Η Συνθήκη του Σένγκεν είναι η συμφωνία που υπεγράφη στις 14 Ιουνίου του 1985 στην κωμόπολη Σένγκεν του Λουξεμβούργου ανάμεσα σε πέντε κράτη της Ευρώπης, το Βέλγιο, τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία. Σκοπός της ήταν η προοδευτική κατάργηση των ελέγχων στα κοινά τους σύνορα, η καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας για τους υπηκόους τους, καθώς και η αστυνομική και δικαστική συνεργασία μεταξύ τους.
Μέχρι και το 1996 προσχώρησαν στην Συμφωνία και η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Αυστρία, η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία. Η Ελλάδα υπέγραψε με την σειρά της στις 6 Νοεμβρίου του 1992 και η πρώτη της εφαρμογή ήταν τον Μάρτιο του 2000.
Το 2003 εντάχθηκαν στην Συμφωνία και τους όρους του κεκτημένου Σένγκεν (Schengen acquis) η Τσεχία, η Εσθονία, η Κύπρος, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Σλοβενία και η Σλοβακία. Το 2005 εντάχθηκαν επίσης η Βουλγαρία και η Ρουμανία, και αργότερα το 2008 το Λίχτενσταϊν και το 2011 η Κροατία.
Σήμερα στην Συνθήκη του Σένγκεν συμμετέχουν 26 χώρες (22 της ΕΕ), ενώ η συμφωνία έχει ενσωματωθεί στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη συνθήκη του Άμστερνταμ (1997). Οι χώρες της ΕΕ που δεν συμμετέχουν στην ζώνη Σένγκεν είναι η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που επέλεξαν να διατηρήσουν τον έλεγχο των συνόρων τους.
Οι συμμετέχοντες χώρες κατήργησαν τα εσωτερικά τους σύνορα και τηρούν κοινούς κανόνες και διαδικασίες στις θεωρήσεις για προσωρινή διαμονή, τις αιτήσεις ασύλου και τους συνοριακούς ελέγχους. Συνεργάζονται επίσης οι αστυνομικές και δικαστικές τους αρχές όπου χρειαστεί.
Τι σημαίνει για τους πολίτες η Συνθήκη Σένγκεν
Πρακτικά, η Συνθήκη Σένγκεν εξασφάλισε κάποιες διευκολύνσεις στους πολίτες των χωρών της. Οι πολίτες που ταξιδεύουν στις χώρες της Συνθήκης δεν υποβάλλονται σε συνοριακούς ελέγχους και αναμονή, παρά μόνο σε περίπτωση που οι αρχές μπορεί να έχουν πληροφορίες για πιθανή απειλή της δημόσιας ασφάλειας.
Οι υπήκοοι τρίτων χωρών, εκτός της ΕΕ, οφείλουν να επιδεικνύουν θεωρημένο ταξιδιωτικό έγγραφο ή άδεια διαμονής, καθώς και έγγραφα που δικαιολογούν τον σκοπό διαμονής, αλλά και την οικονομική τους επάρκεια κατά τη διάρκεια της διαμονής τους.
Όσον αφορά την προσωρινή διαμονή, τα κράτη Σένγκεν επιτρέπουν σε έναν πολίτη να ταξιδεύει και να παραμένει στην επικράτειά τους για μέγιστη περίοδο 90 ημερών ανά περίοδο 180 ημερών.
Οι πολίτες των χωρών της Συνθήκης μπορούν να διαμένουν σε άλλο κράτος-μέλος για επαγγελματικούς λόγους με ίσα δικαιώματα μεταχείρισης με αυτά των πολιτών αυτού του κράτους. Οι επιχειρηματίες μπορούν ελεύθερα να εγκατασταθούν σε άλλο κράτος-μέλος και οι φοιτητές έχουν δικαίωμα να επιλέξουν οποιοδήποτε για την φοίτησή τους.
Τα κράτη της Συνθήκης Σένγκεν συνεργάζονται επίσης για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος, την λαθρομετανάστευση, την καταδίωξη εγκληματιών, υποθέσεις εξαφανισμένων προσώπων κτλ.
