Η εγκληματική οργάνωση που σόκαρε την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’80, με αρχηγό έναν διαταραγμένο, αλλά υπεράνω υποψίας οικογενειάρχη, δικηγόρο, δήμαρχο και παραλίγο βουλευτή.
__________________________________
Εταιρεία Δολοφόνων, όνομα και πράμα
Η περίοδος δράσης της επονομαζόμενης Εταιρείας Δολοφόνων ξεκίνησε με την πρώτη δολοφονία του 1981 και ολοκληρώθηκε το 1987, όταν η αστυνομία έφτασε τελικά στα ίχνη τους.
Στόχος τους ήταν ηλικιωμένοι άνθρωποι, με ιδιαίτερη οικονομική επιφάνεια, που είχαν γνωστά προβλήματα υγείας και επίσης που δεν είχαν συγγενικά πρόσωπα πολύ κοντά τους. Προσέγγιζαν τα θύματα αρχικά με “καλές προθέσεις” προσπαθώντας να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Αν αναλογιστούμε και τις επαγγελματικές ιδιότητες των δραστών, η παγίδευση αυτή μάλλον δεν ήταν και πολύ δύσκολη.
Επόμενο βήμα ήταν να πλαστογραφούν τις διαθήκες των θυμάτων και τέλος να τους σκοτώνουν φροντίζοντας ο θάνατός τους να φαίνεται φυσικός. Είναι προφανές πως πέρα από τους αυτουργούς της εγκληματικής οργάνωσης υπήρχε και κύκλωμα συνεργατών που βοηθούσε τις διαδικασίες, όπως συμβολαιογράφοι, ψευδομάρτυρες και δικαστικοί επιμελητές, καθώς και πολύ καλοί πλαστογράφοι.
Αρχηγός της συμμορίας ήταν ο 51χρονος Χρήστος Παπαδόπουλος. Για την κοινωνία ήταν ο ορισμός του “καθώς πρέπει”, πετυχημένου πολίτη: οικογενειάρχης με τρία παιδιά, δικηγόρος στο επάγγελμα και πρώην δήμαρχος της Νέας Χαλκηδόνας (στέλεχος του ΠΑΣΟΚ). Πίσω από την επιφάνεια όμως ήταν ένας κοινός εγκληματίας, ένας αδίστακτος απατεώνας και δολοφόνος.
Τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας ήταν εξίσου υπεράνω υποψίας πολίτες:
Βασίλειος Πλατανιώτης: Βασικό μέλος της συμμορίας και δικαστικός επιμελητής στο επάγγελμα. Ο συνηθισμένος του ρόλος ήταν να παριστάνει τον επίδοξο “γαμπρό” σε ηλικιωμένες, πλούσιες κυρίες, να αποκτά πρόσβαση στα σπίτια και την καθημερινότητά τους και εν τέλει να σχεδιάζει με τον αρχηγό το σχέδιο εξόντωσής τους.
Σημαντικό μέλος της οργάνωσης ήταν και η γυναίκα του, Γεωργία Παπανικολάου. Μια “απλή νοικοκυρά”, που αποδείχθηκε μια στυγνή δολοφόνος, πιο αδίστακτη και από τους άντρες συναδέλφους της.
Νικόλαος Πέππας: Στην καθημερινή του ζωή ήταν έμπορος, ενώ για την Εταιρεία Δολοφόνων ήταν ουσιαστικά ο υπαρχηγός και συμβουλάτορας του Παπαδόπουλου καταστρώνοντας μαζί του τις εγκληματικές τους δραστηριότητες.
Ιωάννης Πάμπρης: Ο εργολάβος που έμεινε γνωστός ως ο “νεκροθάφτης” της εγκληματικής οργάνωσης. Αναλάμβανε να ξεφορτώνεται τα πτώματα των άτυχων θυμάτων.
Καθοριστικής σημασίας για την οργάνωση και ο Γεώργιος Ξανθόπουλος, που εκτελούσε χρέη “τσιλιαδόρου”. Το επάγγελμά του ήταν θυρωρός, σχεδόν παρεμφερές θα έλεγε κανείς.
