Χειμώνας του 1933 στη Γαλλία. Ένα φρικιαστικό έγκλημα συγκλονίζει την κοινή γνώμη και χαρακτηρίζεται ως σύμβολο της πάλης των τάξεων, της εκμετάλλευσης της χαμηλότερης εργατικής τάξης από τους μεγαλοαστούς εργοδότες.

Πρωταγωνίστριες της μυστηριώδους ιστορίας οι περίφημες πλέον Γαλλίδες αδερφές Papin, που αποτέλεσαν έμπνευση για δεκάδες βιβλία, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα.

___________________________________

Papin sisters portrait circa 1928.jpgΓεννημένες στο Le Mans της Γαλλίας η Christine και η Lea Papin ήταν οι μικρότερες κόρες της Clémence Derré και του Gustave Papin και είχαν και μια μεγαλύτερη αδερφή, την Emilia.

Η οικογένεια στην οποία μεγάλωσαν ήταν πραγματικά προβληματική, τοξική, με καθημερινές εντάσεις μεταξύ των γονιών και διάφορες μορφές βίας και κακοποίησης.

Η μεγαλύτερη κόρη, Emilia, περίπου στα 10 της χρόνια υποστήριξε πως είχε βιαστεί από τον πατέρα της και η μητέρα της την έστειλε σε ένα καθολικό ορφανοτροφείο. Από το 1918 επέλεξε να κλειστεί σε μοναστήρι, όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό της, τερματίζοντας κάθε σχέση με την οικογένειά της.

Κάποια στιγμή οι γονείς τους χώρισαν και εισήχθησαν και οι δύο σε ψυχιατρικό ίδρυμα για να ξεπεράσουν τις επιπτώσεις του επεισοδιακού τους χωρισμού. Τα κορίτσια παρέμειναν στο ορφανοτροφείο απασχολούμενες ανά διαστήματα σε διάφορες δουλειές, κυρίως ως υπηρέτριες σε σπίτια του Le Mans.

Παρά τα επτά χρόνια διαφορά που είχαν μεταξύ τους, η Christine και η Lea ήταν πάρα πολύ δεμένες και εκμεταλλευόντουσαν κάθε ευκαιρία να βρίσκονται, ακόμα και να εργάζονται μαζί. Η Christine, η μεγαλύτερη από τις δύο, ήταν συχνά αντιδραστική, αλλά ήξερε να δουλεύει σκληρά και ήταν αρκετά καλή στη μαγειρική. Η Lea, από την άλλη, ήταν πολύ πιο ήσυχη και εσωστρεφής και αναφέρεται ως λιγότερο έξυπνη από την αδερφή της.

Στο σπίτι των Lancelin και η πορεία προς το έγκλημα

Το 1926, οι δύο αδερφές βρήκαν μαζί δουλειά ως υπηρέτριες στο σπίτι της οικογένειας Lancelin. Ο κύριος René Lancelin ήταν ένας συνταξιούχος δικηγόρος, που ζούσε μαζί με την γυναίκα του Léonie και την μικρότερη κόρη τους Genevieve.

Christine Papin

Τα πρώτα χρόνια συγκατοίκησης και συνεργασίας των δύο αδερφών με την οικογένεια φαίνεται πως κύλησαν ομαλά.

Τα κορίτσια ήταν υποχρεωμένα να δουλεύουν 14 ώρες κάθε μέρα με μόλις μισή μέρα ρεπό ανά εβδομάδα, γεγονός που βέβαια θεωρούταν φυσιολογικό για υπηρετικό προσωπικό εκείνη την εποχή. Οι αδερφές έκαναν όλες τις δουλειές τους σιωπηλά και με σεβασμό και δεν επιδίωκαν καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Αγαπημένη τους συνήθεια ήταν να περνούν τον χρόνο τους η μία με την άλλη.

Όλα έβαιναν καλώς λοιπόν στο σπίτι των Lancelin, ώσπου κάποια στιγμή η κυρία Léonie άρχισε να παλεύει με την κατάθλιψη. Η ψυχική της αναστάτωση της δημιουργούσε νεύρα και επιθετικότητα, την οποία άρχισε να ξεσπάει όλο και πιο έντονα στις δύο νεαρές της υπηρέτριες. Οι αδερφές έτρωγαν ξύλο για το παραμικρό τους λάθος, ενώ αναφέρεται πως πολλές φορές τους χτυπούσε και το κεφάλι στον τοίχο για να τις τιμωρήσει.

Lea Papin
Η 28χρονη Christine και η 22χρονη Lea προφανώς δεν περνούσαν πλέον καθόλου καλά και το μίσος τους για τους εργοδότες τους όλο και συσσωρευόταν. Αυτό τουλάχιστον φάνηκε το μοιραίο απόγευμα της Πέμπτης 2 Φεβρουαρίου του 1933…

Ο κύριος Lancelin έλειπε από το σπίτι και επρόκειτο να συναντηθεί με τη γυναίκα του και την κόρη του στο σπίτι ενός οικογενειακού φίλου για φαγητό.

