Σαν σήμερα, 31 Οκτωβρίου του 1922 ξεκίνησε η περίφημη “Δίκη των 6” υπαίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής. 

Μια δίκη που έχει ιστορικά χαρακτηριστεί ως μια δίκη-παρωδία, μια εσκεμμένη εξόντωση πολιτικών αντιπάλων και μια εκτέλεση “αναγκαίο κακό” για την εκτόνωση της λαϊκής οργής μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.

____________________________________

Η περίοδος μετά την λήξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου ως τον Εθνικό Διχασμό και μετά την οδυνηρή Μικρασιατική Καταστροφή χαρακτηρίζεται από σύνθετα και αμφιλεγόμενα πολιτικά γεγονότα, που καθόρισαν την τύχη της Ελλάδας και αποτελούν ένα μεγάλο ιστορικό θέμα συζήτησης μέχρι και σήμερα.

Έχουμε ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κείμενο αρκετά εκτενώς στο χρονικό των γεγονότων πριν την μεγάλη καταστροφή, τις πολιτικές και στρατιωτικές επιλογές που ευθύνονται για την εξαρχής ουσιαστικά εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας και των Ελλήνων της Ανατολίας.

Διαβάστε περισσότερα εδώ: Καταστροφή της Σμύρνης, 1922: Ο τραγικός επίλογος της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε με τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, όταν η Ηνωμένη Αντιπολίτευση των αντιβενιζελικών πήρε την εξουσία, επανάφερε με νόθο δημοψήφισμα τον φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο και έστειλε επιπόλαια τον ελληνικό στρατό στα βάθη της Μικράς Ασίας μέσα στα χέρια των κεμαλικών.

η Σμύρνη καίγεται, το λιμάνι και οι βάρκες γεμάτες Έλληνες πρόσφυγες

Αρχικά συστάθηκε η κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη (Νοέμβριος 1920-Ιανουάριος 1921), ακολούθησε η κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη (Μάρτιος 1921–Μάρτιος 1922), στη συνέχεια για έξι ημέρες η κυβέρνηση Νικόλαου Στράτου και μετά του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη (Μάιος-Αύγουστος 1922). Η έκβαση όμως της μικρασιατικής εκστρατείας με τις λανθασμένες στρατιωτικές αποφάσεις και την πολιτική αναταραχή και παραλυσία στην Ελλάδα οδηγούσε κάθε προσπάθεια κυβέρνησης σε παραίτηση κάτω από την πίεση και της λαϊκής αντίδρασης. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Νικόλαο Τριανταφυλλάκο, άλλη μια που αναγκάστηκε να παραιτηθεί σύντομα (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1922).

Αυτό που ουσιαστικά μαρτυρούν τα ιστορικά γεγονότα ήταν μια “μανία” των αντιβενιζελικών να διατηρήσουν την εξουσία με κάθε κόστος κάνοντας οτιδήποτε μπορούσαν ώστε να μην επανέλθει στην χώρα ο Βενιζέλος. Ήθελαν να δείξουν στους συμμάχους και κυρίως στην Μεγάλη Βρετανία πως μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα και χωρίς εκείνον στα ηνία.

Σε μια Ελλάδα που τότε βρισκόταν σε κακή οικονομική κατάσταση, προσπαθούσαν να υποκινήσουν έναν επιθετικό πόλεμο που θα έπρεπε να τελειώσει και σύντομα, γιατί δεν υπήρχε άλλη χρηματοδότηση.

Προσπαθούσαν επίσης να πείσουν τον Ιωάννη Μεταξά, που διαφωνούσε στην στρατηγική τους, να πάρει ένα πόστο που θα φορτωνόταν και όλη την ευθύνη για τις αποφάσεις τους. Αποφάσεις που είχαν κίνητρο μια αντιβενιζελική πολιτική με καταστροφικές συνέπειες για τον ελληνικό στρατό. Χαρακτηριστική στιγμή που καταγράφηκε ήταν το ξέσπασμα του Ιωάννη Μεταξά σε μια συνάντησή τους, όπου τους φώναξε αγανακτισμένος: “Πρέπει να υπάγει ο τόπος μας εις τον διάβολον, δια να μην έλθη ο Βενιζέλος;!”

εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον που αναφέρεται στην έναρξη της Δίκης των 6

Μετά την άδοξη αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Μικρά Ασία στα νησιά, ξέσπασε το στρατιωτικό Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου σε Χίο και Λέσβο από τον Νικόλαο Πλαστήρα, Στυλιανό Γονατά και Δημήτριο Φωκά. Οι επαναστάτες κινήθηκαν προς την Αθήνα αναγκάζοντας τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ να παραιτηθεί και να φύγει από την Ελλάδα, και ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας. Επρόκειτο για την πρώτη στρατιωτική, “δικτατορική” κυβέρνηση στην ιστορία της Ελλάδας.