Οι δολοφονίες
Το ανήθικο και αδίστακτο προφίλ της Εταιρείας Δολοφόνων διαφαίνεται από το πρώτο τους κιόλας θύμα, που ήταν συγγενικό πρόσωπο του ίδιου του αρχηγού. Πρόκειται για τον 84χρονο επιχειρηματία Βασίλη Ελευθεριάδη, θείο της γυναίκας του Παπαδόπουλου και νονό του ενός γιού του! Μετά τον ξαφνικό θάνατό του, η διαθήκη του “πειράχτηκε” από την συμμορία ορίζοντας ως κληρονόμο της περιουσίας του το βαπτιστήρι του, τον γιό δηλαδή του Παπαδόπουλου.
Ακολούθησε η 67χρονη Λάουρα Πάντου. Το νεκρό σώμα της βρέθηκε σε ένα άλσος στο Κολωνάκι, όμως η αιτία θανάτου που καταγράφηκε ήταν εμπλοκή σε τροχαίο δυστύχημα. Δύο μήνες αργότερα βρέθηκε “ξαφνικά” νεκρή και η θεία της και συγκάτοικός της, η 70χρονη Έλλη Βεργιοπούλου. Στην διαθήκη της αναφέρονταν ως κληρονόμοι της περιουσίας της 46 γυναίκες, μεταξύ των οποίων και οι δύο κόρες του Παπαδόπουλου.
Οι κόρες του είχαν την επικαρπία μαζί με δύο άλλες γυναίκες, που σύμφωνα με τους όρους της πλαστής διαθήκης, αν κάποια από αυτές πέθαινε ή αποποιούταν της κληρονομιάς, το μερίδιό της θα περνούσε στις υπόλοιπες. Εντελώς “συμπτωματικά” και οι δύο πράγματι αποποιήθηκαν την κληρονομιά της Βεργιοπούλου και τα λεφτά έμειναν στις κόρες.
Να σημειώσουμε εδώ και τους εμφανείς συνεργάτες της υπόθεσης. Η συμβολαιογράφος Ελένη Κακιοπούλου-Καστανάκη ήταν εκείνη ενώπιον της οποίας συντάχθηκε η πλαστή διαθήκη και μαζί ήταν και τρεις (ψευδο)μάρτυρες, που εμφανίστηκαν αργότερα και σε διαθήκη επόμενου θύματος.
Στην επόμενη δολοφονία πρωταγωνίστησε η “απλή νοικοκυρά” της συμμορίας, Γεωργία Παπανικολάου. Ο Πλατανιώτης (ο δικαστικός επιμελητής) προσέγγισε την θεία της γυναίκας του, την 65χρονη και τρεις φορές χήρα Ευφροσύνη Φραγκουλάκη, της συστήθηκε ως κάποιος 70χρονος κύριος Δημήτρης και κολακεύοντάς την έγινε μαζί της ζευγάρι. Με υποσχέσεις για γάμους και κοινή ευτυχισμένη ζωή στην Ελβετία την κατάφερε να πουλήσει ένα διαμέρισμά της για 6,5 εκατομμύρια δραχμές. Αυτά τα λεφτά δεν μαθεύτηκε ποτέ που κατέληξαν.
Στη συνέχεια, η γυναίκα του (η Γεωργία, η νοικοκυρά ντε) σκότωσε η ίδια την θεία της χτυπώντας την με μια πέτρα στο κεφάλι. Μετά τηλεφωνούσε επί εβδομάδες σε φίλους και συγγενείς παριστάνοντας πως είναι η θεία της για να παραπλανήσει δημιουργώντας το άλλοθί της. Αργότερα κατέθεσε και αγωγή κατά της νεκρής υποστηρίζοντας πως η θεία είχε φύγει στο εξωτερικό και δεν της είχε πληρώσει δεδουλευμένα τεσσάρων χρόνων για την φροντίδα που της παρείχε στο σπίτι.
Ακολούθησε η στημένη δολοφονία και παραποίηση διαθήκης της 75χρονης Ευθυμίας Πρωτονοταρίου, εξαδέλφης της Βεργιοπούλου, του δεύτερου θύματος, καθώς και του Σταμάτη Μπρουζάκη.