Η κυρία Léonie και η κόρη της Genevieve είχαν πάει για ψώνια πριν τη συνάντηση και όταν επέστρεψαν σπίτι τους είδαν ότι το ρεύμα είχε κοπεί. Οι αδερφές Papin τους εξήγησαν ότι το θέμα προκλήθηκε όταν η Christine έβαλε στην πρίζα ένα ελαττωματικό σίδερο.

Η κυρία Lancelin εξοργίστηκε αμέσως και ετοιμάστηκε να επιτεθεί για άλλη μια φορά στις αδερφές, όμως αυτή τη φορά εκείνες την περίμεναν… Οι αδερφές επιτέθηκαν με μανία σε μάνα και κόρη βγάζοντάς τους αρχικά τα μάτια με τα ίδια τους τα χέρια! Στη συνέχεια η Christine έφερε από την κουζίνα ένα μαχαίρι και ένα σφυρί, με τα οποία άρχισαν να χτυπούν αδιακρίτως τις δύο γυναίκες για περίπου δύο ώρες.

Εν τω μεταξύ, ο κύριος Lancelin αναζητώντας τη γυναίκα και την κόρη του, που είχαν αργήσει στο ραντεβού τους, επέστρεψε σπίτι τους για να δει τι γίνεται. Βρήκε το σπίτι εντελώς σκοτεινό με ένα μοναδικό φως να έρχεται από το δωμάτιο όπου κοιμόντουσαν οι αδερφές Papin.

Η εξώπορτα του σπιτιού ήταν κλειδωμένη από μέσα και καθώς δεν μπορούσε να μπει, κάλεσε την αστυνομία για βοήθεια. Όταν τελικά κατάφεραν να μπουν στο σπίτι, το θέαμα που αντίκρισαν ήταν φρικτό πέρα από κάθε φαντασία.

Τα νεκρά σώματα της κυρίας Léonie και της νεαρής Genevieve ήταν πεσμένα στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος έχοντας μαχαιρωθεί τόσο πολύ που ήταν πλέον σχεδόν αγνώριστες.

Τα μάτια τους ήταν στην κυριολεξία βγαλμένα, της Léonie κολλημένα πάνω στο φουλάρι που φορούσε και της κόρης της πεταμένα πιο πέρα στο δωμάτιο.

Η αστυνομία θεώρησε πως κάποιος εγκληματίας είχε μπει στο σπίτι και ότι πιθανόν είχε κάνει κάτι αντίστοιχο και στις νεαρές υπηρέτριες. Ανέβηκαν έτσι τις σκάλες για το δωμάτιό τους και άρχισαν να χτυπούν την πόρτα, χωρίς όμως να παίρνουν καμία απάντηση. Τελικά κάλεσαν έναν κλειδαρά για να καταφέρουν να μπουν στο δωμάτιο.

Προς μεγάλη τους έκπληξη, οι αδερφές Papin ήταν μέσα ζωντανές, ενώ ήταν γυμνές και ξαπλωμένες μαζί στο κρεβάτι… Τα γεμάτα αίματα και τρίχες από τα θύματα όπλα του εγκλήματος ήταν πάνω σε μια καρέκλα του δωματίου. Οι δύο αδερφές ήρεμες και με μηδενική ένδειξη μεταμέλειας, δεν άργησαν να παραδεχτούν ότι εκείνες είχαν διαπράξει τις φρικτές δολοφονίες.

Φυλάκιση και καταδίκη

Οι δύο αδερφές φυλακίστηκαν αμέσως σε χωριστά κελιά χωρίς να μπορούν να συναντηθούν η μία με την άλλη. Αυτό ήταν και το μόνο γεγονός που τους δημιουργούσε πραγματική θλίψη και αναστάτωση.

Αναφέρεται πως κάποια στιγμή οι φύλακες τις άφησαν να συναντηθούν για λίγα λεπτά και οι δύο κοπέλες έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης κάνοντας κινήσεις και λέγοντας κουβέντες που θεωρήθηκαν ότι υποδείκνυαν κάποια αιμομικτική σεξουαλική σχέση μεταξύ τους…

Η Christine το επόμενο διάστημα παρουσίασε περίεργη συμπεριφορά και μια μέρα προσπάθησε να βγάλει τα ίδια της τα μάτια, όπως είχαν κάνει με τα θύματά τους. Κατέληξε να της φορέσουν ζουρλομανδύα, ώστε να περιορίσουν τις κινήσεις της και την περίπτωση να βλάψει τον εαυτό της, ενώ εκείνη ανέφερε στον ανακριτή πως ένα τέτοιο ανάλογο ψυχωτικό επεισόδιο είχε βιώσει και την ημέρα των φόνων, που την οδήγησε να κάνει όσα έκανε.

Οι γιατροί πάντως που τις εξέτασαν αποφάνθηκαν ότι οι αδερφές δεν έπασχαν από κάποια ψυχική νόσο και μπορούσαν συνεπώς να υποβληθούν σε δίκη. Έκριναν επίσης τη στενή σχέση μεταξύ τους ως έναν έντονο οικογενειακό δεσμό, λόγω των συνθηκών που είχαν βιώσει, και όχι ως κάποια αφύσικη ερωτική σχέση.

