Η υπόθεση των αδερφών Menendez είναι μια από τις πιο διαβόητες εγκληματικές υποθέσεις των 90’s στην Αμερική, που έγινε ευρέως γνωστή κυρίως μέσω των τηλεοπτικών της απεικονίσεων. Τουλάχιστον τρία επεισόδια τηλεοπτικών σειρών, άλλα τρία εκτενή ντοκιμαντέρ, μια τηλεταινία και διάφορα αφιερώματα ως και σε δημοφιλή αμερικάνικα podcast έχουν φιλοξενήσει την ιστορία των δύο αδερφών.
Δύο κακομαθημένα πλουσιόπαιδα του Beverly Hills δολοφόνησαν την οικογένειά τους και καλοπερνούσαν έξι μήνες ξοδεύοντας την περιουσία τους.
Ήταν όμως τελικά ακριβώς έτσι;
______________________________________
Ο Lyle και ο Erik γεννήθηκαν το 1968 και 1970 αντίστοιχα και μεγάλωσαν στο New Jersey με τους γονείς τους José Enrique Menéndez και Mary Louise ή “Kitty” Menendez. Από το 1986, μια ισχυρή προαγωγή στην καριέρα του πατέρα τους έφερε την οικογένεια να ζει πλέον σε μια χλιδάτη έπαυλη στο Beverly Hills της Καλιφόρνια.
Αυτά που γνωρίζουμε για τα δύο αδέρφια, πέραν της πλούσιας οικογένειας και της πολυτελούς ζωής τους, είναι οι επιδόσεις τους ως μαθητές. Ο Erik, από τη μία, ήταν μέτριος μαθητής, αλλά διέπρεψε στο άθλημα του τένις συμμετέχοντας σε σχολικούς αγώνες. Ο Lyle, από την άλλη, ήταν τόσο “σκράπας” στα μαθήματα, που τέθηκε υπό επιτήρηση λόγω των κακών του βαθμών, ενώ αποβλήθηκε και μια ολόκληρη χρονιά από το σχολείο του εξαιτίας λογοκλοπής.
Ενδο-οικογενειακό έγκλημα
Η αρχή του τέλους ήρθε στις 18 Αυγούστου του 1989 όταν τα δύο αδέρφια αγόρασαν δύο πυροβόλα όπλα από την αλυσίδα καταστημάτων Big 5 Sporting Goods στο San Diego, πάνω από 100 μίλια μακρυά από το σπίτι τους.
Στις 20 Αυγούστου, δύο μέρες αργότερα, πραγματοποίησαν το σκοτεινό τους σχέδιο. Οι γονείς τους χαλάρωναν αμέριμνοι στο σαλόνι τους παρακολουθώντας τηλεόραση, όταν οι δύο νεαροί μπήκαν στο δωμάτιο και άρχισαν να τους πυροβολούν! Ο πατέρας δέχτηκε μια θανατηφόρα βολή στο πίσω μέρος του κεφαλιού και αργότερα τον πυροβόλησαν και στα πόδια για να φαίνεται ότι επρόκειτο για οργανωμένο έγκλημα (από τρίτους δηλαδή, γιατί οργανωμένο ήταν).
Η μητέρα προσπάθησε να τρέξει να σωθεί, αλλά ένας πυροβολισμός στο πόδι την έκανε να γλιστρήσει και να πέσει στο πάτωμα. Τότε οι γιοί της την πυροβόλησαν αρκετές φορές στα χέρια, το στήθος και το πρόσωπο αφήνοντάς την σχεδόν αγνώριστη. Αναφέρεται πως εκείνος που κατάφερε τα τελειωτικά χτυπήματα στο κεφάλι του πατέρα και της μητέρας του ήταν ο Lyle.
Να σημειώσουμε κάπου εδώ ότι όταν έγιναν αυτά, τα δύο αδέρφια ήταν 21 και 18 ετών.