Επόμενο γνωστό θύμα ήταν ο οδοντίατρος Άγγελος Καλαφάτης στη Νέα Μάκρη. Τον δολοφόνησαν, πέταξαν το πτώμα του σε ένα κτήμα και φρόντισαν να παρουσιάσουν τον θάνατό του ως αυτοκτονία καλύπτοντας την πράξη τους. Ο αρχηγός Παπαδόπουλος έγραψε ο ίδιος την διαθήκη του θύματος αφήνοντας την περιουσία του Καλαφάτη σε μια υποτιθέμενη “εξώγαμη κόρη του”, η οποία δεν ήταν τελικά άλλη από την σύζυγο του ίδιου, Αναστασία Σαγιόγλου.
Τελευταίο θύμα, το 1986 πλέον, που ξεσκέπασε και την δράση της συμμορίας, ήταν ο 84χρονος εφοπλιστής Χαράλαμπος Τυπάλδος. Ο ηλικιωμένος άντρας βρέθηκε νεκρός στο γραφείο του στην Ακτή Τζελέπη και επίσημη αιτία θανάτου καταγράφηκε η καρδιακή προσβολή. Στην δολοφονία του συμμετείχαν ο Πλατανιώτης και η Παπανικολάου, η οποία μάλιστα υποστήριζε πως το θύμα έπαθε την ανακοπή κατά τη διάρκεια ερωτικής συνεύρεσης.
Στην διαθήκη του αναφέρονταν ως κληρονόμοι η κόρη και η σύζυγος του υπαρχηγού της συμμορίας, Νικόλαου Πέππα. Καθώς όμως ήταν γνωστό πως το ζάμπλουτο θύμα δεν γνώριζε καν καλά τις συγκεκριμένες κυρίες, η οικογένειά του αμφέβαλλε για την διαθήκη και ζήτησε να ερευνηθεί η υπόθεση. Την διερεύνηση ανέλαβε ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Κωνσταντίνος Σπύρου.
Ο ίδιος είχε δηλώσει για τον Παπαδόπουλο χαρακτηριστικά:
“Ο Παπαδόπουλος ήταν ένας δολοφόνος και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος τέρας μορφώσεως. Τον είχα γνωρίσει από κοντά, τον παρακολουθούσα για καιρό, τον έχω ζήσει. Όταν μιλάγαμε, δεν ήξερε ποιος ήμουν. Είχε το κακό μέσα του. Ήταν αδίστακτος.”
Κάνοντας σωστά τη δουλειά του ο Σπύρου παρακολούθησε στενά την υπόθεση και δεν άργησε να φτάσει στα χνάρια της Εταιρείας Δολοφόνων και να τους παραδώσει στις αρχές.
Ήταν το Πάσχα του 1986 όταν όλη η Ελλάδα σοκαρίστηκε από την αποκάλυψη της εγκληματικής οργάνωσης, την δράση και τις στυγνές δολοφονίες τους.
Ιδιαίτερο σοκ και έκπληξη ήταν φυσικά η αποκάλυψη του εγκέφαλου της συμμορίας Χρήστου Παπαδόπουλου, που πολλοί γνώριζαν λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας. Δικηγόρος, πρώην δήμαρχος και στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Ποιός να το περίμενε, ε; Ο εγκληματίας μάλιστα είχε κατέβει υποψήφιος και ως βουλευτής στα Γιάννενα και δεν εκλέχθηκε για πολύ λίγες ψήφους.
Να σημειώσουμε κάπου εδώ πως την περίοδο που τελικά αποκαλύφθηκε η Εταιρεία Δολοφόνων, σχεδίαζαν άλλη μια δολοφονία και απάτη με θύματα το ζεύγος Πεντάζου στην Αμαλιάδα.
Η δίκη των αμετανόητων – Ψυχολογικό προφίλ
Τα μέλη της συμμορίας οδηγήθηκαν σε δίκη, μια από τις πιο εμβληματικές θα έλεγε κανείς των ελληνικών εγκληματικών χρονικών, εξαιτίας κυρίως των δηλώσεων του αρχηγού τους.
