Αν με τον τίτλο του κειμένου σας ήρθε στο μυαλό το διάσημο θεατρικό έργο “Ματωμένος Γάμος” του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, καλώς σας ήρθε, γιατί αυτό ακριβώς είναι το θέμα μας σήμερα.
Ο “Ματωμένος Γάμος” δημιουργήθηκε το 1932 και αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα και διαχρονικότερα τραγικά θεατρικά έργα και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά του Ισπανού συγγραφέα. Ένα ερωτικό τρίγωνο, ένας συμβατικός γάμος και ένας ανεκπλήρωτος έρωτας κορυφώνονται σε ένα ματωμένο τέλος. Μια τραγική ιστορία αγάπης, που ο Λόρκα εμπνεύστηκε από ένα πραγματικό γεγονός…
__________________________________
Ιούλιος 1928
Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα βρίσκεται στο μπαλκόνι του πατρικού του σπιτιού στη Γρανάδα και απολαμβάνει τις καλοκαιρινές του διακοπές. Στα χέρια του πέφτει μια τοπική εφημερίδα και την προσοχή του τραβάει μια συγκλονιστική ιστορία στο πρωτοσέλιδο. Λίγα χιλιόμετρα μακρυά από την περιοχή που μένει είχε διαδραματιστεί ένα οικογενειακό έγκλημα, ένας γάμος που βάφτηκε με αίμα.
Μια αληθινή υπόθεση που έμελλε να εμπνεύσει και να αποτυπωθεί σε ένα εμβληματικό έργο γεμάτο έρωτα, απαγορεύσεις και την κοινωνική αλήθεια της ισπανικής υπαίθρου εκείνης της εποχής…
Στην επαρχιακή πόλη Níjar της Ανδαλουσίας επρόκειτο να τελεστεί ο γάμος της Φρανσίσκα Κανιάδα (Francisca Canada Morales) και του Κασιμίρο Πέρεζ Πίνο (Casimiro Pérez Pino) στις 23 Ιουλίου του 1928. Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, οι εορτασμοί είχαν ξεκινήσει από το βράδυ της παραμονής του γάμου και θα κρατούσαν ως τα ξημερώματα της επόμενης μέρας της τελετής.
Η Φρανσίσκα Κανιάδα ήταν γνωστή στο χωριό ως η “Πακίτα η κουτσή”, λόγω ενός χρόνιου προβλήματος που είχε στο ένα της πόδι. Λέγεται πως όταν ήταν μωρό, συχνά έκλαιγε με ένα διαπεραστικό κλάμα και καθώς η μητέρα της είχε άλλα πέντε παιδιά να φροντίσει, δεν προλάβαινε πάντα να το ηρεμήσει. Τότε συνήθιζε ο πατέρας να επεμβαίνει χτυπώντας άσχημα το μωρό μέσα στην κούνια του για να σταματήσει.
Ο αντίκτυπος αυτών των χτυπημάτων φάνηκε όταν το παιδί άρχισε να μεγαλώνει και η βλάβη πλέον στο ένα του πόδι ήταν εμφανής και αδιόρθωτη. Ο πατέρας πνίγηκε στις ενοχές του και έτσι αποφάσισε, για να επανορθώσει κάπως, να αφήσει στη μικρή Πακίτα το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας που προοριζόταν για τα παιδιά του, ώστε να μπορέσει τουλάχιστον να καλοπαντρευτεί. Ποιός θα επέλεγε εύκολα μια κοπέλα σχεδόν κουτσή, που επίσης δεν ήξερε και πολλά από δουλειές;
Λόγω των ενοχών του πατέρα της για την κατάστασή της, η καθημερινότητά της διέφερε πολύ από αυτή των αδερφών της. Εκείνα δούλευαν όλη μέρα στα χωράφια, ενώ η κουτσή Πακίτα, αφού δεν μπορούσε να εργαστεί, καθόταν συνέχεια στη θαλπωρή του σπιτιού. Κεντούσε, διάβαζε βιβλία, μαγείρευε και ήταν η προστατευόμενη του πατέρα της. Ήταν ένα καλόκαρδο κορίτσι, αν και στην εμφάνισή της επίσης υστερούσε. Περιγράφεται ως αδύνατη και άχαρη, με θαμπά μαύρα μαλλιά, πεταχτά δόντια και ρυτίδες.
