Ένας κατά συρροή βιαστής και δολοφόνος και μια νεαρή βρετανίδα βγήκαν ένα ραντεβού για φαγητό την 1η Ιουλίου του 2000…
______________________________
Ταξίδι στο Τόκιο και το μοιραίο ραντεβού
H Lucie Blackman, γεννημένη τον Σεπτέμβριο του 1978, ήταν μία 21χρονη Βρετανίδα που δούλευε ως αεροσυνοδός της British Airways μέχρι που αποφάσισε να παραιτηθεί και να ταξιδέψει με την φίλη της στην Ασία. Έτσι, το 2000, φτάνει στο Τόκιο έχοντας τουριστική βίζα για 90 ημέρες και μαζί με τη φίλη της, Louise Phillips, μένουν σε ένα hostel κοντά στο Ολυμπιακό Στάδιο του Τόκιο.
Τα δύο νεαρά κορίτσια αρχίζουν άμεσα να ψάχνουν για δουλειά και έτσι βρίσκουν την ευκαιρία στο Casablanca bar στην θέση της υποδοχής. H Lucie ήταν αρκετά χαρούμενη για τη νέα της δουλειά και με τα χρήματα που θα έπαιρνε θα ξεχρέωνε το δάνειο σπουδών της. Αν και δεν ήταν τόσο δημοφιλής όσο η φίλη της Phillips, κέρδιζε αμέσως τη συμπάθεια των πελατών της.
Στο κλαμπ όπου δούλευαν, το να εργάζεσαι στην υποδοχή σήμαινε πως πρέπει να κρατάς παρέα σε κάποιον όσο θα πίνει το ποτό του (χωρίς σεξουαλικό υπόβαθρο!). Αλλά για να κερδίσουν μπόνους και να κρατήσουν τους ιδιοκτήτες χαρούμενους, πολλά νεαρά κορίτσια που δούλευαν εκεί κρατούσαν επαφή με τους πελάτες ώστε να είναι σίγουρες πως οι πελάτες θα έρχονται συχνά στο Casablanca και θα αφήνουν θετικές κριτικές. Μερικοί από αυτούς τους τακτικούς πελάτες ήταν πλούσιοι, συμπεριλαμβανομένου και του Kim Sung Jong (Joji Obara).
Μετά από πρότασή του Kim Sung Jong η Lucie πήγε μαζί του για μεσημεριανό γεύμα δίπλα στη θάλασσα την 1η Ιουλίου του 2000. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά στο ραντεβού και στις 18:45 η Lucie καλεί την φίλη της και την ενημερώνει πως πρόκειται να γυρίσει στο ξενοδοχείο γρήγορα.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που κάποιος επικοινώνησε με την Lucie…
Όσο πέρναγε η ώρα η Louise όλο και ανησυχούσε για τη φίλη της, ώσπου τα ξημερώματα της επόμενης μέρας λαμβάνει μια κλήση από έναν άντρα Ιαπωνικής καταγωγής, ο οποίος μιλώντας καλά αγγλικά, της λέει πως η Lucie είναι καλά, αλλά έχει γίνει μέλος μιας νέας αίρεσης και βρίσκεται για εκπαίδευση στην πόλη Chiba. Όταν η Lousie είπε πως θέλει να μιλήσει στη φίλης της, εκείνος ανέφερε ότι η Lucie δεν θέλει να δει κανέναν δικό της άνθρωπο ξανά.
Η Louise πανικόβλητη και φοβισμένη τηλεφωνεί στους γονείς της Lucie να τους ενημερώσει πως δεν ξέρει που βρίσκεται η κόρη τους και αν είναι καλά. Η μητέρα της Lucie ειδοποιεί τις Βρετανικές αρχές και έτσι οι έρευνες ξεκινούν σε Ιαπωνία και Αγγλία. Οι έρευνες αυτές έφεραν στο φως διάφορες άσχημες πτυχές και κινδύνους της νυχτερινής ζωής στο Τόκιο.
Λίγες μέρες μετά, στις 4 Ιουλίου, η μικρή αδερφή της Lucie, η Sophie αποφασίζει να ταξιδέψει στο Τόκιο ώστε να βοηθήσει στις έρευνες για τον εντοπισμό της αδερφής της. Μην έχοντας κανένα αποτέλεσμα, στις 12 Ιουλίου ο πατέρας της Lucie, Tim Blackman, αναχωρεί κι εκείνος για Τόκιο. Απελπισμένος με την εξαφάνιση της κόρης του, βγαίνει σε τηλεοπτική εκπομπή ζητώντας βοήθεια, ενώ στο Τόκιο κυκλοφορούν δεκάδες χιλιάδες αφίσες με την φωτογραφία της Lucie με σκοπό να βρεθούν τυχόν αυτόπτες μάρτυρες.
