, με 30 χρόνια εμπειρία στους βρεφικούς αιφνίδιους θανάτους, δεν μπορούσε να δεχτεί τέτοια σύμπτωση. Στην βιβλιογραφία που επίσης μελέτησε βρήκε μόλις δύο παρόμοιες περιπτώσεις στην μεταπολεμική Γερμανία.
“Ένας αιφνίδιος θάνατος βρέφους μπορεί να συμβεί. Ένας δεύτερος είναι εξαιρετικά ύποπτος, ενώ ένας τρίτος είναι απόδειξη ανθρωποκτονίας.”
Ποιός όμως μπορούσε να προβάλλει στους γονείς την κατηγορία ότι “σύμφωνα με τις στατιστικές” αυτοί θα πρέπει να είχαν σκοτώσει τα παιδιά τους; Δεν θα μπορούσε άλλωστε αυτό να σταθεί νομικά σε κανένα δικαστήριο. Κάποιος όμως πρέπει να τα είχε σκοτώσει. Αλλά ποιός και γιατί ήταν το κρίσιμο ερώτημα.
Ο καιρός περνούσε και το μυστήριο για τους ερευνητές παρέμενε άλυτο και τα σενάρια βάση αποδείξεων ήταν σταθερά σε ένα ποσοστό 50-50.
Η κυνική ομολογία που επιβεβαίωσε την στατιστική
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 2011 οι γονείς κλήθηκαν για νέα ανάκριση. Αφορμή γι’ αυτό ήταν να ενημερωθούν για τα ιατροδικαστικά ευρήματα και να καταθέσουν εκ νέου οτιδήποτε μπορούσαν να πουν για το συμβάν. Και το έκαναν πρόθυμα.
Οι δύο γονείς ανακρίθηκαν ξεχωριστά και οι καταθέσεις τους συγκρίνονταν συνεχώς. Σε όλες τις περιπτώσεις των θανάτων η μόνη που βρισκόταν μαζί με τα παιδιά ήταν η μητέρα. Κάθε φορά, όταν ενημέρωσε τον άντρα της για το γεγονός, του έλεγε ότι πήγε για μερικά λεπτά στην τουαλέτα και όταν επέστρεψε το παιδί ήταν νεκρό.
Ο ιατροδικαστής αποφάσισε να τους μιλήσει πλέον ευθέως. Τους είπε πως μετά από όλες τις εξετάσεις που είχαν γινεί δεν μπορούσαν να βρουν φυσικά αίτια θανάτου και πως κάτι άλλο θα πρέπει να είχε συμβεί. Τους είπε πως θεωρούν πως η μητέρα κάτι βασικό τους κρύβει…
Τότε η μητέρα ξεροκατάπιε. Ο ιατροδικαστής συνέχισε λέγοντάς της ξεκάθαρα πως πιστεύει ότι εκείνη και ο σύζυγός της εμπλέκονται στην δολοφονία των παιδιών. Εκείνη αυτόματα έγινε εμφανώς νευρική και ανήσυχη. Προς έκπληξη όλων, κοίταξε έντονα τον ανακριτή και του είπε: “Ο σύζυγός μου δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Ήμουν ολομόναχη.” Στη συνέχεια ομολόγησε πώς πράγματι η ίδια είχε σκοτώσει τα παιδιά της…!
Όπως είπε στην αστυνομία, η Natalia σκότωσε και τα τρία παιδιά της κλείνοντας το στόμα τους με το πανάκι που είχαν για να σκουπίζονται και κρατώντας ταυτόχρονα την μύτη τους μέχρι να πάψουν να αναπνέουν…
Η ασφυξία δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε μια στιγμή. Σύμφωνα με τους ειδικούς πρόκειται για μια διαδικασία που κρατάει περίπου 10 με 15 λεπτά μέχρι το άτομο να πεθάνει. Όσο αυτό συμβαίνει υπάρχουν επίσης αντιδράσεις, το δέρμα μελανιάζει και το στήθος κινείται όλο και πιο έντονα πάνω-κάτω. Ακόμα και ένα μωρό που έχει μειωμένες δυνατότητες αντίδρασης και άμυνας σε σχέση με έναν ενήλικα, παλεύει και αυτό με τον τρόπο του για την ζωή του.
Ο δράστης αυτό το βλέπει, το αισθάνεται πλήρως. Οπότε το έγκλημα του ασφυκτικού θανάτου δεν είναι στιγμιαίο, είναι μια ενέργεια και απόφαση που συνεχίζεται κάθε δευτερόλεπτο που το θύμα παλεύει φανερά για τη ζωή του χάνοντας σιγά σιγά τις αισθήσεις του.
Αυτή η μητέρα, μέσα σε αυτά τα 10-15 λεπτά μπορούσε να είχε σταματήσει, να λυπηθεί τα παιδιά της και να τα αφήσει να ζήσουν. Αλλά δεν το έκανε. Οι αντιδράσεις τους δεν την συγκίνησαν καθόλου. Η επίμονη αυτή πράξη της αποδεικνύει μια πλήρη ασυνειδησία και αποφασιστικότητα.
