Καλοκαίρι 2021: Μπαλκόνι, μία παγωμένη μπύρα, μουσική από το laptop, τα σκυλιά να κοιμούνται στα πόδια μου και εγώ να απομαγνητοφωνώ τη συνέντευξη της Ειρήνης Μαλάμου για το βιβλίο που μόλις είχε κυκλοφορήσει.
Καλοκαίρι 2022: Μπαλκόνι, μία παγωμένη μπύρα, μουσική από το laptop, τα σκυλιά να κοιμούνται στα πόδια μου και εγώ να απομαγνητοφωνώ τη συνέντευξη της Ειρήνης Μαλάμου για το βιβλίο που μόλις είχε κυκλοφορήσει.
Βρείτε τις διαφορές! Μεταξύ καλοκαιριού 2021 και καλοκαιριού 2022 έχω κάνει μία καινούρια φίλη που μιλάμε μέχρι το ξημέρωμα στο τηλέφωνο, έχω περάσει μία εβδομάδα διαβάζοντας το βιβλίο της “Ο Χρησμός της Κουκουβάγιας – Άστε Ντούε”, και αυτή η συνέντευξη έγινε σαν να ήμασταν στη Μηλία, ξαπλωμένες σε μία ξαπλώστρα και συζητούσαμε ατενίζοντας τη Δασιά πίνοντας παγωμένες μπύρες!!!
_____________________________________
Πριν ένα χρόνο μιλούσαμε για Το Μαύρο Νυφικό. Φέτος η αιτία γι’ αυτή τη συνέντευξη είναι “Ο Χρησμός της Κουκουβάγιας – Άστε Ντούε”. Μίλησέ μου για το νέο σου δημιούργημα, πως γεννήθηκε η ιδέα;
Ο Χρησμός της Κουκουβάγιας γεννήθηκε σαν ιδέα πολύ πριν δει το φως της δημοσιότητας Το Μαύρο Νυφικό. Είχα στήσει τα θεμέλια αρκετό καιρό νωρίτερα. Άλλωστε ένα βιβλίο που περιέχει βαθιά ιστορική έρευνα, δεν γράφεται μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Πέρυσι λοιπόν το καλοκαίρι που κυκλοφόρησε Το Μαύρο Νυφικό, υπήρχε ήδη στο συρτάρι μου ένα μεγάλο μέρος από Τον Χρησμό της Κουκουβάγιας.
Η κουκουβάγια είναι το σύμβολο της σοφίας, της δεισιδαιμονίας, αλλά και της μεταμόρφωσης. Στο βιβλίο σου ποιο συμβολισμό έχει;
Θα σου απαντήσω με το σημείωμα που υπάρχει στην αρχή του βιβλίου: “Είχατε ποτέ την τύχη να ακούσετε μέσα στη σιγή της νύχτας το απόκοσμο κρώξιμο της κουκουβάγιας; Ο άνθρωπος φοβάται από ένστικτο το σκοτάδι, κι όταν η νύχτα μακραίνει και γίνεται επικίνδυνη, κυριαρχούν αυτά τα νυχτόβια πλάσματα, με τα σπινθηροβόλα μάτια και τη μυστηριώδη λαλιά, που εξάπτουν τη φαντασία και παίζουν παιχνίδια με το μυαλό. Οι κουκουβάγιες είναι συνδεδεμένες με την ανθρώπινη φαντασία από τις απαρχές του κόσμου, πρωταγωνιστές σε αμέτρητους μύθους. Άλλοτε χρίστηκαν με το δώρο της σοφίας, άλλοτε έγιναν οι δυσοίωνοι αγγελιοφόροι της νύχτας κι άλλοτε μάντεις που κατορθώνουν να δουν μέσα στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, προοιωνιζόμενοι χρησμούς. Εάν τύχει κι ακούσετε μέσα στη νύχτα μια κουκουβάγια, μη φοβηθείτε και κυρίως μην προσπαθήσετε να ερμηνεύσετε τον χρησμό της…”
Η φράση “Άστε Ντούε” στα αρβανίτικα σημαίνει “με το έτσι θέλω”, κάτι πολύ επιβλητικό. Γιατί επέλεξες μια τόσο σκληρή φράση να συνοδεύει το βιβλίο σου;
Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τον πανάρχαιο αγώνα του ανθρώπου: το κυνήγι των ονείρων του με την προσωπική του απώλεια και την πτώση. Επέλεξα να το κάνω με αυτό το μυθιστόρημα ΤΟΝ ΧΡΗΣΜΟ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ, που όμως φέρει έναν δεύτερο τίτλο, μια ιδιότυπη φράση «Άστε Ντούε» που όπως είπες στα αρβανίτικα σημαίνει «Με το έτσι θέλω».
