Ο Ελευθέριος Μουζάκης γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1913 στη Σμύρνη, όπου και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Παρότι ήταν γιος τσαγκάρη, εκείνος έδειξε από πολύ μικρός την κλίση του για το εμπόριο.
Έκανε την πρώτη του συναλλαγή σε ηλικία 3 ετών προσπαθώντας να ανταλλάξει τα παπούτσια του για καραμέλες. Αν και η απόπειρα ήταν ανεπιτυχής, αφού ο ίδιος κατέληξε με ένα κούφιο καρύδι, του έδωσε ένα σημαντικό μάθημα για το εμπόριο: την τιμιότητα, μια αρχή που διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα
Δυστυχώς τα παιδικά όνειρα σταμάτησαν για εκείνον όταν βίωσε την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ήρθε στην Ελλάδα ως πρόσφυγας και αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, χωρίς χρήματα, τροφή ή νερό. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο, την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του, και κατάφερε να επιβιώσει μετά βίας παρ’ όλη την έμπρακτη συμπαράσταση της τοπικής κοινωνίας.
Ο ίδιος δεν το έβαλε όμως κάτω, σήκωσε τα μανίκια και προσπάθησε να ανταπεξέλθει συμβάλλοντας στην οικογένειά του τον οβολό του για τα προς το ζην. Η οικονομική στενότητα ξύπνησε το επιχειρηματικό δαιμόνιο στον μικρό Λευτέρη, ο οποίος άρχισε να φτιάχνει διάφορα παιχνίδια από πηλό και να τα πουλάει.
Παρά τις προσπάθειες της οικογένειας να ανταπεξέλθει, τα περιθώρια στένευαν ολοένα και περισσότερο, γι’ αυτό και μετακόμισαν στην Αθήνα με την ελπίδα μιας καλύτερης τύχης. Εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, αλλά ούτε εκεί μπόρεσε ο πατέρας του να βρει εργασία, ενώ η μητέρα του εργαζόταν ολημερίς για να ζήσει την εξαμελή οικογένεια.
Από αυτή την ανεξάντλητη και αδιάκοπη δύναμη της μητέρας του παραδειγματίστηκε και ρίχτηκε στον εργασιακό στίβο, όπου και κατόρθωσε να γίνει ο νεαρότερος επιτυχημένος πλανόδιος μανάβης στον Πειραιά.
Ποτέ δεν πούλησα, ό,τι και αν έκανα, την αξιοπρέπειά μου. Είναι σημαία η αξιοπρέπεια. Αν χάσουμε την αξιοπρέπεια, χάνουμε το όνειρό μας, άρα η ζωή μας χάνει τη χαρά της.
Μετά το σχολείο, έπιανε το απόγευμα τον τορβά και πουλούσε είδη μαναβικής. Το ταλέντο του στις πωλήσεις αξιοποιήθηκε στον μέγιστο βαθμό στους δρόμους της Αττικής, αφού κατά διαστήματα αναλάμβανε να πουλήσει ό,τι άλλο έβλεπε πως είχε ανάγκη το αγοραστικό κοινό, από μυγοπαγίδες μέχρι και σοκολάτες.
Αφού τελείωσε το δημοτικό και γράφτηκε στο σχολαρχείο, έκανε τον νερουλά, τον σερβιτόρο και τον πωλητή ταυτόχρονα. Κουβαλούσε νταμιτζάνες με νερό στα βαπόρια, εξυπηρετούσε καφενέδες στην Τρούμπα και πουλούσε γλυκά του κουταλιού, λουκούμια, ξηρούς καρπούς, κ.α.
Μια μέρα τον συνέλαβαν επειδή πουλούσε ντομάτες χωρίς άδεια. Ο ίδιος δήλωσε πως το έκανε για να ζήσει, αλλά και να καταφέρει να σπουδάσει, αφού λόγω της φτώχειας η οικογένειά του δεν μπορούσε να τον στηρίξει. Έφτασε μέχρι το δικαστήριο και γλίτωσε τα χειρότερα λαμβάνοντας ένα πρόστιμο 25 δραχμών, το οποίο έπρεπε να το πληρώσει όταν ενηλικιωθεί.
Η ένταξη στον χώρο της κλωστοβιομηχανίας
Η ανέλιξη του ευρηματικού και ανήσυχου Λευτέρη ήταν γοργά εξελισσόμενη.
Αφήνοντας τις υπαίθριες αγορές, έγινε υπάλληλος στην εταιρεία αντιπροσωπειών Ραζή, όπου με την δημιουργικότητα, το ήθος του και την όρεξή του για δουλειά κέρδισε την εμπιστοσύνη του Ραζή. Ωστόσο, η εταιρεία αναγκάστηκε να κλείσει λόγω της επιβολής περιορισμών στις εισαγωγές.
