Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1948 στην συνοικία Αγία Μονή Τρικάλων, περιοχή καταγωγής της μητέρας του, και μεγάλωσε σε μια οικογένεια από την οποία απουσίαζε το πατρικό στοιχείο.
Ο Δημήτρης και η αδερφή του, μεγάλωσαν αποκλειστικά με την φροντίδα της μητέρας αφού ο πατέρας τους, που καταγόταν από το Κάππα της Καρδίτσας, συμμετείχε στον εμφύλιο ως κομμουνιστής και αναγκάστηκε να φύγει κυνηγημένος.
Ο Δημήτρης μέχρι την ηλικία των 17 νόμιζε πως ο πατέρας του είχε σκοτωθεί κατά τον εμφύλιο. Την εντύπωση αυτή ήρθε να αλλάξει ένα γράμμα το οποίο έφτασε στα χέρια του, γραμμένο από εκείνον, στο οποίο του έλεγε πως ζει αυτοεξόριστος στην Ρουμανία.
Εντέλει, ήρθαν πρώτη φορά σε επαφή όταν ο Δημήτρης ήταν 30 χρονών.
Τα παιδικά χρόνια
Τα παιδικά του χρόνια ήταν φτωχικά και μεγάλωσε με αρκετές στερήσεις. Η μητέρα του τραβούσε ολομόναχη τον λολγοθά της, δίχως καμία υποστήριξη αφού και τα 2 της αδέρφια ήταν εξόριστοι και φυλακισμένοι. Παρά τις δυσκολίες της εποχής όμως, εκείνη ήταν μάχιμη και εργατική, καθόταν με τις ώρες και έφτιαχνε φλοκάτες τις οποίες πουλούσε στα παζάρια.
Ο μικρός Δημήτρης, όπως και άλλα παιδιά εκείνον τον καιρό, δεν άφηνε τα πράγματα στην τύχη τους και τα καλοκαίρια εργαζόταν για να βοηθήσει την μητέρα του. Η πρώτη του εργασιακή εμπειρία αποκτήθηκε στην ταβέρνα του θείου, ως σερβιτόρος, ενώ αργότερα, σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία απασχολήθηκε στις κορδέλες κοπής ξύλων.
Μπορεί οι στερήσεις να ήταν αρκετές, όμως ένα πράγμα δεν στερήθηκε ποτέ, τις άπειρες ώρες παιχνιδιού στις αλάνες. Μαζί με τους φίλους του περνούσε μερικές από τις πιο όμορφες στιγμές, κυρίως τις ώρες που η μικρή τους χορωδία γυρνούσε τα βράδια στους δρόμους τραγουδώντας καντάδες, εμψυχώνοντας και διασκεδάζοντας όλους τους κατοίκους.
Ήταν δεν ήταν 12 χρονών όταν κατά σύμπτωση τραγούδησε μπροστά στον Απόστολο Καλδάρα, ο οποίος ενθουσιάστηκε από τον πιτσιρικά Δημήτρη και τον προέτρεψε να δουλέψει περισσότερο την φωνή του γιατί έχει ταλέντο.
Από τα Τρίκαλα στην Αθήνα
Ήταν ακόμα μικρό παιδί όταν γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και μάλιστα σε μια εποχή που ο κυριαρχούσε μια διαφορετική αντίληψη για τις πολιτικές θέσεις. Είχε όμως μεγαλώσει μέσα σε ένα γνώριμο περιβάλλον και το παρελθόν της οικογένειάς του ήταν ήδη αρκετό για να χαρακτηρίζεται ανεπιθύμητος, τόσο σε γενικό πλαίσιο όσο και στα σχολεία της περιοχής.
Το 1964, απόφοιτος πια της τρίτης γυμνασίου, μετακομίζει στην Αθήνα όπου μόλις εγκαταστάθηκε ο θείος του που είχε απελευθερωθεί. Εκεί τα πράγματα δεν ήταν και πολύ διαφορετικά, συνέχισε να γίνεται δέκτης παρόμοιων συμπεριφορών, όχι μόνο για τις πολιτικές θέσεις του αλλά και για την καταγωγή του, χαρακτηρίζοντάς τον “βλαχάκι”.