Ο άντρας της και πατέρας των αδικοχαμένων παιδιών κατέρρευσε στο άκουσμα της κυνικής ομολογίας της γυναίκας του. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πόσα μπορεί να διαλύθηκαν μέσα του και ο ίδιος απομονώθηκε αρνούμενος να μιλήσει σε κανέναν ή να κάνει δηλώσεις.
Οι ερευνητές της υπόθεσης, παρόλο που είχαν επιβεβαιώσει τις υποψίες τους και είχαν πλέον την απάντηση στο όλο μυστήριο, δεν μπορούσαν να κρύψουν την έκπληξή τους για ένα τόσο αδιανόητο έγκλημα. Πως πραγματικά μπορούσε μια μητέρα να γεννήσει τρία παιδιά μόνο για να τα σκοτώσει λίγο αργότερα χωρίς κανέναν ενδοιασμό;
Και εδώ έρχεται το ερώτημα: γιατί το έκανε; Ποιό ήταν το κίνητρο της τριπλής δολοφονίας;
Οι ερευνητές συνέχισαν επίμονα τις ανακρίσεις προσπαθώντας να μάθουν την αιτία. Αυτό που έλεγε εκείνη ήταν:“Έκαναν φασαρία, ήθελα να είναι ήσυχα”. Περιγράφοντας την δολοφονία της πρώτης κόρης της δήλωσε χαρακτηριστικά ότι “ήθελε να την απενεργοποιήσει, όπως τον διακόπτη ενός ραδιοφώνου”… Όταν την ρωτούσαν αν έχει τύψεις για τις πράξεις της, απαντούσε: “Όχι, θα κάνω κι άλλο παιδί”. Έτσι ψυχρά και ασυνείδητα, θα έλεγε κανείς, τρομακτικά.
“Η ζωή ήταν καλύτερη χωρίς ουρλιαχτά. Μπορούσα να κοιμηθώ τη νύχτα. Δεν είχα καμία υποχρέωση να σηκώνομαι τη νύχτα και να ταΐζω τα παιδιά.” Δολοφόνησε τα παιδιά της, γιατί απλά έκαναν φασαρία. Στο μυαλό της τα πράγματα ήταν απλά. Δεν άντεχε τη φασαρία τους, τα σκότωνε και όλα οκ, συνέχιζε τη ζωή της, θα έκανε κι άλλο. Αν την κούραζε κι εκείνο, θα το σκότωνε κι αυτό…
Κάθε μητέρα μπορεί να κατανοήσει την κούραση που συνεπάγεται το να μεγαλώνεις μικρά παιδιά, την έλλειψη ύπνου, την υπερένταση, την πλήρη απασχόληση που χρειάζεται αυτό. Ωστόσο το να σκεφτείς να σκοτώσεις τα παιδιά σου είναι ένα εντελώς αδιανόητο γεγονός. Και βασικά γιατί να μπεις στην διαδικασία να τα γεννήσεις εξαρχής;
Ο δικαστικός δρόμος προς την τελική δικαίωση
Η 32χρονη Natalia είχε γεννηθεί στη Ρωσία και είχε μείνει ορφανή από πατέρα από την ηλικία των 6 ετών. Τα παιδικά της χρόνια δεν ήταν εύκολα και είναι γνωστό πως βίωνε αρκετή βία στο περιβάλλον της. Όταν ήταν στο λύκειο, είχε χάσει έναν καλό της φίλο, ο οποίος αυτοκτόνησε, ενώ αργότερα είχε μείνει έγκυος από έναν πρώην σύντροφό της και αναγκάστηκε από την μητέρα της να προχωρήσει σε έκτρωση, την οποία δεν ήθελε.
Ένα κατεστραμμένο οικογενειακό περιβάλλον και μια δυσάρεστη ζωή σίγουρα μπορούν να δώσουν αρκετές εξηγήσεις για την ανάπτυξη ενός προβληματικού και ενίοτε παραβατικού χαρακτήρα ανθρώπου. Βέβαια, πολλοί άνθρωποι περνάνε δύσκολες και τραγικές στιγμές στη ζωή τους, αλλά δεν γίνονται όλοι εγκληματίες.
Η δίκη της Natalia M. ξεκίνησε στις 25 Σεπτεμβρίου του 2012 στο δικαστήριο του Limburg. Εκεί η μητέρα προσπάθησε να ανακαλέσει την ομολογία αρνούμενη το τριπλό της έγκλημα, ενώ έγραψε και μια απολογητική επιστολή στον άντρα της. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας κρατούσε τη γνωστή της στάση, ψυχρή και συγκρατημένη, αλλά και οξύθυμη όταν κάτι δεν της άρεσε.
