Ο Geronimo έχει μείνει στην ιστορία ως ο πιο τρομερός και διαβόητος πολεμιστής των ιθαγενών πληθυσμών της αμερικανικής Δύσης πριν αυτή κατακτηθεί και ισοπεδωθεί για πάντα από τους νέους αποίκους.
Έχασε βάναυσα την οικογένειά του, πολέμησε και πολεμήθηκε άγρια από Αμερικανούς και Μεξικανούς, αφιερώθηκε στο να προστατέψει τον λαό του και την ελευθερία τους, βίωσε εκμετάλλευση ως “τουριστικό αξιοθέατο” και πέθανε άδοξα, φυλακισμένος και παραπονεμένος.
__________________________________
Το πραγματικό του όνομα ήταν Goyaałé (ή Goyathlay) και γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1829 στη φυλή Chiricahua των Απάτσι και στην περιοχή του σημερινού Νέου Μεξικού κοντά στον ποταμό Gila. Είχε άλλους τρεις αδερφούς και τέσσερις αδερφές, ενώ ο παππούς του, Mahko, ήταν τότε ο αρχηγός της φυλής.
Μεγάλωσε με τις παραδόσεις των Απάτσι και βοηθούσε από μικρός τους γονείς του στις καλλιέργειες φασολιών, καλαμποκιού, πεπονιών και κολοκυθών, που συντηρούσαν. Έχασε τον πατέρα του αρκετά νωρίς και έμεινε με την μητέρα του, η οποία αφιερώθηκε στο μεγάλωμα των παιδιών της.
Όταν έγινε 17 ετών, “χρίστηκε” πλέον πολεμιστής της φυλής, γεγονός που περίμενε με ανυπομονησία θέλοντας να “υπηρετήσει τους ανθρώπους του στη μάχη”. Ανέκαθεν είχε τη φήμη του ικανότατου κυνηγού. Ο μύθος μάλιστα λέει ότι όταν κυνήγησε και σκότωσε ζώο πρώτη φορά, έφαγε την καρδιά του ωμή για να του δώσει δύναμη και καλή τύχη.
Στην ίδια ηλικία παντρεύτηκε και την πρώτη από τις εννέα γυναίκες του, την Alope, την οποία αγαπούσε ήδη καιρό πριν. Μαζί απέκτησαν σύντομα τρία παιδιά, όμως η μοίρα έμελλε να τους χωρίσει με τον πιο βάναυσο τρόπο.
Σφαγή της οικογένειας και η εκδίκηση προς τους Μεξικανούς
Εκείνες τις δεκαετίες οι πολεμικές συγκρούσεις και αντιπαλότητες μεταξύ Απάτσι και Μεξικανών, αλλά και Αμερικανών, είχαν γίνει πλέον καθημερινότητα. Οι φυλές των ιθαγενών έκαναν συχνά επιδρομές στα κοντινά χωριά, κυρίως για οικονομικούς λόγους επιβίωσης, και από την άλλη, οι Μεξικανοί προέβαιναν αντίστοιχα σε επιθέσεις καταστροφής των “άγριων” πληθυσμών.
Το 1840, η κυβέρνηση του Μεξικού έταζε 200$ για κάθε κρανίο πολεμιστή των Απάτσι, που θα σκότωνε Μεξικανός.
Τον Μάρτιο του 1858 και μια μέρα που οι άντρες της φυλής έλειπαν στην κοντινή πόλη Kaskiyeh για τις καθιερωμένες εμπορικές τους συναλλαγές, μια ομάδα 400 Μεξικανών στρατιωτών επιτέθηκε στον καταυλισμό τους σκοτώνοντας όλους τους κατοίκους, που ήταν κυρίως γυναικόπαιδα.
Μεταξύ αυτών και την μητέρα, την γυναίκα και τα τρία παιδιά του Jeronimo. Λεηλάτησαν επίσης και κατέστρεψαν τις προμήθειές τους και έκλεψαν τα άλογά τους.
Η βάναυση σφαγή της φυλής και της οικογένειά του χάραξε στον Geronimo ένα ανεξίτηλο μίσος για τους Μεξικανούς και μια άσβεστη δίψα για εκδίκηση. Ο πόνος της απώλειας μετέτρεψε τον ήρεμο και ειρηνικό 20χρονο Ινδιάνο σε έναν ατρόμητο και αιμοβόρο πολεμιστή.
Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει ότι μια μέρα, που ήταν πνιγμένος στο πένθος του, άκουσε μια φωνή να του λέει ότι “κανένα όπλο δεν θα μπορέσει να τον σκοτώσει, οι σφαίρες των Μεξικανών θα γίνονται σκόνη και τα βέλη του θα καθοδηγούνται εναντίον τους”.
Πράγματι, ο Geronimo έγινε σύντομα διάσημος για τις εκπληκτικές και τρομακτικές πολεμικές του ικανότητες, που τον χαρακτήριζαν σχεδόν ως άτρωτο. Λέγεται ότι ελισσόταν ανάμεσα στις σφαίρες των Μεξικανών, ώσπου έφτανε κοντά τους και τους μαχαίρωνε μέχρι να πέσει νεκρός και ο τελευταίος που είχε μπροστά του.
Τότε απέκτησε και το ψευδώνυμο “Geronimo“, με το οποίο έγινε ευρέως γνωστός. Κάποιοι ιστορικοί αναφέρουν ότι κάπως έτσι πρόφεραν στα ισπανικά το όνομά του, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι από τον τρόμο τους όταν πολεμούσαν μαζί του, επικαλούταν τη βοήθεια του Αγίου Ιερώνυμου (St. Gerome) φωνάζοντας “Geronimo”, το οποίο έμεινε τελικά ως “παρατσούκλι” του τρομερού πολεμιστή.
Οι πολεμιστές των Απάτσι υπήρξαν γενικότερα εκείνη την εποχή ο φόβος και ο τρόμος για τους οικισμούς των Μεξικανικών και Αμερικανικών αποικιών και ήταν οι τελευταίοι ουσιαστικά ιθαγενείς, που είχαν μείνει να αντιστέκονται στην επιβαλλόμενη κατοχή της αμερικάνικης Δύσης.
Όταν ο Geronimo έγινε ηγέτης των πολεμικών επιδρομών, οι αλλεπάλληλες επιθέσεις μεταξύ αποίκων και ιθαγενών στον αμερικανικό Νότο κορυφώθηκαν. Καθ ‘όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του η αντιπάθειά του προς τους Μεξικανούς ήταν εμφανώς μεγαλύτερη από ότι για τους Αμερικανούς, πολλές φορές σκοτώνοντάς τους αδιάκριτα.
“Έχω σκοτώσει πολλούς Μεξικανούς, δεν ξέρω πόσους, αφού συνήθως δεν τους μετρούσα. Κάποιοι από αυτούς δεν άξιζαν και να τους μετρήσω. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, αλλά ακόμα δεν νιώθω αγάπη για τους Μεξικανούς. Μαζί μου ήταν πάντα ύπουλοι και κακόβουλοι.”
(από την αυτοβιογραφία του Geronimo, 1905)
Διωγμός, φυλάκιση, αποδράσεις και η μοιραία παράδοση
Από τα τέλη του 1840 έως το 1860 εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστευσαν στην Καλιφόρνια και τις γειτονικές περιοχές για να δοκιμάσουν την τύχη τους δουλεύοντας στις εξορύξεις χρυσού, αργύρου και χαλκού. Πολλοί εγκαταστάθηκαν στο Νέο Μεξικό, τα τότε εδάφη των Απάτσι και ο στρατός των ΗΠΑ άρχισε να επιβάλλει νόμους για την προστασία των νέων αποίκων εκεί.
Το 1870 αποφασίστηκε ότι όλοι οι ιθαγενείς Αμερικανοί της Αριζόνα και του νοτιοδυτικού Μεξικού θα έπρεπε να μεταφερθούν στον χώρο κράτησης του San Carlos (San Carlos Apache Indian Reservation). Το μέρος ήταν επίσης γνωστό ως “Hell’s 40 Acres” (“το 40ο στρέμμα της κόλασης” σε απλή μετάφραση) και ήταν κάτι σαν φυλακή των ξεριζωμένων φυλών των Απάτσι, όπου επικρατούσαν τραγικές συνθήκες υγιεινής και περιβάλλοντος.
Ο Geronimo μαζί με έναν άλλο αρχηγό των Απάτσι, τον Juh, πήραν μαζί τους ένα σημαντικό μέρος της φυλής τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, και άρχισαν να κινούνται προς άλλη κατεύθυνση αντί του San Carlos.
