Ο Γεώργιος Α’, υπήρξε ο δεύτερος κατά σειρά “Βασιλεύς των Ελλήνων” στην νεότερη ιστορία και διαδέχτηκε τον Όθωνα το 1863. Έμελλε να γίνει ο μακροβιότερος βασιλιάς της Ελλάδας (1863-1913) και να δολοφονηθεί στα πλαίσια πολιτικής σκευωρίας, που όμως δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.

________________________________

Το πλήρες όνομά του ήταν Πρίγκιπας Χριστιανός Γουλιέλμος Φερδινάνδος Αδόλφος Γεώργιος του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόνντερμπουρκ-Γκλύξμπουργκ. Γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1845 στο Κίτρινο Παλάτι της Κοπεγχάγης και ήταν ο δεύτερος γιος του πρίγκιπα Χριστιανού του Γκλύξμπουργκ, και αργότερα βασιλιά της Δανίας, και της Λουίζας της Έσσης-Κάσσελ.

Αν και γαλαζοαίματοι, η οικογένειά του δεν ήταν ιδιαίτερα επιφανείς και ζούσαν μια σχετικά φυσιολογική ζωή για τα βασιλικά τους δεδομένα, ώσπου ο πατέρας ορίστηκε επίδοξος διάδοχος του θρόνου της Δανίας και απέκτησαν τον πριγκιπικό τίτλο.

Πέρα από την μητρική του γλώσσα, ο Γεώργιος γνώριζε αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά. Μετά την βασική του εκπαίδευση άρχισε να φοιτά στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων της Δανίας μαζί με τον αδερφό του, Φρειδερίκο. Κατά την διάρκεια της φοίτησής του και λίγους μήνες πριν ενηλικιωθεί κλήθηκε να αναλάβει τον θρόνο της Ελλάδας…

“Βασιλεύς των Ελλήνων”

Στην Ελλάδα, ήδη από το 1859 με την εκλογή του βουλευτή Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, είχε ξεκινήσει το επαναστατικό ρεύμα εναντίον του βασιλιά Όθωνα. Μια σημαντική μερίδα πολιτών και κυβερνητικών παραγόντων κατηγορούσε το στέμμα για όλα τα κακώς κείμενα στη χώρα και ζητούσε την έξωση του βασιλιά. Αντιδυναστικές επαναστάσεις, επεισοδιακές εκλογικές αναμετρήσεις, συνωμοσίες και μια γενικότερη ένταση σε όλη τη χώρα χαρακτήριζαν το πολιτικο-κοινωνικό κλίμα στην Ελλάδα από το 1860 ως το 1862.

Στις 10 Οκτωβρίου του 1862 το παλάτι του βασιλιά στο Ναύπλιο -τότε πρωτεύουσα της χώρας- τέθηκε υπό κατάληψη και ανακοινώθηκε το “Ψήφισμα του Έθνους”, το οποίο καταργούσε τη βασιλεία του Όθωνα και όριζε προσωρινή κυβέρνηση με τους Δημήτριο Βούλγαρη, Κωνσταντίνο Κανάρη και Βενιζέλο Ρούφο μέχρι τη νέα Εθνοσυνέλευση και εκλογή νέου ηγεμόνα.

Ο Όθωνας και η Αμαλία έφυγαν από τη χώρα και άρχισαν άμεσα οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαϊκών δυνάμεων για την εκλογή του νέου διαδόχου. Στην Εθνοσυνέλευση του 1863 επικυρώθηκε τελικά ως προτιμότερη επιλογή ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Γεώργιος της Δανίας του Οίκου των Γκλύξμπουργκ.

Όπως ήδη αναφέραμε, ο 17χρονος Γεώργιος εκείνη την περίοδο φοιτούσε στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και δεν γνώριζε τίποτα για τα όσα κανόνιζε ο πατέρας του με την ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα πάντως με τις πηγές, υποδέχτηκε με χαρά τα νέα για την διαδοχή του στον θρόνο της Ελλάδας και δήλωσε χαρακτηριστικά ότι “ανήκει ολόψυχα στην Ελλάδα”.

Η ελληνική κυβέρνηση τον ανακήρυξε αρχικά ενήλικο μερικούς μήνες πριν την ενηλικίωση του και τον έστεψε βασιλιά στις 30 Οκτωβρίου του 1863 δίνοντάς του τον τίτλο “Βασιλεύς των Ελλήνων”. Η αλλαγή του τίτλου από “Βασιλεύς της Ελλάδος” έγινε μετά από απαίτηση του ίδιου του Γεωργίου. Στα γαλλικά ο τίτλος ήταν “Roi des Grecs”, όμως η λέξη “grec” σήμαινε χαρτοπαίκτης κι έτσι προτίμησε να μετατραπεί σε “Roi des Hellenes”.