Παρόλα αυτά, δεν πτοήθηκε. Γράφτηκε σε σχολείο της Αθήνας για να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του και παράλληλα άρχισε να εργάζεται για πρώτη φορά ως τραγουδιστής, σε μπουάτ και μαγαζιά στην Πλάκα.
Η εποχή της Πλάκας ήταν για μένα καταπληκτική. Το γλέντι και η διασκέδαση ήταν πιο αυθόρμητα. Μετά ήρθε η «βιομηχανοποίηση». Δεν σηκώνονταν τότε διακόσιοι να χορέψουν. Θα σηκωνόταν ένας να το ευχαριστηθεί. Σήμερα σπρώχνονται και νομίζουν ότι χορεύουν. Κανείς δεν το ευχαριστιέται αυτό…
Την ίδια περίοδο οργανώθηκε στη Νεολαία των Λαμπράκηδων. Οι καθηγητές του όμως, αν και ο ίδιος δεν ακολουθούσε αυστηρά τις κομματικές γραμμές, δεν υποστήριζαν τις επιλογές του και συχνά τον προέτρεπαν να παρατήσει το σχολείο. Ο ίδιος δεν ακολούθησε αυτές τις προτροπές και κάποιοι άρχισαν να τον απειλούν ότι δεν θα τον αφήσουν να πάρει ποτέ απολυτήριο, με αποτέλεσμα να ολοκληρώσει τις σπουδές του σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο.
Η μοιραία συνάντηση με τον καλλιτεχνικό του πατέρα
Ήταν μόλις 17 ετών, όταν βρέθηκε σε μια συγκέντρωση της εταιρείας του θείου του που πραγματοποιήθηκε στο “Πλακιώτικο Σαλόνι” όπου τραγουδούσε ο Mπιθικώτσης. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα, ο νεαρός Δημήτρης είπε 2-3 τραγούδια, τα οποία έτυχε να ακούσει ο ίδιος Mπιθικώτσης που έτυxε να είναι ακόμα εκεί.
Ο Σερ του ελληνικού τραγουδιού ενθουσιάστηκε με τον Δημήτρη και τον παρότρυνε να πάει συστημένος στην δισκογραφική Columbia. Ο Δημήτρης σκεπτόμενος ότι δεν είχε κάτι να χάσει, ακολούθησε την προτροπή του Μπιθικώτση και βρέθηκε στα γραφεία της δισκογραφικής να μιλά με τον Τάκη Λαμπρόπουλο, ο οποίος εν συνεχεία τον σύστησε στον Γιώργο Ζαμπέτα.
Αυτή η γνωριμία ήταν κομβική για την ζωή του Δημήτρη αλλά και την καριέρα του Μητροπάνου.
Ο Ζαμπέτας έγινε μέντορας για εκείνον, καλλιτεχνικός του πατέρας και πολύτιμος συνεργάτης του, αφού τον ενέταξε στο σχήμα που εμφανιζόταν στα Ξημερώματα.
Ο μεγάλος αυτός συνθέτης, λειτούργησε πολύ προστατευτικά με τον Δημήτρη, τον πήρε υπό την προστασία του παραβλέποντας την πολιτική του δράση.
Είχε ζητήσει μάλιστα από τον Δημήτρη να τον ενημερώνει όταν δεν τον πλήρωναν οι μαγαζάτορες, για να τους κατσαδιάζει, ενώ πολλές φορές του έδινε και επιπλέον χαρτζιλίκι.
Στον Ζαμπέτα χρωστάω πολλά.
Ίσως είναι ο μόνος που χρωστάω τόσα πολλά. Μου φέρθηκε παραπάνω από καλά κι ήταν για μένα οι πρώτες μου εμπειρίες.
Είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα.
Η τυχαία συνεργασία με τον Θεοδωράκη και η πρώτη επιτυχία
Την επόμενη χρονιά, το 1966, ο Δημήτρης βρέθηκε τυχαία σε συνεργασία για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη. Η τύχη του προέκυψε από την ατυχία ενός άλλου που αρρώστησε κι έπρεπε να αντικατασταθεί άμεσα για πραγματοποιηθεί μια σειρά συναυλιών που είχε προγραμματιστεί για Ελλάδα και Κύπρο.
