Ο Giorgio de Chirico γεννήθηκε στον Βόλο, στις 10 Ιουλίου του 1888 από Ιταλούς γονείς, όμως εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα, 9 χρόνια μετά. Ήταν ο πρώτος γιος της οικογένειας, είχε την χαρά να έχει και μια μεγαλύτερη αδερφή, την Adelaide, η οποία δεν επέζησε, και απέκτησε έναν μικρότερο αδερφό όταν ήταν 3 χρονών.
Ο πατέρας τους είχε κάνει λαμπρές σπουδές στο Τορίνο και την Φλωρεντία, είχε την δική του κατασκευαστική εταιρία Evaristo de Chirico & Co. και είχε ήδη κατασκευάσει επιτυχώς τις σιδηροδρομικές γραμμές στη Βουλγαρία.
Ήρθε στην Ελλάδα να εργαστεί ως σχεδιαστής, μηχανικός και επιτηρητής των κατασκευών του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου όπως του ανατέθηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη και αναγκάστηκε να μετακομίσει στον Βόλο με την οικογένειά του για λογιστικούς λόγους ενώ επέστρεψαν και πάλι στην Αθήνα το 1899.
Δείτε περισσότερα εδώ:
Μουτζούρης: Το μικρό τρένο με την μεγάλη ιστορία
Από την άλλη, η μητέρα τους, Gemma Cervetto, ανήκε στην κλειστή αστική τάξη εμπόρων της Σμύρνης και είχε χτίσει καριέρα τραγουδίστριας του βαριετέ και της οπερέτας.
Ο Giorgio είχε δείξει από πολύ μικρός την κλίση και το ενδιαφέρον του στην ζωγραφική και ερχόμενος από την Αθήνα στον Βόλο, εκστασιάστηκε από την μαγευτική ομορφιά της κωμόπολης, του βουνού, της θάλασσας, των μύθων…Έτσι ο πατέρας του, παρά το γεγονός ότι τον προόριζε για την οικογενειακή επιχείρηση, ζήτησε από τον Μαυρουδή -ένα νεαρό υπάλληλο των σιδηροδρόμων από την Τεργέστη- να του παραδίδει μαθήματα σχεδίου, ώστε να εξελίξει τις δυνατότητές του.
Ο αδερφός του, αν και ξεκίνησε σπουδές στην μουσική έγινε εξίσου γνωστός με εκείνον στην διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα ως ζωγράφος, συνθέτης και λογοτέχνης, με το ψευδώνυμο Alberto Savinio.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε δίπλα στους μεγάλους Έλληνες ζωγράφους Γεώργιο Ροϊλό, Κωνσταντίνο Βολανάκη και Γεώργιο Ιακωβίδη.
Λίγο πριν τις τελικές εξετάσεις της σχολής, τον Μάιο του 1905 έχασε τον πατέρα του και ο ίδιος προφανώς καταβεβλημένος από το γεγονός δεν κατάφερε να ολοκληρώσει με επιτυχία την εξεταστική του. Έτσι, το φθινόπωρο του 1906, αποφασίζουν οικογενειακώς να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να εγκατασταθούν στο Μόναχο όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών.
Ούτε αυτή τη φορά ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Το καλοκαίρι του 1909 βρίσκεται στο Μιλάνο και παράλληλα έρχεται σε στενή επαφή με τα έργα των Nietzsche, Schopenhauer and Weininger, τα οποία επέδρασαν σημαντικά στη διαμόρφωση της τεχνοτροπίας του.
Το 1910 δημιούργησε Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος, έργο που χαρακτηρίζεται ως το πρώτο δείγμα τής Μεταφυσικής Ζωγραφικής.
Μόλις 2 χρόνια μετά, μετακομίζει στο Παρίσι, αφού πραγματοποίησε ολιγοήμερη επίσκεψη στο Τορίνο, ένα μέρος το οποίο ενέπνευσε αργότερα μία σειρά πινάκων του.
