Η Elizabeth Jane Cochran γεννήθηκε στις 5 Μαΐου του 1864, στην επαρχία της Pennsylvania και μεγάλωσε σε μια πολυτάραχη πολύτεκνη οικογένεια.
Οι δικαστικές διαμάχες των γονιών της ζημίωσαν την οικογένεια και έτσι, σε ηλικία 14 ετών, η Elizabeth αναγκάστηκε να διακόψει την φοίτησή της στο σχολείο λόγω έλλειψης χρημάτων και μετακόμισε με την μητέρα της και τα αδέρφια της στο Pittsburgh.
Εκεί, ήταν που έκανε και την πρώτη της γνωριμία με την δημοσιογραφία, όταν έστειλε ένα κείμενο με το ψευδώνυμο «Lonely Orphan Girl», για να αντικρούσει το άρθρο της καθημερινής εφημερίδας «Pittsburgh Dispatch» που παρότρυνε τις γυναίκες να ασχολούνται μόνο με τα οικοκυρικά και την ανατροφή των παιδιών τους. Το περιεχόμενο και η γραφή του κειμένου εντυπωσίασαν τόσο τους εκδότες της εφημερίδας που της πρότειναν συνεργασία.
Ξεκίνησε την δημοσιογραφική της καριέρα με το ψευδώνυμο Nellie Bly, με αφορμή τον τίτλο ενός δημοφιλούς τραγουδιού της εποχής.
Από τα πρώτα της κιόλας βήματα, απείχε από τα παραδοσιακά θέματα για τις γυναίκες δημοσιογράφους, όπως τα οικοκυρικά, η κηπουρική και το κουτσομπολιό. Έστρεψε την προσοχή της στα φτωχά κοινωνικά στρώματα, ιδίως στις γυναίκες που αναγκάζονταν να δουλεύουν για να ζουν τον εαυτό τους και τα παιδιά τους και δεν δίσταζε να καυτηριάζει τις βιομηχανίες για τις κακές συνθήκες εργασίας.
Μέχρι που ένα από αυτά τα άρθρα ενόχλησε μια βιομηχανία η οποία απείλησε να αποσύρει την διαφήμισή της από την εφημερίδα. Τότε η σύνταξη της εφημερίδας αναγκαστικά απέσυρε την Nelly από το ερευνητικό ρεπορτάζ και της ανέθεσε θέματα κηπουρικής.
Εκείνη αρνήθηκε, δήλωσε την παραίτησή της και ξεκίνησε για ένα ταξίδι στο Μεξικό.
Η «Pittsburgh Dispatch» δεν δέχτηκε την παραίτησή της και αποφάσισε να την χρίσει ανταποκρίτριά της στο Μεξικό. Από εκεί η Nelly έστειλε μια σειρά από άρθρα με θέμα την φτώχεια αλλά και στην διαφθορά που επικρατούσε.
Μετά από 6 μήνες παραμονής στην χώρα, η κυβέρνηση του Μεξικού έμαθε για την δριμεία κριτική που άσκησε με τα κείμενά της στην απολυταρχική κυβέρνηση του Porfirio Díaz και της ζήτησε να φύγει για να μην προχωρήσουν στην σύλληψή της.
Αυτή την εμπειρία της αργότερα την κατέγραψε σε ένα βιβλίο που εξέδωσε το 1888 με τίτλο «Six Months in Mexico».
Όταν επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη όπου μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να βρει δουλειά, μιας και οι εφημερίδες δεν προτιμούσαν τις γυναίκες δημοσιογράφους, κατέληξε το 1887 συνεργάτης της εφημερίδας του Joseph Pulitzer, «New York World», λόγω της μαχητικότητάς της που ταίριαζε με το ύφος της εφημερίδας του.
Η πρώτη αποστολή που της ανατέθηκε ήταν η έρευνα των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών στα ψυχιατρεία της Νέας Υόρκης. Χρησιμοποιώντας ψεύτικα στοιχεία και μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερα να εισαχθεί στο δημοτικό ψυχιατρείο γυναικών «New York City Lunatic Asylum» σαν τρόφιμος.
