Τον Μάιο του 1999 πραγματοποιήθηκε η πρώτη λεωφορειοπειρατεία στην Ελλάδα από έναν Αλβανό μετανάστη, με θύμα έναν 28χρονο Έλληνα επιβάτη. Για άλλη μια φορά προκάλεσε συζητήσεις για την ανεπάρκεια της αστυνομίας σε κρίσιμες καταστάσεις, καθώς και τον αδηφάγο ρόλο των μέσων ενημέρωσης.
_______________________________
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90. Μια μεταβατική περίοδο για την ελληνική κοινωνία, όταν εισέρχονταν στη χώρα και τα πρώτα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα κυρίως από την γειτονική Αλβανία.
Ήταν πρωί της 28ης Μαΐου του 1999. Ένα λεωφορείο από τα ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης έκανε το τακτικό του δρομολόγιο στις ανατολικές περιοχές του νομού. Σε μια στάση πριν από το χωριό Καρδία επιβιβάστηκε σε αυτό και ένας 25χρονος Αλβανός, ο Φλαμούρ Πίσλι. Μέσα στο λεωφορείο υπήρχαν εκείνη την στιγμή 13 επιβάτες, κυρίως νέας ηλικίας.
Όταν το λεωφορείο ξεκίνησε, ο Αλβανός αποκάλυψε τις προθέσεις του, που ως τότε δεν υποψιαζόταν κανείς. Σηκώθηκε στο μπροστινό μέρος του λεωφορείου κρατώντας στα χέρια του μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα και φώναξε στον οδηγό να γυρίσει πίσω στο χωριό Κάτω Σχολάρι.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η πρώτη υπόθεση λεωφορειοπειρατείας στην Ελλάδα, η οποία κατέληξε με έναν αθώο νεκρό και μια αστυνομική επιχείρηση χωρίς ικανή οργάνωση.
Ας δούμε όμως πρώτα ποιός ήταν ο 25χρονος Αλβανός και πως έφτασε σε αυτή την πράξη εκείνη την ημέρα.
Ο Φλαμούρ Πίσλι γεννήθηκε στην Αλβανία το 1975 και σε μικρή ηλικία βρέθηκε στην Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκε στο χωριό Κάτω Σχολάρι, κοντά στην Θεσσαλονίκη. Μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Έντι, δούλευαν κάποια στιγμή για τον κάτοικο της περιοχής, Θοδωρή Οργαντζίδη. Ο Έντι σύναψε ερωτική σχέση με την γυναίκα του εργοδότη του, την οποία λέγεται πως άφησε και έγκυο. Κατόπιν έφυγε από την περιοχή κι όλο το βάρος του γεγονότος έπεσε στον μεγαλύτερο αδερφό του, Φλαμούρ.
Όταν ο Οργαντζίδης αντιλήφθηκε τι είχε γίνει, θέλησε να εκδικηθεί. Κατήγγειλε λοιπόν στην αστυνομία πως τα αδέρφια Πίσλι συμμετείχαν σε εμπόριο όπλων και κατείχαν και κάποια στο σπίτι τους. Η αστυνομία έκανε έφοδο και βρήκε πράγματι τρία Καλάσνικοφ στο υπόγειο του σπιτιού. Αναφέρεται πως τα όπλα -ή σίγουρα κάποια από αυτά- είχαν τοποθετηθεί εκεί επίτηδες από τον ίδιο τον Οργαντζίδη.
Με συνοπτικές διαδικασίες ο Αλβανός κρίθηκε ένοχος για κατοχή όπλων και φυλακίστηκε. Όταν εξέτισε την ποινή του, απελάθηκε πίσω στην χώρα του. Εκεί όμως δεν βρήκε την πιο θερμή υποδοχή. Οι Αλβανοί συμπατριώτες του τον χλεύαζαν που “την πάτησε από τους Έλληνες”, ενώ και η αρραβωνιαστικιά του τον χώρισε. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με την γυναίκα που τον είχε φιλοξενήσει στην Ελλάδα, όμως κι εκείνη του έκλεισε την πόρτα λέγοντάς του να μην επιστρέψει εδώ.
Στην Ελλάδα τον θεωρούσαν ένοχο για οπλοκατοχή και συνεπώς αναξιόπιστο και επικίνδυνο. Στην Αλβανία τον θεωρούσαν βλάκα που ντροπιάστηκε έτσι από Έλληνες. Ο Φλαμούρ, απογοητευμένος και οργισμένος, είχε πλέον ένα πράγμα στο μυαλό του, να αποδείξει την αθωότητά του και να αποκαταστήσει την φήμη του. Και αυτό έπρεπε να γίνει δημόσια και με έναν τρόπο που θα το μάθαιναν όλοι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία. Ήθελε να βγει στην τηλεόραση.