Ήμουνα δεν ήμουνα είκοσι χρόνων. Δεν με ένοιαζε. Όταν με φώναξε αργότερα και ήμουνα τριάντα πέντε, έτρεμα κι ας ήμουνα επαγγελματίας. Τότε είχα το πρόβλημα, γιατί ήξερα ποιος είναι ο Θεοδωράκης. Όλος αυτός ο «όγκος» σού κόβει τα πόδια.
Μετά από αυτή τη συνεργασία ακολούθησε η πρώτη του δισκογραφική δουλειά το 1967, που ηχογραφήθηκε σε 45αρη δίσκο και σημείωσε επιτυχία με το τραγούδι Θεσσαλονίκη, στο οποίο συνυπογράφει με τον Ζαμπέτα την σύνθεση.
Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη φορά που ηχογραφούσε τραγούδια. Είχε προσπαθήσει ξανά να βγάλει δίσκο αλλά τα τραγούδια Χαμένη Πασχαλιά και Στ’ Αναφιώτικα λογοκρίθηκα από τη Χούντα και αποσύρθηκε ο δίσκος από την κυκλοφορία, ενώ ακόμα δύο που ηχογραφήθηκαν Στο Πέραμα και Ξάπλωσε λίγο στο κρεβάτι, για άγνωστους λόγους, δεν κυκλοφόρησαν ποτέ με τη φωνή του αλλά με του Μπιθικώτση.
Η εκτόξευση στο καλλιτεχνικό πάνθεον
Η πορεία του στο πάλκο διαφαίνονταν ήδη λαμπρή όμως είχε ένα ακόμα εμπόδιο να υπερβεί, την στράτευση. Για να πάρει αναβολή από το στρατό, δεδομένων των συνθηκών και της πολιτικής του ταυτότητας, γράφτηκε σε μια σχολή κινηματογραφιστών, η οποία εκτός από πρόφαση ήταν και μια επιλογή που του άρεσε.
Λόγω περιορισμένου χρόνου όμως δεν μπόρεσε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του ως φοιτητής και την παράτησε την σχολή. Κάπως έτσι κόπηκε η αναβολή του και κλήθηκε να παρουσιαστεί στην Τρίπολη και από εκεί πήρε το φύλλο για την Αλεξανδρούπολη. Στάθηκε κι εκεί σε έναν βαθμό τυχερός διότη στη μονάδα του ήταν όλοι χαρακτηρισμένοι και δεν ένιωθε ούτε μοναδική περίπτωση ούτε και μόνος.
Στο ίδιο στρατόπεδο γνώρισε και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου με τον οποίο ανέπτυξαν μια μακρόχρονη φιλία η οποία επισφραγίστηκε με το τραγούδι Σαν ναυαγός.
Ενώ βρισκόταν στο στρατόπεδο, εκκρεμούσε μια ακόμα συνεργασία, αυτή τη φορά με τον συνθέτη Δήμο Μούτση και τον στιχουργό Μάνο Ελευθερίου, για τον δίσκο Άγιος Φεβρουάριος, ο οποίος έμελλε να είναι σταθμός στην πορεία του. Για να μπορέσει να μπει στο στούντιο, ζήτησε να του βγάλουν μια άδεια η οποία τελικά ήταν για μόλις 4 μέρες.
Πήγε, τραγούδησε και γύρισε άρον άρον στο στρατόπεδο, δίχως να προλάβει να ακούσει και πολλά. Κι ο δίσκος κυκλοφόρησε με τον Μητροπάνο να βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά από το κοινό του. Παρόλα αυτά, αν και θεωρήθηκε αποτυχία ο δίσκος, αφού τον πρώτο χρόνο δεν σημείωσε τις αναμενόμενες πωλήσεις, μετά από λάθος του Δημήτρη Ψαθά που κατέγραψε πως το τραγούδι Ο χάρος βγήκε παγανιά ήταν γραμμένο για το Νίκο Κοεμτζή, ο δίσκος έγινε ανάρπαστος.