Είναι κοινώς γνωστή η ισχύς του αρβανίτικου πείσματος και οι ήρωες του βιβλίου μου, στην πλειοψηφία τους αρβανίτες. Ο σκληροτράχηλος Αποστόλης Κόλλιας, κυνηγάει με πείσμα να κατακτήσει τα όνειρά του έχοντας όμως πρωταρχικό του στόχο την προστασία της οικογένειάς του. Όταν όμως η αλήθεια έρθει στο φως, όλα ανατρέπονται και τα βήματά του οδηγούνται από το “Άστε Ντούε”. Η Μαρία θα πληρώσει το τίμημα της πράξης της, ο Αλέξανδρος θα γίνει ο κυματοθραύστης όλων όσων διαδραματίστηκαν ερήμην του. Στις φλέβες τους κυλάει το αρβανίτικο αίμα, και οι ζωές τους διακατέχονται από το πείσμα για να υπερασπίσουν όλα όσα αγαπάνε και μισούνε ταυτόχρονα.
Στο βιβλίο οι ήρωες κάνουν το ταξίδι της ζωής τους και στο τέλος έρχονται όλα στη θέση τους, ανεκπλήρωτα όνειρα, ανεκπλήρωτοι έρωτες, δικαίωση για όποιον αδικήθηκε… νιώθω ότι μέσα από τα βιβλία σου σαν να θες διορθώσεις τις αδικίες της πραγματικής ζωής.
Η αδικία είναι μέρος της πραγματικής ζωής, είτε την διαπράττουμε εμείς, είτε την δεχόμαστε. Η γνώμη μου είναι πως η ίδια η ζωή είναι άδικη, οι άνθρωποι από τη στιγμή της γέννησής μας είμαστε άνισοι κι αυτή είναι και η ομορφιά της. Όμως, στο βιβλίο μου, τα όνειρα των ηρώων δεν εκπληρώνονται πάντα. Υπάρχουν όνειρα που ανθίζουν μέσα σε αγκάθια κι αφήνονται να χορταριάσουν, κι όνειρα που πραγματώνονται με κάθε τίμημα.
Ειρήνη, με τους ήρωές σου παθιάζεσαι, ταυτίζεσαι μαζί τους, γίνονται κομμάτι της καθημερινότητάς σου, περνάς μαζί τους μεγάλο μέρος της ζωής σου. Πώς νιώθεις κάθε φορά που ένα βιβλίο σου φτάνει στο τέλος του; Πως τους αποχωρίζεσαι;
Πράγματι με τους ήρωες μου παθιάζομαι. Δεν είναι υπερβολή να πω πως τους αγαπώ, μπαίνω στο πετσί τους, ζω μαζί τους. Μετά από τόσο δυνατά συναισθήματα που βιώνω σκιαγραφώντας τους ήρωές μου, δεν μπορώ να τους αποχωριστώ κλείνοντας απλώς και μόνο την τελευταία σελίδα. Τους κουβαλώ μαζί μου, αποτελούν πλέον κομμάτι της ζωή μου κι αυτό επιδιώκω να συμβεί και στους αναγνώστες.
Κλείνοντας την τελευταία σελίδα του βιβλίου, ο αναγνώστης θα κρατήσει την ανάμνηση των ηρώων, θα προβληματιστεί σκεπτόμενος τις επιλογές που έκαναν και πολλές φορές, θέλω να πιστεύω, θα συνταχτεί μαζί τους, αναζητώντας την δικαίωση, την λύτρωση και τελικά την εξιλέωση.