Κάποιοι όμως από τους ανιχνευτές του τον πρόδωσαν και τον έφεραν σε επαφή με τον Αμερικανό πράκτορα John Clum λέγοντας του ότι πρόκειται για μια ειρηνική συνάντηση. Ο Clum όμως συνέλαβε τον Geronimo και τους ανθρώπους του και τους πήγε αλυσοδεμένους στο San Carlos αναμένοντας πως η κυβέρνηση θα διατάξει τον θάνατό τους.
Οι συνθήκες στον χώρο κράτησης ήταν τόσο φριχτές, που πολλοί από τους κρατούμενους ιθαγενείς κολλούσαν ασθένειες, όπως η ευλογιά και η ελονοσία, ή λιμοκτονούσαν. Ο Geronimo δεν άργησε να σχεδιάσει το σχέδιο απόδρασής του από αυτή την επίγεια κόλαση.
Τον Αύγουστο του 1878, τον Σεπτέμβριο του 1881 και τον Μάιο του 1885 ο Geronimo μαζί με μερικούς ανθρώπους του πραγματοποίησαν απόδραση από το San Carlos επιστρέφοντας ξανά στα βουνά ως νομάδες και κάνοντας επιδρομές και λεηλασίες σε μικρά χωριά, τρένα και καταυλισμούς εργατών. Κάποιες φορές περνούσαν τα σύνορα του Μεξικού κάνοντας επιδρομές στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως για να ανεφοδιαστούν σε όπλα και πυρομαχικά.
Οι αποδράσεις, οι συνεχόμενες επιδρομές και οι αιματηρές επιθέσεις των Απάτσι προκάλεσαν τα στρατεύματα του Μεξικού και των Ηνωμένων Πολιτειών ουσιαστικά να συνεργαστούν για την καταδίωξή τους. Ο Αμερικανός διοικητής George Crook κατάφερε να πείσει άλλα μέλη της φυλής των Απάτσι να συνεργαστούν μαζί τους ως ανιχνευτές, ώστε να τους βοηθήσουν να βρουν τα λημέρια των φυγάδων συμπατριωτών τους.
Γνωρίζοντας φυσικά τα μέρη τους οι ιθαγενείς συνεργάτες των Αμερικανών βοήθησαν να συλληφθούν και να εκτελεστούν αρκετά μέλη της φυλής τους που είχαν διαφύγει στα βουνά και σύντομα ο κλοιός γύρω και από τον Geronimo στένευε. Βλέποντας ότι οι κρυψώνες τους είχαν προδωθεί από τους δικούς τους, το ηθικό τους άρχισε με τον καιρό να πέφτει, ώσπου αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν με τον εχθρό.
Τον Ιανουάριο του 1886 οι Ινδιάνοι κατάσκοποι των Αμερικανών βρήκαν την ομάδα του Geronimo, τους επιτέθηκαν και κατέλαβαν τον εξοπλισμό τους. Ο πολεμιστής αποφάσισε τότε να διαπραγματευτούν τους όρους της παράδοσής τους.
Μέσα στις τρεις ημέρες που διήρκεσαν οι διαπραγματεύσεις ο φωτογράφος Camillus “Buck” Sydney Fly απαθανάτισε τον Geronimo, τους γιούς του και τους τελευταίους Απάτσι. Αυτές είναι και οι μοναδικές γνωστές φωτογραφίες, που απεικονίζουν τη φυλή των Απάτσι την περίοδο που βρισκόταν ακόμα σε πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ακούγοντας τυχαία από έναν στρατιώτη ότι οι Αμερικανοί είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν όταν θα περνούσαν τα σύνορα, ο Geronimo μαζί με άλλους 40 άντρες της φυλής έφυγαν κρυφά κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Μέσα στο επόμενο διάστημα η καταδίωξη των Αμερικανών ήταν σφοδρή και η εξουθενωμένη ομάδα του Geronimo είχε ελάχιστο χρόνο να μείνει σε ένα μέρος και να ξεκουραστεί. Έτσι, παραδόθηκαν τελικά επίσημα στους Αμερικανούς στις 4 Σεπτεμβρίου του 1886.