Ο Παπαδόπουλος, κυνικός και αμετανόητος, δήλωνε ούτε λίγο ούτε πολύ πως η συμμορία του δεν έκανε κακό, αλλά καλό και ο ίδιος παρουσιαζόταν ως ένας επαναστάτης “Ρομπέν των φτωχών”.
Σε ένα μέρος της απολογίας του αναφέρει χαρακτηριστικά: “Όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, η δράση μας είχε ιδεολογικό υπόβαθρο. Από μικρό παιδί είχα αριστερή συνείδηση. Σε καμία διαθήκη δεν υπήρχαν λιγότεροι από 50 κληρονόμοι, ενώ στην υπόθεση Τυπάλδου ήταν παρακαλώ 156. Δηλαδή εγώ δεν τα έκανα όλα αυτά για τον εαυτό μου, αλλά για να βγάλω τον φτωχό από την πείνα του. Τότε πίστευα ότι έχει μεγαλύτερη αξία να φάνε ψωμί 150 άνθρωποι, από την ζωή ενός 85χρονου ή 90χρονου.
Δολοφονήθηκαν άνθρωποι, αλλά με επιστημονικό τρόπο, δεν υπήρξε βασανισμός του θύματος, δεν αντιλαμβανόταν τίποτα… μειώνονται οι τύχεις και ελαφρύνεται η συνείδησή μου καθώς υπήρξε και ιδεολογικό υπόβαθρο.”
Μεταξύ άλλων είπε επίσης τις ατάκες: “Η ανθρώπινη ζωή δεν είναι ταμπού” και “Οι κλοπές και οι ληστείες είναι κοινωνικές πράξεις”. Ο δολοφόνος πρώην δήμαρχος και παραλίγο βουλευτής είχε σετάρει στο κεφάλι του την δράση μιας αδίστακτης εγκληματικής οργάνωσης και την ανθρωποκτονία ως “κοινωνικό έργο”, με δικαιολογίες που θα έπειθαν μόνο διαταραγμένους όπως εκείνον.
Όπως δήλωσε και ο διακεκριμένος ψυχίατρος και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρήστος Λιάπης, ο Παπαδόπουλος ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση αντικοινωνικής, ψυχοπαθητικής διαταραχής προσωπικότητας.
Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από την απόλυτη έλλειψη τύψεων για τις κατά συρροή δολοφονικές του ενέργειες και τον αριστοτεχνικό σχεδιασμό της δράσης της συμμορίας με επαγγελματικού χαρακτήρα δολοπλοκίες και ολόκληρη ομάδα καθόλου τυχαίων συνεργατών. Δεν θα μπορούσε επ’ αυτού να έχει κανένα ελαφρυντικό οποιασδήποτε διάγνωσης για δικαιολόγηση της τάσης του χαρακτήρα του.
Τα άτομα που πάσχουν από αντικοινωνική-ψυχοπαθητική διαταραχή χαρακτηρίζονται από ένα εκτεταμένο μοτίβο περιφρόνησης και παραβίασης των δικαιωμάτων των άλλων. Αδυνατούν να συμμορφωθούν με κοινωνικές σταθερές της σύννομης συμπεριφοράς. Χαρακτηριστικές τους ιδιότητες είναι η δολιότητα (με συνεχόμενα ψέματα και μεθόδους εξαπάτησης με σκοπό το προσωπικό κέρδος), η επιθετικότητα/ευερεθιστότητα (με επανειλημμένες βιαιοπραγίες κάθε είδους και κρίσεις έξαψης όταν θίγονται) και οι σαδιστικές τάσεις απέναντι στους άλλους με ενδόμυχο στόχο την άσκηση δύναμης και την καταστροφή μέσω εξαπάτησης.
Εκτός από τον Παπαδόπουλο, τα περισσότερα -αν όχι όλα- μέλη της συμμορίας προσωποποιούσαν αυτό το σαδιστικό μοτίβο επιβολής δύναμης με σκοπό το κέρδος μέσω του τρόπου που επιδίωκαν να συνδεθούν με τα υποψήφια θύματα. Με ψευδώνυμα, υποκριτικές πράξεις συμπόνοιας και έρωτα, οτιδήποτε χρειαζόταν για να φτάσουν στο αντικείμενο του πόθου τους, τα λεφτά.
