Σχεδόν 20 χρόνια μετά και την Μικρασιατική Καταστροφή, την τελευταία φάση της μαζικής εξόντωσης των Ελλήνων της Ανατολής από την Οθωμανική αυτοκρατορία, το ελληνικό κράτος αναγνώρισε την ύπαρξη γενοκτονίας και όρισε την 19η Μαΐου ως “Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο”.

Οι θηριωδίες, που ήρθαν ως συνέχεια της γενοκτονίας των Αρμενίων, περιλάμβαναν βίαιους διωγμούς των κατοίκων από τις πατρογονικές εστίες τους, φρικτά βασανιστήρια, μαζικές εκτελέσεις και εξάντληση σε κακουχίες.

Ο ποντιακός ελληνισμός, αν και απομακρυσμένος γεωγραφικά από τη μητέρα πατρίδα, υπήρξε για περίπου 3.000 χρόνια παράγοντας σημαντικής κοινωνικής και πνευματικής ανάπτυξης. Μέχρι τον 20ο αιώνα, η περιοχή του Πόντου (όπως και της Μικράς Ασίας) αποτελούσε μια παγκόσμιας εμβέλειας κοιτίδα ελληνικού πολιτισμού με σημαντικά κέντρα πόλεις, όπως η Σαμψούντα και η Τραπεζούντα μεταξύ άλλων.

_________________________________

Το χρονικό ενός σχεδίου εξόντωσης

Το 1908 εμφανίζεται το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων, που είχε στόχο τον «καθαρισμό» των μουσουλμανικών εδαφών από τα ξένα στοιχεία, και πιο συγκεκριμένα τους Ελληνο-χριστιανούς. Σύντομα άρχισαν να εκδηλώνονται οι επιθετικές προθέσεις τους με άμεσους ή έμμεσους τρόπους εναντίον των Ελλήνων κατοίκων της επικράτειας.

Η κυρίως Ελλάδα δεν ήταν τότε σε θέση να έρθει σε πολεμική αντιπαράθεση με την Τουρκία, καθώς αντιμετώπιζε το ζήτημα της απελευθέρωσης της Κρήτης. Λόγω της ενασχόλησης της κυβέρνησης με τα τότε πολιτικά ζητήματα, αλλά και της μεγάλης γεωγραφικής απόστασης, ο Πόντος παρέμεινε ως ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.

Η διαδικασία εξόντωσης των ελληνοχριστιανικών πληθυσμών του Πόντου χωρίζεται ιστορικά σε τρεις διαδοχικές φάσεις: η πρώτη ξεκινά από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την κατάληψη της Τραπεζούντας (1914-1916), η δεύτερη τελειώνει στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τρίτη ολοκληρώνεται όταν εφαρμόστηκε το Σύμφωνο της Ανταλλαγής Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και έλαβε χώρα και η καταστροφή της Σμύρνης (1918-1923).

Το πρώτο κύμα των διώξεων ξεκίνησε από το 1915 με τη μορφή εκτοπισμών. Έχοντας υποστεί μια ακόμα ήττα από τους Ρώσους στο Σαρικαμίς της Μικράς Ασίας, οι Τούρκοι άδραξαν την αφορμή και κατηγόρησαν τους Έλληνες της περιοχής ότι δεν βοήθησαν τον τουρκικό στρατό. Οι μη μουσουλμάνοι της Τουρκίας θεωρούταν πάντα ως «εσωτερικοί εχθροί», οπότε και ήταν ο τέλειος στόχος για να «χρεωθεί» την κατάρρευση της οθωμανικής κυριαρχίας.

Τότε δημιουργήθηκαν τα περίφημα «αμελέ ταμπουρού», τα τάγματα εργασίας όπου επιβαλλόταν στους στρατολογημένους άντρες καταναγκαστικά έργα και σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Η έλλειψη νερού και φαγητού και συνθηκών υγιεινής και θέρμανσης ήταν δεδομένη καθημερινότητα, ενώ οι θανατηφόρες ασθένειες, όπως χολέρα, σύφιλη και φυματίωση, θέριζαν και τους τελευταίους εναπομείναντες «στρατιώτες».

Τους έβαζαν να ανοίγουν δρόμους ή να κουβαλούν τα πολεμοφόδια του τούρκικου στρατού και τις προμήθειες για μεγάλες διαδρομές χωρίς φαγητό και ξεκούραση χτυπώντας τους με μαστίγια και ξιφολόγχες. Συχνά επίσης και με δόλιες προφάσεις τους εκτελούσαν ομαδικά.

Πόντιοι και Αρμένιοι άντρες κατέφυγαν στα βουνά και ξεκίνησαν έναν δυναμικό ανταρτοπόλεμο με τους Τούρκους. Το 1916 οι Πόντιοι έμειναν πλέον μόνοι τους, αφού οι Αρμένιοι αποδεκατίστηκαν στην πρώτη φάση των σχεδιασμένων γενοκτονιών και μαζί τους κατέρρευσε και το σχέδιο της σύστασης ενός ποντιο-αρμένικου κράτους.

Την ίδια στιγμή τα γυναικόπαιδα και ο υπόλοιπος άμαχος πληθυσμός, που είχε μείνει πίσω, βρισκόταν στο έλεος των ισλαμιστών. Οι τουρκικές συμμορίες λεηλατούσαν και κατέστρεφαν τις περιουσίες των Ελλήνων, βίαζαν και σκότωναν γυναίκες και παιδιά και έκαιγαν ολοσχερώς ολόκληρες πόλεις και χωριά, αφού πρώτα τα λεηλατούσαν.