Το σκεπτικό λοιπόν του πατέρα της ήταν ότι μια δυνατή προίκα θα μπορούσε να ισορροπήσει τα υπόλοιπα μειονεκτήματά της και να της εξασφαλίσει τουλάχιστον έναν σύζυγο. Τα αδέρφια της ήταν σύμφωνα με αυτή του την απόφαση. Όλα εκτός από την αδερφή της, την Κάρμεν.
Η Κάρμεν Κανιάδα (Carmen Cañadas Morales) ήταν μεγαλύτερη από την Πακίτα και είχε παντρευτεί με τον Χοσέ Πέρεζ Πίνο (José Pérez Pino), έναν φτωχό αγρότη, τον οποίο όμως αγαπούσε και είχαν αποκτήσει και δύο παιδιά. Η πλούσια προίκα όμως της μικρής αδερφής της την έκανε να ζηλεύει αφόρητα. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι η Πακίτα θα έπαιρνε χωράφια, αμπέλια, σπίτια και χρήματα κι εκείνη με τον άντρα της θα τα έβγαζαν πέρα με ατελείωτη δουλειά, στερήσεις, στριμωγμένοι σε ένα φτωχικό αγροτόσπιτο.
Μαζί με την Κάρμεν και τον Χοσέ έμενε και ο αδερφός του άντρα, ο Κασιμίρο (Casimiro Pérez Pino), ένα ήσυχο παιδί, έντιμο και αφοσιωμένο στη δουλειά. Όταν λοιπόν, η Πακίτα έφτασε σε ηλικία γάμου, η Κάρμεν πρότεινε στον πατέρα τους να την παντρέψει με τον Κασιμίρο. Στόχος της ήταν με αυτό τον τρόπο η περιουσία της μικρής της αδερφής να παραμείνει ουσιαστικά στην οικογένεια εκείνης και του άντρα της (μέσω του αδερφού του).
Ο πατέρας τους, χωρίς προφανώς να βλέπει τον δόλο πίσω από την πρόταση της μεγάλης κόρης του, βρήκε την ιδέα της πολύ καλή και πράγματι κανόνισε το προξενιό μεταξύ της κόρης του Πακίτα και του Κασιμίρο. Η Πακίτα δεν ρωτήθηκε ποτέ γι’αυτό, όπως συνηθιζόταν άλλωστε εκείνη την εποχή, και παρόλο που ο Κασιμίρο ήταν μια καλή επιλογή συζύγου, αυτό που έλειπε μεταξύ τους ήταν ο έρωτας.
Αντιθέτως, η Πακίτα φαίνεται πως έτρεφε αισθήματα για έναν άλλο άντρα, τον συνομίληκό της και ξάδερφό της, Φρανσίσκο Μόντες Κανιάδα (Francisco Montes Canada). Οι δυό τους από παιδιά περνούσαν πολύ χρόνο μαζί και από τότε όλοι συνήθιζαν να πειράζουν την Πακίτα ότι ήταν ερωτευμένη με τον όμορφο Φρανσίσκο.
___________________________________________
22 Ιουλίου 1928
Η παραμονή του γάμου ήταν γεγονός, όλα ήταν έτοιμα και όταν άρχισε να σουρουπώνει το σπίτι της οικογένειας Κανιάδα γέμισε καλεσμένους. Η νύφη και ο γαμπρός, η Πακίτα και ο Κασιμίρο, εμφανίστηκαν και σύντομα άρχισε το δείπνο. Αφού έγιναν οι καθιερωμένες προπόσεις και μοιράστηκαν ευχές κι εκεί που το γλέντι προχωρούσε ομαλά, η μέλλουσα νύφη Πακίτα έφυγε από το τραπέζι λέγοντας ότι είναι πολύ κουρασμένη.
