Επιστροφή στην εγχώρια εγκληματολογική ιστορία και σε μια από τις πιο γνωστές περιπτώσεις Ελλήνων κατά συρροή δολοφόνων που απασχόλησε τη χώρα την δεκαετία του ’90.
Ένας δολοφόνος-εκδικητής χωρίς αιτία. Ένας άνθρωπος υπεράνω υποψίας, που σκότωνε όταν ένιωθε αδικημένος και δεν έδειξε ποτέ ίχνος μεταμέλειας για τις πράξεις του. Ο “δολοφόνος με το κράνος”, όπως χαρακτηρίστηκε, αφού συνήθιζε να φοράει ένα μαύρο κράνος μοτοσικλετιστή κάθε φορά που “κανόνιζε” τα θύματά του.
Το όνομα αυτού Δημήτρης Βακρινός.
_______________________________
Από τα πρόβατα στα ναυπηγεία
Ο Δημήτρης Βακρινός γεννήθηκε το 1962 στο χωριό Πυρρής της Αρκαδίας. Ήταν ο δεύτερος από τα πέντε παιδιά της φτωχικής αγροτικής οικογένειας του Παναγιώτη και της Γεωργίας Βακρινού.
Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός και στο χωριό του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι “Βρούβας”, ενώ κυκλοφορούσαν φήμες ότι όταν βρισκόταν υπό την επήρεια του ποτού κακομεταχειριζόταν τα παιδιά του. Ο κύριος αποδέκτης αυτής της κακομεταχείρισης ήταν φυσικά ο γιός της οικογένειας, ο Δημήτρης, που, όπως δήλωσε αργότερα, τον αντιμετώπιζαν ως “τον άνθρωπο της καρπαζιάς”.
Ο Δημήτρης ήταν ένα παιδί που δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικό, είχε ελάχιστες παρέες και ήταν “μετριότατος μαθητής”, όπως τον χαρακτήριζαν και οι συγχωριανοί του. Πράγματι, τελείωσε το δημοτικό σχεδόν με το ζόρι και αφιέρωνε τον περισσότερο χρόνο του στα βοσκοτόπια φυλώντας τα λιγοστά πρόβατα της οικογένειας.
Και για να λέμε τα πράγματα πιο ρεαλιστικά, όλοι γνωρίζουμε λίγο-πολύ πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η κλειστή κοινωνία ενός χωριού. Παρά το ότι γνώριζαν πως το παιδί δεν καλοπερνούσε, τον αποκαλούσαν λόγω του πατέρα του “το βρουβάκι” και δεν έχαναν ευκαιρία να του δείξουν ή να του πουν ότι τον θεωρούν ένα τίποτα.
Το 1975, όταν ήταν 13 χρονών, ο Δημήτρης Πόντος, συγγενής της μητέρας του από διπλανό χωριό, του πρότεινε να τον ακολουθήσει στην Αθήνα και να εργαστεί στην ταβέρνα που διατηρούσε. Η πρόταση αυτή ήρθε σαν σωτηρία για τον έφηβο Δημήτρη, που δεν άντεχε άλλο την συμβίωση με τον πατέρα του και την περιφρόνηση του χωριού του.
Έτσι λοιπόν ακολούθησε τον συγγενή του στην Αθήνα και φιλοξενήθηκε για τρία χρόνια στην οικογένειά του δουλεύοντας ως παραγιός στην ταβέρνα του στη Χασιά.
Αργότερα εκπαιδεύτηκε ως οξυγονοκολλητής σε μια τεχνική σχολή και έκτοτε έπιασε δουλειά στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, όπου έμεινε ως το 1992.
Γαμπρός της συμφοράς
Το 1990, ο 28χρονος πλέον Δημήτρης Βακρινός γνωρίζει μέσω προξενιού την Ευαγγελία Γερασίμου, την οποία παντρεύεται μόλις μερικούς μήνες αργότερα. Η σχέση τους ήταν αρκετά ιδιόμορφη και σύντομα προβληματική.
Απέφευγε να αναφέρεται στην παιδική του ηλικία ή στους γονείς του και επέμενε ότι δεν ήθελε δικά του παιδιά, γιατί “τα παιδιά φέρνουν προβλήματα”. Με τον πατέρα του δεν τα πήγε ποτέ καλά, είχε όμως πολύ καλές σχέσεις με την μητέρα του και τις αδερφές του. Η γυναίκα του τον χαρακτήριζε ήρεμο, κλειστό και λιγομίλητο άνθρωπο, καθόλου νευρικό, παρόλο που…
“Μια φορά μόνο σήκωσε χέρι σε μένα και στη μητέρα μου. Θυμάμαι πως ήταν ασήμαντη η αφορμή. Ένα βιβλιάριο υγείας που μου ζήταγε και δεν του το έδινα.»