Παρότι οι Ρώσοι υπήρξαν πάντα σύμμαχοι των Ελλήνων της περιοχής, εκείνη την περίοδο την εξουσία της Ρωσίας είχαν πάρει οι Μπολσεβίκοι, οι οποίοι στάθηκαν στο πλευρό των Τούρκων βοηθώντας στην εξόντωση του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού. Ομοίως και οι Γερμανοί στήριξαν μέχρι τέλους τα δολοφονικά σχέδια του Κεμάλ τροφοδοτώντας τον τούρκικο στρατό με πολεμοφόδια.

Στις 19 Μαΐου του 1919, τη μέρα που ορίστηκε και ως επίσημη ημέρα μνήμης της ποντιακής γενοκτονίας, ο Κεμάλ μπήκε στη Σαμψούντα και ξεκίνησε η δεύτερη και πιο φρικτή φάση της τραγωδίας.

«Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία. Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί.»
«Τα έθνη που απέμειναν από παλιά στην Αυτοκρατορία μας, μοιάζουν με ξένα και βλαβερά χόρτα που πρέπει να ξεριζωθούν.»

Οι ισλαμιστές εξάντλησαν με κάθε τρόπο την βαρβαρότητα και το μίσος τους και οι περιγραφές των γεγονότων που διαδραματίστηκαν επισφράγισαν ένα από τα πιο συγκλονιστικά και τραγικά κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας.

Ένα μέρος του πληθυσμού διέφυγε στα βουνά ψάχνοντας καταφύγιο και ένα άλλο σκορπίστηκε προς την Μικρά Ασία και την Ελλάδα. Οι περισσότεροι όμως βρήκαν φρικτό θάνατο μέσα στις πόλεις και τα χωριά, που είχαν μετατραπεί σε ένα απάνθρωπο σφαγείο. Οι μαρτυρίες όσων βίωσαν τις κτηνωδίες των Τούρκων και επέζησαν είναι ατελείωτες και πραγματικά συγκλονιστικές, ατράνταχτες αποδείξεις των όσων διαδραματίστηκαν.

Οι δρόμοι γέμισαν πτώματα ανθρώπων κάθε ηλικίας, άλλα σφαγιασμένα, αλλά εξαθλιωμένα από την πείνα και τη δίψα. Γυναίκες και παιδιά βιάστηκαν και σφαγιάστηκαν χωρίς δισταγμό, ενώ μέρος αυτών αιχμαλωτίστηκαν για τα χαρέμια των Τούρκων. Χιλιάδες άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους, εκατοντάδες παιδιά αρπάχτηκαν και εξασλαμίστηκαν με τη βία.

“Άπαντα τα χωρία κατεστράφησαν, εκάησαν, εξερριζώθησαν τελείως. Πάντες οι κάτοικοι των χωρίων τούτων εξωρίσθηκαν και εφονεύθησαν αφιακρίτως γένους και ηλικίας (…) Εκ των εις τα βουνά καταφυγόντων οι ημίσεις απέθανον εκ κακουχιών και φόνων και ασθενείων (…]) Εγένεντο αποστολαί εξορίστων εις το εσωτερικόν. Εκάστης Αποστολής οι εξόριστοι ελαμβάνοντο κατ’ εκλογήν μεταξύ των εχόντων ηλικίαν 10-70 ετών. Η τύχη των εξοριζομένων ήτο ως επί το πλείστον σφαγή, αγχόνη και θάνατος εκ κακώσεως και πείνης.”
“(…) Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη!”
Οι Τούρκοι πολλές φορές έβγαζαν φωτογραφίες χαμογελαστοί δίπλα στα πτώματα των ανθρώπων που εκτελούσαν.

Οι διανοούμενοι και οι προύχοντες του τόπου αιχμαλωτίστηκαν, οδηγήθηκαν στα περίφημα «Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας» και με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Ο Πόντος, όπως υπήρχε χιλιάδες χρόνια μέχρι τότε, σβήστηκε πια απ’ τον χάρτη.

Μέχρι το 1922 (Μικρασιατική Καταστροφή) υπολογίζεται ότι σφαγιάστηκαν πάνω από 353.000 Έλληνες Πόντιοι. Οι ξεριζωμένοι επιζήσαντες κατέφυγαν ως μετανάστες στην πατρίδα Ελλάδα, κατοικώντας κυρίως στην περιοχή της Μακεδονίας, καθώς και στη νότια Ρωσία.

Στις 13 Αυγούστου 1923 ο Κεμάλ ανακοίνωσε «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε».

Μέχρι σήμερα η Τουρκία αρνείται προκλητικά και δεν έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη γενοκτονίας και αποδίδει τα στυγερά της εγκλήματα σε απώλειες πολέμου και θανάτους λόγω λοιμού και ασθενειών

Αυτές τις προφάσεις εν αμαρτίαις πάντως καταρρίπτουν ακόμα και Τούρκοι ιστορικοί, που όχι μόνο μιλάνε για γενοκτονία, αλλά έχουν παραθέσει μερικές ακόμα συγκλονιστικές μαρτυρίες για τα όσα διεπράχθησαν.

Η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών αναγνώρισε επίσημα τη Γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με αυτή των Ασσυρίων, τον Δεκέμβριο του 2007.

Η ημέρα μνήμης δεν είναι μόνο μια ημέρα νοσταλγίας για τις χαμένες πατρίδες ή θλίψης για τους βασανισμένους συμπατριώτες μας. Η ημέρα μνήμης είναι μια ημέρα για να θυμόμαστε και να γνωρίζουμε την αλήθεια.
Ένας λαός μας προβάλλει τη γενοκτονία που υπέστη, όχι μόνο για να τιμήσει τους νεκρούς του, αλλά και για να προστατέψει τους ζωντανούς του και το μέλλον του…
Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.