Μια από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου, η Δέσπω Διαμαντίδου, δεν διέπρεψε μόνο στον εγχώριο καλλιτεχνικό χώρο, αλλά έκανε μια εξίσου αξιόλογη διεθνή καριέρα μετρώντας δεκάδες επιτυχίες στο ενεργητικό της.
____________________________
Η Δέσπω Διαμαντίδου γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου του 1916 στον Πειραιά από οικογένεια Ρωσικής καταγωγής.
Από μικρή είχε μεγάλη αδυναμία στα βιβλία, διάβαζε πάρα πολύ και οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, όπως βέβαια και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της. Αυτή τη συνήθεια τη διατήρησε και μεγαλώνοντας «κληροδοτώντας» την αργότερα και στον γιο της.
Η Δέσπω δεν φοίτησε ποτέ σε ελληνικό σχολείο. Τις πρώτες της γνώσεις της πήρε στο σπίτι με ιδιαίτερα μαθήματα και στη συνέχεια φοίτησε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, όπου ήταν πάντα μια άριστη μαθήτρια. Εκεί ήταν και συμμαθήτρια με τον μετέπειτα γνωστό πολιτικό Γιώργο Ράλλη.
Πέρα από την καλή μόρφωση που πήρε, η φιλελεύθερη οικογένειά της την στήριζε και στις καλλιτεχνικές της επιλογές. Δοκιμάζοντας για ένα διάστημα το τραγούδι και το μπαλέτο, είδε ότι δεν ήταν αυτά που της ταίριαζαν και στράφηκε προς το θέατρο. Η αγάπη της γι΄αυτό καλλιεργήθηκε παρακολουθώντας με ενθουσιασμό το θέατρο της γειτονιάς της.
Τα πρώτα βήματα και η πορεία στο ελληνικό θέατρο
Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στη Δραματική Σχολή του Eθνικού Θεάτρου, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σανίδι το 1942 ως μέλος του Χορού στη «Mήδεια» του Eυριπίδη. Ο πρώτος της όμως σημαντικός ρόλος ήταν το 1943, όπου εμφανίστηκε ως Λαίδη Καρολίνα στο έργο «Δεν φταίει το αστέρι μας» του Τζέιμς Μπάρι και με σκηνοθέτη τον Κάρολο Kουν.
Η Δέσπω διατέλεσε βασικό στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου από το 1946 ως το 1950 και συνεργάστηκε με πολλούς θίασους, όπως του Ανδρεάδη, του Μουσούρη, του Χορν και της Μανωλίδου-Αρώνη.
Το 1949, στο μεγάλο έργο «Ορέστεια» του Αισχύλου, που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο, η Δέσπω ήταν η κορυφαία του Χορού.
Έμεινε στο Εθνικό Θέατρο μέχρι το 1963 ερμηνεύοντας πολλούς και σημαντικούς ρόλους, που ανέδειξαν το όνομά της στον χώρο του ελληνικού θεάτρου.
Κινηματογράφος και διεθνής καταξίωση
Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν το 1947 με έναν μικρό ρόλο στην ταινία «Τα παιδιά της Αθήνας» του Τάκη Μπακόπουλου. Για πολλούς μέχρι τότε χαρακτηριζόταν αντικινηματογραφική σαν ηθοποιός, ίσως λόγω του μεγάλου διαστήματος που συνδέθηκε με τους ρόλους της στις αρχαίες τραγωδίες και τα δραματικά θεατρικά έργα.
Το 1965 έγινε η αρχή για την εκτός συνόρων καριέρα της με την κωμική ταινία «No Mr Jonson», με παραγωγό τον ελληνικής καταγωγής James Paris και σκηνοθέτη τον Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1967, εκφράζοντας την αντίθεσή της στο δικτατορικό καθεστώς, έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αμερική μέχρι το 1974.
Τον Απρίλιο του 1967 πρωταγωνίστησε στο Broadway και στο έργο «Ilya Darling» του Ζυλ Ντασέν, μαζί με την σύζυγό του και προσωπική της φίλη Μελίνα Μερκούρη. Το εν λόγω έργο ήταν η θεατρική διασκευή σε μιούζικαλ της βραβευμένης ταινίας «Ποτέ την Κυριακή». Ως ένας από τους σημαντικότερους ρόλους της καριέρας της, έδωσε στην Δέσπω Διαμαντίδου μια και καλή το εισιτήριο για τους κωμικούς ρόλους, αλλά και την διεθνή αναγνώριση.
«Αισθάνομαι ότι στην Ελλάδα εγώ κινηματογράφο δεν έχω παίξει. Ας έχω παίξει παλιά κάπου σαράντα ταινίες. Κι όλες αυτές αφού με «ανακάλυψε» ο Ντασέν. Γιατί πριν λέγανε ότι είμαι αντικινηματογραφική. (…) Είχα συνηθίσει να παίζω τραγωδίες, να παίζω συνεχώς δράματα, ποτέ δεν μου δίνανε κωμωδία. Με το «Ποτέ την Κυριακή» καθιερώθηκα και στην κωμωδία. Μου άλλαξε την καριέρα. Τώρα παίζω απ’ όλα. Και πριν έπαιζα απ’ όλα, αλλά δεν μου δίνανε κωμικούς ρόλους. Έτσι με δεχτήκανε, χάρη στον Ντασέν».
Μέχρι το 1970 η Δέσπω Διαμαντίδου είχε χαρακτηριστικούς ρόλους σε πολλές διάσημες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, τόσο δραματικές όσο και κωμικές.