Όταν ολοκλήρωσαν τη φρικτή τους πράξη, ξεφορτώθηκαν τα όπλα τους, έβαλαν καθαρά ρούχα και οδήγησαν κύριοι μέχρι τον κινηματογράφο, όπου είδαν την ταινία Batman.
Αργότερα επέστρεψαν σπίτι τους και προσποιούμενοι ότι μόλις είχαν ανακαλύψει το έγκλημα κάλεσαν την αστυνομία φωνάζοντας υστερικά “Κάποιος σκότωσε τους γονείς μας!”.
Η αστυνομία δεν μπήκε στη διαδικασία να εξετάσει ιδιαίτερα τα δύο αδέρφια, αφού δεν υπήρξαν ικανά ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον τους. Άλλωστε ήταν τα ορφανά του δολοφονημένου ζευγαριού και οι υποψίες μπορούσαν να φύγουν εύκολα από πάνω τους. Κάπως έτσι οι νεαροί εγκληματίες τη γλύτωσαν πολύ φθηνά – τουλάχιστον προς το παρόν.
Οι πράξεις τους τους επόμενους μήνες μετά τις δολοφονίες ήταν ουσιαστικά και η τελευταία πράξη του σχεδίου τους πριν αποκαλυφθούν οριστικά. Για την ακρίβεια, για περίπου έξι μήνες τα δύο αδέρφια σπαταλούσαν αχόρταγα την περιουσία των γονιών τους σε πάρτι, ταξίδια και ακριβές αγορές. Υπολογίζεται πως έτσι ξόδεψαν κοντά στο 1 εκατομμύριο δολάρια.
Μεταξύ άλλων αγόρασαν μια Porsche Carrera και εγκατέλειψαν το πατρικό τους διαμένοντας πλέον σε διάφορα πανάκριβα διαμερίσματα στην κοντινή Marina del Rey. Έκαναν ταξίδια στο Λονδίνο και την Καραϊβική, έτρωγαν στα ακριβότερα εστιατόρια και διοργάνωναν συχνά πάρτι με φίλους τους.
Αγόρασαν επίσης το δημοφιλές εστιατόριο Chuck’s Spring Street Cafe στο Princeton, το οποίο μετονόμασαν σε Mr. Buffalo’s.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Lyle σε μια φοιτητική εφημερίδα: “Είναι ένα από τα πράγματα που θα χαροποιούσαν τη μητέρα μου να δημιουργήσω μια μικρή αλυσίδα εστιατορίων και να προσφέρω υγιεινό φαγητό με φιλική εξυπηρέτηση”…
Σύμφωνα με καταθέσεις φίλων του αργότερα, ο Lyle προσπαθούσε να μιμηθεί και να πετύχει τα επαγγελματικά βήματα του πατέρα του δημιουργώντας μια σειρά επιχειρήσεων κάτω από το όνομά του.
Χαρακτηριστική στιγμή, που αποδεικνύει αυτή του την επιθυμία ήταν στην κηδεία των γονιών του, στις 24 Αυγούστου του 1989. Μια μέρα πριν (και τρεις μετά τις δολοφονίες) ξόδεψε 15.000 δολάρια για ρολόγια Rolex, τα οποία φρόντισε να μοστράρει επιδεικτικά στην κηδεία. Κάποια στιγμή που καθόταν στη λιμουζίνα δίπλα στη γραμματέα του πατέρα του, Marzi Eisenberg, της έδειξε τα ολοκαίνουργια δερμάτινα παπούτσια του και της είπε “Ποιος είπε ότι δεν θα μπορούσα να μπω στη θέση του πατέρα μου;” (“who said I couldn’t fill my father’s shoes?”).
