Αθήνα, Ιούνιος 1991
Η τετραμελής οικογένεια Χρυσαφίδη δολοφονείται φρικτά μέσα στο ίδιο της το σπίτι, ενώ ο ύποπτος και μυστηριώδης Ταϊλανδός μπάτλερ εξαφανίζεται δια παντός. Τα στοιχεία πολλά και σύνθετα, τα ερωτήματα ατελείωτα, τα κίνητρα και το background της ομαδικής δολοφονίας παραμένουν άγνωστα μέχρι σήμερα.
Πρόκειται για μια από τις πιο ανατριχιαστικές και μυστήριες υποθέσεις στα μεταπολεμικά εγκληματολογικά χρονικά της χώρας, που προκάλεσε σοκ στην κοινή γνώμη και “ταλαιπώρησε” τους ερευνητές.
_________________________________________
Οικογένεια Χρυσαφίδη – Τα θύματα
Καλοκαίρι του 1991, λοιπόν, και η οικογένεια Χρυσαφίδη διέμενε σε μια κομψή έπαυλη στην Εκάλη. Ο 48χρονος πατέρας, Μιχάλης Χρυσαφίδης, ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου βιομηχανικών ειδών με έναν αξιοσημείωτο αριθμό πελατών σε όλη την Ελλάδα. Η 49χρονη σύζυγός του, Ελισάβετ ή Λιζ, ήταν βρετανικής καταγωγής και μαζί είχαν δύο παιδιά: τον 18χρονο Γιώργο και τον 16χρονο Μιχάλη-Δημήτρη.
Τα τελευταία δύο χρόνια έμενε μαζί τους ως εσωτερικός οικιακός βοηθός και ένας 28χρονος Ταϊλανδός, ο Πρασέτ Σερτουασάνα (Prasert Sertwasana) ή για τους φίλους Τάι. Ο Τάι ζούσε αρκετά χρόνια στην Αθήνα και τόσο εκείνος, όσο και τα συγγενικά του πρόσωπα εργαζόντουσαν σε διάφορα σπίτια πλουσίων της πρωτεύουσας, ενώ είχαν και μια αρκετά καλή φήμη ως άτομα.
Όλα έδειχναν πλήρως φυσιολογικά και ομαλά βαίνοντα στην οικία Χρυσαφίδη, ώσπου όλα ξαφνικά ανατράπηκαν.
Μια αναπάντεχη τραγωδία
Τελευταία φορά που είδε κάποιος την οικογένεια ήταν το βράδυ της 17ης Ιουνίου, όταν η γειτόνισσα και φίλη τους, Αγγελική Παπαλεξανδράτου, βρέθηκε εκεί για αρκετές ώρες για μια φιλική επίσκεψη. Η γυναίκα ανέφερε αργότερα ότι εκείνη την ημέρα όλη η οικογένεια ήταν ήρεμη και δεν παρατήρησε τίποτα διαφορετικό ή αξιοσημείωτο στην συμπεριφορά τους.
Από τότε όμως και για περίπου επτά ημέρες τα μέλη της οικογένειας δεν έδειξαν κανένα σημείο ζωής και όπως ήταν φυσικό, φίλοι και συνάδελφοί τους άρχισαν να τους αναζητούν. Όταν ο Μιχάλης Χρυσαφίδης δεν εμφανίστηκε στο εργοστάσιό του, άρχισαν να τον τηλεφωνούν στο σπίτι του, όπου μια φορά τους απάντησε ο Ταϊλανδός μπάτλερ λέγοντάς τους ότι η οικογένεια είχε φύγει διακοπές.
Το ίδιο φαίνεται να είπε και στον κηπουρό, Κυριάκο Κοίλιαρη, που πήγαινε στο σπίτι για να κάνει τη δουλειά του κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο.
Εκείνος κατέθεσε αργότερα ότι έβλεπε τα αυτοκίνητά τους κανονικά παρκαρισμένα στο σπίτι, ενώ είχε παρατηρήσει ότι ο σκύλος τους φαινόταν λυπημένος και καθόταν σε μια γωνιά χωρίς να έχει αγγίξει καθόλου το φαγητό του.