Ο αδερφός του ήταν ήδη εκεί από το 1910, είχε δημιουργήσει διασυνδέσεις στους καλλιτεχνικούς κύκλους κι έτσι ο Giorgio κατάφερε να τις εκμεταλλευτεί ώστε το 1912 να παρουσιάσει τρία έργα του στη Salon d’Automne, μία Αυτοπροσωπογραφία και τις συνθέσεις Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος και Το αίνιγμα του χρησμού.
Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε ξανά στο ίδιο Salon αλλά και στο Salon des Indépendants, παρουσιάζοντας τα έργα Η μελαγχολία της αναχώρησης, Το αίνιγμα της ώρας και Το αίνιγμα της άφιξης και το δειλινό.
Τα έργα του προκάλεσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον Picasso και του Apollinaire, οι οποίοι μεσολάβησαν ώστε να γίνει ακόμα πιο γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η παραγωγικότητά του περιορίστηκε σημαντικά αφού στρατεύτηκε. Κι ενώ τοποθετήθηκε σε βοηθητική θέση, γεγονός που του άφηνε αρκετό χρόνο για να συνεχίσει το έργο του, έγινε λιποτάκτης και είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης. Μια ποινή που αναιρέθηκε το 1915, όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία. Τότε δόθηκε αμνηστία σε όλους τους λιποτάκτες που θα παρουσιάζονταν άμεσα, κι έτσι παρουσιάστηκε το Μάιο του 1915 στη Φλωρεντία κι από εκεί μεταφέρθηκε στην Φεράρα.
Στη Φεράρα, συνδέθηκε με διάφορους καλλιτέχνες και επεδίωξε τη διάδοση της Μεταφυσικής Ζωγραφικής στην Ιταλία.
Η γνωριμία που τον ταρακούνησε αργότερα, ήταν με τον ζωγράφο Carlo Carrà το 1917, όταν και μετατέθηκε στην ίδια πόλη. Υπήρξε μια φιλική σχέση μεταξύ τους, ο Carrà έμαθε πολλά πράγματα για τη Μεταφυσική Ζωγραφική και στην μετέπειτα πορεία του ο Carrà ισχυρίστηκε πως αυτός ξεκίνησε το νέο ρεύμα που λέγεται Μεταφυσική Ζωγραφική, γεγονός που οδήγησε σε διαμάχες με τον de Chirico.
Εγκατέλειψε τη Φεράρα στα τέλη του 1918 και μαζί με τη μητέρα του μετακόμισαν στη Ρώμη. Εκεί, λίγους μήνες αργότερα πραγματοποίησε την πρώτη μεγάλη ατομική του έκθεση, στη Casa d’Arte Bragaglia. Παρά την σπουδαία έκθεση, μόνο ένας πίνακάς του πωλήθηκε και σχολιάστηκε αρνητικά από τους κριτικούς τέχνης η Μεταφυσική Ζωγραφική του.
Στη Ρώμη, ο Giorgio υπήρξε μέλος του θεατρικού κύκλου και συνεργάστηκε με τον Ιταλό συνθέτη Alfredo Casella και το συγγραφέα Luigi Pirandello
Στα πλαίσια μίας βαθιάς αλλαγής βρέθηκε σε μεταβατική φάση στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ξεκίνησε να αντιγράφει έργα της Ιταλικής Αναγέννησης, αναπτύσσοντας ένα αρκετά διαφορετικό νεοκλασικό ύφος. Σχεδόν την ίδια εποχή, τα έργα του ήταν ήδη στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι εντέλει απογοητεύτηκαν, όταν διαπίστωσαν την μετάβασή του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος, και σταμάτησαν να ασχολούνται μαζί του.
Το 1922, φιλοξενήθηκε μια αρκετά μεγάλη έκθεσή του (55 έργων) στην Galerie Paul Guillaume, στο Παρίσι και παράλληλα συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας. Δύο χρόνια μετά γνώρισε στην Ρώμη την μπαλαρίνα Raissa Gourevitch Krol με την οποία παντρεύτηκε και κατά το τέλος του ίδιου έτους συμμετείχε σχεδιάζοντας τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης που θα ανέβαζε η Swedish Ballet Compan, La Giara.