Από τους Σκοπελίτες στους αρβανίτες… Η Σκόπελος είναι τόπος καταγωγής σου και θεωρώ ότι θα ήταν πιο εύκολο για εσένα να τους κατανοήσεις, να μας μεταφέρεις τη κουλτούρα τους, τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες τους. Με τους αρβανίτες ήταν το ίδιο εύκολο για σένα; Τι πήρες από τους πρώτους και τι από τους δευτέρους;
Τους Σκοπελίτες τους κουβαλάω στο αίμα μου, τους αρβανίτες τους ανακάλυψα μετά τα είκοσί μου χρόνια. Ο σύζυγός μου, έχει ένα κομμάτι της καταγωγής του από τη Χασιά, αρβανιτοχώρι της Αττικής, οπότε οι αρβανίτες ήταν για μένα ένα αίνιγμα που άρχισε εντελώς ασυναίσθητα να ξεμπερδεύεται στην πορεία της ζωής.
Θα χρησιμοποιήσω τις φράσεις που λέει στο βιβλίο ο Αλέξανδρος: “Κάποτε η μάνα μου, μου είπε πως στις φλέβες μου κυλάει αρβανίτικο αίμα. Τότε δεν κατάλαβα τι σήμαινε η φράση της. Ύστερα από αυτό τον καιρό που ζω ανάμεσα σε Αρβανίτες μπορώ να πω με βεβαιότητα τι εννοούσε. Είναι άνθρωποι πεισματάρηδες κι επίμονοι. Μπορείς εύκολα να τους παρεξηγήσεις γιατί έχουν μια φυσική ντομπροσύνη και δε μασάνε τα λόγια τους. Έχουν όμως ισχυρή θέληση κι άμα σε εντάξουν στη δική τους οικογένεια γίνονται χαλί να τους πατήσεις.”
Και συνεχίζοντας για τους αρβανίτες, θα πρέπει να αναφέρουμε πως ιστορικά πρωτοστάτησαν στους αγώνες της χώρας μας. Πολλοί και σημαντικοί ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ήταν αρβανίτες και μέσα από το βιβλίο θα γνωρίσουμε αρκετούς που πάλεψαν στην αντίσταση του ’40 κι έδωσαν μάχες ή ακόμη και τη ζωή τους για την απελευθέρωση.
Τώρα για να απαντήσω στην τελευταία σου ερώτηση, γράφοντας πρώτα Το Μαύρο Νυφικό και στη συνέχεια Τον Χρησμό της Κουκουβάγιας, δεν περίμενα να πάρω κάτι που μετριέται υλικά, είτε από τους νησιώτες, είτε από τους αρβανίτες. Αποδείχτηκε όμως περίτρανα πως τελικά πήρα κάτι που δεν έχει μέτρο σύγκρισης κι αυτό είναι η αγάπη τους. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την αγάπη του κόσμου που σε γεμίζει και σε σπρώχνει να προχωρήσεις περισσότερο.
Ειρήνη, τι σε ωθεί να γράψεις ένα βιβλίο, από πού εμπνέεσαι, ποιος είναι αυτός που το διαβάζει πρώτος μόλις ολοκληρωθεί και πόσο σε επηρεάζει η άποψή του;
Πολλά πράγματα μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για να γράψεις ένα βιβλίο. Εσωτερικές ανησυχίες, προσωπικά βιώματα, ακούσματα, ιστορικά γεγονότα που ανακαλύπτεις ή ακόμη και μνήμες ξεχασμένες κάπου στις σκοτεινές γωνίες του μυαλού. Ακόμη κι εμπειρίες άλλων ανθρώπων, γνωστών ή αγνώστων.
Έχω από μικρή την τάση να πιάνω εύκολα κουβέντα με τους ανθρώπους. Μου αρέσει να τους ακούω να αφηγούνται γεγονότα από τη ζωή τους, εμπειρίες που τους πλήγωσαν ή τους χαροποίησαν. Ξέρεις, είναι σπάνιο στις μέρες μας να βρεθεί κάποιος που θέλει να σε ακούσει. Οι περισσότεροι είμαστε καλοί αφηγητές, αλλά ελάχιστοι είμαστε καλοί ακροατές. Κι έχω παρατηρήσει πως όταν συμβεί να βρεθεί κάποιος απέναντι από έναν καλό ακροατή, αφήνεται να ξεστομίσει ακόμη και τις πιο βαθιές ή σκοτεινές θύμησές του.
Τώρα όσο αφορά την ερώτησή σου σχετικά με τον πρώτο αναγνώστη: στο Μαύρο Νυφικό είχα τον σύζυγό μου, αλλά για τον Χρησμό της Κουκουβάγιας, τον πρωτοδιάβασε μια πολύ καλή μου φίλη από την Θεσσαλονίκη, η οποία έχει κριτική ματιά καθώς η σχέση της με την λογοτεχνία είναι μακρά και πολυποίκιλη.