Στο πρώτο του διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό ο νεαρός βασιλιάς Γεώργιος διαβεβαίωσε ότι θα τηρήσει τους νόμους τού κράτους και «προ πάντων το Σύνταγμα» και ότι θα επιδίωκε να γίνει η Ελλάδα «πρότυπον Βασιλείου εν τη Ανατολή».

Ένας εύστροφος και αγαπητός βασιλιάς

Το πρώτο διάστημα της βασιλείας του Γεωργίου υπήρχε μια γενικότερη αστάθεια, αφού και το κλίμα στην Ελλάδα ήταν ήδη αναταραγμένο. Ο 18χρονος βασιλιάς μπήκε αμέσως στα βαθιά, σε μια νέα πατρίδα και μια θέση γεμάτη υποχρεώσεις και χωρίς δικούς του φίλους ή συγγενείς δίπλα του. Ελάχιστους ένιωθε έμπιστους του, αφού και λόγω του νεαρού της ηλικίας του υπήρχαν διάφοροι που προσπαθούσαν να τον πατρονάρουν.

Συμπαθούσε ιδιαίτερα τον πρωθυπουργό του τότε και ηρωικό “μπουρλοτιέρη” της επανάστασης Κωνσταντίνο Κανάρη, τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, αλλά και τον Χαρίλαο Τρικούπη παρά τις αντιπαραθέσεις που είχαν ανά διαστήματα. Μεγάλη εκτίμηση είχε επίσης και στον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, στον οποίο θαύμαζε το ήθος και την φιλοπατρία του.

Μαζί με τις ατελείωτες συναντήσεις με υπουργούς, πρεσβευτές και αυλικούς, έκανε καθημερινά πολύωρα μαθήματα ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και ελληνικού δικαίου με Έλληνες δασκάλους. Κάπως έτσι έβρισκε συχνά διέξοδο σε εκδρομές στη φύση της Αττικής και κάνοντας φάρσες με το καλοπροαίρετο χιούμορ που τον χαρακτήριζε ανέκαθεν.

Ο Γεώργιος δεν άργησε να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα και χωρίς πολλές φανφάρες να γίνει αρκετά αγαπητός στον ελληνικό λαό. Το εμφανές γεγονός ότι ήταν μαθημένος στην καλή ζωή πολλές φορές γινόταν αντικείμενο σάτυρας, όμως ο ίδιος φρόντιζε να είναι διακριτικός και να κρατάει τα προσχήματα που ίσχυαν και για τους υπόλοιπους γύρω του.

Ήταν εξαιρετικά εύστροφος, ήρεμος και συμπαθής. Με την ψυχραιμία και την διαλλακτική ικανότητα που τον χαρακτήριζε κατάφερε να ασκεί μεγάλη επιρροή στην πολιτική σκηνή και ταυτόχρονα να διατηρεί ομαλές επαφές με διάφορους παράγοντες χωρίς να δημιουργούνται εντάσεις και φανατισμοί.

Ουσιαστικά δεν είχε ούτε φανατικούς εχθρούς, ούτε και φανατικούς υποστηρικτές, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Όθωνα ή τον γιο του και διάδοχο Κωνσταντίνο.

Ο τρόπος που λειτουργούσε και διαχειριζόταν τις υποχρεώσεις και το βασιλικό του αξίωμα ενέπνεε σεβασμό προς το πρόσωπό του και δεν είναι τυχαίο που παρέμεινε στο θρόνο περισσότερα χρόνια από οποιονδήποτε άλλο βασιλιά της Ελλάδος.

Σημειωτέον ότι το διάστημα της βασιλείας του (1863-1913) η Ελλάδα εξευρωπαΐστηκε σε μεγάλο βαθμό και ο Γεώργιος κέρδισε την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Οι διαχειριστικές του ικανότητες αποδείχθηκαν αρκετές φορές, όπως στο ζήτημα της Αρχής της Δεδηλωμένης το 1874, το Κίνημα στο Γουδί του 1909, καθώς και την διαχείριση των Βαλκανικών Πολέμων και την ανάθεση της εξουσίας στον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Γάμος και απόγονοι

Το 1867 ο βασιλιάς Γεώργιος αποφάσισε να παντρευτεί. Αρχικά θέλησε να κάνει γυναίκα του την Αθηναία και γόνο αριστοκρατικής οικογένειας Ευφροσύνη Σούτσου, με την οποία είχε δημιουργηθεί ένα δυνατό ειδύλλιο. Οι γονείς του όμως στη Δανία διαφωνούσαν με αυτή την επιλογή, καθώς θεωρούσαν ότι άρμοζε στη θέση του να παντρευτεί μια πριγκίπισσα κάποιας ισχυρής ευρωπαϊκής οικογένειας.

Παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις, ο Γεώργιος διέκοψε τη σχέση του με την Ευφροσύνη και άρχιζε να αναζητά την μέλλουσα βασίλισσα χωρίς όμως να αρέσκεται από καμία από τις υποψήφιες γαλαζοαίματες.

Σε ένα ταξίδι του στη Ρωσία γνώρισε και ερωτεύτηκε την δεκαεξάχρονη τότε Μεγάλη Δούκισσα Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας, την οποία παντρεύτηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1867.

Η Δούκισσα Όλγα έμελλε να γίνει μια αξιολάτρευτη βασίλισσα για τον ελληνικό λαό, αλλά και σημαντική συμπαραστάτρια στους Ρώσους συμπατριώτες της, που ζούσαν στην Ελλάδα.

Ο Γεώργιος και η Όλγα απέκτησαν μαζί 8 παιδιά: τον Κωνσταντίνο Α’ (διάδοχο βασιλιά των Ελλήνων από το 1868 ως το 1923), τον Γεώργιο, την Αλεξάνδρα, τον Νικόλαο, την Μαρία, τον Αντρέα (πατέρα του Δούκα Φιλίππου του Εδιμβούργου και συζύγου της βασίλισσας Ελισάβετ), τον Χριστόφορο και την μικρή Όλγα, που απεβίωσε όταν ήταν έξι μηνών.

Πρώτη απόπειρα δολοφονίας

Η ήττα της Ελλάδος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έφερε την χώρα σε μια έντονα δυσάρεστη κατάσταση και τόσο η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, όσο και το ίδιο το παλάτι μπήκαν στο στόχαστρο ως υπαίτιοι. Ταυτόχρονα τα μέσα ενημέρωσης της εποχής έριχναν λάδι στη φωτιά εντείνοντας ακόμα περισσότερο το κλίμα.

Στις 14 Φεβρουαρίου του 1898 ο βασιλιάς Γεώργιος ξεκίνησε για μια βόλτα στο Φάληρο με την άμαξα και την κόρη του πριγκίπισσα Μαρία. Βρισκόταν στην σημερινή οδό Συγγρού, που τότε ήταν ένας περιφερειακός δρόμος, όταν άρχισαν να δέχονται πυροβολισμούς από δύο αγνώστους. Οι σφαίρες δεν βρήκαν τον στόχο τους και τραυμάτισαν μόνο τον κυνηγό του βασιλιά, Περικλή Νέρη.

Οι δράστες, Γ. Καρδίτσης και Ι. Γεωργίου, συνελήφθησαν άμεσα και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Μετά το συμβάν η δημοτικότητα του βασιλιά Γεωργίου ανέβηκε κατακόρυφα, γεγονός που έκανε πολλούς να θεωρήσουν ότι η απόπειρα εναντίον του ήταν σκηνοθετημένη γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Στο σημείο που έγινε η απόπειρα στήθηκε ως τάμα για την διάσωση του βασιλιά και της πριγκίπισσας ο ναός του Αγίου Σώστη, που λειτουργεί μέχρι σήμερα. Μάλιστα, πριν βρεθεί στην Αθήνα αποτελούσε το ελληνικό περίπτερο στην Παγκόσμια Έκθεση Εμπορικών Προϊόντων του Παρισιού τον Απρίλιο του 1900.

Πρόκειται επίσης για τον μοναδικό ναό των Βαλκανίων που αποτελείται από ατόφιο μέταλλο.

Πάντως με αφορμή αυτό το γεγονός ο βασιλιάς Γεώργιος ξεκίνησε έναν αγώνα για την διασφάλιση της εγκυρότητας των ειδήσεων και την μείωση της παραπληροφόρησης, που επικρατούσε στα μέσα ενημέρωσης υποκινώντας την κοινή γνώμη υπέρ ή κατά διάφορων προσώπων.

Δολοφονία και θεωρίες 

Τέλη Οκτωβρίου του 1912 και μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους κατακτητές, ο βασιλιάς και η οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στην συμπρωτεύουσα. Τον ερχομό τους υποδέχτηκε πανηγυρικά ο λαός της πόλης, αφού η παρουσία του εκεί θεμελίωνε την ελληνική κυριαρχία πλέον και στην Μακεδονία.

Μετά την νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων ο βασιλιάς Γεώργιος είχε καταξιωθεί στην συνείδηση του ελληνικού έθνους και ένιωθε ήδη ότι ήταν ώρα να αποσυρθεί και να αναλάβει στη θέση του ο γιος του Κωνσταντίνος.