Το Μάιο του 1925 πραγματοποιήθηκε ακόμα μία μεγάλη ατομική έκθεση, αυτή τη φορά στη Galerie de l’ Effort Moderne και προς τα τέλη του ίδιου έτους εγκαταστάθηκε ξανά στην γαλλική πρωτεύουσα. Εκεί, πέρασε μια μεγάλη παραγωγική περίοδο, έως το 1929, όπου απέκτησε σπουδαία φήμη σε όλη την Ευρώπη, δημιούργησε αρκετές λιθογραφίες, πίνακες, τοιχογραφίες και εξέδωσε το μυθιστόρημά του Hebdomeros.
Ενδιάμεσα, το 1928, πραγματοποίησε ταξίδι στη Νέα Υόρκη για την πρώτη του έκθεση στον Νέο Κόσμο.
Μετά από αυτή την μακροχρόνια δημιουργική φάση, μετακόμισε αρκετές φορές, χώρισε με την πρώτη του σύζυγο και το 1930 γνώρισε την Isabella Pakszwer (γνωστή ως Isabella Far) με την οποία άρχισαν να συζούν στην Φλωρεντία.
Ακολούθησαν ακόμα μια Μπιενάλε και κάποιες συμμετοχές σε διάφορες εκθέσεις, ενώ σχεδίασε ξανά κοστούμια και σκηνικά για τις παραστάσεις I Puritani by Bellini for I Maggio Musicale Fiorentino και La figlia di Jorio.
Τον Αύγουστο του 1936 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε μέχρι τις αρχές του 1938, συνεργάστηκε με τα περιοδικά Vogue και Harper’s Bazaar και παράλληλα με άλλες συνεργασίες του, κατάφερε να οργανώσει 5 εκθέσεις.
Λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έμεινε για ένα διάστημα στο Μιλάνο και κατόπιν έφυγε ξανά για το Παρίσι λόγω ρατσιστικών νόμων που είχαν τεθεί σε εφαρμογή στην Ιταλία (Leggi razziali).
Την δεκαετία του ’40, παρουσίαζε τακτικά έργα του στην Ιταλία, τα οποία δεν έτυχαν της ίδιας αναγνώρισης και απήχησης με το παρελθόν και ο ίδιος αποφάσισε να κάνει μετάβαση σε ένα νέο ύφος, με στοιχεία νεομπαρόκ, κρατώντας μια στάση η οποία τον έβαζε απέναντι στην τότε σύγχρονη τέχνη. Σε αυτό το πλαίσιο από το 1950 έως το 1953, έγραψε μια σειρά δοκιμίων, στα οποία εξέφρασε την αντίθεσή του και διοργάνωσε «αντι-Μπιενάλε», με έργα «αντι-μοντέρνων» καλλιτεχνών.
Εκείνο ήταν και το διάστημα που κατέφευγε στα ιταλικά δικαστήρια για πλαστογραφήσεις έργων του, με δίκες που, σε γενικές γραμμές, ήταν δύσκολο να τις κερδίσει όλες καθώς ο ίδιος συνήθιζε να κάνει αντίγραφα ή πολλαπλές εκδοχές των έργων του, γεγονός που ευνόησε κατά πολύ τέτοια φαινόμενα.
Αξιοσημείωτοι σταθμοί της μετέπειτα πορείας του ήταν:
- Το 1948 έγινε μέλος στη Royal Society of British Artists του Λονδίνου,
- Το 1968 εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο Μιλάνο τα «νεομεταφυσικά» έργα του
- Το 1973 ταξίδεψε στην Ελλάδα και γύρισε το ντοκιμαντέρ «Το μυστήριο του άπειρου» για την Ιταλική Ραδιοτηλεόραση.