Την Τετάρτη 19 Ιουνίου χτύπησε ο συναγερμός του σπιτιού και ένας αστυνομικός έφτασε εκεί να δει τι συμβαίνει. Ο μόνος που βρήκε ήταν ο Ταϊλανδός, ο οποίος του είπε ότι ο συναγερμός είχε ενεργοποιηθεί κατά λάθος και ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Στην εξώπορτα της έπαυλης υπήρχε και ένα χειρόγραφο και ανορθρόγραφο σημείωμα του ίδιου, που έλεγε: “Η οικογένεια απουσιάζει και θα επιστρέψει από διακοπές στις 28-6-1991”.
Έφτασε η Δευτέρα 21 Ιουνίου και όσοι είχαν επαφές με την οικογένεια είχαν πλέον θορυβηθεί από την ανεξήγητη εξαφάνισή τους. Πως θα έφευγαν άλλωστε διακοπές ή για οπουδήποτε αλλού χωρίς κάποιος δικός τους να το γνωρίζει;
Έτσι, το απόγευμα εκείνης της ημέρας, ο διευθυντής πωλήσεων του εργοστασίου, Αντώνης Γεωργιάδης, ο ανιψιός του Χρυσαφίδη, Αλέξανδρος Μακρίδης και ένας γείτονας, ο Βασίλης Σαλαπάτας, αποφάσισαν να επισκεφτούν οι ίδιοι την έπαυλη για να δουν τι συμβαίνει. Ένας κλειδαράς χρειάστηκε να τους βοηθήσει να ανοίξουν την πόρτα του σπιτιού, που φαινόταν εντελώς άδειο.
Ψάχνοντας το σπίτι έφτασαν στο υπόγειο, όπου αντίκρισαν ίσως το πιο σοκαριστικό θέαμα της ζωής τους. Και τα τέσσερα μέλη της οικογένειας βρίσκονταν εκεί σε διαφορετικά δωμάτια της αποθήκης, νεκρά, φιμωμένα με κουρέλια και σε αρχή σήψης. Σ’ όλο το χώρο υπήρχαν αίματα και μια μπερδεμένη μυρωδιά αποσύνθεσης και αρωμάτων, που προφανώς χρησιμοποιήθηκαν από τον δράστη για να καλύψουν την δυσοσμία των πτωμάτων.
Στο ένα δωμάτιο βρισκόταν το νεκρό σώμα του πατέρα και του μεγάλου του γιού, Γιώργου. Και οι δύο ήταν ντυμένοι και πεσμένοι στο πάτωμα μπρούμυτα σκεπασμένοι με αρκετές κουβέρτες. Το παιδί είχε δεμένα χέρια και πόδια με σχοινί. Ο μικρότερος γιός, Μιχάλης-Δημήτρης, βρέθηκε σε άλλο δωμάτιο, επίσης δεμένος χέρια και πόδια και σκεπασμένος στο πάτωμα.
Σε ένα τρίτο δωμάτιο βρισκόταν και το πτώμα της μητέρας, Λιζ. Εκείνη δεν ήταν δεμένη και φορούσε ένα ακριβό φόρεμα, χωρίς όμως εσώρουχα. Κοντά στο σώμα της, που ήταν πεσμένο στο πάτωμα και σκεπασμένο, βρέθηκαν τρία φυσίγγια.
Και τα τέσσερα μέλη της οικογένειας, τα παιδιά και οι γονείς, είχαν χτυπηθεί μέχρι θανάτου με ένα τσεκούρι και μια βαριοπούλα. Δεν θέλουμε καν να σκεφτούμε τον βασανιστικό και οδυνηρό δρόμο μέχρι τον θάνατό τους.
Όπως φανέρωσαν τα αποτελέσματα της νεκροψίας των σωμάτων, και οι τέσσερις είχαν βιώσει εκτεταμένο και σκληρό ξυλοδαρμό και δεν είχαν δολοφονηθεί όλοι την ίδια στιγμή. Ο δράστης (ή οι δράστες) σκότωσαν πρώτα τα δύο παιδιά την Πέμπτη 20 Ιουνίου. Το πρωί της Παρασκευής ακολούθησε η δολοφονία του πατέρα, ενώ η μητέρα πέθανε τελικά το απόγευμα της Κυριακής.