Η δίκη των αδερφών Παπέν πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1933. Οι κατηγορούμενες παραδέχτηκαν εκ νέου κάθε φρικιαστική λεπτομέρεια του εγκλήματός τους αναφέροντας ότι όλα ξεκίνησαν από έναν καβγά που προκάλεσε η εργοδότριά τους.

Η Christine, ως μεγαλύτερη και πιο δυναμική από τη Lea, θεωρήθηκε ο “εγκέφαλος” του εγκλήματος και γενικότερα ο κυρίαρχος παράγοντας στη σχέση των δύο αδερφών. Η Lea χαρακτηρίστηκε ως άτομο χαμηλής νοημοσύνης, που είχε προσαρμόσει εντελώς την προσωπικότητά της σε αυτή της Christine.

Παρά τις αρχικές αναφορές των γιατρών, το δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη ιστορικού ψυχικών ασθενειών στην οικογένεια των κοριτσιών, αφού ένας θείος τους είχε αυτοκτονήσει και ένας ξάδερφός τους βρισκόταν σε ψυχιατρικό άσυλο. Γνωρίζοντας και τα οικογενειακά τους βιώματα από την παιδική τους ηλικία καταλαβαίνουμε ότι η πιθανότητα να ήταν κι εκείνες ψυχικά διαταραγμένες στέκει και με το παραπάνω.

Η τελική διάγνωση των ψυχολόγων για την περίπτωσή τους ήταν ότι πάσχουν από κοινή παρανοϊκή διαταραχή (Shared Paranoid Disorder). Πρόκειται για μια ασυνήθιστη ψυχική διαταραχή, όπου δύο ή και περισσότερα άτομα που έχουν ιδιαίτερα στενή σχέση (και απέχουν από τον υπόλοιπο κόσμο) παρουσιάζουν μια κοινή ψευδαίσθηση παράνοιας και το ένα άτομο κυριαρχεί στο άλλο.
Οι δύο αδερφές πάντως αναπόφευκτα κρίθηκαν ένοχες για το αισχρό τους έγκλημα. Η Lea, που θεωρήθηκε υποχείριο της αδερφής της, καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκιση, ενώ η Christine καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο στη γκιλοτίνα, ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια λόγω του ήταν γυναίκα. 

Το τέλος των δύο αδερφών και ο απόηχος

Η φυλακή και ο οριστικός αποχωρισμός από την αδερφή της έδωσαν στην Christine το τελειωτικό χτύπημα. Άρχισε σύντομα να παρουσιάζει συμπτώματα τρέλας και αναζητούσε τη μικρή αδερφή της μετά μανίας. Υπέφερε από βαθιά κατάθλιψη, συχνά έμενε επίτηδες νηστική και σιγά σιγά ο οργανισμός της άρχισε να “σβήνει”. Κάποια στιγμή μεταφέρθηκε σε μια ψυχιατρική κλινική, όπου τελικά πέθανε από καχεξία στις 18 Μαΐου του 1937.

Η Lea, από την άλλη, φαίνεται πως διαχειρίστηκε πιο ομαλά την ποινή της και έχοντας δείξει καλή διαγωγή ως κρατούμενη αποφυλακίστηκε το 1941, μετά από 8 χρόνια στη φυλακή. Στη συνέχεια έζησε μαζί με την μητέρα της στη Νάντη της Δυτικής Γαλλίας και εργάστηκε ως υπηρέτρια σε ξενοδοχείο αλλάζοντας το όνομά της.

Αρχικά θεωρήθηκε ότι πέθανε το 1982, όμως ο Γάλλος σκηνοθέτης Claude Ventura, που δημιούργησε το 2000 ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία των δύο αδερφών (En Quête des Soeurs Papin), ανέφερε ότι είχε βρει τη Lea σε ένα νοσοκομείο της Γαλλίας. Σύμφωνα με τις αναφορές, η σχεδόν 90χρονη πλέον γυναίκα είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, που της προκάλεσε παράλυση και ανικανότητα ομιλίας. Χωρίς να υπάρχουν περαιτέρω αποδείξεις για τους ισχυρισμούς του Ventura, η Lea θεωρείται ότι πέθανε τελικά το 2001.

________________________________________

Η ιστορία των αδερφών Παπέν επηρέασε έντονα την κοινή γνώμη της εποχής και έγινε αντικείμενο σοβαρής συζήτησης στις τάξεις των διανοούμενων. Πολλοί από αυτούς ενίσχυσαν τις θεωρίες τους σχετικά με την πάλη των κοινωνικών τάξεων θεωρώντας το αποτρόπαιο έγκλημα ως συνέπεια της αυθαίρετης εκμετάλλευσης των εργαζομένων μικροαστών.

Μπορεί ένα καταπιεστικό, δουλικό εργασιακό περιβάλλον να οδηγήσει έναν καθημερινό άνθρωπο σε ένα φρικιαστικό έγκλημα; Σε μια κατάλληλη, μοιραία συγκυρία και σε συνδυασμό με ψυχική αναταραχή και απωθημένα, ναι, φυσικά και μπορεί…

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.