Νοστιμότατο και ευρέως αγαπημένο, το κρουασάν αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα αρτοποιήματα σε όλο τον κόσμο και σήμα κατατεθέν της γαλλικής ζαχαροπλαστικής.
Παρά όμως τη διαχρονική ταύτισή του με το γαλλικό πρωινό, η ιδέα του κρουασάν φαίνεται πως δεν ξεκίνησε από τους ίδιους τους Γάλλους και η καταγωγή του τοποθετείται μάλλον στην Αυστρία ή τη Ρουμανία του 17ου αιώνα.
_____________________________________
Το 1683, από τα μέσα Ιουλίου ως τον Σεπτέμβριο, πραγματοποιήθηκε η Δεύτερη Πολιορκία της Βιέννης από τους Οθωμανούς. Η πολιορκία αυτή υπήρξε μια στιγμή-σταθμός για την ιστορία της Ευρώπης, αφού τότε η Βιέννη ήταν μια από τις πλουσιότερες πόλεις και μια σημαντική εμπορική και ναυτική δύναμη.
Συνήθης πολεμική τακτική των Τούρκων στις πολιορκίες τους ήταν να σκάβουν λαγούμια κάτω από τα τείχη των πόλεων και να τα ανατινάζουν. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν οι λαγουμιτζήδες των Τούρκων πλησίασαν αρκετά τα τείχη, οι φουρνάρηδες της Βιέννης, που ξεκινούσαν τη δουλειά τους τα ξημερώματα, άκουσαν τον ήχο από τις αξίνες τους και ειδοποίησαν τον αυστριακό στρατό.
Έτσι οι πολιορκημένοι πρόλαβαν να αμυνθούν έγκαιρα, συχνά σκάβοντας και αυτοί λαγούμια από τη μέσα πλευρά, με αποτέλεσμα να συναντιούνται και να δίνουν μάχες με τον εχθρό υπογείως. Με τη βοήθεια των καθοριστικών επεμβάσεων του γερμανοπολωνικού στρατού με επικεφαλής τον Βασιλιά της Πολωνίας, John III Sobieski, τελικά η πολιορκία λύθηκε και ο στρατός του Τουρκαλβανού Καρά Μουσταφά Πασά γνώρισε σφοδρή ήττα, την καταστροφικότερη στην ως τότε Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η νίκη των Αυστριακών στη Μάχη της Βιέννης δεν έσωσε μόνο την πόλη, αλλά και ολόκληρη ουσιαστικά τη Δυτική Ευρώπη από τη μουσουλμανική κατοχή, που θα την καταδίκαζε σε γενικό μαρασμό.
Αναφέρεται λοιπόν πως για να γιορτάσουν τη μεγάλη τους νίκη περιπαίζοντας κάπως τον εχθρό, οι φουρνάρηδες της Βιέννης έφτιαξαν ένα συμβολικό γλύκισμα διπλώνοντας τη ζύμη τους σε σχήμα μισοφέγγαρου, το σύμβολο της τουρκικής σημαίας. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε το πρώτο κρουασάν, που ονομαζόταν “kipferl” ή “Hörnchen”, λόγω του σχήματός του.
Σε μια άλλη εκδοχή της ίδιας ιστορίας, η ιδέα του κρουασάν τοποθετείται στη Βουδαπέστη και συγκεκριμένα στην πολιορκία της Βούδας το 1686, τρία χρόνια αργότερα από αυτή της Βιέννης.
Η Μάχη της Βούδας τερμάτισε με μια σφοδρή σφαγή την πολιορκία της πόλης με την Ιερή Λεγεώνα των Ευρωπαίων να κατατροπώνει ξανά τον οθωμανικό στρατό του Σουλεϊμάν. Ο μύθος δίνει και πάλι τα εύσημα στους αρτοποιούς της πόλης, που άκουσαν τους λαγουμιτζήδες των Τούρκων να σκάβουν τα τείχη και ειδοποίησαν τον στρατό, ενώ ως μέρος των εορτασμών της νίκης δημιούργησαν αφράτα γλυκίσματα στο σχήμα της ημισέληνου.