Τα περισσότερα βράδια έλειπε από το σπίτι τους στο Κερατσίνι γυρνώντας με παρέες, που κανείς δεν γνώριζε, γεγονός που προκαλούσε έντονους καβγάδες με τη γυναίκα του. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν σταμάτησε και τη δουλειά του στα ναυπηγεία.
«Πρέπει να πήρε πάνω από ένα εκατομμύριο αποζημίωση. Εγώ δεν είδα δραχμή από αυτά τα λεφτά. Αντίθετα, μου είπε ότι ήταν σειρά μου να δουλέψω και αυτός να ξεκουραστεί, δηλαδή να τον ταΐζω. Έτσι άρχισαν οι καβγάδες, που δεν ήταν ποτέ βίαιοι».
Ο γάμος τους κράτησε 14 μήνες, ώσπου η γυναίκα του δεν τον άντεξε άλλο και τον έδιωξε από το σπίτι ζητώντας να χωρίσουν. Ο Βακρινός πήγε στην αστυνομία να καταγγείλει την γυναίκα του που τον ξεσπίτωσε, αλλά προφανώς και οι αστυνομικοί με τη σειρά τους τον έδιωξαν λέγοντάς του ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι για την περίπτωσή του.
Απογοητευμένος και με ένα δικό του δίκιο να τον πνίγει, ο Βακρινός αναζητώντας μια εκδίκηση πήγε στη Σαλαμίνα και έβαλε φωτιά στο εξοχικό του πεθερού του! Σύμφωνα με μαρτυρίες της οικογένειας, λίγο καιρό αργότερα επιχείρησε και να διαρρήξει το σπίτι τους στο Κερατσίνι.
Το επόμενο διάστημα τον βρήκε να αλλάζει διάφορες δουλειές, ώσπου τελικά άρχισε να δουλεύει ως οδηγός ταξί.
Τον Αύγουστο του 1996 παντρεύτηκε δεύτερη φορά. Δεύτερη σύζυγός του ήταν η Κυριακή Χατζηδογιαννάκη, με την οποία έμειναν σε ένα διαμέρισμα στην περιοχή του Μοσχάτου. Πέρα από κάποιους καβγάδες μεταξύ του ζευγαριού, η κατάσταση μεταξύ τους φάνταζε καλή, τουλάχιστον στους “απ’έξω”.
Να σημειωθεί κάπου εδώ ότι εκείνη την περίοδο ο Βακρινός είχε ήδη γεμίσει το εγκληματικό βιογραφικό του με πέντε φόνους και κάμποσες απόπειρες δολοφονίας. Κανείς όμως δεν τον είχε πάρει ακόμα χαμπάρι. Αντιθέτως στην γειτονιά του θεωρούταν ένας χαρακτηριστικά ήσυχος και συμπαθητικός τύπος.
Τα εγκλήματα ενός “αδικημένου”
Το χρονικό της εγκληματικής δράσης του Δημήτρη Βακρινού έλαβε χώρα την περίοδο από το 1993 ως το 1996. Ωστόσο, τον πρώτο φόνο του τον είχε διαπράξει το 1987 σε ηλικία 25 ετών.
6 Αυγούστου 1987
Ο 25χρονος Βακρινός φιλοξενούταν στο σπίτι του 43χρονου Παναγιώτη Γαγλία στην Πετρούπολη. Σκότωσε τον οικοδεσπότη του με σιδερολοστό το βράδυ ενώ κοιμόταν και στη συνέχεια τύλιξε το πτώμα σε πλαστικές σακούλες και το μετέφερε και το πέταξε το στο 19ο χλμ της Εθνικής Οδού Άργους-Τρίπολης.
Αιτία της στυγερής του πράξης ήταν ότι παλιότερα είχε πάρει ένα κυνηγετικό όπλο από τον Γαγλία και εκείνος τον είχε απειλήσει ότι αν δεν του το επιστρέψει, θα τον καταγγείλει στην αστυνομία.
______________
14 Μαρτίου 1993
Ο 31χρονος Βακρινός βρισκόταν σε ένα πάρκο στο Βοτανικό και έτυχε να παρακολουθεί μια παρέα νέων που κάθονταν εκεί γύρω. Κάποια στιγμή ο 18χρονος Αντρέας Σβύρος και ο 16χρονος Θεόδωρος Μπίτουλας άρχισαν να πειράζουν το ζευγάρι της παρέας κάνοντας πλάκα. Ο Βακρινός μάλλον δεν το βρήκε πολύ αστείο και αποφάσισε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους ξεκινώντας να πυροβολεί συνεχόμενα εναντίον των δύο παιδιών. Οι νεαροί τραυματίστηκαν σοβαρά, αλλά ευτυχώς επέζησαν.