Να σημειώσουμε κάπου εδώ πως μερικούς μήνες πριν είχε προηγηθεί η υπόθεση ομηρείας του Σορίν Ματέι. Μια υπόθεση που είχε για πρώτη φορά ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη, άσκησε πίεση στην αστυνομία και κατέληξε δυστυχώς με παράπλευρα θύματα.
Δείτε περισσότερα: Ιστορίες για αγρίους: Υπόθεση Ομηρείας Σορίν Ματέι
Εκμεταλλευόμενος την αδηφάγα τάση της δημοσιογραφίας και την ευκαιρία που του έδινε για προβολή, ο Φλαμούρ αποφάσισε να προκαλέσει κάτι παρόμοιο. Να βγει στην τηλεόραση για να διεκδικήσει όσα του είχαν πάρει. Το σχέδιό του ήταν να κάνει κατάληψη ένα ελληνικό λεωφορείο και υπό την απειλή όπλων να τον οδηγήσει στην Αλβανία.
Φτάνουμε έτσι στο πρωινό της 28ης Μαΐου του 1999. Ο Φλαμούρ κρατώντας την απασφαλισμένη χειροβομβίδα διατάζει τον οδηγό του λεωφορείου να κατευθυνθεί πίσω προς το χωριό Κάτω Σχολάρι. Έτσι και γίνεται.
Φθάνοντας στο χωριό ο Αλβανός οδηγεί το λεωφορείο στο σπίτι του Σπύρου Παναγιώτου, που ήταν ο συνεργός του Οργαντζίδη στην πλεκτάνη που είχε στηθεί εναντίον του. Πυροβόλησε εναντίον του άντρα, χωρίς όμως να τον πετύχει.
Στη συνέχεια πέρασαν από το σπίτι της Ελένης Εμμανουηλίδου, της γυναίκας που είχε αρνηθεί να τον φιλοξενήσει ξανά μετά την καταδίκη του. Αφού την έβρισε και της είπε φωνάζοντας όσα ήθελε, συνέχισε για το σπίτι του Οργαντζίδη. Ο δρόμος όμως ήταν στενός για να περάσει το λεωφορείο και ο άντρας γλύτωσε την απόπειρα εναντίον του.
Ο Αλβανός απογοητεύτηκε που δεν μπόρεσε να τον συναντήσει, όμως δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Το λεωφορείο πλέον κινούταν προς την Θεσσαλονίκη. Σκεφτόταν πως θα έκανε τα πάντα για να συλληφθούν αυτοί που τον έβαλαν φυλακή. Εν τω μεταξύ, τηλεφώνησε στην αστυνομία από το κινητό ενός επιβάτη. Ζήτησε να του δώσουν τα τρία Καλάσνικοφ για τα οποία είχε κατηγορηθεί. Ήθελε τα όπλα θεωρώντας πως έτσι κάπως θα αποδείκνυε την αθωότητά του.
Η αστυνομία πιάστηκε απροετοίμαστη. Έχοντας πρόσφατη και την λανθασμένη της δράση στην προηγούμενη υπόθεση ομηρείας και μη θέλοντας να ρισκάρει την τύχη των ομήρων, δέχεται τις απαιτήσεις του Αλβανού και απλά ακολουθεί το λεωφορείο.
Από τότε και μετά ξεκίνησε μια κινηματογραφική πορεία του λεωφορείου για τουλάχιστον 5 ώρες μέσα στην Θεσσαλονίκη. Ακολουθούσε η αστυνομία, πλήθος δημοσιογράφων μαζί με τηλεοπτικές κάμερες, ασθενοφόρα και διάφοροι άνθρωποι που παρακολουθούσαν το συμβάν. Τα μάτια όλων στη χώρα ήταν στραμμένα πάνω του.
Η διαδρομή του λεωφορείου στην Θεσσαλονίκη δεν είχε καμία λογική. Απλά περιπλανιόταν χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Σε αυτό έπαιξαν ρόλο και οι δημοσιογράφοι. Μιλώντας μέσω κινητών με τους ομήρους στο λεωφορείο μεταδίδονταν διάφορες πληροφορίες και σχόλια, που έκαναν και τον Πίσλι να μην ξέρει ακριβώς τι να κάνει. Ήταν εμφανώς αγχωμένος, αλλά και απόλυτα αποφασισμένος να πετύχει τον στόχο του.
Μέσα σ’ αυτό το χάος και περίπου 5 ώρες αργότερα, ο Πίσλι αποφάσισε τελικά ότι ήθελε να πάει στην Αλβανία. Το πρωτοφανές κομβόι κινήθηκε λοιπόν προς τα εκεί. Μιλώντας με την αστυνομία, εκτός από όπλα, ζητούσε πλέον και 5 εκατομμύρια δραχμές, καθώς και να τον αφήσουν να επιστρέψει ασφαλής στην Αλβανία. Η αστυνομία δέχτηκε. Δεν έδειξαν να μπορούν να κάνουν καμία συντονισμένη προσπάθεια να σταματήσουν την λεωφορειοπειρατεία και απλώς ακολουθούσαν.