Οι ερευνητές της υπόθεσης μέσω των αποδείξεων που διέθεταν ζητούσαν την καταδίκη της για φόνο με ευτελή κίνητρα και ποινή ισόβιας κάθειρξης. Η 33χρονη παιδοκτόνος καταδικάστηκε τελικά σε 13 χρόνια φυλάκιση λόγω καθαρού ποινικού μητρώου, χωρίς να αναγνωριστούν ευτελή κίνητρα. Όπως επέμενε και η υπεράσπισή της, θα έκανε τελικά αρκετά λιγότερα από 10 χρόνια στη φυλακή. Συμμετέχοντες στην υπόθεση και κοινή γνώμη δεν έμειναν καθόλου ικανοποιημένοι με την απόφαση αυτή.
Οι ένορκοι απέρριψαν την κατηγορία της ανθρωποκτονίας με άμεσο δόλο αναγνωρίζοντας ως αιτία των πράξεών της την γενικότερη ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας με μια δυσάρεστη παιδική ηλικία, αδιαφορία από την μητέρα και τον σύζυγό της και ένα αίσθημα καταβολής που την περιέβαλε. Ωστόσο αυτή τους η επιείκεια θεωρήθηκε υπερβολική από τους ερευνητές, οι οποίοι άσκησαν έφεση μεταφέροντας πλέον την υπόθεση στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο.
Η δεύτερη δίκη της Natalia M. πραγματοποιήθηκε έναν χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 2013. O προϊστάμενος εισαγγελέας που είχε παρακολουθήσει όλο το χρονικό της υπόθεσης και των ερευνών, Dominik Mies, προσπάθησε αυτή τη φορά να αποδείξει πως οι δολοφονίες των παιδιών είχαν γίνει με πρόθεση άμεσου δόλου και όχι συγκυριακά.
Για να αποδειχθεί νομικά ο άμεσος δόλος σε ένα έγκλημα, θα πρέπει το θύμα να είναι αθώο και ανυπεράσπιστο. Δεδομένου ότι τα βρέφη και τα μικρά παιδιά είναι πάντα αθώα και ανυπεράσπιστα, δεν μπορεί να κατοχυρωθεί “ύπουλος φόνος” σε αυτά, εκτός εάν την ώρα του εγκλήματος είναι παρόν και κάποιο τρίτο άτομο που είναι πρόθυμο να βοηθήσει το θύμα.
Σε αυτό το σημείο βοήθησε η περίπτωση του τρίτου παιδιού, του μικρού Dennis. Την ώρα που η μητέρα του το έπνιγε αδίστακτα, ο πατέρας του Vladimir κοιμόταν δίπλα στο κρεβάτι. Η εκμετάλλευση της αδυναμίας του τρίτου μέλους, του πατέρα στην προκειμένη, που θα μπορούσε και ήθελε να προστατέψει το θύμα, επιβεβαιώνει το γεγονός της ύπουλης δολοφονίας, τον άμεσο δόλο.
Αυτή τη φορά το σώμα των ενόρκων αναγνώρισε τον άμεσο δόλο, αλλά και τα ευτελή και εγωιστικά κίνητρα πίσω από το τριπλό φονικό της Natalia και την καταδίκασε τελικά σε ισόβια φυλάκιση.
Μια μητέρα που επέλεξε να γεννήσει και να σκοτώσει το παιδί της με τον αργό και αδίστακτο τρόπο της ασφυξίας και να το ξανακάνει και δεύτερη, αλλά και τρίτη φορά στη σειρά, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από καμία δύσκολη παιδική ηλικία.
Οι πράξεις της δεν ήταν τυχαίες, είχαν ένα πολύ συγκεκριμένο μοτίβο και ταυτόχρονα η στάση και τα λόγια της αξιοσημείωτα κυνικά. Μια προσωπικότητα χωρίς ενσυναίσθηση, χωρίς συνείδηση και ηθικά όρια και με υποκριτική ικανότητα. Οι ερευνητές θεώρησαν πως ενδεχομένως και να απολάμβανε την προσοχή που τραβούσε ως η “πενθούσα, χαροκαμένη μητέρα”.
Οι ερευνητές είχαν δουλέψει με ζήλο και λεπτομέρεια πάνω στην συγκεκριμένη υπόθεση για 4 ολόκληρα χρόνια μέχρι να καταφέρουν να αποκαλύψουν και να αποδείξουν το σκοτεινό και εγκληματικό της υπόβαθρο.
Το κίνητρό τους ήταν η στατιστική: τρεις αιφνίδιοι θάνατοι παιδιών στην ίδια οικογένεια είναι απλά απίθανο. Και αυτή η υπόθεση δεν αναίρεσε τον κανόνα. Αν δεν είχαν όμως ασχοληθεί τόσο, η φόνισσα μητέρα μάλλον θα ήταν ακόμα ελεύθερη και πολύ πιθανόν να σκότωνε και άλλο παιδί.
Το να δολοφονείς ένα παιδί σε καθιστά σίγουρα ένα αδίστακτο και φρικτό είδος ανθρώπου. Το να δολοφονείς τα ίδια σου τα παιδιά, τι ακριβώς σε καθιστά;
Πηγή πληροφοριών: Crime Time – Auf den Spuren der drei toten Babys