Το απόγευμα της 5ης Μαρτίου του 1913 ο βασιλιάς έκανε τον καθιερωμένο του περίπατο στην παραλία της Θεσσαλονίκης μαζί με τον ταγματάρχη Γεώργιο Φραγκούδη και δύο Κρητικούς χωροφύλακες που ακολουθούσαν σε μια απόσταση.

Ο Σερραίος περιθωριακός Αλέξανδρος Σχινάς τους περίμενε και μόλις βρέθηκαν κοντά του, πλησίασε τον βασιλιά στα δύο βήματα και τον πυροβόλησε στην πλάτη στο ύψος της καρδιάς. Το τραύμα ήταν καίριο και ο βασιλιάς πέθανε μέσα σε λίγη ώρα πριν προλάβει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο.

Η είδηση της δολοφονίας του βασιλιά δεν άργησε να κυκλοφορήσει προκαλώντας θλίψη και αναστάτωση τόσο στους κύκλους του παλατιού, όσο και σε όλο τον ελληνικό λαό. Ήταν ένας βασιλιάς που είχε πασχίσει για τη χώρα και είχε κερδίσει την αγάπη του λαού επιδεικνύοντας σημαντικές πολιτικές ικανότητες και αξιοσέβαστο χαρακτήρα.

Στις 12 Μαρτίου ξεκίνησε μια μεγάλη νεκρώσιμη πομπή της βασιλικής σορού συνοδεία στρατιωτικών τμημάτων, φιλαρμονικών, ξένων διπλωματικών αποστολών και του προξενικού σώματος, των θρησκευτικών ηγεσιών των συνοίκων λαών της πόλης (Ορθοδόξων, Εβραίων, Μουσουλμάνων), της βασιλικής οικογένειας, καθώς και πλήθους κόσμου.

Αφού πέρασε τις κεντρικές οδούς της Θεσσαλονίκης, έφτασε στο λιμάνι, όπου αποβιβάστηκε στην βασιλική θαλαμηγό “Αμφιτρίτη” με κατεύθυνση τον Πειραιά. Από εκεί η σορός μεταφέρθηκε στην Αθήνα για ένα τελευταίο λαϊκό προσκύνημα και κατέληξε την Τετάρτη 20 Μαρτίου του 1913 στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου, όπου και κηδεύτηκε.

Όσον αφορά τον δράστη της ξαφνικής δολοφονίας, δεν αποκάλυψε ποτέ τους λόγους και τα κίνητρά του μένοντας σιωπηλός σε όλη την διαδικασία της ανάκρισης. Στις 22 Μαρτίου και πριν ολοκληρωθεί η δίκη του φαίνεται πως ξέφυγε κάποια στιγμή από την προσοχή των δεσμοφυλάκων του και πήδηξε από το παράθυρο του Διοικητηρίου χάνοντας τη ζωή του.

Χωρίς να υπάρχουν εμφανείς απαντήσεις, οι φήμες και οι θεωρίες για τα κίνητρα της δολοφονίας οργίαζαν. Αρχικά οι υποψίες στράφηκαν προς τους Βούλγαρους προκαλώντας έντονα ξεσπάσματα οργής ιδιαίτερα στον λαό της Θεσσαλονίκης. Μια άλλη θεωρία που ήρθε να κατευνάσει αυτή την ένταση υποστήριξε ότι ο Σχινάς ήταν ουσιαστικά ένας ανισόρροπος, αναρχικός τύπος και σκότωσε τον βασιλιά περισσότερο για προσωπικούς παρά για πολιτικούς λόγους.

Η επικρατέστερη θεωρία όμως φωτογραφίζει συνωμοσία των Γερμανών, που προτιμούσαν στο θρόνο τον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ήταν γνωστός γερμανόφιλος σε αντίθεση με τον αγγλόφιλο πατέρα του. Η εκδοχή αυτή σχεδόν θεμελιώθηκε μετά και τον καταστροφικό για τη χώρα Εθνικό Διχασμό, αλλά τα πραγματικά αίτια της δολοφονίας ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν.

_________________________________

Ο Γεώργιος Α’, Βασιλεύς των Ελλήνων, υπήρξε ο πιο υποδειγματικός και αγαπητός βασιλιάς που πέρασε από τον ελληνικό θρόνο. Κατάφερε να διαχειριστεί με επιτυχία καίρια εθνικά ζητήματα, να βελτιώσει την εικόνα της Ελλάδας στην Ευρώπη και να γίνει αποδεκτός από ένα έθνος που γενικότερα και δικαίως δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους ξένους βασιλικούς ηγέτες του.

 

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.