- Το 1974 τιμήθηκε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Παρισιού
- Το 1975 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας
Ο πρωτοπόρος και τολμηρός Giorgio, συνέχιζε να είναι ενεργός και να δημιουργεί μέχρι και το τέλος της ζωής του, στις 20 Νοεμβρίου του 1978.
Το 1986 ιδρύθηκε από την σύζυγό του, το Ίδρυμα Giorgio e Isa de Chirico με σκοπό τη διαφύλαξη του έργου του, το οποίο μετά το θάνατο και της Isabella κληρονόμησε το διαμέρισμα στο οποίο έζησαν και το μεγαλύτερο μέρος των έργων του.
Αναγνωρίστηκε επίσημα ως ίδρυμα το 1993 και άνοιξε επίσημα για το κοινό το 1998, μετά από μακροχρόνια και προσεκτική ανακαίνιση.
Ο Giorgio de Chirico θεωρείται από τους σπουδαιότερους ζωγράφους του 20ού αιώνα που επηρέασε μια γενιά ομοτέχνων του με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Έλληνα ζωγράφο
⇐Νίκο Εγγονόπουλο αλλά και καλλιτέχνες άλλων πεδίων όπως τον δημιουργό ηλεκτρονικών παιγνιδιών Ueda Fumito.⇒
Έζησε σε κάποια από τα πιο μεγάλα αστικά και καλλιτεχνικά κέντρα της εποχής και δημιούργησε μια μοναδική κληρονομιά για την παγκόσμια τέχνη με πηγή έμπνευσής του την κλασική τέχνη της Ελλάδας, την ελληνική ιστορία και την ομορφιά του Βόλου, της γενέτειράς του. Σε πολλούς πίνακές του το κεντρικό θέμα περιβάλλουν τοπία του Πηλίου, ο Μουτζούρης, Κένταυροι, η Αργώ αλλά και πανιά άλλων καραβιών που αχνοφαίνονται και υποθετικά αρμενίζουν τις θάλασσες όπως συνήθιζε να κάνει μικρός κι ο ίδιος στα γαλανά νερά του Παγασητικού…
Το συνονθύλευμα όλων των λεπτομερειών της ζωής του δημιούργησαν ένα μοναδικό κράμα φαντασίας που οδήγησε σε μεγαλοπρεπή έργα τα οποία έμειναν στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης.
O Βόλος προς τιμήν του δημιούργησε το Κέντρο Τέχνης «Τζιόρτζιο ντε Κίρικο», ένα σύγχρονο κτίριο επί της οδού Μεταμορφώσεως απέναντι από την κεντρική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στο οποίο φιλοξενείται μόνιμα το «Μουσείο Αλ.Κ. Δάμτσα».
Εκεί υπάρχει μόνιμη έκθεση 350 έργων γνωστών Ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών του 19ου-20ου αιώνα, έργα τα οποία αποτελούν δωρεά του συλλέκτη Αλ. Δάμτσα στο Δήμο Βόλου. Εκτός της μόνιμης έκθεσης πραγματοποιούνται διάφορες εκδηλώσεις στον χώρο, συμπεριλαμβανομένων θεματικών περιοδικών εκθέσεων.
Η οικογένεια De Chirico άφησε το στίγμα της στην τοπική κοινωνία του Βόλου, όπως κι ο Βόλος άφησε ανεξίτηλες μνήμες σε αυτούς. Η προσφορά τους στην πόλη είναι μεγίστης σημασίας αφού με τα έργα τους όχι μόνο ενίσχυσαν την τότε αναπτυσσόμενη κωμόπολη της Ελλάδος, αλλά συνέβαλαν με τον τρόπο τους στην ανάπτυξη του πολιτισμικού της φάσματος είτε με έργα απτά (όπως αυτά του Evaristo De Chirico) είτε διαδίδοντας τις ομορφιές και τους μύθους της στα μεγαλύτερα σαλόνια του κόσμου (μέσα από τα έργα του Giorgio De Chirico).