19 Νοεμβρίου 1993
Ως ταξιτζής πλέον ο Βακρινός πήρε κούρσα την 28χρονη Αναστασία Σιμιτζή. Της πρότεινε να πάνε για ένα ποτό και εκείνη, όντας ήδη μεθυσμένη, δέχτηκε. Στη συνέχεια της ζήτησε να συνεχίσουν λίγο πιο ιδιωτικά σε ένα ξενοδοχείο. Η κοπέλα αρνήθηκε και ο Βακρινός θιγμένος την οδήγησε σε μια ερημική τοποθεσία, την περιέλουσε με βενζίνη και την έκαψε ζωντανή! Το πτώμα της βρέθηκε απανθρακωμένο την επόμενη μέρα.
5 Δεκεμβρίου 1993
Κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα να ληστέψει ένα βενζινάδικο στην Λεωφόρο Θηβών.
9 Ιανουαρίου 1994
Αυτή τη φορά ο ταξιτζής γίνεται για λίγο πελάτης, ένας πελάτης που κανείς δεν θα ήθελε να πετύχει. Ο Βακρινός μπαίνει λοιπόν ως πελάτης στο ταξί του 35χρονου συναδέλφου του Θεώδορου Ανδρεάδη. (Συγγελάκη από τη Ρώμη, συγνώμηδενκρατήθηκα)
Οι δυό τους είχαν διαφωνήσει παλιότερα για μια προτεραιότητα στην πιάτσα των ταξί και ο Βακρινός έψαχνε αφορμή να πάρει την εκδίκησή του. Ζήτησε από τον Ανδρεάδη να τον πάει στην Κόρινθο και κάποια στιγμή της διαδρομής έβγαλε το 45άρι του και τον σκότωσε επιτόπου. Επέστρεψε το ταξί στην Ελευσίνα, όπου του έβαλε φωτιά μαζί με το πτώμα του άτυχου συναδέλφου του κρατώντας λάφυρο μόνο το ρολόι του.
4 & 15 Δεκεμβρίου 1995
Ληστεύει δύο σούπερ μάρκετ στη Νίκαια και στο Αιγάλεω αντίστοιχα.
10 Δεκεμβρίου 1995
Νιώθοντας ότι εκδικείται για ένα προξενιό που είχε χαλάσει, ο Βακρινός έσπασε το αυτοκίνητο μιας γυναίκας στα Νέα Σεπόλια και προσπάθησε να κλέψει διάφορα αντικείμενα από αυτό. Δύο φίλοι έτυχε να περνάνε εκείνη την ώρα απο’κει και προσπάθησαν να τον σταματήσουν, όμως ο Βακρινός χωρίς ενδοιασμούς για άλλη μια φορά έβγαλε το πιστόλι του και τους πυροβόλησε. Ο 23χρονος Βασίλης Δίπλας τραυματίστηκε ελαφρά, ενώ ο επίσης 23χρονος Γιώργος Καύκας αρκετά σοβαρότερα με αποτέλεσμα να μείνει ανάπηρος για το υπόλοιπο της ζωής του.
20 Δεκεμβρίου 1995
Ο ασυγκράτητος πλέον δράστης μας κράτησε τις πινακίδες ενός άγνωστου μοτοσικλετιστή, με τον οποίο ψιλοαρπάχτηκαν στο δρόμο για το ποιός είχε προτεραιότητα, και σχεδίαζε να τον σκοτώσει παρασύροντάς τον με το αυτοκίνητό του. Τα σχέδιά του όμως άλλαξαν όταν την επόμενη μέρα έκλεψε ένα αυτοκίνητο για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του…
21 Δεκεμβρίου 1995
Αρκετό καιρό πριν ο Βακρινός είχε πουλήσει το αυτοκίνητό του στον 21χρονο Κώστα Σπυρόπουλο και για κάποιο λόγο είχε κρατήσει και ένα αντικλείδι. Για τις ανάγκες της εκδίκησης του μοτοσικλετιστή, πήγε στο σπίτι του Σπυρόπουλου στο Μενίδι και έκλεψε το αυτοκίνητό του. Ο Κώστας Σπυρόπουλος μαζί με τον 20χρονο αδερφό του Αντώνη τον αντιλήφθηκαν και τον ακολούθησαν. Σε ένα βενζινάδικο που σταμάτησε αμέριμνος ο Βακρινός για βενζίνη τα δύο αδέρφια τον πλησίασαν να του ζητήσουν τα ρέστα για την κλοπή του αυτοκινήτου. Με συνοπτικές διαδικασίες ο Βακρινός έβγαλε το πάντα διαθέσιμο όπλο του και άδειασε όλες τις σφαίρες πάνω τους.
20 Μαρτίου 1996
Ληστεύει για άλλη μια φορά ένα σούπερ μάρκετ στο Αιγάλεω.