Η διάθεσή της φαινόταν ήδη πεσμένη, αν και αυτό δεν απασχόλησε πολλούς. Η μεγάλη αδερφή της, η Κάρμεν, μετά από λίγη ώρα άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι συμβαίνει και ανέβηκε στο σπίτι να τη βρει. Η Πακίτα όμως δεν ήταν πουθενά.
Η πονηρή Κάρμεν σκέφτηκε σχεδόν αμέσως τον ξάδερφό τους Φρανσίσκο γνωρίζοντας την αδυναμία της αδερφής της, αλλά και επειδή η θεία τους και μητέρα του για κάποιο λόγο δεν είχε παρευρεθεί στο γάμο.
Πράγματι ο Φρανσίσκο ήταν αυτός που είχε έρθει κρυφά στο σπίτι. Περίμενε έξω από το σπίτι της με το άλογό του και μια καραμπίνα και όταν ήρθε η ώρα, πήρε την Πακίτα και έφυγαν μαζί. Παραμένει άγνωστο αν οι δυό τους ήταν όντως ερωτευμένοι ή αν επρόκειτο για άλλο ένα προξενιό, αυτή τη φορά από τη μητέρα του Φρανσίσκο, που ώθησε τον γιό της στην ξαδέρφη του ώστε να καρπωθούν την περιουσία της.
Όταν η Κάρμεν ενημέρωσε τον άντρα της, Χοσέ, για τη φυγή της Πακίτας, εκείνος εξοργίστηκε. Μαζί άρχισαν να κυνηγούν τους δύο φυγάδες και δεν άργησαν να τους προλάβουν μερικά χιλιόμετρα μακρυά. Τα προσωπικά τους κίνητρα βρήκαν “στήριγμα” στους άγραφους κοινωνικούς κανόνες της εποχής, όπου ένα τέτοιο γεγονός αποτελούσε ντροπή για τις οικογένειες και ήταν άξιο παραδειγματικής τιμωρίας.
Ο Χοσέ κατάφερε να πυροβολήσει τρεις φορές τον άτυχο Φρανσίσκο σκοτώνοντάς τον άμεσα, ενώ η Κάρμεν προσπάθησε να στραγγαλίσει την ίδια της την αδερφή! Στη συνέχεια, τους άφησαν σωριασμένους στο χώμα και έφυγαν.
Η Πακίτα όμως δεν είχε πεθάνει. Με το νυφικό της ποτισμένο με το αίμα του νεκρού αγαπημένου της σηκώθηκε και επέστρεψε στο σπίτι της. Όταν κατέθεσε στην αστυνομία για το περιστατικό, τους είπε ότι οι δράστες που τους επιτέθηκαν της ήταν άγνωστοι, γιατί είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Ακόμα και μετά από αυτό, θέλησε να προστατέψει την μεγαλύτερη αδερφή της.
Η Κάρμεν πάντως και ο Χοσέ παραδόθηκαν από μόνοι τους στις αρχές μερικές μέρες αργότερα ομολογώντας την πράξη τους. Καταδικάστηκαν για τη δολοφονία του Φρανσίσκο Μόντες Κανιάδα και φυλακίστηκαν. Η Κάρμεν παρέμεινε στη φυλακή για 15 μήνες και ο Χοσέ για τρία χρόνια.
Η άμοιρη Πακίτα από τότε και μετά απομακρύνθηκε τελείως από τον κόσμο. Ο γάμος-προξενιό με τον Κασιμίρο προφανώς ακυρώθηκε και εκείνη κλείστηκε στο σπίτι της για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Αναφέρεται ότι δεν ξαναμίλησε ποτέ ούτε μαζί του, αλλά ούτε και με την αδερφή της Κάρμεν.
Ακόμα και οι συγχωριανοί της δεν μάθαιναν νέα της και μετά από κάμποσο καιρό ξέχασαν και ότι κάποτε υπήρχε. Όταν τελικά η Πακίτα πέθανε τον Ιούλιο του 1987, η είδηση του θανάτου της τους ξάφνιασε όλους, σαν μια αναλαμπή από το μακρινό παρελθόν. “Α, ζούσε ακόμα αυτή;”
____________________________________