Ευσεβής πόθος κάθε κατά συρροή δολοφόνου (που σέβεται τον εαυτό του) είναι να καταφέρει να διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Κάποιοι κατάφεραν να κάνουν αρκετά φιλότιμες προσπάθειες καμουφλάροντας τις ανήθικες προθέσεις τους πίσω από ένα ευυπόληπτο κοινωνικό προφίλ, πολλά ψέματα και χαρακτηριστική μεθοδικότητα.

Το έξυπνο πουλί όμως από τη μύτη πιάνεται, που λέει και ο λαός μας, και κάπως έτσι το τέλειο έγκλημα ακόμα δεν έχει γίνει.

Μια φρικιαστική και ιδιαίτερη τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του Βρετανού κατά συρροή δολοφόνου John Haigh. Ένας εξωτερικά αξιοσέβαστος και γοητευτικός άντρας, που έκρυβε μέσα του ένα αδηφάγο, αδίστακτο τέρας με υψηλές προσδοκίες.

__________________________

Ο John George Haigh γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου του 1909 στην Βρετανία και μέχρι τα 24 του χρόνια ζούσε με την οικογένειά του στην πόλη Outwood δυτικά του Yorkshire.

Ο ίδιος θυμάται την παιδική του ηλικία ως μια περίοδο μοναχική και ιδιαίτερα καταπιεσμένη από τους θρησκευτικά φανατισμένους γονείς του, που συνήθιζαν να του υπενθυμίζουν ότι υπάρχει πάντα μια ανώτερη θεότητα, που τον παρακολουθεί κάθε στιγμή και είναι έτοιμη να τον επικρίνει για κάθε του πράξη. Το σπίτι τους περικλειόταν από έναν ψηλό φράχτη, που είχε φτιάξει ο πατέρας του για να αποφεύγουν τις πολλές επαφές με τον “κακό” έξω κόσμο. Μοναδικοί φίλοι του John ήταν μερικά κατοικίδια ζώα που είχαν.

Οι γονείς του ήταν μέλη της θρησκευτικής σέχτας γνωστή ως Plymouth Brethren. Σύμφωνα με τις επιταγές της ιδεολογίας της, μόνη ψυχαγωγία των πιστών ήταν η ανάγνωση των ιστοριών της Βίβλου και ακόμα και τα αθλήματα ήταν δραστηριότητες που απαγορεύονταν ως “διαβολικές”.

Ο πατέρας του είχε ένα μελανό σημάδι στο μέτωπό του, το οποίο απέκτησε μετά από ένα ατύχημα, και συνήθιζε να λέει στον γιο του ότι αυτό του το είχε κάνει ο διάολος για να τον τιμωρήσει για τις αμαρτίες που έκανε νεότερος. Για την μητέρα του, που δεν είχε κάποιο σημάδι, υποστήριζαν ότι ήταν άγγελος…

Όπως μπορούμε να αντιληφθούμε, ο μικρός John μεγάλωσε τρομοκρατημένος και με εμμονικές σκέψεις ότι θα τιμωρούταν αντίστοιχα από τον διάβολο για το παραμικρό λάθος που θα έκανε. Η περίοδος που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της ψυχοσύνθεσής του ήταν όταν πλέον συνειδητοποίησε ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε.

Ούτε σημάδι σαν του πατέρα του αποκτούσε όταν έκανε κάτι λάθος ή όταν έλεγε ψέματα, ούτε βίωνε κάποιου είδους τιμωρία. Άρχισε λοιπόν να πιστεύει ότι ουσιαστικά είναι αόρατος και ότι μπορούσε να βγει αλώβητος κάνοντας οτιδήποτε ήθελε.

Το 1934, σε ηλικία 25 ετών, ο John Haigh άφησε τους γονείς του και τις θρησκευτικές τους συνήθειες και παντρεύτηκε την 21χρονη Beatrice Hammer, που σχεδόν μόλις είχε γνωρίσει. Εκείνη είχε γοητευτεί από τους καλούς του τρόπους και το παρουσιαστικό του και παρόλο που δεν ήταν και πολύ σίγουρη για τον χαρακτήρα του, δέχτηκε να μείνει μαζί του. Για την ακρίβεια βέβαια, έμειναν και οι δύο μαζί με τους γονείς του Haigh.