Ο Erik αναφέρεται πως έμπλεξε με τυχερά παιχνίδια χάνοντας εκεί αρκετά δολάρια, ώσπου τελικά παράτησε τη Σχολή του και προσέλαβε έναν προσωπικό καθηγητή τένις (για 60.000 δολάρια το χρόνο) με σκοπό να γίνει επαγγελματίας. Εξασκούνταν στο άθλημα ως και 10 ώρες κάθε μέρα και κατάφερε να συμμετάσχει σε μια σειρά αγώνων στο Ισραήλ. Πόσο καλά τα πήγε εκεί δεν ξέρουμε και δεν μας νοιάζει.
Το σίγουρο ήταν πως οι δυό τους το ζούσαν κανονικά και αμέριμνοι φιλοδοξώντας σε αθλητικές, μουσικές και επιχειρηματικές επιτυχίες, ακόμα και στην πολιτική! Ο Erik είχε εκδηλώσει την επιθυμία του γίνει Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ ο Lyle ήθελε να γίνει γερουσιαστής και να στηρίξει τον λαό της Κούβας, της γενέτειρας του πατέρα του.
Μοιραίες εξομολογήσεις
Ανάμεσα στη χλιδάτη καλοπέραση και τις φιλόδοξες επενδύσεις, τα δύο αδέρφια είχαν επίσης ξεκινήσει κάποιες συνεδρίες ψυχοθεραπείας με τον ψυχολόγο Dr. Jerome Oziel.
Σε μια στιγμή ειλικρίνειας και προφανώς συσσωρευμένης ενοχής ο Erik αποκάλυψε στον ψυχολόγο του ότι εκείνος και ο αδερφός του είχαν σκοτώσει τους γονείς τους.
Όταν ο Lyle έμαθε για την εξομολόγηση του αδερφού του, απείλησε τον γιατρό να μην τολμήσει και τους μαρτυρήσει στις αρχές. Πράγματι ο γιατρός δεν το έκανε, τον πρόλαβε όμως η ερωμένη του Judalon Smyth, η οποία ενημέρωσε την αστυνομία για την ανάμειξη των αδερφών Menendez στους φόνους.
Στις καταθέσεις της η Judalon Smyth δήλωσε αρχικά ότι είχε ακούσει η ίδια τους αδερφούς να ομολογούν το έγκλημά τους (ενδεχομένως ακούγοντας κρυφά τα αρχεία των συνεδριών τους), ενώ αργότερα άλλαξε την ιστορία της λέγοντας ότι της είχε εκμυστηρευτεί το μυστικό ο εραστής της και ψυχολόγος τους Oziel.
Η αστυνομία είχε ήδη ερευνήσει κάθε πιθανό άτομο που θα μπορούσε να έχει το παραμικρό κίνητρο να σκοτώσει τον José και την Kitty Menendez, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Οι υποψίες τους είχαν ήδη αρχίσει να στρέφονται προς τα δύο αδέρφια, που τελικά μόνοι τους πρόδιδαν τα οικονομικά τους κίνητρα ξοδεύοντας ασύστολα την οικογενειακή περιουσία. Η ερωμένη του γιατρού ήρθε και τους επιβεβαίωσε τις υποψίες.
Ο Lyle συνελήφθη στις 8 Μαρτίου του 1990 στο Beverly Hills, ενώ ο Erik παραδόθηκε μόνος του τρεις ημέρες αργότερα, καθώς έλειπε για ένα τουρνουά τένις.
Δίκες γεμάτες διλήμματα – Θύτες ή θύματα;
Παρότι η ενοχή των δύο αδερφών ήταν δεδομένη και η υπόθεση είχε λυθεί, η εκδίκαση της υπόθεσης κράτησε συνολικά 7 ολόκληρα χρόνια ώσπου να ολοκληρωθεί.
Για να μην μπερδευόμαστε με τις νομικές λεπτομέρειες της διαδικασίας, ουσιαστικά τα δύο πρώτα χρόνια υπήρχε μια συζήτηση στο δικαστήριο για το κατά πόσο τα ιατρικά αρχεία του ψυχολόγου μπορούσαν να θεωρηθούν αποδεικτικά και ενοχοποιητικά στοιχεία λόγω του ιατρικού απορρήτου.