Τα όπλα των φόνων βρέθηκαν πεταμένα στο χώρο του λεβητοστάσιου και σε μια αποθήκη βρέθηκε μια σακούλα με ατζέντες και ένας φάκελος με αποστολέα “Miss Souda” και παραλήπτη τον Ταϊλανδό υπηρέτη. Souda ονομαζόταν η αδερφή του Τάι. Η αστυνομία άνοιξε και το χρηματοκιβώτιο, όπου βρέθηκαν διάφορα πολύτιμα αντικείμενα και έγγραφα, αλλά όχι χρήματα και ακριβά κοσμήματα, που λογικά θα έπρεπε να υπήρχαν επίσης.
Πρώτος και βασικός ύποπτος για τις δολοφονίες ήταν ο 28χρονος Ταϊλανδός μπάτλερ. Ήταν ο μόνος που σίγουρα βρισκόταν στην έπαυλη τις ημέρες των δολοφονιών και πριν ανακαλυφθεί το έγκλημα είχε εξαφανιστεί διαφεύγοντας στη Μπανγκόκ. Οι ερευνητές βάση των ευρημάτων θεωρούσαν εξαιρετικά πιθανό οι δράστες να ήταν περισσότεροι από ένας και ενδεχομένως μια ομάδα ατόμων που λειτούργησαν συμμοριακά με κάποιο σκοπό.
Για να δούμε κάπου εδώ ένα μικρό στόρι από την πλευρά του Ταϊλανδού και των δικών του παράλληλα με την πραγματοποίηση των φόνων.
Βασικοί ύποπτοι
Όπως αναφέραμε νωρίτερα, ο Τάι ζούσε αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, ήταν ένας αγαπητός και συμπαθητικός τύπος και δούλευε για την οικογένεια Χρυσαφίδη τα τελευταία δύο χρόνια. Στην Αθήνα βρισκόταν επίσης και η μητέρα του, Κάνυα, η θεία του Μαρλί, η αδερφή του Souda και η γνωστή ως γυναίκα του Wazita, όλοι τους εργαζόμενοι σε διάφορα σπίτια της Αττικής.
Την Τετάρτη 19 Ιουνίου η γυναίκα του, Wazita, επισκέφτηκε τη μητέρα του και της είπε κλαίγοντας ότι ο πατέρας της στην Ταϊλάνδη ήταν άρρωστος. Αργότερα μέσα στη μέρα η Wazita πήγε με μια φίλη της και έβγαλε δύο αεροπορικά εισιτήρια για Ταϊλάνδη, ένα στο δικό της όνομα και ένα για τον 28χρονο σύζυγό της, Τάι. Τα εισιτήρια ήταν για την πτήση για Μπανγκόκ την Παρασκευή 21 Ιουνίου το απόγευμα.
Την ίδια μέρα η μητέρα του Τάι επισκέφτηκε τη θεία και προσπάθησε να την πείσει να φύγουν αμέσως για Ταϊλάνδη λέγοντας ψέματα ότι ήταν άρρωστη η μητέρα τους. Η θεία όμως τηλεφώνησε στη μητέρα τους και είδε ότι ήταν μια χαρά. Με αυτό το ψέμα όμως η Κάνυα την επόμενη μέρα έβγαλε κι εκείνη εισιτήριο για Ταϊλάνδη και πράγματι έφυγε μαζί με το ζευγάρι για Μπανγκόκ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατάθεση της Μαρίας Πουλιάση, της ιδιοκτήτριας του σπιτιού στη Βάρη, όπου εργαζόταν ως οικιακή βοηθός η γυναίκα του Τάι, Wazita. Περιέγραψε ότι η κοπέλα της είχε φανεί διαφορετική από ότι συνήθως την τελευταία μέρα που την είδε (την Πέμπτη 20 Ιουνίου) πριν εξαφανιστεί ξαφνικά.