Κάποιες από αυτές είναι οι: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Μανταλένα», «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Ο λουστράκος», «Τα κόκκινα φανάρια», «Το τεμπελόσκυλο», «Γάμος αλά ελληνικά», «Οι αδίστακτοι», «Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα», «Διχασμός», «Ντάμα Σπαθί», «Μαύρα τριαντάφυλλα» και «Οι Καβαλάρηδες». Οι πιο χαρακτηριστικοί ρόλοι που ερμήνευε ήταν αυτός της μητέρας και πολύ συχνότερα της κακιάς.
Το 1975 επιλέχθηκε από τον Woody Allen για την ταινία «Love And Death» («Ο Ειρηνοποιός»), όπου έπαιξε τον ρόλο της μητέρας του. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης είχε παρακολουθήσει όλες τις παραστάσεις της ηθοποιού και ήταν μεγάλος θαυμαστής του ταλέντου της. Και δεν ήταν ο μόνος.
Έλληνες και ξένοι σκηνοθέτες και παραγωγοί «εξυμνούσαν» το υποκριτικό της ταλέντο και την αρχοντική της παρουσία και επεδίωκαν να συνεργαστούν μαζί της.
Άλλο ένα στοιχείο της που αγαπούσαν οι σκηνοθέτες ήταν η ιδιαίτερη προφορά της, λόγω της Ρωσικής καταγωγής της και των γερμανικών σπουδών. Επίσης μιλούσε πέντε γλώσσες. Την επέλεγαν συνήθως για ρόλους αλλοδαπών, δηλαδή γυναικών που δεν ήταν Αμερικανίδες.
Ένας ακόμα ρόλος-σταθμός στην θεατρική καριέρα της θεωρείται αυτός στο «Cabaret» το 1978, όπου αντικατέστησε την Lotte Lenya στον ρόλο της Φράου Φράιντερ.
Η πορεία της στον χώρο του θεάματος συνεχίστηκε μέχρι και το 2003, όταν έπαιξε στην τελευταία της και βραβευμένη μικρού μήκους ταινία «Skipper Straad».
Η Δέσπω Διαμαντίδου έλαβε μέρος σε πάνω από 40 ελληνικές ταινίες, πολλά και σημαντικά θεατρικά έργα και τηλεοπτικές θεατρικές παραστάσεις. Εμφανίστηκε επίσης σε σειρές της τότε κρατικής τηλεόρασης, σε εκπομπές, καθώς και στο τηλεπαιχνίδι «Ζωντανό Σταυρόλεξο», το 1983.
Σημαντικό και πλούσιο ήταν επίσης το μεταφραστικό της έργο, αφού, όπως είπαμε, ήταν ιδιαίτερα μορφωμένη και γνώστης αρκετών ξένων γλωσσών. Διακρίθηκε μεταφράζοντας πληθώρα θεατρικών και λογοτεχνικών έργων.
Tο 1991 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία «Ο Τζώνυς Κελν Κυρία μου» του Θανάση Σκρουμπέλου.
Προσωπική ζωή
Η προσωπική ζωή της Δέσπως Διαμαντίδου κρατήθηκε γενικά μακρυά από τα φώτα της δημοσιότητας. Το 1942 παντρεύτηκε τον σπουδαίο ηθοποιό Ανδρέα Φιλιππίδη, με τον οποίο απέκτησαν και έναν γιο. Μερικά χρόνια αργότερα το ζευγάρι χώρισε και ο Φιλιππίδης παντρεύτηκε την όμορφη ηθοποιό Λιλλή Παπαγιάννη, με την οποία η Δέσπω είχε μια στενή φιλία.
Γνωστή ήταν επίσης η σχέση της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, με τον οποίο γνωρίστηκαν το 1955 σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. Τότε εκείνη ήταν ήδη μια έμπειρη πρωταγωνίστρια κι εκείνος ακόμη μαθητής. Παρόλο που το όνομα του Δημήτρη Παπαμιχαήλ είναι συνδεδεμένο με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Δέσπω Διαμαντίδου υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του πριν από εκείνη και ήταν η γυναίκα που αποτέλεσε για αυτόν μεγάλο σχολείο τόσο ερωτικά όσο και επαγγελματικά.
Έπαιξαν μαζί στη σκηνή 13 φορές με τελευταίο το έργο «Κολόμπο», όπου πρωταγωνιστούσε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Τότε ήταν που άρχισε ο μεγάλος και διάσημος έρωτας Παπαμιχαήλ και Βουγιουκλάκη και η σχέση του με την Δέσπω τελείωσε. Διακριτική και αξιοπρεπής, όπως ήταν πάντα, η Δέσπω διαχειρίστηκε συνετά το γεγονός του χωρισμού της, χωρίς να δώσει τροφή στα δημοσιεύματα της εποχής.
Η Δέσπω Διαμαντίδου ήταν μια γυναίκα που ξεχώριζε για την πνευματική της καλλιέργεια, το ξεχωριστό ταλέντο της στην σκηνή και την ευγενική και αξιοπρεπή της προσωπικότητα, στοιχεία που της έδωσαν τον χαρακτηρισμό «αρχόντισσα».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έχασε την όρασή της χάνοντας μαζί την δυνατότητα να απολαμβάνει αυτά που αγαπούσε από μικρή, το θέατρο, το διάβασμα και τις μεταφράσεις. Έφυγε από τη ζωή στις 18 Φεβρουαρίου του 2004 στα 88 της χρόνια.