31 Μαΐου 1996
Με αφορμή κάποιες προσωπικές διαφορές που μόνο εκείνος ήξερε, ο Βακρινός επισκέφτηκε το σπίτι του Νίκου Αγιαννίδη στη Λεωφόρο Θηβών με σκοπό να τον σκοτώσει. Ο τύπος αρνήθηκε να του ανοίξει και κάλεσε την αστυνομία. Ο αποφασισμένος Βακρινός κρύφτηκε στο υπόγειο της πολυκατοικίας και περίμενε. Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί και βγήκε έξω και ο Αγιαννίδης, άνοιξε πυρ αδιακρίτως εναντίον τους τραυματίζοντάς τους ευτυχώς ελαφρά. Οι αστυνομικοί ήταν ο 24χρονος Χρήστος Γεωργαντόπουλος και ο 31χρονος Γρηγόρης Μάμμος.
Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες
Μετά την διπλή δολοφονία των αδερφών Κώστα και Αντώνη Σπυρόπουλου ο χρόνος άρχισε να μετράει αντίστροφα για τον Δημήτρη Βακρινό. Η αστυνομία ήξερε ότι αντικλείδι για το αυτοκίνητο θα μπορούσε να έχει μόνο ο αρχικός του ιδιοκτήτης και οι έρευνές τους στράφηκαν κατευθείαν προς τον Βακρινό, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Λίγους μήνες αργότερα, μετά την επίθεσή του στο σπίτι του Αγιαννίδη, μια γειτόνισσα κατέθεσε ότι είδε τον δράστη να διαφεύγει οδηγώντας ένα ταξί. Στην αρχή η αστυνομία έψαχνε στις πιάτσες των ταξί αναζητώντας έναν κοντό και λεπτοκαμωμένο πελάτη που κάποιος πήρε κούρσα εκείνη τη μέρα. Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες κατάλαβαν ότι μάλλον αυτός που έψαχναν δεν ήταν πελάτης, αλλά ο ίδιος ο ταξιτζής.
Συνέλαβαν τον Δημήτρη Βακρινό τον Απρίλιο του 1997. Ομολόγησε ευθαρσώς όλους τους φόνους και τις απόπειρες δολοφονίας που έκανε υποστηρίζοντας με χαρακτηριστική φυσικότητα τους “ανύπαρκτους” λόγους που τον οδηγούσαν σ’ αυτές τις πράξεις.
Οι ψυχολόγοι που τον εξέτασαν έκαναν λόγο για άνθρωπο με σαφές ψυχοπαθολογικό πρόβλημα και έντονα συμπλέγματα κατωτερότητας. Το θέμα του είχε ρίζες στα βιώματα της παιδικής του ηλικίας και σχετιζόταν με μειωμένη αυτοεκτίμηση και σεξουαλική καταπίεση.
Η σχεδόν καχεκτική σωματική του διάπλαση ήταν ένας έξτρα λόγος να αισθάνεται “λίγος” και τόσο εύκολα θιγμένος με οποιαδήποτε αφορμή. Καθώς ένιωθε αδύναμος να αντιδράσει σε τυχόν προκλήσεις και να αντιμετωπίσει καταστάσεις, επέλεξε να οπλοφορεί πάντα και να “απαντάει” σε όλα με το όπλο του εκδηλώνοντας έτσι την εκδικητική του μανία.
Όπως ο ίδιος δήλωσε χαρακτηριστικά στην αστυνομία, είχε κόμπλεξ γιατί ήταν κοντός και όλοι τον κορόιδευαν. Παρότι θεωρούσε πως είχε τους δικούς του λόγους για τα εγκλήματά του, χαρακτήρισε επίσης τον εαυτό του “κτήνος, που η μόνη τιμωρία που του αξίζει είναι η εκτέλεση”.
“Με θεωρούσαν άνθρωπο της καρπαζιάς, έτσι με αντιμετώπιζαν. Με το όπλο αισθανόμουν θεός. Την ώρα της δολοφονίας ψήλωνα.»
________________
Στις 25 Μαΐου του 1997, σχεδόν ένα μήνα μετά την σύλληψή του, ο Δημήτρης Βακρινός βρέθηκε νεκρός στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού κρεμασμένος από τα κορδόνια των παπουτσιών του.
Έδωσε μόνος του τέλος στην δυστυχισμένη του ιστορία και δεν πρόλαβε να δικαστεί ποτέ για τα στυγερά και αναίτια εγκλήματά του.
_______________
Υ.Γ. Τα επεισόδια “Ένας ήσυχος άνθρωπος” της 10ης Εντολής και “Ο Ιππότης” του Κόκκινου Κύκλου είναι εμπνευσμένα από την υπόθεση του Δημήτρη Βακρινού.