Το γεγονός ότι ο Lyle είχε απειλήσει τη ζωή του γιατρού υπήρξε ένας λόγος να αρθεί το απόρρητο και τα αρχεία να γίνουν αποδεκτά ως στοιχεία. Εν τέλει, στις 7 Δεκεμβρίου του 1992, οι αδερφοί Menendez βρέθηκαν οριστικά και επίσημα κατηγορούμενοι για τις δολοφονίες των γονιών τους.
Τα αγόρια δικάστηκαν χωριστά μέσα στο διάστημα με τις δίκες τους να βρίσκονται σύντομα ξανά σε αδιέξοδο. Ένα νέο και ανατρεπτικό στοιχείο ήρθε να φέρει άλλο ένα εμπόδιο στην καταδίκη των δολοφόνων.
Η δικηγόρος υπεράσπισης Leslie Abramson και η ομάδα της ισχυρίστηκαν ότι ο Lyle και ο Erik υπήρξαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα τους στην παιδική τους ηλικία.
Υποστήριξαν ότι ο πατέρας τους ήταν ένας τύπος ακραία τελειομανής και παιδεραστής, που τα κακοποιούσε με άσχημο τρόπο από την παιδική ως και την εφηβική τους ηλικία. Η μητέρα τους χαρακτηρίστηκε ως μια εγωίστρια γυναίκα, που δεν ήταν πολύ καλά στα μυαλά της και ήταν εθισμένη σε αλκοόλ και ουσίες.
Έτσι τα αδέρφια έφτασαν να ενώσουν τις τελευταίες τους δυνάμεις και αποφάσισαν αρχικά να προειδοποιήσουν τον πατέρα τους ότι αν δεν σταματήσει, θα δημοσιοποιούσαν την κακοποίηση που βίωναν και θα του κατέστρεφαν τη φήμη και οτιδήποτε είχε. Φοβόντουσαν έντονα όμως ότι η αντίδρασή του μπορεί να ήταν γι’ αυτά εξαιρετικά τραγική και γι’ αυτό αγόρασαν τα όπλα. Όπως φαίνεται, τελικά αναγκάστηκαν να τα χρησιμοποιήσουν.
Με όλα όσα έχουμε δει και ακούσει όλοι μας για τις απανταχού υποθέσεις εγκλημάτων στην ιστορία της ανθρωπότητας, το σενάριο της παιδικής ενδοοικογενειακής κακοποίησης μπορεί να είναι απόλυτα πραγματικό. Η δολοφονία έτσι ήρθε ως η επακόλουθη εκδίκηση αυτής της παιδικής ψυχικής τους εξαθλίωσης.
-Και τι; Υπάρχει ποτέ δικαιολογία για ένα έγκλημα;
-Καμιά φορά υπάρχει.
Αν σκοτώσεις έναν που βίασε το παιδί σου, εσύ είσαι ο εγκληματίας; Αν σκοτώσεις έναν που σου επιτίθεται με όπλο για να σε ληστέψει ή οτιδήποτε, εσύ είσαι ο εγκληματίας; Αν σκοτώσεις κάποιον που σε βιάζει σωματικά και ψυχικά συνεχόμενα, εσύ είσαι πράγματι ο εγκληματίας;
Το έγκλημα παραμένει έγκλημα, όμως οι συνθετικοί του παράγοντες γίνονται καθοριστικά διαφορετικοί.
Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη, ανατρεπτική κατά τ’ άλλα, ιστορία είναι ότι ήταν ως και απίθανο να επιβεβαιωθεί, αφού δεν υπήρχαν χειροπιαστά στοιχεία και ο φερόμενος ένοχος (ο πατέρας) ήταν νεκρός.