Ο γάμος τους όμως κράτησε μόλις τέσσερις μήνες, αφού τον Οκτώβριο του 1934 ο John δικάστηκε για απάτη και φυλακίστηκε. Όσο ήταν στη φυλακή, η Beatrice γέννησε ένα κοριτσάκι, το οποίο όμως τελικά έδωσε για υιοθεσία. Την μοναδική φορά που το ζευγάρι ξαναβρέθηκε μετά την φυλάκισή του, ο John της είπε ψέματα ότι ο γάμος τους ήταν άκυρος, γιατί υποτίθεται ήταν ήδη παντρεμένος.

Παρόλο που ήταν άτομο με ικανότητες, ο John περνούσε αρκετά διαστήματα στη φυλακή λόγω διάφορων παράνομων επιχειρήσεων που επιδίωκε. Βασικός του στόχος φαίνεται πως ήταν να έχει όλο και περισσότερα λεφτά και δεν δίσταζε να πηγαίνει από τη μία δουλειά στην άλλη αποκλειστικά γι’ αυτό τον λόγο. Ωστόσο είχε έναν τρόπο να εμπνέει στους γύρω του εμπιστοσύνη και συμπάθεια, γεγονός που του εξασφάλιζε καλές θέσεις εργασίας.

Μια από τις τελευταίες απάτες που επιχείρησε ήταν να ανοίξει ένα ντεμέκ δικηγορικό γραφείο, το οποίο τελικά του κόστισε άλλα τέσσερα χρόνια στη φυλακή. Εκείνη την περίοδο ήταν που άρχισε να σκέφτεται νέους τρόπους για να γίνει γρήγορα πλούσιος, αφού το να δουλεύει απλά δεν ήταν τόσο αποτελεσματικό όσο θα ήθελε.

Η ιδέα του φυσικά ήταν να πλησιάζει πλούσιες γυναίκες, κατά προτίμηση ηλικιωμένες. Σκεφτόταν όμως ότι για να αποφύγει νέα μπλεξίματα, θα πρέπει να κινείται πιο…αποφασιστικά. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να εξαφανίζει κάθε ίχνος των ατόμων που θα χρησιμοποιούσε.

Κάπως έτσι άρχισε να κάνει πειράματα με θειικό οξύ στα ποντίκια της φυλακής μελετώντας τις επιδράσεις του στους ζωικούς ιστούς. Ανακάλυψε πως χρειαζόντουσαν μόλις 30 λεπτά στο οξύ για να εξαϋλωθούν…

Όταν πλέον βγήκε από τη φυλακή, βασική του έννοια ήταν να βάλει σε εφαρμογή το αποτρόπαιο σχέδιο του. Νοίκιασε ένα υπόγειο διαμέρισμα στο Gloucester Road του Λονδίνου και έστησε εκεί το ιδιόμορφο “εργαστήριό” του, μια παγίδα θανάτου για τα υποψήφια θύματά του.

Το σχέδιο εν δράσει – Οι φόνοι

Το πρώτο θύμα του Haigh προέκυψε σχεδόν συγκυριακά. Έτυχε να επισκεφτεί την οικογένεια ενός πρώην εργοδότη του, του McSwan, ο οποίος τον πήγε να δει τους γονείς του, William και Amy. Όταν εκείνοι έτυχε να αναφέρουν ότι είχαν επενδύσει πρόσφατα σε κάποια ακίνητα, ο Haigh πήρε άμεσα την απόφασή του.

Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1944 ο McSwan εξαφανίστηκε. Ο Haigh τον είχε χτυπήσει με ένα σιδερένιο εργαλείο στο κεφάλι και του έκοψε τον λαιμό. Στο ημερολόγιό του, που βρέθηκε αργότερα, αναφέρει ότι “πήρε μια κούπα, την γέμισε με λίγο αίμα από τον λαιμό και το ήπιε”. Στην συνέχεια μετέφερε το πτώμα στο διαμέρισμά του και το έβαλε σε ένα βαρέλι περίπου 150 λίτρων, στο οποίο πρόσθεσε συμπυκνωμένο θειικό οξύ. Δύο μέρες αργότερα το σώμα του άτυχου “φίλου” του είχε γίνει μια λασπώδης μάζα και ο Haigh την πέταξε σε ένα φρεάτιο.