Έτσι, όταν ο Μητροπάνος απολύθηκε μετά από θητεία 21 μηνών, τον Ιανουάριο του 1973, βρέθηκε από τα αζήτητα, ως νέος καλλιτέχνης, στην κορυφή της μουσικής επικαιρότητας.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 νυμφεύθηκε για πρώτη φορά και χώρισε μετά από μια δεκαετία.
Η παραμονή στην κορυφή μέχρι τέλους
Αυτό που διατήρησε τον Μητροπάνο καθ΄όλη την πορεία της καριέρας του στην κορυφή, ήταν η προσεκτική επιλογή συνεργατών, με αποτέλεσμα να αλλάζει δισκογραφικές κάθε τόσο. Κι αυτό γιατί τότε στις δισκογραφικές έκλειναν συμβόλαια όχι μόνο οι ερμηνευτές αλλά και οι δημιουργοί.
Συνεργάστηκε με εξίσου μεγάλους δημιουργούς όπως ο Τάκης Μουσαφίρης, ο Σπύρος Παπαβασιλείου, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Άλκης Αλκαίου, ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο Μάριος Τόκας, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Σπανός και πολλοί ακόμα. Όλοι τους σπουδαίοι συνθέτες και στιχουργοί με τους οποίους έχτισε μια λαμπρή καριέρα και παρέμεινε στην κορυφή μέχρι τα τέλη του ’80.
Δεν βρίσκονται σήμερα παρόμοια μεγέθη. Τότε οι παρέες ήταν δημιουργικές. Σήμερα υπάρχει μια απομόνωση. Ο καθένας τραβάει μόνος του τον δρόμο του. Ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος, ο Λοΐζος, ο Λεοντής έκαναν παρέα. Συζήταγαν και ζούσαν τα προβλήματά τους. Τη συζήταγαν τη μουσική.
Και παρότι είχε παραδεχθεί ότι η διαδικασία της ηχογράφησης και του στούντιο δεν του άρεσε καθόλου, κυκλοφόρησε τουλάχιστον 25 δίσκους κατά τη διάρκεια της πορείας του και συμμετείχε σε άλλους τόσους. Όλες οι κυκλοφορίες του διακρίνονται για την υψηλή ποιότητα και η απήχηση των τραγουδιών του, αν και σε μεγάλο ποσοστό ανήκουν στα έντεχνα μονοπάτια, τα έκανε διαχρονικές εμπορικές επιτυχίες.
Αρχές της δεκαετίας του ’90 έκανε τον δεύτερό του γάμο από τον οποίο απέκτησε 2 κόρες. Η σύζυγός του, Βένια, σήμερα ασχολείται με τα χειροποίητα προϊόντα μόδας.
Η ευρεία ερμηνευτική γκάμα του αναδείχθηκε κυρίως με την συμμετοχή του στους δίσκους του Λάκη Παπαδόπουλου, με το τραγούδι Για Να Σ’ Εκδικηθώ, και του Νίκου Πορτοκάλογλου, με το Κλείνω Κι Έρχομαι. Και τα δύο έγιναν μεγάλες επιτυχίες και επηρέασαν κατά πολύ τις τάσεις της εποχής, αλλάζοντας έμμεσα αλλά σε μεγάλο βαθμό την έννοια του καλού σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού.
Καθιερώθηκε στο Πάνθεον των Ελλήνων τραγουδιστών την δεκαετία του ’90 και συγκεκριμένα το 1996, όταν κυκλοφόρησε τον δίσκο Στου Αιώνα Την Παράγκα, σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και στίχους των Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη.
Ο συγκεκριμένος δίσκος κρίθηκε κορυφαία κυκλοφορία της ελληνικής δισκογραφίας του 20ου αιώνα, με το τραγούδι Ρόζα να κατακτά κοινό και κριτικούς.
Ακόμα και ο ίδιος θεωρούσε πως ήταν η πιο επιτυχημένη του συνεργασία.