Μια από τις πρώτες κινήσεις των στρατιωτικών του κινήματος ήταν να συλλάβουν οκτώ πολιτικά πρόσωπα των κυβερνήσεων που είχαν προηγηθεί και με σκοπό να τους εκτελέσουν άμεσα στο κατάστρωμα του θωρηκτού Λήμνος ως υπεύθυνους για την εθνική τραγωδία στην Μικρά Ασία. Πείστηκαν ωστόσο να ακολουθήσουν πιο νόμιμες διαδικασίες.

Μέσα σε μια Ελλάδα που έβραζε από οργή, συστάθηκε ένα Έκτακτο Στρατοδικείο και ακολούθησε μια σύντομη, άδικη και παράτυπη δίκη για εσχάτη προδοσία.

Κατηγορούμενοι ήταν οι:

  • Δημήτριος Γούναρης (τρεις φορές πρωθυπουργός και ιδρυτής του κόμματος των Εθνικοφρόνων)
  • Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (υπουργός Οικονομικών και πρωθυπουργός στην κυβέρνηση συνασπισμού Γούναρη)
  • Νικόλαος Στράτος (υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Ράλλη και για έξι μέρες πρωθυπουργός τον Μάιο του 1922)
  • Γεώργιος Μπαλτατζής (υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη)
  • Νικόλαος Θεοτόκης (υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη)
  • Γεώργιος Χατζανέστης (διοικητής του στρατού της Μικράς Ασίας)
  • Μιχαήλ Γούδας (υποναύαρχος και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη)
  • Ξενοφών Στρατηγός (υποστράτηγος και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη)

Η δίκη ξεκίνησε στις 31 Οκτωβρίου και κράτησε 16 ημέρες. Πρόεδροι της ανακριτικής επιτροπής και του έκτακτου στρατοδικείου ανέλαβαν οι υποστράτηγοι Θεόδωρος Πάγκαλος (συνωμότης και αργότερα δικτάτορας) και Αλέξανδρος Οθωναίος, οι οποίοι εκβίασαν την πορεία και τις διαδικασίες της δίκης κατά το δοκούν.

Συνέταξαν εκείνοι το κατηγορητήριο και την ετυμηγορία (μαζί και με τον ανερχόμενο της βενιζελικής παράταξης Γεώργιο Παπανδρέου), δεν επέτρεψαν στην υπεράσπισή να προσκομίσει διπλωματικά έγγραφα “ίνα μη έλθουν εις δημοσιότητα απόρρητα του κράτους” και απέρριπταν διάφορες νομικές ενστάσεις με δικαιολογία ότι “δεν υπηρετούσαν την ουσιαστική δικαιοσύνη”. Απειλούσαν μάρτυρες και τους έδιωχναν από το δικαστήριο “λόγω ασέβειας”, ενώ άλλους δεν τους επέτρεψαν καν να παρευρεθούν, για να συγκαλύψουν δικά τους άτομα και να μην δοθούν ελαφρυντικά στους κατηγορούμενους.

Είναι προφανές πως επρόκειτο για μια δίκη-παρωδία, όπως την χαρακτηρίζουν οι ιστορικοί ερευνητές, μια δίκη “στημένη”, βιαστική, γεμάτη παρατυπίες, που αποσκοπούσε ξεκάθαρα στην εξόντωση πολιτικών αντιπάλων. 
“Δὲν ἔχει τίποτε ποὺ νὰ στηρίζεται μέσα εἰς τὸ κατηγορητήριον καὶ αὐτό μὲ ἀνησυχεῖ. Ἔχουν ἐξασφαλίσει τὴν καταδίκην μας καὶ δὲν καταβάλλουν προσπάθειαν διὰ νὰ δημιουργήσουν λόγους φαινομενικῶς ἰσχυρούς.” (Δημ. Γούναρης)

οι 6 κατηγορούμενοι, Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Στράτης, Θεοτόκης, Μπαλτατζής, Χαντζανέστης

Με συνοπτικές διαδικασίες οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι και οι έξι από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο: ο Γεώργιος Χατζηανέστης, ο Δημήτριος Γούναρης, ο Νικόλαος Στράτος, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο Γεώργιος Μπαλτατζής και ο Νικόλαος Θεοτόκης. Οι δύο αξιωματικοί, Γούδας και Στρατηγός, καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη.

Πιο μετριοπαθείς πολιτικοί κύκλοι της χώρας, καθώς και η Μεγάλη Βρετανία, παρότι αναγνώριζαν τις βαρύτατες ευθύνες των κατηγορουμένων, διαφωνούσαν για τις εκτελέσεις. Ο Ιωάννης Μεταξάς ζήτησε γραπτώς από το δικαστήριο να δοθεί δικαίωμα έφεσης, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τότε η κυβέρνηση Κροκιδά παραιτήθηκε κάτω από το βάρος των πιέσεων.