Αρχικά είπε στους γονείς του McSwan ότι ο γιος τους είχε καταφύγει στην Σκωτία για να αποφύγει να κληθεί στον πόλεμο και εγκαταστάθηκε ο ίδιος στο σπίτι του. Τους έστελνε μέχρι και ψεύτικα γράμματα παριστάνοντας τον ξενιτεμένο γιο τους. Απώτερος σκοπός του βέβαια ήταν να μπορέσει σύντομα να καρπωθεί την περιουσία τους.

Όταν ο πόλεμος τελείωνε κι εκείνοι άρχισαν να αναρωτιούνται για το παιδί τους, ο Haigh έδρασε. Στις 2 Ιουλίου του 1945 ο William και η Amy McSwan εξαφανίστηκαν έχοντας βρει τον ίδιο τραγικό θάνατο με τον γιο τους.

Ο Haigh τους σκότωσε, ήπιε λίγο από το αίμα τους και στη συνέχεια διέλυσε τα σώματά τους τοποθετώντας τα σε μπανιέρες γεμάτες οξύ. Οι μπανιέρες αυτές, σιδερένιες και περασμένες με μπογιά για αποφυγή διάβρωσης, ήταν οι νέες προσθήκες στο μακάβριο “εργαστήριό” του, μαζί με κάποιες αυτοσχέδιες μάσκες από κασσίτερο και μία αντλία.

Αφού ειδοποίησε κάποιους γνωστούς ότι οι McSwan είχαν φύγει για Αμερική, φρόντισε να λαμβάνει αυτός την αλληλογραφία τους συμπεριλαμβανομένης της σύνταξής τους. Αντιγράφοντας την υπογραφή του γιου τους έφτιαξε ένα πληρεξούσιο, μέσω του οποίου σύντομα κατάφερε να πουλήσει τα ακίνητα τους και να βγάλει κοντά στα 8.000 δολάρια.

Το επόμενο διάστημα φαίνεται πως έμενε κατά καιρούς σε ξενοδοχεία σε διάφορες πόλεις επιδιώκοντας διαφόρων ειδών απάτες, ώσπου τελικά μετακόμισε το “εργαστήριό” του σε ένα νέο διαμέρισμα στο Σάσσεξ. Μέσα σε όλα τα στραβά που είχε όμως ο Haigh ήταν και χαρτοπαίχτης. Μέχρι το καλοκαίρι του 1947 τα λεφτά των McSwan του είχαν τελειώσει και η ανάγκη του για νέα θύματα και λεφτά όλο και μεγάλωνε.

Επόμενα θύματά του ήταν ο 52χρονος Dr Archibald Henderson και η 41χρονη γυναίκα του Rose, τους οποίους γνώρισε λόγω ενός σπιτιού τους που είχαν βάλει προς πώληση. Εκμεταλλευόμενος το κοινό τους πάθος για τη μουσική, ο Haigh ξεκίνησε μια πιο φιλική σχέση με το ευκατάστατο ζευγάρι προσπαθώντας να μάθει όσο περισσότερες πληροφορίες μπορεί για την περιουσία που διέθεταν.

Στις 12 Φεβρουαρίου του 1948 οδήγησε τον γιατρό Henderson σπίτι του με την πρόφαση να του δείξει μια εφεύρεσή του. Και βασικά όντως του έδειξε με έναν τρόπο μια εφεύρεσή του… τον πυροβόλησε με ένα περίστροφο, που είχε κλέψει νωρίτερα από το σπίτι του και τον τοποθέτησε σε ένα νέο βαρέλι γεμάτο με το αγαπημένο του οξύ. Μετά κάλεσε στο σπίτι και την κυρία Henderson λέγοντάς της ότι ο άντρας της είχε κάποια αδιαθεσία και την σκότωσε κι εκείνη με τον ίδιο τρόπο.

Τα πτώματα των άτυχων θυμάτων έλιωσαν κι αυτά σύντομα μέσα στο οξύ, εκτός από ένα μέρος του ποδιού του γιατρού που είχε μείνει άθικτο. Ο Haigh έθαψε τα απομεινάρια τους μαζί με το άθικτο κομμάτι στη γωνία μιας αυλής. Σύντομα πούλησε και την περιουσία τους κερδίζοντας αρκετές χιλιάδες δολάρια, ενώ κράτησε τον σκύλο τους για δικό του.

