Μετά την απελευθέρωση του Βόλου τα δημοτικά συμβούλια της πόλης είχαν ασχοληθεί αρκετά με το θέμα της παροχής μέσης εκπαίδευσης στα κορίτσια καταλήγοντας στην προσθήκη τριών τάξεων, που στη συνέχεια μειώθηκαν σε δύο, στο Α’ Δημοτικό Σχολείο θηλέων (Α’Δημοτικό Παρθεναγωγείο).
Η προσπάθεια αυτή δυστυχώς απέτυχε και έτσι το δημοτικό συμβούλιο ανέθεσε σε επιτροπή να ερευνήσει τις ατέλειες του συστήματος και να προτείνει μέτρα που θα είχαν ως αποτέλεσμα την παροχή ουσιαστικής εκπαίδευσης στα κορίτσια μετά το δημοτικό.
Ο Δημήτριος Σαράτσης (ιατρός και μέλος της επιτροπής) υπέβαλε στο δημοτικό συμβούλιο έκθεση με την οποία εισηγήθηκε την ίδρυση ανώτερης σχολής θηλέων που σκοπό θα είχε την ευρύτερη μόρφωση και κατάρτιση, προτείνοντας μάλιστα τα μαθήματα που θα έπρεπε να διδάσκονται και τις μεθόδους διδασκαλίας που έπρεπε να ακολουθηθούν.
Έδωσε έμφαση στη διδασκαλία της νεότερης, αλλά και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, των μαθηματικών, των φυσιογνωστικών και θρησκευτικών, όπως επίσης και της γαλλικής γλώσσας, των τεχνών και των οικιακών, που θεωρούνταν απαραίτητα για την γυναικεία εκπαίδευση.
Η εισήγηση του Σαράτση έγινε δεκτή και στις 10 Οκτωβρίου του 1908 ιδρύθηκε το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο του Βόλου, στο οποίο τοποθετήθηκε ως διευθυντής ο Αλέξανδρος Δελμούζος.
Το Ανώτερο Παρθεναγωγείο διαφοροποιήθηκε από την τότε σχολική πραγματικότητα αφού για πρώτη φορά εντός του ελληνικού κράτους μαθητές δευτεροβάθμιου σχολείου διδάχθηκαν κείμενα κλασικών συγγραφέων σε νεοελληνική μετάφραση.
Η πρωτοποριακή δομή του έκανε κέντρο του ενδιαφέροντος κατά την διδασκαλία όλων των μαθημάτων τον διάλογο ανάμεσα στον δάσκαλο και τις μαθήτριες ενώ κάθε εβδομάδα έκαναν μορφωτικούς περιπάτους στην εξοχή.
Ήδη από την ανακοίνωση της πρότασης υπήρχαν αντιδράσεις στην προοπτική ίδρυσης του συγκεκριμένου σχολείου.
Ο Σπ.Μουσούρης (δημοτικός σύμβουλος κι ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου του Βόλου) πρότεινε την αναβολή ίδρυσής του για έναν χρόνο υποστηρίζοντας ότι είναι ένα δύσκολο εγχείρημα και ο Περικλής Αποστολίδης (δημοτικός σύμβουλος) διαφώνησε με την ανάγκη ύπαρξής του όπως και για το γεγονός ότι διευθυντής είχε διοριστεί ένας νέος άνδρας (ο Δελμούζος τότε ήταν 28 χρονών).
Σταδιακά, και κυρίως με τη δημοσίευση διαφόρων άρθρων από το δημοσιογράφο Δημοσθένη Κούρτοβικ, ο οποίος έκανε λόγο για διαίρεση της πόλης σε αριστοκράτες και πληβείους στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο, όπου φοιτούσαν κυρίως κορίτσια από πλούσιες οικογένειες, άρχισε η κοινή γνώμη στο Βόλο να βλέπει με επιφυλακτικότητα το εγχείρημα, πολλοί γονείς έχασαν την εμπιστοσύνη τους και έσπευσαν να πάρουν τα παιδιά τους, αλλά η λειτουργία του συνέχισε κανονικά.