Ο Λευτέρης ακολούθησε τον Ραζή στην επόμενη επιχειρηματική ασχολία του, την εταιρεία κλωστών Τρία Αστέρια, η οποία ιδρύθηκε το Δεκέμβριο του 1933.
Εκεί, ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή και παράλληλα -με την υποστήριξη του Ραζή- άρχισε να δραστηριοποιείται και μόνος του στον κλάδο απορρίπτοντας προτάσεις συνεργασίας από τους ανταγωνιστές του.
Το έργο της εταιρείας όμως ήταν πραγματικά δύσκολο, διότι στην αγορά επικρατούσαν ήδη οι κλωστές Κιθάρα και οι πρώτες παραγωγές της εταιρείας ήταν χαμηλής ποιότητας, με αποτέλεσμα να μην εξελίσσεται η εταιρεία παρά τις έξυπνες προσπάθειές του να προσεγγίσει περιοχές που δεν εξυπηρετούσε ο ανταγωνισμός ή την συνεργασία με ξένο ευρωπαϊκό όμιλο.
Το τέλος μιας συνεργασίας που έφερε την αρχή μιας μεγάλης πορείας
Όλες οι προσπάθειες επέκτασης της εταιρείας σταδιακά πάγωσαν καθώς πλησίαζε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Όταν οι Ιταλοί κήρυξαν πόλεμο στην Ελλάδα, ο Μουζάκης κλήθηκε να διευθύνει τον Τρίτο Τομέα Εφοδιασμού της Τρίτης Μεραρχίας στην Αλβανία.
Ο Ραζής όμως αρνήθηκε κατά διάρκεια του πολέμου να χορηγεί, όπως όφειλε, κάποιο εισόδημα στην οικογένειά του. Έτσι ο Μουζάκης, επιστρέφοντας από το μέτωπο, οδηγήθηκε στην αυτοαπασχόληση έπειτα από μια δικαστική διαμάχη με την εταιρεία Ραζή.
Για να χαράξει τον δικό του επιχειρηματικό δρόμο στο εμπόριο κλωστών και των ενδυμάτων, έβαλε τα θεμέλια της εταιρείας-ορόσημο στον κλάδο της κλωστοβιομηχανίας, όταν προχώρησε στην ενοικίαση ενός εργοστασίου με δύο ποδοκίνητες μηχανές, τις οποίες λειτουργούσαν τα δύο αδέλφια του.
Η Πεταλούδα του άνοιξε τα φτερά της το 1949 με την επίσημη ίδρυση της και κυκλοφόρησε την πρώτη της κουβαρίστρα το 1950.
Η φήμη που απόκτησε σχεδόν αμέσως τον έκανε έναν ισχυρό και υπολογίσιμο ανταγωνιστή στην αγορά. Καθώς άρχισε να αποκτά μεγάλους πελάτες, προκάλεσε τις αντιδράσεις ισχυρών οίκων της εποχής, καθώς και του ίδιου του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών και συγκρούστηκε ανοικτά με τα “τζάκια” που κυριαρχούσαν στην κλωστοϋφαντουργία.
Η εδραίωσή της προσέλκυσε το ενδιαφέρον του γαλλικού κολοσσού DMC, ο οποίος αντιμετώπιζε προβλήματα στην ελληνική αγορά λόγω της επικράτησης των μεταξιών Ελέφας.
Η συνεργασία τους ξεκίνησε αρχικά με την συσκευασία ορισμένων προϊόντων του DMC στις εγκαταστάσεις της Πεταλούδας με σκοπό να χτυπήσει τους μεγάλους εισαγωγείς των προϊόντων αυτών που κερδοσκοπούσαν στην μαύρη αγορά. Όπως ήταν αναμενόμενο, ένας ακόμα ανελέητος πόλεμος ξέσπασε, με πρωτεργάτη την εταιρεία Ελέφας και ακόλουθους διάφορες εταιρείες, οργανώσεις, χονδρέμπορους, κατασκευαστές και κρατικούς εκπροσώπους.
Σε αυτόν τον πόλεμο δέχτηκε απειλές ακόμα και για την ζωή του. Ο ίδιος όμως προτιμούσε να δώσει την δική του μάχη και να πέσει μαχόμενος υπέρ της τιμιότητας αντί να παραδοθεί στον ανέντιμο ανταγωνισμό.
Ο τρόπος που λειτουργούσε επιχειρηματικά, χωρίς να έχει ολοκληρώσει σπουδές οργάνωσης και προώθησης πωλήσεων, τεχνικές management ή marketing, φανέρωνε μια ισχυρή προσωπικότητα που είχε την ικανότητα να εφαρμόζει εξαιρετικά αποτελεσματική στρατηγική.