Πάντα πιστός στην μεθοδικότητά του επικοινώνησε μέσω αλληλογραφίας με τον αδερφό του γιατρού και κατάφερε τελικά να τον πείσει ότι το ζεύγος είχε μεταναστεύσει στην Αφρική, γιατί ο γιατρός θα είχε μπλεξίματα λόγω μιας παράνομης έκτρωσης που υποτίθεται είχε κάνει. Έδωσε μάλιστα κάποια από τα ρούχα της κυρίας Henderson στην κοπέλα του Barbara.

Εκτός από αισχρά περιφρονητικός απέναντι στα θύματά του, ο Haigh ήταν εμφανώς πάρα πολύ σίγουρος ότι πράγματι δεν θα τον καταλάβαινε ποτέ κανείς.

Ένα δείγμα της μαλάκυνσης του και των κοινωνικοπαθητικών του τάσεων ήταν ότι σχεδίαζε να σκοτώσει και την μητέρα ενός παλιού του συμμαθητή, ο οποίος μόλις είχε πεθάνει. Τελικά αυτό το σχέδιό του ναυάγησε όταν η καταπονημένη γυναίκα πέθανε από μόνη της,

Ωστόσο τα χρηματικά αποθέματα του Haigh άρχισαν και πάλι να τελειώνουν και τα σύνεργα στο εργαστήριό του μάλλον ένιωθαν λίγη μοναξιά. Στις 18 Φεβρουαρίου του 1949 λοιπόν σκότωσε με την γνωστή του μέθοδο την 69χρονη χήρα γειτόνισσά του Olive Durand-Deacon. Την σκότωσε με έναν πυροβολισμό στο πίσω μέρος του κεφαλιού και έλιωσε το σώμα της σε μπανιέρα με οξύ, ενώ φυσικά καρπώθηκε και όλα τα υπάρχοντά της.

Δύο μέρες αργότερα μια φίλη της κυρίας Durant-Deacon δήλωσε την εξαφάνισή της στην αστυνομία. Εκείνες τις μέρες επίσης ο αδερφός της Rose Henderson άρχισε να αναζητά ξανά την αδερφή του ζητώντας την βοήθεια της αστυνομίας με αφορμή ένα οικογενειακό ζήτημα που είχε προκύψει.

Ο Haigh ήξερε ότι έπρεπε να ξεφορτωθεί κι αυτόν και αυτό ακριβώς είχε σκοπό να κάνει. Δεν πρόλαβε όμως…

Η σύλληψη

Παρασυρόμενος από την σιγουριά του ότι διαπράττει το τέλειο έγκλημα χωρίς τον φόβο να τιμωρηθεί, ο Haigh είχε ξεχάσει κάτι πολύ σημαντικό: το βεβαρημένο ποινικό του μητρώο.

Εξετάζοντας τις περιπτώσεις των εξαφανίσεων που δηλώθηκαν και φτάνοντας και στο ιστορικό του Haigh, που ήταν γεμάτο ληστείες και απάτες, η αστυνομία δεν άργησε να οδηγηθεί στο φρικτό του διαμέρισμα. Εκεί βρήκε διάφορα έγγραφα που ανήκαν τόσο στην χήρα Durant-Deacon, όσο και στους Hendersons και στους McSwanns. 

Ο Haigh συνελήφθη και δεν άργησε να ομολογήσει με κάθε λεπτομέρεια και περισσή έπαρση και απάθεια όλες τις πράξεις του.

Υποστήριζε μάλιστα ότι είχε σκοτώσει άλλους τρεις ανθρώπους μεταξύ των γνωστών θυμάτων του, έναν νεαρό ονόματι Max και δύο γυναίκες. Λόγω έλλειψης στοιχείων όμως η αστυνομία θεώρησε πως αυτά τα “έξτρα” θύματα ήταν απλά μια προσπάθεια του Haigh να μεγαλοποιήσει κι άλλο τις πράξεις του για να τους πείσει ότι είναι παρανοϊκός.

Υποστήριζε επίσης ότι από νεότερος και κατά τα χρόνια της εγκληματικής του δραστηριότητας έβλεπε συχνά τον ίδιο έντονο εφιάλτη. Έλεγε ότι έβλεπε ένα δάσος γεμάτο δέντρα, που σταδιακά μετατρέπονταν σε σταυρούς που έσταζαν αίμα. Έβλεπε επίσης έναν άντρα να μαζεύει αίμα μέσα σε ένα κύπελλο και να του το δίνει να πιεί.