Πατέρας και κόρη συνεχίζουν να πραγματοποιούν τις δικές τους έρευνες ιδρύοντας ένα γραφείο στο Τόκιο κοντά στο μπαρ Casablanca. Ανοίγουν μια εμπιστευτική τηλεφωνική γραμμή, στελεχωμένη από ανθρώπους Βρετανικής καταγωγής, για άτομα που μπορεί να έχουν πληροφορίες σχετικά με την εξαφάνιση της Lucie. Η οικογένεια Blackman πρόσφερε επίσης ανταμοιβή £9.500 σε όποιον τους αποκάλυπτε που βρίσκεται η Lucie. Σε μερικές βδομάδες το ποσό αυξήθηκε στις 100.000£ από έναν ανώνυμο επιχειρηματία.
Ο τότε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Tony Blair υπόσχεται στον Tim Blackman πως θα βρεθεί η κόρη του και υπόσχεται να θίξει αυτό το θέμα με τον Ιάπωνα ομόλογό του σε μια σύνοδο κορυφής που θα γινόταν τότε στο Τόκιο.
Την 1η Αυγούστου η Βρετανική αστυνομία λαμβάνει ένα ανώνυμο γράμμα από κάποιον που υποστήριζε πως είναι η Lucie και συγκεκριμένα έγραφε: “Κάνω αυτό που θέλω, σας παρακαλώ αφήστε με ήσυχη”. Ο πατέρας της βλέποντας το γράμμα και ξέροντας τον γραφικό χαρακτήρα της κόρης του υποστηρίζει πως αυτό το γράμμα είναι ψεύτικο.
Με την εκτενή δημοσιότητα που πήρε τότε η υπόθεση, τρεις ακόμα γυναίκες κατέφθασαν στην αστυνομία καταθέτοντας παρόμοιες ιστορίες. Όλες είχαν εργαστεί τα τελευταία χρόνια στο κλαμπ του Roppongi και είχαν βγει πληρωμένο ραντεβού σε ένα παραθαλάσσιο εστιατόριο με έναν πλούσιο Ιάπωνα επιχειρηματία, τον Joji Obara. Όλες ανέφεραν πως ξύπνησαν μετά από ώρες ή και μέρες στο σπίτι του, χωρίς να θυμούνται καθόλου τι είχε συμβεί πριν.
Αποκαλύφθηκε πως είχαν ξαναγίνει αναφορές στην αστυνομία για τον συγκεκριμένο τύπο, αλλά είχαν αγνοηθεί. Είχε έρθει όμως πλέον η ώρα να ασχοληθούν επιτέλους μαζί του.
Στις 11 Οκτωβρίου, η αστυνομία καλεί για ανάκριση τον 48χρονο ύποπτο και επιχειρηματία Joji Obara για την εξαφάνιση της Lucie Blackman, καθώς και για κατοχή ναρκωτικών και τον βιασμό άλλων γυναικών. Μετά από αρκετές μέρες παραδέχτηκε ότι γνώρισε τη Blackman, αλλά αρνούνταν ότι έπαιξε κάποιο ρόλο στην εξαφάνισή της.
Στο διαμέρισμά του είχαν βρεθεί μόνο κάποιες τρίχες της Blackman, αλλά ταυτόχρονα και μια απόδειξη από αγορά αλυσοπρίονου και τουλάχιστον 400 βιντεοκασέτες που έδειχναν τον Obara να κακοποιεί σεξουαλικά λιπόθυμες ή ημι-λιπόθυμες γυναίκες. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η 21χρονη Αυστραλή, Carita Ridgeway, η οποία είχε πεθάνει στο νοσοκομείο το 1992 και παρά τις εμφανείς υποψίες, ο Obara δεν είχε δικαστεί για τον θάνατό της.
Στις 9 Φεβρουαρίου του 2001, η αστυνομία βρίσκει διαμελισμένα μέρη ενός σώματος θαμμένα σε μια σπηλιά κοντά στο παραθαλάσσιο σπίτι του Joji Obara. Το πτώμα ήταν τεμαχισμένο σε οκτώ κομμάτια, ενώ το κεφάλι ήταν ξυρισμένο και βουτηγμένο σε μπετόν.
Σύντομα αναγνωρίστηκε ως το νεκρό σώμα της Lucie Blackman.
Ο Joji Obara κατηγορήθηκε ότι απήγαγε, νάρκωσε, βίασε και σκότωσε την 21χρονη Lucie, ενώ κατηγορήθηκε και για βιασμό άλλων οκτώ γυναικών. Κατηγορήθηκε επίσης και για τον βιασμό και την άγρια δολοφονία της Αυστραλιανής Carita Ridgway, που είχε πέσει θύμα του το 1992.
Tο προφίλ του δολοφόνου
Ο Joji Obara (Kim Sung Jong) γεννήθηκε το 1952 στην Οσάκα σε μια φτωχική οικογένεια. Ο πατέρας του έκανε διάφορες δουλειές, από οδοκαθαριστής έως οδηγός ταξί.