Οι περιπτώσεις των συζύγων συντρόφων στο έγκλημα και στην απάτη, Παπαδόπουλος και Σαγιόγλου μαζί με Πλατανιώτη και Παπανικολάου, αποτελούν εύκολα ένα παράδειγμα της αλληλεπίδρασης αντικοινωνικής προσωπικότητας με μια εξαρτητική προσωπικότητα. Μια διαταραχή με στοιχεία την ανασφάλεια σε αποφάσεις χωρίς την έγκριση ή συμβολή άλλων, την μόνιμη ανάγκη επιβεβαίωσης σε σημείο μέχρι και ακραίων πράξεων για να κερδηθεί η υποστήριξη από άλλους και ο φόβος διαφωνίας και διαφορετικής άποψης για να μην χαθεί αυτή η έγκριση.
Με τρανό παράδειγμα τον αρχηγό Παπαδόπουλο, πακέτο στην αντικοινωνική διαταραχή πάνε φυσικά και τα εμφανή στοιχεία ναρκισσισμού. Μια εικόνα άτρωτου μεγαλείου και εξυπνάδας για τον εαυτό του, που φέρνει το θράσος και την προκλητικότητα στις πράξεις του, την κάλυψη αυτών και συνεπώς και την πλήρη έλλειψη μετάνοιας.
Καταδίκες και λίγη συνέχεια
Θα ήταν περιττό να πούμε πως οι δικαιολογίες και οι “αριστερο-επαναστατικές φιλοσοφίες” που προέβαλαν οι δράστες στην απολογία για τα εγκλήματά τους δεν έπεισαν φυσικά κανέναν.
Ο εγκέφαλος της Εταιρείας Δολοφόνων, Χρήστος Παπαδόπουλος, καταδικάστηκε σε 8 φορές θανατική ποινή και 25 χρόνια κάθειρξη, ποινή που τελικά μετατράπηκε σε ισόβια. Ο Νικόλαος Πέππας έφαγε δύο φορές ισόβια και 13,5 χρόνια κάθειρξη, ο Βασίλειος Πλατανιώτης 22,5 χρόνια κάθειρξη, ο Ιωάννης Παμπρής 17 χρόνια κάθειρξη, η Γεωργία Παπανικολάου 15,5 χρόνια κάθειρξη και ο Γεώργιος Ξανθόπουλος 12 χρόνια κάθειρξη.
Ο Παπαδόπουλος είχε όμως και συνέχεια στο ποινικό του μητρώο.
Εξέτισε τα περισσότερα χρόνια της ποινής του στις φυλακές της Κέρκυρας, ώσπου το Πάσχα του 2001 βγήκε με άδεια και δεν επέστρεψε. Η αστυνομία τον ανακάλυψε μετά από κάποιους μήνες να μένει σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη απέναντι από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και φυλακίστηκε εκ νέου στις φυλακές Διαβατών. Όταν το έσκασε, κυκλοφορούσε μεταμφιεσμένος με γενειάδα και μουστάκι για να μην αναγνωρίζεται και χρησιμοποιούσε πλαστή ταυτότητα με το ψευδώνυμο Νίκος Ρέμπελος (μια επιλογή περιγραφική μάλλον της προσωπικότητάς του).
Το 2008 έκανε αίτηση αποφυλάκισης και βγήκε ελεύθερος. Το 2010 αναφέρεται πως άνοιξε ένα γραφείο για φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις. Όμως μόλις ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 2011, στα 73 του χρόνια, συνελήφθη ξανά για την απαγωγή μιας πλούσιας 57χρονης γυναίκας με σκοπό -μαντέψτε- να καταχραστεί την περιουσία της. Η γυναίκα ήταν γνωστή στους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας, καθώς ήταν χήρα ενός ιδιοκτήτη αντικερί, που διατηρούσε και μια από τις μεγαλύτερες γκαλερί της πρωτεύουσας.