Συγκεκριμένα χρησιμοποιείται το σύστημα πληροφοριών SIS (Schengen Information System), μια βάση δεδομένων, που παρέχει στην αστυνομία και τις αρμόδιες αρχές των χωρών πρόσβαση σε πληροφορίες για εξαφανισμένα πρόσωπα, άτομα ή αντικείμενα που σχετίζονται με ποινικά αδικήματα και για υπηκόους τρίτων χωρών που δεν επιτρέπεται να εισέλθουν στον χώρο Σένγκεν.
Κάθε πολίτης δικαιούται να έχει πρόσβαση στα προσωπικά του δεδομένα στο SIS και να ζητήσει διόρθωση ή διαγραφή τους καταθέτοντας μια σχετική αίτηση στην αρμόδια εθνική αρχή.
Μεταναστευτικό – Λαθρομετανάστες
Γιατί η Ελλάδα απειλήθηκε με έξοδο από την συμφωνία
Κάθε χώρα διέλευσης μεταναστών, όπως είναι και η Ελλάδα, έχει την υποχρέωση να ελέγχει και να καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια όλα τα άτομα που εισέρχονται νόμιμα στο έδαφός της και να τους προσφέρει κέντρα φιλοξενίας (hotspots) με τις κατάλληλες συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες προώθησής τους σε άλλες χώρες. Οι λαθρομετανάστες και όσοι δεν δικαιούνται άσυλο, θα πρέπει να στέλνονται κατευθείαν πίσω.
Κυρίως από τα ογκώδη μεταναστευτικά κύματα του 2015, η διαχείριση του μεταναστευτικού και η ασφάλεια των εσωτερικών συνόρων αποτελεί μια μεγάλη και σημαντική πρόκληση για τις χώρες της Ευρώπης.
Το 2015 σημειώθηκαν επισήμως τουλάχιστον 1,83 εκατομμύρια περιπτώσεις λαθρομετανάστευσης στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.
Η Ελλάδα ήταν από τις χώρες που επωμίστηκαν το μεγαλύτερο βάρος της κατάστασης με πολυάριθμα, συνεχόμενα κύματα μεταναστών -νόμιμων και παράνομων- μέσα σε μια δυσμενή περίοδο οικονομικής κρίσης και με σημαντικό πάντα παράγοντα την γείτονα χώρα, Τουρκία.
Παράλληλα με την εσωτερική κατάσταση, οι αυξημένες ροές, η απειλή της λαθρομετανάστευσης και οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες ελέγχου, ασφάλειας και επαναπροωθήσεων, έφεραν την Ελλάδα στο στόχαστρο της ΕΕ απειλώντας την με έξοδό της από την Συμφωνία Σένγκεν.
Μπροστά στην ανάγκη της Ευρώπης για αναθεωρήσεις της πολιτικής διαχείρισης των συνόρων, δημιουργήθηκαν νέοι φορείς και μέσα ελέγχου, όπως το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS), το Σύστημα Πληροφοριών για τις θεωρήσεις και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνόρων και Ακτοφυλακής (FRONTEX).
Η τότε κυβέρνηση Αλέξη Τσίπρα (ΣΥΡΙΖΑ), αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις προτάσεις των μελών και να δεχτεί βοήθεια από την FRONTEX στην φύλαξη των συνόρων υποστηρίζοντας πως “η φρούρηση των συνόρων από ευρωπαϊκές χώρες προσβάλει την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας”. Διαφωνούσε επίσης στην εγκατάσταση του συστήματος καταγραφής και ταυτοποίησης μεταναστών στην κοινή βάση δεδομένων της Ε.Ε.
Ωστόσο η κατάσταση στα σύνορα γινόταν όλο και πιο πιεστική με ορδές μεταναστών, πολλοί από αυτούς παράνομοι, να περνάνε στην ενδοχώρα χωρίς επαρκείς ελέγχους και υποδομές για προσωρινή διαμονή. Χαρακτηριστικό γεγονός που πυροδότησε την αντίδραση της Ευρώπης ήταν τον Νοέμβριο του 2015, όταν τα Σκόπια έκλεισαν τα σύνορά τους και απαγόρευσαν την διέλευση μεταναστών, παρά μόνο πολεμικών προσφύγων.