“Ήταν υπερβολικά ταραγμένη και αφηρημένη. Με προβλημάτισε, γιατί όσο την ήξερα ήταν πάντα χαρούμενη, ευγενέστατη και τυπική. Την Παρασκευή το πρωί ξύπνησα και δεν τη βρήκα στο σπίτι. Τη Δευτέρα, αφού δεν είχε επιστρέψει ακόμα, κοίταξα στο δωμάτιό της. Είχε αφήσει όλα τα χειμωνιάτικα ρούχα της, αλλά είχε πάρει τα προσωπικά της αντικείμενα, το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, αλλά και τα καλοκαιρινά της ρούχα.”
Όταν η κα Πουλιάση ενημερώθηκε ότι ο Τάι και η Wazita ήταν ύποπτοι για τη δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη, πραγματικά παραξενεύτηκε.
“Μου κάνουν εντύπωση αυτά που ακούω. Ο Τάι ήταν ένα γλυκύτατο και ευγενέστατο παιδί. Γνώρισε την Μπουμ (υποκοριστικό της Wazita) πριν από ένα χρόνο και παντρεύτηκαν πριν από δύο μήνες. Αγαπιόνταν πάρα πολύ. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτά τα παιδιά έχουν σχέση με τις δολοφονίες. Αν έχουν σχέση, σίγουρα κάποιος τα έβαλε, κάποιος τα ανάγκασε να το κάνουν.”
Ο Ταϊλανδός μπάτλερ και όλα τα μέλη της οικογένειάς του, που ως τότε διέμεναν και δούλευαν στην Αθήνα, έφυγαν από τη χώρα το απόγευμα της Παρασκευής 21 Ιουνίου και κανείς δεν τους είδε ξανά ή έμαθε νέα τους. Διάφορα πράγματά τους αφέθηκαν πίσω δείχνοντας ότι η φυγή τους έγινε βιαστικά, προφανώς σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν ή να κρυφτούν από κάτι.
Αυτό ήταν και μια από τις ισχυρές ενδείξεις ότι τουλάχιστον ένας ή και περισσότεροι από αυτούς ήταν εμπλεκόμενοι στη μαζική δολοφονία της οικογένειας.
Γιατί όμως;
Άγνωστα κίνητρα και έρευνες χωρίς αποτέλεσμα
Σε μια πρώτη εκτίμηση, ένα κίνητρο για τις δολοφονίες θεωρήθηκε η ληστεία. Παρόλο που κανένα μέλος της οικογένειας δεν ζούσε για να επιβεβαιώσει τι πράγματα αξίας μπορεί να κλάπηκαν από το σπίτι, υπολογίστηκε ότι κλάπηκαν αρκετά χρήματα και ενδεχομένως μερικά αντικείμενα αξίας, όπως κοσμήματα. Όχι όμως αρκετά εν τέλει για να φανεί ότι πράγματι ο στόχος ήταν η ληστεία της πλούσιας οικογένειας.
Το γεγονός επίσης ότι τα άτομα δολοφονήθηκαν διαφορετικές χρονικές στιγμές, σε άλλους χώρους και βασανίστηκαν πριν τελικά πεθάνουν, δείχνει ότι προφανώς οι δράστες προσπαθούσαν να αποσπάσουν από την οικογένεια κάποια σημαντική πληροφορία. Αρχικά εκβίασαν τους γονείς σκοτώνοντας πρώτα τα παιδιά και κατέληξαν με τους ίδιους αφήνοντας κατά πολύ τελευταία τη μητέρα.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι η μητέρα, σύμφωνα με τη νεκροψία, πέθανε το απόγευμα της Κυριακής 23 Ιουνίου, ενώ ο ύποπτος μπάτλερ και οι δικοί του είχαν ήδη φύγει για Μπανγκόκ το απόγευμα της Παρασκευής. Αυτό ενδεχομένως μαρτυρά την ύπαρξη και άλλων συνεργατών στο έγκλημα, που συνέχισαν “τη δουλειά” ή αυτών που εξαρχής είχαν μπλέξει και τους Ταϊλανδούς στην υπόθεση.