Για 10 μέρες αντιμετώπισε την σκληρή συμπεριφορά του προσωπικού και των γιατρών, έζησε μαζί με τις τρόφιμες, όπου και αναγνώρισε ότι πολλές από αυτές δεν ήταν καν ψυχικά ασθενείς παρά γυναίκες άπορες ή ξένες που δεν μιλούσαν αγγλικά, και έφαγε τα ακατάλληλα φαγητά του ιδρύματος.
Μετά από αυτό το διάστημα, οι δικηγόροι της εφημερίδας την πήραν τελικά από το άσυλο, η έρευνά της δημοσιεύτηκε σχεδόν ένα μήνα μετά και αναγνωρίστηκε ως μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία, με την Nellie να γίνεται διάσημη. Έτσι η ίδια αποφάσισε το ίδιο έτος να δημοσιεύσει περισσότερα στοιχεία της έρευνας εκδίδοντας το βιβλίο «Ten Days in a Mad House».
Η έρευνα προκάλεσε την παρέμβαση εισαγγελέα για την λειτουργία του ιδρύματος, επιβάλλοντας πολλές βελτιώσεις και παράλληλα αύξηση του προϋπολογισμού του ιδρύματος.
Με την σύμφωνη γνώμη και την χρηματοδότηση της εφημερίδας της, η Nelly Bly, θα φύγει στις 14 Νοεμβρίου 1889 για τον γύρο του κόσμου. Αποφασισμένη να κάνει πράξη το έργο «Around the World in Eighty Days» του Jules Verne, ταξίδεψε τα 40.070 χιλιόμετρα της περιμέτρου της γης, σε 72 μέρες, 6 ώρες και 11 λεπτά, επιστρέφοντας στην Νέα Υόρκη στις 25 Ιανουαρίου του 1890.
Με το ταξίδι αυτό η Nellie λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερη δημοσιότητα, αφού η εφημερίδα προωθούσε το εγχείρημα με διαγωνισμούς καθώς και με την δημοσίευση των τηλεγραφημάτων της για την πρόοδο του ταξιδιού και των πιο εκτενών ανταποκρίσεών της.
Η Nellie δεν έχασε την ευκαιρία να καταγράψει αναλυτικά την περιπέτειά της σε ένα ακόμα βιβλίο που εξέδωσε το ίδιο έτος με τίτλο «Nellie Bly’s Book: Around the World in Seventy-Two Days».
Αν και το ταξίδι αυτό έφερε πολλά έσοδα στην εφημερίδα, η διεύθυνση αρνήθηκε να της χορηγήσει το bonus που δικαιούταν, και έτσι εκείνη αποφάσισε να αποχωρήσει. Ωστόσο μερικά χρόνια μετά, η αλλαγή στη διεύθυνση της «New York World» θα την ξαναφέρει πίσω στην εφημερίδα.
Κατά την διάρκεια της συνεργασίας της με την εφημερίδα «New York World» ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα σημαντικά ζητήματα της εποχής της και της πόλης.
•6 Νοεμβρίου 1887, Υποδύεται μια γυναίκα που θέλει να αγοράσει μωρό και ερευνά για τις παράνομες αγοραπωλησίες βρεφών.
•27 Νοεμβρίου 1887, Πιάνει δουλειά σε βιοτεχνία κατασκευής χάρτινων κουτιών και βιώνει την «σκλαβιά των λευκών».
•2 Δεκεμβρίου 1888, Υποδύεται την ασθενή και ερευνά τις δομές της κοινωνικής πρόνοιας της Νέας Υόρκης για τους άρρωστους φτωχούς ασθενείς.
•28 Φεβρουαρίου 1889, Μπαίνει στη φυλακή, αφού πρώτα παρανομήσει και συλληφθεί, και ερευνά για την διαβίωση των γυναικών κρατουμένων και την αντιμετώπισή τους από το σύστημα.
•17 Σεπτεμβρίου 1893, Παίρνει συνέντευξη από την φυλακισμένη αναρχική Emma Goldman.
•1 Οκτωβρίου 1893, Μπαίνει στις τάξεις του Στρατού Σωτηρίας για δέκα μέρες, όπου βλέπει και καταγράφει από πρώτο χέρι την ζωή των φτωχών.