Στα ίδια μονοπάτια κινείται έως τις αρχές του 2000. Ο δίσκος που ξεχώρισε αυτή την περίοδο ήταν ο Πες μου τ’ αληθινά σου, ο οποίος περιλαμβάνει τραγούδια σε μουσική Στέφανου Κορκολή και στίχους Ελεάνας Βραχάλη και Νίκου Μωραΐτη, ενώ μεγάλη επιτυχία έκανε επίσης και η ζωντανή ηχογράφηση Υπάρχει Και Το Ζεϊμπέκικο, στον οποίο συμμετέχουν οι Θέμης Αδαμαντίδης και Δημήτρης Μπάσης.
Κατά το 2008, η υγεία του κλονίστηκε. Μπήκε σε μια περίοδο όπου μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία και η ψυχολογία του είχε κι αυτή τα ανάλογα σκαμπανεβάσματα.
Κατά αυτή την περίοδο κυκλοφόρησε ο δίσκος Στη Διαπασών, από τον οποίο ξεχωρίζει το τραγούδι Η Εκδρομή το οποίο γράφτηκε από τον Γιάννη Μηλιώκα για την επιστροφή του στη δισκογραφία μετά από τα πρώτα θέματα υγείας που αντιμετώπισε.
Τα πράγματα ωστόσο δεν ήταν τόσο εύκολα για εκείνον. Χρειάστηκε εντέλει να κάνει μεταμόσχευση νεφρού και, ευτυχώς, η αδερφή του προσφέρθηκε και του έδωσε το μόσχευμα που τον κράτησε στην ζωή. Κάπως έτσι πήρε τα πάνω του και πάλι, και πραγματοποίησε εκτός από ηχογραφήσεις και πολλές ζωντανές εμφανίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Από τις τελευταίες δισκογραφικές δουλειές του ήταν η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας που έδωσε στο Ηρώδειο τον Σεπτέμβριο του 2009, Τα Τραγούδια Της Ζωής Μου, και ο δίσκος Εδώ Είμαστε με τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη σε στίχους του ίδιου, της Λίνας Νικολακοπούλου, του Μάνου Ελευθερίου, του Λάκη Λαζόπουλου, ενώ στον δίσκο περιλαμβάνεται και ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά.
Στο ενδιάμεσο η υγεία του φαινόταν να παίρνει πλέον την κάτω βόλτα, παρότι είχε προηγηθεί μια περίοδος με πολύ καλές ενδείξεις.
Το 2010 μάλιστα, κι ενώ βρισκόταν στις ΗΠΑ για συναυλίες, αφού ολοκλήρωσε την εμφάνισή του στ Radio City της Νέας Υόρκης και αποθεώθηκε από τους 3.500 θεατές, του αισθάνθηκε τρομερή αδιαθεσία και εισήχθη σε ιδιωτική κλινική και ακυρώθηκαν όλες οι επόμενες προγραμματισμένες εμφανίσεις του.
Χρειάστηκε τελικά να χειρουργηθεί και όταν πήρε εξιτήριο, αν και ήταν σε καλύτερη κατάσταση, αποφάσισε να μην προχωρήσει σε άλλες ενέργειες και να επιστρέψει στην Ελλάδα, εμφανώς απογοητευμένος.
Η ταλαιπωρία που υπέστη όλα αυτά τα χρόνια με τα διάφορα θέματα υγείας που προέκυψαν, δεν τον άφησαν να ευχαριστηθεί την συνεργασία με τον Μάριο Τόκα. Η ηχογράφηση για την συμμετοχή του στον δίσκο Ήλιος Κόκκινος ήταν η τελευταία της ζωής του και δεν πρόλαβε να ακούσει ολοκληρωμένη.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε μόλις 2 μήνες μετά τον θάνατό του.
Στις 17 Απριλίου 2012, ο Δημήτρης Μητροπάνος μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο όπου και άφησε την τελευταία του πνοή από πνευμονικό οίδημα, σε ηλικία 64 ετών. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε 2 μέρες αργότερα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, συνοδεία φίλων, συνεργατών, συγγενών αλλά και χιλιάδων θαυμαστών.