Και αυτή του η δήλωση αμφισβητήθηκε λόγω της επιβεβαιωμένης χειριστικής του συμπεριφοράς και της παθολογικής του τάσης να λέει ψέματα.

Οι υπερβολικά λεπτομερείς και γεμάτες κομπασμό περιγραφές που έδωσε ο Haigh στην αστυνομία βοήθησαν τους ερευνητές να ψάξουν στα σωστά σημεία και τελικά να βρουν πολύ περισσότερα στοιχεία από όσα περίμενε.

Κοσκινίζοντας κυριολεκτικά τόνους λασπώδους ύλης η ιατροδικαστική ομάδα ανακάλυψε διάφορα στοιχεία που δεν είχε καταφέρει να καταστρέψει το οξύ, όπως πολύ μικρά οστά, οδοντοστοιχίες, το άθικτο πόδι του γιατρού Henderson, ανθρώπινο λίπος, καθώς και τρεις χολόλιθους (πέτρες της χοληδόχου κύστης)!

Οι φαντασιώσεις του Haigh ότι θα αποτελούσε μια περίπτωση corpus delicti, -χωρίς στοιχεία δεν υπάρχει έγκλημα και τιμωρία-, τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν…

Ο τύπος πάντως ήταν μια χαρακτηριστική προσωποποίηση κοινωνικοπαθητικής διαταραχής, ανίκανος να αντιληφθεί τα συναισθήματα των ανθρώπων και πλήρως απαθής απέναντι στις στυγερές του πράξεις.

Τα περισσότερα θύματα που ανέφερε, οι εφιάλτες που έλεγε ότι τον ταλαιπωρούσαν, καθώς και οι δηλώσεις του ότι έπινε το αίμα των θυμάτων του θεωρήθηκαν ως προσπάθειες να θεωρηθεί τρελός για να γλυτώσει την καταδίκη. Οι τόσο μελετημένες και μεθοδικές κινήσεις που είχε ακολουθήσει όμως σε όλα τα εγκλήματά του τον πρόδιδαν.

Επίσης οι ψυχίατροι δεν εντόπισαν ότι πάσχει από κάποια σεξουαλική παρεκτροπή, που θα εξηγούσε την επιθυμία του να πίνει αίμα. Αντιθέτως μάλλον λίγο αδιάφορος του ήταν ο σεξουαλικός τομέας.

Συμπερασματικά πίστευαν ότι ο Haigh είχε αναπτύξει μια παρανοϊκή προσωπικότητα για να ξεφύγει από το αποπνικτικό περιβάλλον των γονιών του και να ανακουφίσει τον συναισθηματικό του πόνο ως παιδί. Η ανατροφή του είχε συμβάλει στο να διαμορφώσει μια ψυχική κατάσταση, όπου οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας είχαν γίνει θολές.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει μια αίσθηση παντοδυναμίας και έναν παρανοϊκό εγωκεντρισμό, που τον έκανε να πιστεύει ότι πράγματι θα παρέμενε αλώβητος παρά τις παράνομες πράξεις του.

Δίκη και εκτέλεση

Στις 18 Ιουλίου του 1949 περίπου 4000 άνθρωποι μαζεύτηκαν έξω από το δικαστήριο για να παρακολουθήσουν από κοντά την δίκη του φρικτού δολοφόνου. Ο John Haigh φυσικά δήλωσε αθώος και η υπεράσπισή του προσπάθησε να επικαλεστεί παραφροσύνη για να τον ξελασπώσει.

Ήταν όμως αρκετά ξεκάθαρο ότι ένας άνθρωπος με τέτοια μεθοδικότητα στην προσπάθεια να κρύψει τις πράξεις του, είχε πλήρη επίγνωση των ανήθικων πράξεών του. Νόμιζε ότι διέπραττε τα τέλεια εγκλήματα, σκοπός του ήταν μόνο το κέρδος και προσπάθησε να το παίξει τρελός όταν τελικά πιάστηκε στη φάκα.

Χρειάστηκαν μόλις 15 λεπτά για τους ενόρκους να αποφασίσουν για την ενοχή του. Καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού για 6 προμελετημένες δολοφονίες με σκοπό το κέρδος.

Στις 6 Αυγούστου του 1949 ο γνωστός ως “Acid Bath Murderer” κρεμάστηκε στις φυλακές Wandsworth.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.