Στα βιβλία σου δίνεις βάση στο κάρμα, στο πεπρωμένο και στη δικαίωση. Είναι κάτι που αποζητάς από τη ζωή σου ή είναι σαν να προκαλείς τη ζωή να κάνει το ίδιο;
Δεν θα έλεγα πως δίνω ιδιαίτερη έμφαση στο κάρμα, αλλά πολύ συχνά αποδεικνύεται πως η ίδια η ζωή, είναι ένα παιχνίδι τυχαιότητας και συμπτώσεων. Κάποιες φορές ορισμένα από τα πιο σημαντικά που μας έχουν συμβεί, είναι αποτέλεσμα κάποιας σύμπτωσης ή ενός τυχαίου περιστατικού.
Όσον αφορά τη δικαίωση, μακάρι να είχαμε τη δύναμη να προκαλούμε τη ζωή να βάζει τα πάντα στη θέση τους. Μπορεί και να υπάρχει ένας μαγικός τρόπος που εμείς δεν μπορούμε να δούμε, ή μπορεί και το πέρασμα του χρόνου να τακτοποιεί τα πράγματα όπως τους αρμόζει. Ίσως πάλι, οι πιο διακαείς πόθοι να γίνονται πραγματικότητα μόνο στα παραμύθια…
Ταυτίζεσαι λοιπόν με τους ήρωες σου; Υπάρχει κάποιος που να αγαπάς περισσότερο ή να του έχεις αδυναμία; Πόσο εύκολο είναι για σένα να τους βάζεις σε περιπέτειες και δοκιμασίες;
Ο κάθε ήρωας έχει το δικό του μερίδιο. Ταυτίζομαι με τους ήρωες, μοιράζομαι τις χαρές, τις λύπες τους και βυθίζομαι ακόμη και στις πιο σκοτεινές σκέψεις τους. Οι περιπέτειες και οι αδυναμίες είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, όπως είναι το εύρος των συναισθημάτων μας. Αγάπη και μίσος, έρωτας και πόνος, εκδίκηση και συγχώρεση. Όλα όσα υπάρχουν μέσα μας, μπορούν όταν διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες, να έρθουν στην επιφάνεια.
Από τα πρώτα σου λογοτεχνικά κείμενα μέχρι το Χρησμό της Κουκουβάγιας τι έχει αλλάξει στην Ειρήνη ως γυναίκα και τι στην Ειρήνη ως συγγραφέα; Διακρίνεις αλλαγές και στο αναγνωστικό κοινό;
Η Ειρήνη, όπως άλλωστε όλοι οι άνθρωποι, δεν είναι ένα στατικό ον. Όλοι αλλάζουμε, ανάλογα με αυτά που βιώνουμε. Δεν μπορώ να δω τον εαυτό μου από απόσταση ή να κρίνω την Ειρήνη αντικειμενικά, μπορώ όμως να σου πω, πως αυτό που έχει αλλάξει σίγουρα μέσα μου, είναι πως είμαι πιο επιεικής και πολύ λιγότερο επικριτική σχετικά με τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Υπάρχουν θέματα που για μένα είναι αδιαπραγμάτευτα, όπως για παράδειγμα η κακοποίηση αδύναμων ή ανήμπορων ανθρώπων, όπως τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι. Τέτοια γεγονότα με εξοργίζουν, με πληγώνουν τόσο πολύ που καμιά φορά σκέφτομαι πως θα έπρεπε να υπάρχει ένας μαγικός τρόπος ώστε να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να σωθεί κάθε ανθρώπινη ψυχή που έγινε θύμα στα χέρια κάποιου αδίστακτου και ασυνείδητου ανθρώπου.
Όσο για το αναγνωστικό κοινό, θα σου πω το εξής: πιστεύω πως πέρασε η εποχή που οι αναγνώστες ήθελαν να διαβάζουν οτιδήποτε απλώς και μόνο για να περνάει η ώρα. Παλαιότερα έβλεπες, ας πούμε για παράδειγμα, στην παραλία ή στο τρένο, αρκετούς να κρατάνε ένα βιβλίο στο χέρι.
Τώρα παρατηρώ πως η συντριπτική πλειοψηφία κρατάει ένα κινητό. Βρισκόμαστε στην εποχή των social media και κυρίως της εικόνας. Το αναγνωστικό κοινό δυστυχώς έχει μειωθεί δραματικά.