Είχε πλέον νυχτώσει όταν το λεωφορείο έφτασε στην Κοζάνη. Εκεί ο Αλβανός κατέβηκε και μίλησε στους δημοσιογράφους δείχνοντας πρόθυμος να συνεργαστεί. Δέχτηκε επίσης τις 5 εκατ. δραχμές από την αστυνομία αφήνοντας τελικά τα Καλάσνικοφ.
Το λεωφορείο συνέχισε την πορεία του προς την Αλβανία με την συνοδεία της αστυνομίας. Πέρασαν τα σύνορα μέσα στη νύχτα και συνέχισαν την πορεία τους μέσα σε άγνωστα χωριά. Ο οδηγός είχε αναγκαστεί να οδηγήσει για ώρες ολόκληρες σε μια ακανόνιστη πορεία και υπό την απειλή όπλου, ενώ και όλοι οι επιβάτες ήταν πλέον εξαντλημένοι. Ακόμα και ο απαγωγέας είχε πλέον χαλαρώσει.
Ήταν πρωί όταν έφτασαν κοντά στην περιοχή Ελμπασάν της Αλβανίας. Εκεί αναγκάστηκαν επιτέλους να σταματήσουν, καθώς είχε στήσει μπλόκο η αλβανική αστυνομία. Αυτό που φαινόταν ως μια οργανωμένη επιχείρηση διάσωσης, ήταν τελικά ένα φιάσκο ασυνεννοησίας με τραγική κατάληξη. Οι Αλβανοί αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν προς το λεωφορείο.
Ο 28χρονος επιβάτης, Γιώργος Κουλούρης, επιχείρησε μέσα στον πανικό να κατέβει γρήγορα από το λεωφορείο για να διασωθεί. Τότε όμως ένας Αλβανός αστυνομικός τον πυροβόλησε και τον σκότωσε… Ενδεχομένως νόμιζε πως αυτός ήταν ο δράστης. Λίγο αργότερα, έπεσε νεκρός από τους πυροβολισμούς και ο πραγματικός απαγωγέας, ο Φλαμούρ Πίσλι.
Η αλβανική αστυνομία προχώρησε σε ένοπλη δράση παρά τις προτροπές της ελληνικής πλευράς και η ιστορία έληξε με θύματα που θα μπορούσαν να μην υπάρχουν. Η ελληνική αστυνομία, αλλά και η κυβέρνηση, από την μεριά τους δεν κινήθηκαν καθόλου δραστικά και συντονισμένα.
Στην Αλβανία ο απαγωγέας παρουσιαζόταν στα μέσα ενημέρωσης ως ήρωας που υπέφερε από τους Έλληνες και αυτή η άποψη επικράτησε στην κοινή γνώμη. Του έφτιαξαν μάλιστα και μνημείο για το κατόρθωμά του να φέρει ελληνικό λεωφορείο στην χώρα τους. Ο αστυνομικός επίσης που σκότωσε τον αθώο Έλληνα επιβάτη έγινε Αρχηγός της αλβανικής αστυνομίας…
Στην Ελλάδα γινόταν λόγος για φιάσκο της αλβανικής αστυνομίας που κόστισε την ζωή στον αδικοχαμένο Γιώργο Κουλούρη. Η οικογένεια του 28χρονου προσέφυγε στην δικαιοσύνη για την δολοφονία του. Ωστόσο οι αλβανικές αρχές έβαλαν την υπόθεση στο αρχείο χωρίς να αναλάβουν ποτέ ευθύνες για τον θάνατό του.
Σε μια συνέχεια σαν από κακόγουστο ανέκδοτο, μερικά χρόνια αργότερα, ο Αλβανός αστυνομικός, Αρτάν Ντίντι, που σκότωσε τον Κουλούρη, τιμήθηκε στην Λιβαδειά από Έλληνες. Ο έπαρχος Λιβαδειάς, Ηρώδης Νταλιάνης, του απέδωσε τον τίτλο του επίτιμου δημότη Λιβαδειάς, επειδή πρωτοστάτησε στην δημιουργία αστυνομικού τμήματος στην περιοχή αυτή της Βορείου Ηπείρου.
Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη υπόθεση λεωφορειοπειρατείας στη χώρα αποκάλυψε (ξανά) δύο πράγματα. Την ανεπάρκεια της αστυνομίας σε κρίσιμες στιγμές και στα πλαίσια μιας κυβερνητικής παθητικότητας. Και φυσικά τον σχεδόν ηγετικό ρόλο των μέσων ενημέρωσης, που δεν διστάζουν να ξεζουμίσουν με κάθε ευκαιρία το ανθρώπινο δράμα για τις ανάγκες της θεαματικότητας.