Μεσολάβησε ωστόσο και μια μεγάλη διαδήλωση πολιτών στο κέντρο της Αθήνας που ζητούσαν την άμεση εκτέλεση των κατηγορούμενων και υπευθύνων της μικρασιατικής τραγωδίας. Η κοινή γνώμη, που είχε μάλιστα βιώσει την πολιτική σκηνή της χώρας το επίμαχο διάστημα, δεν έδινε κανένα ελαφρυντικό για όσα καταστροφικά συνέβησαν στην Μικρά Ασία με κόστος των Ελλήνων.

Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922 ανακοινώθηκε στους κατηγορούμενους η ετυμηγορία της εκτέλεσης και τους δόθηκαν δύο ώρες προθεσμία να χαιρετήσουν συγγενείς και φίλους. Στη συνέχεια οδηγήθηκαν στο Γουδή και εκτελέστηκαν δια τουφεκισμού στις 11:30. Τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών για να ενταφιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες.

Μετά την πραγματοποίηση της εκτέλεσης υπήρξαν έντονες διεθνείς αντιδράσεις, κυρίως από Βρετανία, ΗΠΑ και Ιταλία, που εξαιτίας αυτού ανακοίνωσαν την διακοπή βοήθειας και συνεργασίας με την Ελλάδα. Και άλλοι όμως πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες παραδέχτηκαν την αδικία και τα λάθη που είχαν διατελεστεί.

“Δύναμαι νὰ βεβαιώσω ὑμᾶς κατὰ τὸν πλεόν κατηγορηματικὸν τρόπον ὅτι οὐδεὶς ἐκ τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν τῆς Δημοκρατικῆς παρατάξεως θεωρεῖ ὅτι οἱ ἡγέται τῆς πολιτικῆς, ἥτις ἐφηρμόσθη μετὰ τὰ 1920, δύναται νὰ κατηγορηθοῦν διὰ πρᾶξιν προδοσίας τῆς Πατρίδος ἢ ὅτι ἐν γνώσει ὡδήγησαν τὸν τόπον εἰς τὴν Μικρασιατικὴν καταστροφήν”. (Ελ. Βενιζέλος)
Τόσο πρωταγωνιστές της εποχής όσο και ιστορικοί ερευνητές μέχρι σήμερα καταλήγουν πως η εκτέλεση των Έξι ήταν ένα αναγκαίο κακό, μια αναγκαία πολιτική κίνηση για να εκτονωθεί η λαϊκή οργή και αναταραχή που είχε προκαλέσει η Μικρασιατική Καταστροφή.

Και πράγματι αυτό συνέβη. Μετά τα απανωτά σοκαριστικά γεγονότα, η εκτέλεση έγραψε έναν επίλογο στον Εθνικό Διχασμό αποτρέποντας χειρότερα γεγονότα στη χώρα.

φωτογραφία από το δικαστήριο, δίκη των 6

Είναι γεγονός πως οι λανθασμένες, επιπόλαιες και πολλές φορές κακόβουλες πολιτικές αποφάσεις εκείνων των χρόνων από τους κατηγορούμενους πρωταγωνιστές ήταν βασικές αιτίες της εσωτερικής αστάθειας στην Ελλάδα, της θλιβερής έκβασης της μικρασιατικής εκστρατείας και της πτώσης και οριστικής απομάκρυνσης της χώρας από οποιαδήποτε οπτική τύπου Συνθήκης των Σεβρών. Είχαμε χάσει περισσότερα από όσα είχαμε προλάβει να ανακτήσουμε.

Ωστόσο η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας είναι μια ακραία τοποθέτηση που συνεπάγεται δόλο και ενσυνείδητη προδοσία της πατρίδας και του εθνικού συμφέροντος, γεγονός που δεν στοιχειοθετήθηκε -και για πολλούς δεν αποδεικνύεται- για τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός πως δεν υπήρξε μια νομικά σωστή δίκη, με τηρούμενα τα δικαιώματα υπεράσπισης, χωρίς εμπόδια και συγκαλύψεις, συνιστά ένα νομικό, αλλά και ηθικό ζήτημα που θολώνει το τοπίο και συνεπώς διχάζει απόψεις.

Στα πλαίσια πολιτικής και κοινωνικής αναγκαιότητας και ενός είδους εθνικής δικαιοσύνης για τον όλεθρο της γενοκτονίας και της μικρασιατικής εκστρατείας, οι κατηγορούμενοι και εκτελεσθέντες ὑπῆρξαν μοιραῖα και ἀναγκαῖα θύματα εἰς τὸν βωμὸν τῆς Πατρίδος”.

Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.