Στα βιβλία σου υπάρχει μια ιστορία αγάπης και έρωτα, μυστηρίου, μυστικά που στο τέλος αποκαλύπτονται και όλα ανατρέπονται. Πάντα όμως κάνεις αναφορές και σε ιστορικά γεγονότα της Ελλάδας, αυτό είναι κάτι που το ψάχνεις κι εσύ ως αναγνώστρια ή είναι η ανάγκη σου ως συγγραφέας;
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης θα σου πω, πως όπως ακριβώς συμβαίνει και σε μένα που εξακολουθώ να είμαι μανιώδης αναγνώστρια, όσοι επιλέγουν να κρατήσουν ένα βιβλίο στο χέρι τους, ζητούν κάτι περισσότερο από την αφήγηση μιας απλής ιστορίας έρωτα και αγάπης.
Φυσικά δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως ο έρωτας είναι κομμάτι της ζωή μας, όμως δεν αρκεί μόνο αυτό. Ο αναγνώστης θέλει το βυθιστεί στο μυστήριο και στη δράση που θα τον οδηγήσει να πάει παρακάτω και φυσικά, επειδή οι άνθρωποι είμαστε κομμάτι μιας κοινωνίας και μιας εποχής, ο αναγνώστης θέλει μέσα από την όποια ιστορία να αποκαλυφθεί στα μάτια του η κοινωνία στην οποία ζουν οι ήρωες και πολύ περισσότερο να μάθει για τα ιστορικά γεγονότα της εποχής που επηρέασαν τις πράξεις των ηρώων.
Τελικά κλείνοντας ένα βιβλίο ο συγγραφέας πρέπει να έχει ωθήσει τον αναγνώστη να διευρύνει τους ορίζοντές του.
Στη δική μου τη γενιά, όταν ήμασταν μικρά παιδάκια, πάντα διαβάζαμε. Τα καλοκαίρια μας τουλάχιστον είχαμε παρέα ένα βιβλίο. Όσο περνάνε τα χρόνια όμως στα χέρια των παιδιών τα βιβλίο έχει αντικατασταθεί από κινητά και τάμπλετ. Πώς φαίνεται αυτό στα μάτια μιας μάνας και πως στα μάτια μιας συγγραφέα;
Όπως ανέφερα και πριν είναι αναπόφευκτο γεγονός, διότι βρισκόμαστε στην αμέσως επόμενη εποχή της τεχνολογικής επανάστασης. Τα παιδιά είναι η γενιά των social media και της εικόνας. Εγώ σαν άνθρωπος που έγινα μέρος της τεχνολογίας, μιας και οι σπουδές μου όπως και η δουλειά μου είχε να κάνει με τους υπολογιστές, δεν το βρίσκω κατ’ ανάγκην κακό. Μεγάλωσα τρία παιδιά σε ένα σπίτι γεμάτο οθόνες, υπολογιστές και ηλεκτρονικά παιχνίδια, ωθώντας τους ουσιαστικά να είναι η τεχνολογία κομμάτι της ζωή τους.
Δίπλα όμως στους υπολογιστές και στις τηλεοράσεις, υπήρχε πάντα μια γεμάτη βιβλιοθήκη και δεν έπαψα ποτέ να τους προκαλώ να δώσουν στον εαυτό τους τη χαρά να βυθιστούν σε ένα βιβλίο. Θα πρέπει να εξηγούμε στα παιδιά μας πως διαβάζοντας ένα βιβλίο έχουν τη δύναμη να γίνουν οι ίδιοι οι σκηνοθέτες της εικόνας που θα σχηματιστεί μπροστά τους. Ο αναγνώστης έχει τη δύναμη να δώσει τη δική του μορφή στους ήρωες, να πλάσει τον χώρο, τον τόπο και να γίνει μέρος του ταξιδιού.