Παρά τις ενδελεχείς έρευνες και προσπάθειες των αρχών η άκρη του νήματος για την τραγική υπόθεση της οικογένειας Χρυσαφίδη δεν μπόρεσε να βρεθεί ποτέ. Οι ελληνικές αρχές επικοινώνησαν με τις ταϊλανδικές ζητώντας την έκδοση του μπάτλερ Πρασέτ Σερτουασάνα, χωρίς όμως την αναμενόμενη ανταπόκριση.
Οι Ταϊλανδοί δεν δέχτηκαν να διεξάγουν δίκη για τον δικό τους, ύποπτο της δολοφονίας, ούτε και να βοηθήσουν να δοθεί για δίκη στην Ελλάδα. Θα’λεγε κανείς ότι κάπως τον προστάτευαν. Δύο φορές, το 1993 και 1995, εκπρόσωποι της ταϊλανδικής αστυνομίας ήρθαν στην Ελλάδα για να ενημερωθούν για την υπόθεση, αλλά έφυγαν χωρίς να γίνει τίποτα και οι αρχές δεν είχαν ποτέ ξανά ενημέρωση για το αν ασχολήθηκαν καν με το γεγονός.
Επίλογος
Σχεδόν 30 χρόνια μετά το στυγερό φονικό της οικογένειας Χρυσαφίδη το μυστήριο και τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα.
Γιατί ο Τάι δολοφόνησε την οικογένεια; Ήταν μόνος του σε αυτό ή έδρασε μαζί με τους συγγενείς του; Μήπως υπήρχαν κι άλλοι που ενδεχομένως τον έμπλεξαν, αλλά η ανάμειξή τους δεν αποκαλύφθηκε; Ποιός σκότωσε τη μητέρα όταν οι Ταϊλανδοί είχαν πλέον φύγει από τη χώρα; Ποιός ήταν ο πραγματικός λόγος που ολόκληρη η οικογένεια βασανίστηκε και δολοφονήθηκε τόσο αισχρά; Ποιός είχε όφελος από τον χαμό τους ή ποιές ήταν αυτές οι τόσο πολύτιμες πληροφορίες που μπορεί να ήθελε κάποιος να αποσπάσει από αυτούς;
Ανάμεσα στα πράγματα που βρέθηκαν μέσα στην έπαυλη του φόνου υπήρχε και μια χειρόγραφη διαθήκη του Μιχάλη Χρυσαφίδη, στην οποία αναφερόταν ότι αν συνέβαινε κάτι κακό στην οικογένειά του, όλη η περιουσία του θα περνούσε στον ανιψιό του. Γιατί όμως ο Χρυσαφίδης έγραψε αυτή τη διαθήκη; Δεχόταν απειλές; Ήξερε ότι κάτι κακό θα συμβεί;
Είναι πραγματικά σπάνιο σε φυσιολογικές συνθήκες κάποιος να φτιάχνει ιδιόχειρη διαθήκη αναφέροντας ότι μπορεί κάτι κακό να συμβεί σε όλη την οικογένειά του, χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος/φόβος πίσω από αυτό. Η αστυνομία έκανε την έρευνά της, αλλά δεν μπόρεσε να ανακτήσει πιο διαφωτιστικά στοιχεία. Ο εν λόγω ανιψιός δεν φάνηκε να έχει κάποια ανάμειξη στην όλη ιστορία, ενώ αναφέρθηκε πως ήταν συντετριμμένος από τον φρικτό χαμό των συγγενών του.
Κάπως έτσι η πολύκροτη υπόθεση παραμένει μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη και ο βασικός ύποπτος, ο Ταϊλανδός μπάτλερ, βρίσκεται κάπου στην Ταϊλάνδη κάνοντας τη ζωή του και έχοντας πάρει μαζί του κάθε απάντηση για το τι συνέβη στην έπαυλη της Εκάλης από τις 18 ως τις 22 Ιουνίου του 1991.
Πληροφορίες από το βιβλίο “Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα” του Πάνου Σόμπολου, Εκδόσεις Πατάκη.