Ο άξιος άνθρωπος βοηθιέται από τα πανεπιστήμια, αλλά τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να κάνουν κανέναν άξιο αν δεν είναι!
Η επιτυχής συνεργασία της Πεταλούδας με τον DMC έκανε τους Γάλλους ανταγωνιστές που διατηρούσαν εργοστάσιο στον Βοτανικό να κλείσουν και οι αντίπαλοί του οπισθοχώρησαν, με πολλούς εξ αυτών να εξαγοράζονται από την Πεταλούδα.
Έτσι ο πόλεμος, μετά από πολύ κόπο, έληξε με δικαίωση του Μουζάκη, αφού οι ανταγωνιστές του κατέληξαν να γίνουν πιστοί συνεργάτες του και με έναν κύκλο εξαγορών έβαλε κάτω από την ομπρέλα του 17 επιχειρήσεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Ελέφας.
Ο πρωτοπόρος του marketing και των trends
Η Πεταλούδα επιβίωσε και αναπτύχθηκε σε βάθος δεκαετιών, όχι μόνο με την ποιότητα των προϊόντων της και την κυριαρχία της στην αγορά, αλλά και με τη δημιουργία trends, κυρίως μέσα από διαφημιστικές ιδέες που άφησαν ιστορία στο marketing της ελληνικής αγοράς.
Τον Ιούνιο του 1944, στην κατεχόμενη ακόμα Ελλάδα, κυκλοφόρησε ένα διαφημιστικό πόστερ που διέφερε πολύ από τα συνηθισμένα.
Απεικόνιζε δεμένους σε μια καρέκλα τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, ο οποίος αποκρίνεται στον πρώτο “Μπορεί Φύρερ μου, να έχεις σπάσει γραμμές και οχυρά. Αλλά την κλωστή Πεταλούδας που μας έχουν δέσει, δεν πρόκειται να την σπάσεις ποτέ”.
Το κείμενο το είχε γράψει ο ίδιος ο Ελευθέριος Μουζάκης.
Η διαφήμιση προοριζόταν να δημοσιευτεί μετά την επίσημη αποχώρηση των στρατευμάτων της Γερμανίας, όμως μετά από παρότρυνση και επιμονή ενός φίλου και συνεργάτη του από τα Χανιά, παρουσιάστηκε αρκετά πριν την ώρα της στην περιοχή των Χανίων, όπου και έγινε χαμός.
Το 1950, οι κλωστές Κιθάρα είχαν συνεργασία με το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Γιώργου Οικονομίδη. Στον βωμό του ανταγωνισμού, συνεργάστηκε με τον Όμηρο Αθηναίο, τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή του Οικονομίδη, με τον οποίο έφτιαξαν ένα πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα που ανέδειξε πολλά νέα ταλέντα.
Η επιτυχία της χορηγίας ήταν δεδομένη, αν σκεφτεί κανείς ότι σε αυτό το πρόγραμμα ακούστηκε για πρώτη φορά η Νάνα Μούσχουρη, ενώ ο ανερχόμενος τότε Κώστας Χατζηχρήστος αιφνιδίασε τους ακροατές παίζοντας τον πονηρό βλάχο Θύμιο, αναφωνώντας το πιο γνωστό σλόγκαν του “Αμ πώς!”.
Η καθιέρωση της Πεταλούδας
Ο έντονος ανταγωνισμός της Πεταλούδας ανάγκασε την Κιθάρα να προσχωρήσει στον όμιλό της το 1954, με αποτέλεσμα το 95%-97% της αγοράς σε κλωστικά είδη οικιακής και βιομηχανικής χρήσης να ανήκει πλέον στον Μουζάκη.
Τα επώνυμα προϊόντα του ομίλου πλέον άρχισαν να εκτοπίζουν από την ελληνική αγορά τις ξένες μάρκες γεγονός που έφερε την εξοικονόμηση συναλλάγματος εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, από το 1960.
Οι επεκτάσεις, η συγκέντρωση μεγάλης μερίδας του κλάδου στα χέρια του Μουζάκη και η σύναψη πολλών συνεργασιών σημάδεψαν την περίοδο ως την δεκαετία του ’80, στις αρχές της οποίας τέθηκαν οι βάσεις για την εξάπλωση στις διεθνείς αγορές της Δυτικής Ευρώπης, της Βόρεια Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αμερικής.
Σήμερα ο Όμιλος Μουζάκη εξάγει άνω του 50% της παραγωγής του σε 35 χώρες.