Στα 15, ο Obara εγγράφηκε σε ένα γυμνάσιο που ανήκε στο Πανεπιστήμιο Keio, από όπου αποφοίτησε με πτυχία πολιτικής και νομικής. Δύο χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του πατέρα του, κληρονόμησε κάποια περιουσιακά στοιχεία στην Οσάκα και το Τόκιο. Μετά την αποφοίτησή του έγινε πολιτογραφημένος Ιάπωνας πολίτης και άλλαξε νόμιμα το όνομά του σε Joji Obara.
Τέλη της δεκαετίας του 1980 και αρχές του 1990, ο Joji Obara επένδυσε σε μεγάλο βαθμό στην κερδοσκοπία των ακινήτων. Αφού έχασε την περιουσία του και η εταιρεία του κατέρρευσε, σύμφωνα με πληροφορίες χρησιμοποίησε την επιχείρησή του ως μέσο ξεπλύματος χρημάτων.
Η συλλογή πορνογραφικών βίντεο που είχε στην κατοχή του, από τα οποία ανακτήθηκαν περίπου 5.000, οδήγησαν την αστυνομία να πιστεύει ότι ο Joji μπορεί να έχει βιάσει συνολικά από 150 έως 400 γυναίκες. Ένας συχνός πελάτης στο Casablanca που γνώριζε τον Joji, ανέφερε ότι είχε εμμονή με τις λευκές γυναίκες και είχε αναπτύξει ένα σεξουαλικό φετίχ με τη κακοποίηση γυναικών.
Η δίκη του Joji Obara και ο χειρισμός των ιαπωνικών αρχών
Η δίκη του ξεκίνησε στις 4 Ιουλίου του 2001 και κράτησε μέχρι τις 24 Απριλίου του 2007. Καταδικάστηκε για ισόβια με πολλαπλές κατηγορίες βιασμού και ανθρωποκτονίας, αλλά απαλλάχθηκε από τον βιασμό και τον φόνο της Lucie Blackman λόγω έλλειψης άμεσων αποδεικτικών στοιχείων.
Τα αποδεικτικά στοιχεία που στήριζαν την ενοχή του για βιασμό περιλάμβαναν περίπου 400 βίντεο που τράβηξε ο ίδιος, στα οποία συμμετείχε σε πράξεις βιασμού (συμπεριλαμβανομένου και του βιασμού της Carita Ridgway). Για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, ο εισαγγελέας είχε συντάξει μια έκθεση αυτοψίας που έδειχνε ίχνη χλωροφορμίου στο συκώτι της Carita. Στην υπόθεση της Lucie Blackman ωστόσο, ο εισαγγελέας δεν μπόρεσε να προσκομίσει ικανά εγκληματολογικά αποδεικτικά στοιχεία που να συνδέουν την κατηγορούμενη με τον δολοφόνο της.
Ακόμη και η αιτία θανάτου της δεν μπόρεσε ποτέ να προσδιοριστεί.
Ο Tim Blackman, δέχτηκε 450.000 λίρες από έναν φίλο του Obara, αλλά άλλα μέλη της οικογένειας αντιτάχθηκαν στην αποδοχή των χρημάτων. Ο δικαστής δήλωσε ότι η πληρωμή του Joji στις οικογένειες των θυμάτων δεν έπαιξε ρόλο στην απόφαση του.
Ο πρώην εισαγγελέας Takeshi Tsuchimoto, τώρα καθηγητής ποινικού δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Hakuoh, επέκρινε την απόφαση απαλλαγής του Obara για τη δολοφονία της Lucie Blackman. Ο εισαγγελέας, ωστόσο, άσκησε έφεση στις αποφάσεις που σχετίζονται με τη Lucie Blackman, καθώς δεν είχαν ακουστεί κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία στην αρχική δίκη και άρχισε μια έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Τόκιο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο του Τόκιο έκρινε τελικά τον Joji ένοχο για τις κατηγορίες απαγωγής και δολοφονίας της Lucie Blackman στις 16 Δεκεμβρίου του 2008 επικυρώνοντας την ισόβια ποινή του.
Το ιαπωνικό δικαστικό σύστημα δέχθηκε ηχηρή κριτική για τον χειρισμό της υπόθεσης ακόμα και από μέσα ενημέρωσης ξένων χωρών. Kαθώς πολλοί υποστήριζαν, η αστυνομία δεν έλαβε σοβαρά υπόψη την υπόθεση της αγνοούμενης Lucie, επειδή δούλευε παράνομα σε μια εργασία από την οποία οι γυναίκες συχνά φεύγουν χωρίς προειδοποίηση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ανακάλυψη του σώματος ήρθε πολύ αργά για να προσδιοριστεί η αιτία θανάτου της.