Οι τελευταίοι Απάτσι (μαζί και αυτοί που είχαν βοηθήσει τους Αμερικανούς ως ανιχνευτές) οδηγήθηκαν ως κρατούμενοι πολέμου σε μια αμερικανική στρατιωτική βάση του Τέξας. Πολλοί πέθαναν από φυματίωση στο δρόμο και οι υπόλοιποι χρησιμοποιήθηκαν σε καταναγκαστικά έργα υπό εξουθενωτικές συνθήκες. Ο Geronimo χωρίστηκε από την οικογένειά του για άλλη μια φορά και οριστική.
Οι ελπίδες του ότι με την παράδοσή τους ο λαός του θα είχε “γη, ζώα και δροσερό νερό” στην ουσία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Η κυβέρνηση δεν είχε ποτέ σκοπό να τους αφήσει να αφομοιωθούν στον πληθυσμό και να ζήσουν ξανά ελεύθεροι. Παρέμειναν πολιτικοί κρατούμενοι και πολλά από τα κέρδη από τις καλλιέργειες που τους έδωσαν τα έβαζαν στο υποτιθέμενο Ταμείο των Απάτσι, το οποίο οι ιθαγενείς δεν πήραν ποτέ στα χέρια τους.
“Αν υπάρχει Ταμείο Απάτσι, θα πρέπει κάποια στιγμή να επιστραφεί στους Ινδιάνους, γιατί είναι τα κέρδη τους”
Φυλακισμένη διασημότητα
Ο άλλοτε ένδοξος και σκληρός πολεμιστής χρησιμοποιήθηκε ως τουριστικό αξιοθέατο και το φρούριο άνοιγε καθημερινά τις πόρτες του για εκατοντάδες Αγγλο-Αμερικανούς, που ήθελαν να δουν από κοντά τον Geronimo και τους υπόλοιπους πολεμιστές της περιβόητης φυλής.
Το 1888 μεταφέρθηκαν σε άλλους στρατώνες στην Αλαμπάμα, ενώ ένας σημαντικός αριθμός των ανθρώπων τους είχε ήδη πεθάνει από φυματίωση.
Όπως είχε πει και ο ίδιος ο Geronimo, “η φυλή του εξαφανιζόταν από τη γη” και ο ίδιος, χωρίς να το έχει επιλέξει, είχε γίνει μια φυλακισμένη διασημότητα, που χρησιμοποιούσαν οι λευκοί για να βγάζουν λεφτά.
Στις εφημερίδες έγραφαν για τα φοβερά κατορθώματά του και τον ζητούσαν σε διάφορες εκθέσεις παρουσιάζοντάς τον ως “τον χειρότερο Ινδιάνο που έζησε ποτέ” ή “το δολοφονικό τέρας που εξημερώθηκε”.
Ντυμένος με τα παραδοσιακά ρούχα της φυλής του και πάντα με συνοδεία στρατιωτών, πόζαρε για τους φωτογράφους, έδινε συνεντεύξεις και πουλούσε πράγματά του για μερικά cents.
Το 1905, ο Geronimo μαζί με άλλους πέντε πραγματικούς Ινδιάνους αρχηγούς συμμετείχαν στην παρέλαση υποδοχής του Προέδρου Theodore Roosevelt ως ένδειξη ότι είχαν παραδοθεί για πάντα.
Μια εβδομάδα αργότερα ο παλαίμαχος πολεμιστής επισκέφτηκε τον Πρόεδρο και του ζήτησε να αφήσει τους ανθρώπους του να επιστρέψουν στην πατρίδα τους στην Αριζόνα.
Ο Roosevelt όμως αρνήθηκε και αναφέρεται πως είπε στον Geronimo ότι έχει “κακή καρδιά”. “Σκοτώσατε πολλούς από τους δικούς μας, κάψατε χωριά… και δεν ήσασταν καλοί Ινδιάνοι. Θα πρέπει να περιμένουμε λίγο να δούμε πως εσύ και οι δικοί σου θα φερθείτε όσο θα είστε κρατούμενοι”.
Την ίδια χρονιά δέχθηκε να αφηγηθεί την ιστορία της ζωής του στον S.M. Barrett, χωρίς να δεχθεί να αλλάξει καμία από τις αφηγήσεις του ή να απαντήσει σε περαιτέρω ερωτήσεις. Ήλπιζε ότι με την αυτοβιογραφία του θα μπορούσε να δώσει στον Πρόεδρο Roosevelt μια εικόνα της ιστορίας της φυλής του, ώστε να καταλάβει και την δική τους πλευρά.