Για να το πούμε κι αλλιώς, ώσπου να πέσει στο τραπέζι το σενάριο της κακοποίησης, η κλασσικά παντοδύναμη κοινή γνώμη είχε ήδη αποφανθεί ότι είχαν να κάνουν με δύο μισητά, κακομαθημένα πλουσιόπαιδα που δολοφόνησαν χωρίς λόγο τους γονείς τους. Μάλιστα ήταν σύνηθες να κοροϊδεύουν δημόσια τα στιγμιότυπα που τα αδέρφια έκλαιγαν στο δικαστήριο μιλώντας για την κακοποίηση. Πως ξαφνικά θα έπρεπε όλοι να βγουν λάθος και τα παιδιά να ήταν και θύματα; Δύσκολο.
Οι δικαστές πάντως φαίνεται πως ήταν απόλυτα σίγουροι. Οι αδερφοί Lyle και Erik Menendez κρίθηκαν ένοχοι στις 2 Ιουλίου του 1996 και καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση χωρίς δυνατότητα απαλλαγής για δολοφονία και συνωμοσία για διάπραξη δολοφονίας.
Το δικαστήριο θεώρησε ότι η ιστορία της εκδίκησης από φόβο λόγω προηγούμενης κακοποίησης δεν ήταν πραγματική. Η επίσημη άποψη ήταν ότι οι νεαροί δολοφόνησαν τους γονείς τους για να κληρονομήσουν και να χαρούν τα οικογενειακά τους πλούτη.
Δεν τους επιβλήθηκε θανατική ποινή, επειδή τα αδέρφια είχαν καθαρό ποινικό μητρώο και κανένα περιστατικό διάπραξης βίας πριν τις δολοφονίες.
Μέχρι και σε συνέντευξη του 2015 οι δικηγόροι που υποστήριξαν την καταδίκη των δύο αδερφών δήλωσαν ότι “είναι 100% σίγουροι ότι τα αγόρια επινόησαν την ιστορία της κακοποίησης και δεν ήταν αλήθεια”.
Παρά τα αιτήματά τους να μπουν στην ίδια φυλακή, τα αδέρφια οδηγήθηκαν εξαρχής σε διαφορετικές φυλακές, μίλια μακρυά η μία από την άλλη και παρέμειναν σε αυτές μέχρι πριν δύο χρόνια.
Μέσα στα 24 χρόνια ως τώρα που είναι φυλακισμένοι οι αδερφοί Menendez παντρεύτηκαν και οι δύο, ο Lyle μάλιστα δύο φορές. Φαίνεται τελικά πως ένα κάποιο μέρος του κόσμου πίστεψε την ιστορία των θυμάτων κακοποίησης.
Η σημερινή σύζυγός του Lyle, Rebecca Sneed, είναι συντάκτης περιοδικών και δικηγόρος. Ο Erik παντρεύτηκε την Tammi Saccoman, με την οποία αντάλλαζαν επιστολές για έξι χρόνια.
Τον Απρίλιο του 2018 τα δύο αδέρφια μεταφέρθηκαν στην ίδια πλέον φυλακή και επανενώθηκαν μετά από 24 χρόνια. Μόλις συναντήθηκαν έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και ξέσπασαν σε κλάματα. Η φυλακή όπου βρίσκονται σήμερα προορίζεται για κρατούμενους που έχουν συμφωνήσει να παρακολουθούν προγράμματα εκπαίδευσης και ομαλούς αποκατάστασης.
_________________________________
Παρόλο που ο ψυχολόγος Dr. Jerome Oziel κατέθεσε εναντίον των αδερφών και τα αρχεία του υπήρξαν βασικός παράγοντας για την εκδίκαση της υπόθεσης, ο ίδιος δεν είχε τις καλύτερες συνέπειες. Μετά την ολοκλήρωση της δίκης, του αφαιρέθηκε η άδεια άσκησης επαγγέλματος το 1997 με την κατηγορία ότι διέπραξε παραβίαση του ιατρικού απορρήτου και σύναψε σεξουαλική σχέση με ασθενή του.