Είχε γίνει γνωστό πως στην περιοχή της Ειδομένης είχαν συγκεντρωθεί άνθρωποι από το Ιράν, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές, το Σουδάν, ακόμα και το Μαρόκο, γεγονός που αποδείκνυε πως η πολιτική ανοιχτών συνόρων που ακολουθούσε η κυβέρνηση Τσίπρα, είχε ανοίξει τις πύλες στους λαθρεμπόρους θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας, αλλά και των ευρωπαϊκών χωρών όπου θα περνούσαν αυτά τα άτομα.
Από τις 18 Νοέμβριου, τουλάχιστον 5.000 πρόσφυγες είχαν εγκλωβιστεί επί μέρες στα σύνορα Σκοπίων-Ελλάδας, στην ουδέτερη ζώνη, και αντιδρώντας για την παρεμπόδισή τους είχαν αποκλείσει τις γραμμές των τραίνων. Δεκάδες εμπορικά τραίνα στην ελληνική πλευρά, αλλά και αυτή των Σκοπίων είχαν ακινητοποιηθεί μη μπορώντας να οδηγήσουν ούτε προς Ελλάδα ούτε προς Ευρώπη.
Η αναταραχή στην Ειδομένη έφερε αναταραχή στη χώρα, αλλά και στον διεθνή κύκλο. Η ζημιά που υπέστη η ΤΡΑΙΝΟΣΕ άγγιξε το 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ μη μπορώντας να εκτελέσει τα δρομολόγια κινδύνευσε η επιβίωσή της, αφού μεγάλες εταιρείες απειλούσαν να λήξουν την συνεργασία τους. Η Ευρώπη δήλωνε αγανακτισμένη με την στάση της ελληνικής κυβέρνησης και προειδοποιούσε πως αν δεν συμμορφωθεί με τους κανόνες, η Ελλάδα θα έβγαινε από την ζώνη Σένγκεν.
Τα δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού Τύπου ήταν καταπέλτης για την Ελλάδα χαρακτηρίζοντάς την ως την “αχίλλειο πτέρνα του χώρου Σένγκεν”, “μια χώρα οικονομικά κατεστραμμένη που αποτυγχάνει καθημερινά να φέρει εις πέρας το τεράστιο έργο του μεταναστευτικού” και “η χώρα που ήταν η πιο διεφθαρμένη της Ευρώπης το 2012”. Χρησιμοποιούσαν επίσης την υπόθεση στα Σκόπια ως παράδειγμα του τι πρόβλημα μπορεί να δημιουργηθεί αν μια χώρα-μέλος βγει από την ζώνη Σένγκεν.
Ωστόσο, θεωρούταν γενικά παραδεκτό πως δεν επρόκειτο πράγματι η Ελλάδα να βγει από την Συμφωνία, αλλά ήταν ένα μέσο πίεσης για να ακολουθήσει τη γραμμή της Ε.Ε. και να διαχειριστεί πιο σωστά το μεταναστευτικό. Η ελληνική κυβέρνηση πάντως τελικά υποχώρησε σε όλες τις θέσεις της και προχώρησε σε συμφωνία με την FRONTEX για την καταγραφή μεταναστών στα σύνορα Ελλάδας-Σκοπίων, αλλά και στην ενεργοποίηση του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας για την κρατική στήριξη.
______________________________________
Παρά τις αλλαγές στο θέμα του μεταναστευτικού και της φύλαξης των συνόρων στη ζώνη Σένγκεν μετά τα ρεύματα του 2015, το πρόβλημα μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει λυθεί. Αντιθέτως ευρωπαϊκές χώρες κρούουν ξανά τον κώδωνα του κινδύνου κάνοντας λόγο για “νέο πλήγμα” στην ζώνη Σένγκεν, καθώς τα ποσοστά μεταναστών έχουν αυξηθεί δραματικά. Έχουν καταγραφεί τέσσερις φορές περισσότεροι λαθρομετανάστες από το 2015 και εκατοντάδες περιπτώσεις λαθροδιακινητών και σχετικών εγκλημάτων.