Στη 10 Φεβρουαρίου 1911, ο μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομάτης επισκέφτηκε το σχολείο απροειδοποίητα (μπήκε μάλιστα στο σχολείο κρυφά από την πίσω πόρτα) και ζήτησε από την επιστάτρια να τον οδηγήσει στην αίθουσα που δίδασκε εκείνη την ώρα η φιλόλογος Πηνελόπη Χριστάκου.
Ενώ πριν την επίσκεψη του μητροπολίτη είχαν επισκεφθεί το Παρθεναγωγείο εκπρόσωποι του Υπουργείου Παιδείας και δημοτικοί σύμβουλοι της πόλης χωρίς να δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα, ο μητροπολίτης ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι δε γινόταν πρωινή προσευχή, καθώς και από την άρνηση της εκπαιδευτικού να φιλήσει το χέρι του, η οποία χαρακτήρισε τέτοιες τυπικότητες ως υποκρισία και φαρισαϊσμό.
Μετά την ένταση που δημιουργήθηκε η εκπαιδευτικός, προκειμένου να μην αντιμετωπίσει προβλήματα το σχολείο, πρότεινε να παραιτηθεί, αλλά ο Σαράτσης και ο Δελμούζος δεν το δέχτηκαν.
Τα δημοσιεύματα κατά του Παρθεναγωγείου και των διδασκόντων συνεχίστηκαν και εντάθηκαν με κατηγορίες για αθεϊα, μασονισμό και αντεθνική συμπεριφορά.
Ο βουλευτής Βόλου Μ.Μπουφίδης κατήγγειλε την λειτουργία του σχολείου στη Βουλή και ο σύλλογος “Οι Τρεις Ιεράρχες” εξέδωσε, στις 18 Φεβρουαρίου, ψήφισμα διαμαρτυρίας προς τον λαό του Βόλου, στο οποίο κατήγγειλε ότι διαστρεβλώνουν την ελληνική γλώσσα και διδάσκεται η περιφρόνηση και η ασέβεια προς τον ιερό ορθόδοξο κλήρο.
Ο Δελμούζος, ο Σαράτσης και άλλα μέλη του σχολείου προσπάθησαν με δημοσιεύματά τους να ανατρέψουν το αρνητικό κλίμα χωρίς όμως να τα καταφέρουν. Στις 2 Μαρτίου του 1911 έγινε λαϊκό συλλαλητήριο κατά της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου και παράλληλα συγκλήθηκε το δημοτικό συμβούλιο που αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας του σχολείου και ακολούθησε η δικαστική δίωξη των υπευθύνων.
Τελικά με το βούλευμα του Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1912, κατηγορήθηκαν και παραπέμφθηκαν 12 άτομα σε δίκη (για παράβαση των άρθρων 14 και 18 του νόμου περί εξυβρίσεων εν γένει και περί τύπου) και 21 για παραβάσεις άρθρων του Ποινικού Κώδικα (βλάβη ηθών, παρακώλυση προσευχής κ.α.).
Η δίκη αυτή τελικά δεν έγινε ποτέ αφού μετά την ολοκλήρωση της πρώτης και τη διενέργεια νέων ανακρίσεων εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα για αυτές τις κατηγορίες το 1915.
Ο Σαράτσης, ο Δελμούζος και ο Ζάχος μετά την κοινοποίηση του παραπεμπτικού βουλεύματος άσκησαν προσφυγές και αιτήσεις ανακοπής και κατέθεσαν αίτηση κακοδικίας κατά του ανακριτή Αμπελά, ο οποίος τελικά παραιτήθηκε.
Οι προσφυγές και οι αιτήσεις ανακοπής των τριών απορρίφθηκαν και με απόφαση του Αρείου Πάγου τον Απρίλιο του 1914 οι δώδεκα κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο Εφετείο του Ναυπλίου. Η δίκη ξεκίνησε στο πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου στις 16 Απριλίου του 1914 και ολοκληρώθηκε στις 28 του ίδιου μήνα με αθωωτική απόφαση για το σύνολο των κατηγορουμένων.