Η ιστορία πίσω από την Ρόζα
Στο άκουσμα του ονόματος Μητροπάνος, το πρώτο τραγούδι που έρχεται κατευθείαν στο μυαλό είναι αναμφίβολα η Ρόζα. Ένα τραγούδι τόσο εμβληματικό που ενώ κυκλοφόρησε προς τα τελευταία χρόνια της καριέρας του, μέσα από την ερμηνεία του μοιάζει σαν να έχει ιστορία πολλών περισσότερων ετών.
Αυτό ίσως οφείλεται βέβαια και στο γεγονός ότι οι στίχοι του γράφτηκαν 20 χρόνια πριν την κυκλοφορία του.
Όσο κι αν είναι παράδοξο, όταν το 1976 ο Άλκης Αλκαίος το έστειλε στον Θάνο Μικρούτσικο για να το μελοποιήσει, εκείνος δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις πρώτες απόπειρες που έκανε και προτίμησε να το αφήσει στο συρτάρι του για αργότερα.
Κάποια στιγμή που πραγματοποιούσε συνεργασία με την Χαρούλα Αλεξίου, το έβγαλε για να το δοκιμάσουν αλλά κανείς από τους 2 δεν πείστηκε ότι μπορούσε να ενταχθεί σε εκείνον τον δίσκο.
Φημολογείται ότι το τραγούδι Ρόζα αναφέρεται στην εμβληματική επαναστάτρια Rosa Luxemburg, αλλά αυτή η φήμη δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.
Η συνεργασία με τον Δημήτρη Μητροπάνο, προέκυψε μετά από μια τιμητική γιορτή που οργάνωσε η δισκογραφική MINOS EMI για την επιστροφή του Θάνου Μικρούτσικου, ενώ η επιλογή της Ρόζας για εκείνον τον δίσκο του 1996, έγινε τελικά από τον μουσικό παραγωγό της εταιρείας, Ηλία Μπενέτο.
Και κάπως έτσι καρμικά και μοιραία, ο Ηλίας Μπενέτος έβαλε στην ζωή μας ένα αριστούργημα που εγείρει συναισθήματα και μας έχει συνδέσει αβίαστα με το ποιοτικό λαϊκό τραγούδι.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με το άλλο μεγάλο και χαρακτηριστικό τραγούδι του Μητροπάνου, το Σε αναζητώ στη Σαλονίκη. Ο Μάριος Τόκας το είχε κλεισμένο επί χρόνια στο συρτάρι του και ήταν απρόθυμος να το δώσει σε κάποιον διότι οι περισσότεροι έλεγαν πως είχε δυσνόητους στίχους.
Οι διαχρονικές επιτυχίες και η δεύτερη καριέρα μετά θάνατον
Τα τραγούδια που ερμήνευσε ο Μητροπάνος ανήκουν πλέον στην σφαίρα του καθαρού ποιοτικού λαϊκού τραγουδιού. Πέρα από την μουσική και τους στίχους που συμβάλλουν τα μέγιστα σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, η ερμηνεία προφανώς και ήταν υψίστης σημασίας.
Ο συναισθηματισμός και η πηγαία έκφραση είναι ευδιάκριτη σε κάθε νότα, ενώ η στωική του εμφάνιση πάντα κέρδιζε το κοινό.
Κι ενώ πολλές φορές κατατάσσονται τα τραγούδια με βάση τις δεκαετίες, τα μουσικά ρεύματα, την θεματολογία και διάφορα άλλα κριτήρια, τα περισσότερα του Μητροπάνου, αν όχι όλα, είναι τόσο διαχρονικά και μιλούν στην ψυχή των ανθρώπων μέχρι και σήμερα. Μάλιστα μετά θάνατον, και με αφορμή κάποιες διαφημιστικές καμπάνιες, δύο τραγούδια του, Θες και Κάποιες φορές, έγιναν και πάλι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Τόσο μεγάλη είναι η επιρροή του και τόσο δυνατά συνασθήματα προκαλεί η ερμηνεία του που τα τραγούδια αυτά ανέβηκαν ψηλά στις λίστες των πιο δημοφιλών τραγουδιών, λες και του χάριζε το κοινό μια δεύτερη καριέρα. (Όχι πως δεν την άξιζε!)