“Θέλω να πάω πίσω στον τόπο μου πριν πεθάνω. Κουράστηκα να πολεμώ και θέλω να ξεκουραστώ. Θέλω να πάω πίσω στα βουνά ξανά. Ζήτησα από τον Μεγάλο Λευκό Πατέρα (τον Πρόεδρο) να με αφήσει να γυρίσω, αλλά μου το αρνήθηκε.”
_______________________________________
Άδοξος θάνατος και το κλεμμένο κρανίο
Τον Φεβρουάριο του 1909, ο 79χρονος Geronimo έπεσε από το άλογό του καθώς γυρνούσε σπίτι του και έμεινε όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στο κρύο, ώσπου ένας φίλος τον βρήκε ήδη σοβαρά άρρωστο. Τελικά πέθανε από πνευμονία στις 17 Φεβρουαρίου του 1909 ως φυλακισμένος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα τελευταία του λόγια στον ανιψιό του λίγο πριν πεθάνει ήταν:
“Δεν έπρεπε να παραδοθώ ποτέ. Θα έπρεπε να πολεμήσω μέχρι να ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος ζωντανός”.
Έξι μέλη της μυστικής φοιτητικής οργάνωσης Skull and Bones του Πανεπιστημίου του Yale είχαν υπηρετήσει ως εθελοντές του στρατού στο Fort Sill, όπου βρισκόταν θαμμένος ο θρυλικός Ινδιάνος.
Το 1986 ένα ανώνυμο γράμμα υποστήριζε ότι η αδελφότητα είχε κλέψει το κρανίο του πολεμιστή. Η αδελφότητα το αρνήθηκε, όμως ένα άλλο γράμμα του 1918, που αποκαλύφθηκε αργότερα και είχε γραφτεί από ένα μέλος τους, φαίνεται πως επιβεβαίωνε την κλοπή. Δεν είναι άλλωστε το πρώτο κρανίο ιστορικού προσώπου για την κλοπή του οποίου έχει κατηγορηθεί η Skull and Bones.
Ο δισέγγονος του Geronimo, Harlyn Geronimo, έστειλε επιστολή στον Πρόεδρο George W. Bush (αφού ο παππούς του θεωρείται ότι ήταν ένας από αυτούς που τα έκλεψαν) ζητώντας του να μεσολαβήσει για την επιστροφή των οστών του προγόνου του.
“Σύμφωνα με τις παραδόσεις μας απομεινάρια όπως αυτά, ειδικά όταν ο τάφος έχει βεβηλωθεί, πρέπει να θάβονται ξανά με τις πρέπουσες τελετές, ώστε να αποκατασταθεί η αξιοπρέπεια και το πνεύμα του να αναπαυτεί ειρηνικά.”
Το 2009 συντάχθηκε και μια αγωγή εκ μέρους όλων των ζωντανών απογόνων του Geronimo εναντίον της Skull and Bones και διάφορων πολιτικών κομμάτων ζητώντας την επιστροφή των οστών. Παραμένει πάντως αμφίβολο το αν η κλοπή είναι πραγματική, αφού η πλευρά των κατηγορούμενων εξακολουθεί να την αρνείται. Ταυτόχρονα ο τάφος του αναφέρεται ότι είχε καλυφθεί το 1928 με σκυρόδεμα από τον στρατό και είχε δοθεί στη θέση του ένα πέτρινο μνημείο, γεγονός που καθιστά δύσκολη περαιτέρω διερεύνησή του.
________________________________________
Ο βίαιος ξεριζωμός και αφανισμός που βίωσαν οι ιθαγενείς της αμερικανικής γης από τους Ευρωπαίους αποίκους είναι ένα μεγάλο και πονεμένο, αλλά και δυστυχώς ξεχασμένο κεφάλαιο της ιστορίας.
Ιστορίες, όπως αυτή του Geronimo, έχουν μείνει σαν θρύλοι να αναβιώνουν κάπως την μνήμη τους και τους χαμένους πολιτισμούς τους, αλλά και να θυμίζουν στους νεότερους τα ρατσιστικά εγκλήματα των “πολιτισμένων” ξένων προς τους ιθαγενείς πληθυσμούς.