•2 Φεβρουαρίου 1896, Παίρνει συνέντευξη από την Susan B. Anthony, την πιο μαχητική σουφραζέτα της εποχής.
•9 Φεβρουαρίου 1896, Επισκέπτεται τους δημοτικούς ξενώνες απόρων και αστέγων, και καταγράφει τις συνθήκες που επικρατούν.
Το 1895 παντρεύεται, μετά από μόλις έναν μήνα γνωριμίας, τον 72χρονο εκατομμυριούχο βιομήχανο Robert Seaman και το 1896 εγκαταλείπει την δημοσιογραφία για να τον βοηθήσει στην διεύθυνση του εργοστασίου.
Ο Seaman ήταν ιδιοκτήτης της εταιρείας «Iron Clad Factories» που ξεκίνησε το 1884 κατασκευάζοντας σιδερένια μαχαιροπήρουνα και επέκτεινε σταδιακά τις δραστηριότητές της κατασκευάζοντας διάφορα προϊόντα από ατσάλι, όπως δοχεία γάλακτος, δεξαμενές αποθήκευσης υγρών, εξαρτήματα μηχανημάτων και άλλα.
Η εργασία αυτή την ενδιέφερε τόσο που στην παν-αμερικανική έκθεση βιομηχανικών προϊόντων που διοργανώθηκε το 1901 στην Νέα Υόρκη, η εταιρεία διαφημίζεται με το εξής σλόγκαν: “Αποκλειστική ιδιοκτησία της Nellie Bly, της μοναδικής γυναίκας στον κόσμο που διευθύνει προσωπικά εταιρεία τέτοιας μεγάλης εμβέλειας”.
Όταν ο Seaman πέθανε το 1904, εκείνη ανέλαβε αποκλειστικά την διεύθυνση του εργοστασίου και μάλιστα κατοχύρωσε για λογαριασμό της 2 ευρεσιτεχνίες.
Ήδη από το 1902 θα παρουσιάσει την πρώτη: έναν στοιβαζόμενο σκουπιδοντενεκέ για βιομηχανική χρήση, ενώ το 1905 πρώτη θα πατεντάρει και θα κατασκευάσει, ατσάλινα βαρέλια για την μεταφορά και την αποθήκευση των υγρών, σε μια εποχή που όλα γίνονταν αποκλειστικά με ξύλινα δοχεία.
Το εργοστάσιο μετά από αυτές τις εφευρέσεις, είχε φτάσει τους 1500 υπαλλήλους και γραμμή παραγωγής 1000 μεταλλικών βαρελιών την ημέρα, όμως με τον καιρό, λόγω υπεξαίρεσης χρημάτων από στελέχη της εταιρείας και κακής διοίκησης το εργοστάσιο, δημιουργήθηκαν χρέη που οδήγησαν σε διαδικασία πτώχευσης το 1911 και οριστικό κλείσιμο το 1914.
Έτσι αναγκαστικά, αλλά με πολλή όρεξη για νέα ρεπορτάζ, η Nelly επέστρεψε στην δημοσιογραφία το 1914, στην εφημερίδα «New York Evening Journal».
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα την βρει στην Βιέννη και θα την εγκλωβίσει εκεί μέχρι το 1918.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, συνεχίζει να στέλνει κείμενα ως ανταποκρίτρια στην εφημερίδα για την εξέλιξη του πολέμου, μην διστάζοντας μάλιστα να βρεθεί ακόμα και στα πεδία των μαχών για να αποκτήσει προσωπική άποψη για τα γεγονότα.
Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ασχολήθηκε και με την βοήθεια και προστασία των ορφανών παιδιών, υιοθετώντας μάλιστα και αυτή ένα ορφανό, το 1921, σε ηλικία 57 ετών.
Στις 9 Ιανουαρίου του 1922 δημοσιεύτηκε το τελευταίο της άρθρο με τίτλο Nellie Bly, «On Pranks of Destiny». Tην ίδια μέρα εισήχθη στο νοσοκομείο St. Mark’s Hospital με σοβαρή βρογχοπνευμονία που σε συνδυασμό με καρδιακά προβλήματα που είχε, οδήγησε δεκαοχτώ μέρες αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 1922, στον θάνατό της.
__________________________________