Πως όμως έφτασε στη Γαλλία;
Ορισμένες πηγές υποστηρίζουν ότι το κρουασάν, τότε kipferl, ήρθε πρώτη φορά στη Γαλλία έναν αιώνα αργότερα από την αυστριακής καταγωγής βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα. Παρόλο που πρόκειται για ένα πρόσωπο που έχει συνδεθεί πολύ ιστορικά με γαστρονομικές συνήθειες και ιδιαιτερότητες, δεν υπάρχουν επίσημες αναφορές που να επιβεβαιώνουν ότι εκείνη γνωστοποίησε το αγαπημένο σνακ στο γαλλικό κοινό. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα είχε σίγουρα σχολιαστεί στις κοτσομπολίστικες φυλλάδες της εποχής και θα ήταν ευρέως γνωστό.
Μπορεί να μην ήταν η Αντουανέτα, όμως πράγματι εκείνος που εισήγαγε το κρουασάν σε γαλλικό έδαφος ήταν ένας Αυστριακός. Πρόκειται για τον Βιεννέζο επιχειρηματία August Zang, που βρέθηκε στο Παρίσι πιθανόν το 1837 και άνοιξε το περίφημο αρτοποιείο του Boulangerie Viennoise.
Ως το 1839 ο τύπος του Παρισιού αναφερόταν με θετικά σχόλια στο νέο αρτοποιείο και στα “εξαιρετικά και τραγανά” αρτοποιήματά του και το κατάστημα δεν άργησε να γίνει ευρέως γνωστό. Έτσι έγινε γνωστό στους Γάλλους το kipferl, που ονομάστηκε στα γαλλικά croissant (=μισοφέγγαρο), καθώς και άλλες βιεννέζικες συνταγές γλυκών αρτοποιημάτων (Viennoiseries), όπως τα μπριος, το σταφιδόψωμο “σαλιγκάρι”, το pain au chocolat (παραλλαγή του κρουασάν με μαύρη σοκολάτα) ή το Chausson aux pommes (μηλοπιτάκι με διπλωμένο γλυκό φύλλο).
Ο August Zang αναφέρεται ότι μέσω των αρτοποιημάτων που έφερε από την πατρίδα του, άσκησε σημαντική επιρροή στις γαλλικές μεθόδους ψησίματος. Τα γλυκά αρτοποιήματα πρωινού ή σνακ με βασικά συστατικά τα αυγά, το βούτυρο, το γάλα, την κρέμα και τη ζάχαρη αφομοιώθηκαν και εξελίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους Γάλλους καταλήγοντας να γίνουν χαρακτηριστικά στοιχεία της ζαχαροπλαστικής τους κυρίως από τον 20ο αιώνα και μετά.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, αναπτύχθηκαν πλέον εργοστάσια κατασκευής κατεψυγμένης, προσχηματισμένης ζύμης κρουασάν, έτοιμων να ψηθούν και να καταναλωθούν από οποιονδήποτε. Το γαλλικό σνακ μπήκε έκτοτε δυναμικά στον κόσμο και του “γρήγορου φαγητού”, τίμιος ανταγωνιστής στο ως τότε αμερικανικό μονοπώλιο.
Σήμερα, η πλειοψηφία των κρουασάν που πωλούνται σε αρτοποιεία όλων των χωρών, ακόμα και της Γαλλίας, προέρχονται από κατεψυγμένη, προπαρασκευασμένη ζύμη. Το κλασσικό κρουασάν βουτύρου εμπλουτίζεται συχνά με γέμιση από σοκολάτα και μαρμελάδα ως και αλμυρές γαρνιτούρες, όπως ζαμπόν και τυρί, σε συνταγές που ποικίλουν ανά περιοχή και αναλόγως τα γούστα και τις ιδέες που προκύπτουν!