Ειρήνη, ήσουν μία γυναίκα καριέρας, τα παράτησες όλα όμως για την οικογένεια σου. Δύσκολη απόφαση; Και πόσο σε δικαίωσε τελικά αυτή σου η απόφαση;
Δεν σου κρύβω πως ξεκίνησα την καριέρα μου με μια μεγάλη εξοικείωση με τους υπολογιστές. Ήταν όμως κατά κάποια έννοια νομοτελειακό. Η μητέρα μου είχε ακολουθήσει τα πρώτα σεμινάρια προγραμματιστών που έκανε η ΙΒΜ στην Ελλάδα το 1964 κι ενώ η ζωή της ακολούθησε τελικά άλλη πορεία, ο πατέρας μου ακολούθησε το επάγγελμα του προγραμματιστή κι αναλυτή Η/Υ. Στην πραγματικότητα μεγάλωσα κι εξελίχτηκα μαζί με τους υπολογιστές. Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι είχα όνειρα για επαγγελματική ανέλιξη σε έναν χώρο που σε ζητάει συνέχεια στις επάλξεις.
Όταν έγινα μητέρα, έθεσα πρωταρχικό στόχο τον γιο μου και στη συνέχεια τις δύο κόρες μου και αποφάσισα να μειώσω δραστικά τις ώρες εργασίας μου. Αυτό όμως δεν κατέστη εφικτό γιατί υπάρχουν χρονοδιαγράμματα και deadlines που σε κυνηγούν κι έτσι όταν συμπλήρωσα τις προϋποθέσεις που μου έδιναν διέξοδο φυγής, πήρα τη γενναία απόφαση να εγκαταλείψω μια καριέρα που είχα χτίσει με μεγάλο κόπο. Άφησα μια καλοπληρωμένη θέση μόνο και μόνο γιατί ήθελα να δω επιτέλους τα παιδιά μου να μεγαλώνουν, να είμαι δίπλα τους, να ακούω τις ανησυχίες τους, να παίξω και να διαβάσω μαζί τους.
Καμία ισχυρή απόφαση που παίρνεται μέσα σε ένα γραφείο και καμία πληρωμή δεν συγκρίνεται με την ικανοποίηση που ένιωσα μένοντας στο σπίτι μαζί τους. Ίσως βέβαια να μην το έβλεπα ακριβώς έτσι εάν δεν είχε εργαστεί ποτέ, αλλά μετά από είκοσι εργάσιμα χρόνια, θεώρησα πως ο κύκλος της μηχανογράφησης έκλεισε για μένα. Άλλωστε βρήκα τον χρόνο να πραγματοποιήσω ένα μεγάλο όνειρό μου, αυτό που είχα από πάντα. Να ασχοληθώ με την συγγραφή.
Έχει πέσει στο τραπέζι η ιδέα να μεταφερθεί το βιβλίο σου «Το μαύρο νυφικό» στη μικρή οθόνη. Πως ένοιωσες γι’ αυτή την εξέλιξη; Eίναι κάτι που θα το δούμε άμεσα; Θα ήθελες να υπάρχει τέτοια πρόταση και για το Χρησμό της Κουκουβάγιας;
Το Μαύρο Νυφικό μετά από ένα χρόνο κυκλοφορίας έχει γίνει best seller. Εύχομαι το ίδιο να αγαπηθεί και ο ΧΡΗΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ. Η μεταφορά είτε του ενός, είτε του άλλου, του στη μικρή οθόνη είναι κάτι που ο κάθε συγγραφέας εύχεται για το έργο του. Είναι λίγο νωρίς ακόμη, γιατί το δεύτερο βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε. Όμως κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα τι επιφυλάσσει το μέλλον. Άλλωστε το κάθε βιβλίο έχει τη δική του δυναμική και τη δική του μοναδική πορεία.
Ειρήνη, μπορείς να πεις πως έχουν εκπληρωθεί τα όνειρά σου; Τι να περιμένουμε από εσένα στο μέλλον; Τα επόμενα συγγραφικά σου σχέδια;
Η ζωή με έχει διδάξει να μην κάνω μεγαλεπήβολα ή μακροχρόνια όνειρα. Δέχομαι τη ζωή όπως έρχεται, δίχως βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν παλεύω καθημερινά για τη βελτίωσή της ή χωρίς να φροντίζω για τα άμεσο μέλλον. Πρώτα όμως επιζητώ την σωματική, την ψυχική και την πνευματική υγεία κι όλα τα υπόλοιπα έπονται. Ελπίζω να τα καταφέρω να γράψω μετά το πέρας του καλοκαιριού. Έχω κάνει κάποια προσχέδια, αλλά όταν ακονίσω την πένα, ούτε κι εγώ ξέρω να πω με βεβαιότητα τι θα προκύψει.