Ο Παπαδόπουλος μαζί με έναν συνεργό του κρατούσαν το θύμα επί πέντε μήνες σε ένα σπίτι στην Συκιά Κορινθίας και η υπόθεση αποκαλύφθηκε ουσιαστικά κατά λάθος από την καθαρίστρια, η οποία μετά συνεργάστηκε με τις αρχές για την σύλληψή του. Ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου σπιτιού θεωρείται πως γνωρίστηκε με τον Παπαδόπουλο στη φυλακή, όπου βρισκόταν καταδικασμένος για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Παρόλα αυτά ήταν έξω ελεύθερος και αυτός.
Ο Παπαδόπουλος πέθανε τελικά το 2020 σε ηλικία 82 ετών στο νοσοκομείο Αγία Όλγα, όπου νοσηλευόταν τότε.
Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, Κωνσταντίνος Σπύρου, που ξεσκέπασε την υπόθεση ήταν σίγουρος πως τα θύματα της Εταιρείας Δολοφόνων ήταν πολύ περισσότερα από αυτά που είχαν αποκαλυφθεί. “Ήταν εγκληματίας, το είχε στο αίμα του. Είχε κάνει πολλά εγκλήματα, που πολλά από αυτά δεν τα ξέρουμε. Εγώ πάντα έλεγα πως είχαν σκοτώσει πάνω από 40 άτομα, το πίστευα και εξακολουθώ να το λέω.”
Όσον αφορά τα υπόλοιπα καταδικασμένα μέλη της Εταιρείας Δολοφόνων, ο Πλατανιώτης πέθανε μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού από φυσικά αίτια και ο Ξανθόπουλος αυτοκτόνησε στο κελί του. Ο Παμπρής αποφυλακίστηκε έχοντας εκτίσει τα 2/3 της ποινής του και πέθανε λίγο αργότερα από φυσικά αίτια. Η Γεωργία Παπανικολάου εξέτισε επίσης τα 2/3 της δικής της ποινής και πλέον ζει ελεύθερη.
____________________________________
“O λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του”. Μια γλαφυρή αποτύπωση της λαϊκής παροιμίας στον καταδικασμένο για κατά συρροή εγκλήματα οκτάκις ισοβίτη Παπαδόπουλο, που αφέθηκε ελεύθερος και συνέχισε τις ίδιες εγκληματικές δράσεις.
Και εγείρεται συνεπώς το κλασσικό δυστυχώς ερώτημα: ποιές είναι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε ένας εγκληματίας με τις μεγαλύτερες ποινές να θεωρηθεί πως είναι ασφαλές, ηθικό και έξυπνο να αφεθεί ξανά ελεύθερος στην κοινωνία;
Αυτός ο προβληματισμός επικράτησε και στα μέσα ενημέρωσης εκείνης της εποχής με αφορμή την πρωτοφανή υπόθεση. Όμως όλοι γνωρίζουμε πως από το ’80 μέχρι και σήμερα τίποτα δεν έχει πραγματικά αλλάξει. Βλέπουμε καταδικασμένους για ειδεχθή εγκλήματα να αποφυλακίζονται με αμφιλεγόμενα νομο-πλαίσια και εγκληματίες με ποινή ισοβίων να αφήνονται ελεύθεροι σε λιγότερα από 10 χρόνια.
Πάντως τα στοιχεία που αξίζει να επισημανθούν στην υπόθεση της Εταιρείας Δολοφόνων είναι δύο:
Αρχικά, το κοινωνικό προφίλ των δραστών. Ήταν όλοι άτομα υπεράνω υποψίας, θεωρητικά αξιόλογοι και μορφωμένοι πολίτες με αρχηγό έναν δήμαρχο και παραλίγο βουλευτή. Η κοινωνική τους θέση και οι διασυνδέσεις τους υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για να μπορούν να εκτελούν και να συγκαλύπτουν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες.
Δεύτερον, το γεγονός πως μια τέτοιου μεγέθους εγκληματική οργάνωση αποκαλύφθηκε από έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ και όχι από τις κρατικές αρχές, εγείρει επιπλέον προβληματισμό για το επίπεδο λειτουργικότητας της Ελληνικής Αστυνομίας. Ένας προβληματισμός που δυστυχώς επίσης εξακολουθεί να υπάρχει και να απασχολεί πολίτες και ειδικούς μέχρι και σήμερα.