Την ίδια περίοδο έλαβε τον τίτλο του πιο έντιμου Έλληνα φορολογούμενου επιχειρηματία από το υπουργείο Oικονομικών, καθώς δήλωνε και πλήρωνε περισσότερα από όλους τους άλλους μεγαλοβιομήχανους της εποχής.
Το κράτος είμαστε εμείς. Χρεώνοντας το κράτος χρεώνουμε τους εαυτούς μας. Και αν υπερχρεωθεί το κράτος, τότε είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσουμε και εμείς ως άτομα να έχουμε την ελευθερία μας…. Νιώθω υποχρέωσή μου να φροντίζω όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά και για το καλό της πατρίδας μου! Μετά θα σας πω και το άλλο. Δεν καταλαβαίνω όλους αυτούς που χάνουν τόσες ώρες για να βρουν έναν τρόπο να κλέψουν την Εφορία. Αν τον χρόνο που χάνουν για να βρουν το κόλπο να κλέψουν τον αφιέρωναν στη δουλειά τους, θα κέρδιζαν περισσότερα.
Ο επίλογος μιας μεγαλόπνοης καριέρας
Ο Μουζάκης υπήρξε ένας δυναμικός και έντιμος επιχειρηματίας, που συνέδεσε το όνομα και την πορεία του με την προσπάθεια της χώρας μας να ορθοποδήσει μεταπολεμικά ανάμεσα στα ευρωπαϊκά και βιομηχανικά αναπτυγμένα κράτη.
Ο αυτοδημιούργητος πατριάρχης της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας τις επόμενες δεκαετίες εξελίχθηκε στον πιο επιτυχημένο βιομήχανο με ρεκόρ εξαγορών σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή κλωστοϋφαντουργία ήταν έντονα ανταγωνιστική και αποτελούσε έναν ιδιαίτερα ανθηρό κλάδο.
Το δαιμόνιο δεν τον εγκατέλειψε ούτε μια μέρα. Την τελευταία τριετία της ζωής του είχε καταφέρει να ενισχύσει την επιχείρηση με άτοκο κεφάλαιο 10 εκατ. ευρώ με σκοπό την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ή την κάλυψη μιας έκτακτης ανάγκης. Παρά την κρίση που μάστιζε την ευρωπαϊκή κλωστοβιομηχανία και κλωστοϋφαντουργία, άφησε την επιχείρηση κερδοφόρα.
Ο Ελευθέριος Μουζάκης, ήταν στην ενεργό δράση μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής του, 28 Σεπτεμβρίου του 2006 και ως χαρισματικός ηγέτης κληροδότησε στους συνεχιστές του έναν ισχυρότατο όμιλο, που συμπεριλαμβάνεται στις 3 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές κλωστοβιομηχανίες, απασχολώντας 1.500 άτομα.
Σύμφωνα με τις διάφορες πληροφορίες σχετικά με τη διαθήκη-παρακαταθήκη του, έχοντας προνοήσει για κάθε λεπτομέρεια, όρισε ως βαθιά επιθυμία του να μη σβήσει ποτέ η επιγραφή Ελ. Δ. Μουζάκης και η εταιρεία να συνεχίσει να λειτουργεί μετά τον θάνατό του, τουλάχιστον ως τις 31 Δεκεμβρίου του 2021, όταν και θα γινόταν άρση της απαγόρευσης πώλησης των μετοχών.
Μάλιστα όρισε το 85% των μετοχών που ανήκαν στον ίδιο να περιέλθει στους άμεσους οικογενειακούς κληρονόμους του, ενώ το υπόλοιπο 15% του μετοχικού πακέτου του σε συνεργάτες-στελέχη της επιχείρησης.
Ο όρος της διατήρησης των μετοχών συνδέεται με τη διανομή και των άλλων περιουσιακών στοιχείων του και ζήτησε παράλληλα, από την προσωπική περιουσία του, να χορηγείται μπόνους στο προσωπικό, καθώς επίσης και η πάγια χορηγία των παιδιών των εργαζομένων που σπουδάζουν και αριστεύουν.
Αυτά για τα οποία ο ίδιος μόχθησε κι εκτίμησε με πόνο ψυχής, μπόρεσε να εξασφαλίσει ακόμα και μετά θάνατον στους ανθρώπους με τους οποίους συμπορεύτηκε σε αυτή την μακροσκελή και επιτυχημένη πορεία. Κι αυτό κάνει τον Ελευθέριο Μουζάκη, εκτός από πανέξυπνο, καινοτόμο και δυναμικό επιχειρηματία, έναν άνθρωπο έντιμο και φιλότιμο, παράδειγμα προς διδαχή για όλους.