Ο Claude Elwood Shannon γεννήθηκε στις 30 Απριλίου 1916 στο Petoskey του Michigan και μεγάλωσε στο Gaylord. Ο πατέρας του, ήταν επιχειρηματίας και υπηρέτησε για λίγο καιρό ως δικαστής του καθεστώτος, ενώ η μητέρα του ήταν καθηγήτρια, ο οποία διετέλεσε διευθύντρια στο γυμνάσιο του Gaylord.
Μέχρι την ηλικία των 16, ο Claude φανέρωσε μια τάση για τα μηχανικά και ηλεκτρικά πράγματα. Περνούσε τον ελεύθερο χρόνο στο σπίτι και περιεργαζόταν διάφορες συσκευές.
Ασχολήθηκε αρκετά με τα μοντέλα αεροπλάνων και τα κυκλώματα ραδιοφώνου. Ωστόσο, εφαρμόζοντας τις γνώσεις που έλαβε κατά την σχολική του εκπαίδευση μπόρεσε να κατασκευάσει ένα τηλεκατευθυνόμενο μοντέλο σκάφους, όπως και να στήσει ένα σύστημα τηλεγραφίας με συρματοπλέγματα, στο σπίτι ενός φίλου, με το οποίο μπορούσε να έχει επικοινωνία σε απόσταση μισού μιλίου.
Ήρωας της παιδικής του ηλικίας ήταν ο Thomas Edison, για τον οποίο αργότερα έμαθε ότι ήταν μακρινός ξάδελφος. Τόσο ο Shannon όσο και ο Edison ήταν απόγονοι του John Ogden, ενός αποικιακού ηγέτη και προγόνου πολλών διακεκριμένων ανθρώπων.
Η ακαδημαϊκή πορεία και οι ανακαλύψεις
Το 1932, ο Claude ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Michigan απ’όπου αποφοίτησε 4 χρόνια μετά έχοντας κατακτήσει δύο πτυχία, μαθηματικού και ηλεκτρολόγου μηχανικού, και προχώρησε σε μεταπτυχιακή εκπαίδευση στο MIT.
Στο MIT και υπό την επίβλεψη του Norbert Wiener, του θεμελιωτή της κυβερνητικής, ορίστηκε υπεύθυνος για τη λειτουργία του Διαφορικού Αναλυτή (Differential Analyzer) του Vannevar Bush, ο οποίος ήταν ο πρώιμος αναλογικός υπολογιστής που χρησίμευε στην επίλυση σύνθετων εξισώσεων.
Κατά την διάρκεια των σπουδών του, άρχισε να σκέφτεται τρόπους βελτίωσης του Διαφορικού Αναλυτή τους οποίους κατέγραψε στην εργασία του με τίτλο Α Symbolic Analysis of Relay and Switching Circuits.
Σε αυτό το έργο, ο Claude απέδειξε ότι τα κυκλώματα μεταγωγής μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να απλοποιήσουν τη διάταξη των ηλεκτρομηχανικών ρελέ που χρησιμοποιούσαν τότε σε διακόπτες δρομολόγησης τηλεφωνικών κλήσεων.
Στη συνέχεια, επέκτεινε αυτήν την ιδέα, αποδεικνύοντας ότι αυτά τα κυκλώματα θα μπορούσαν να λύσουν όλα τα προβλήματα που μπορούσε να λύσουν οι τύποι του Boole. Έκανε μια συναρπαστική περιγραφή της διαδικασίας κατά την οποία επεσήμανε ότι η θεωρία του Boole, (σύμφωνα με την οποία πολλά μαθηματικά προβλήματα μπορούν να λυθούν με τη χρήση μόλις δύο συμβόλων: 1 και 0), μπορούσε να εφαρμοστεί στα ηλεκτρικά διακοπτόμενα κυκλώματα.
Η διατριβή Α Symbolic Analysis of Relay and Switching Circuits χαρακτηρίστηκε ως μία από τις σημαντικότερες του 20ού αιώνα.
Ο Claude πίστευε ότι η πληροφορία δεν διέφερε από οποιοδήποτε άλλο φυσικό μέγεθος και συνεπώς ήταν δυνατή η μέτρηση και ο χειρισμός της από μηχανές. Το 1 θα μπορούσε να ενεργοποιεί και το 0 να απενεργοποιεί, όμως οραματιζόμενος ότι θα ήταν εφικτό να υποστηριχθεί μελλοντικά, διατύπωσε ότι οι διακόπτες θα μπορούσαν υπό συγκεκριμένες συνθήκες να εκτελούν ακόμα πιο πολύπλοκες λογικές πράξεις, συγκρίσεις και ότι θα μπορούσαν ακόμα να διαμορφώνονται λέξεις, ήχοι, εικόνες ή και ιδέες.
Οι ανακαλύψεις ήταν συγκλονιστικές. Ένα μηχάνημα μπορούσε πλέον να αποφασίσει, καταργώντας το προνόμιο από τα ζωντανά όντα.
Η διατριβή του Shannon είναι η θεμελιώδης έννοια που διέπει όλους τους ηλεκτρονικούς ψηφιακούς υπολογιστές. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η προοπτική των μηχανών λήψης αποφάσεων ενέπνευσε ολόκληρο το πεδίο της πληροφορικής και κατ’επέκταση της τεχνητής νοημοσύνης.
Ο Shannon έλαβε το διδακτορικό του από το MIT το 1940 και κατόπιν παρότρυνσης του Vannevar Bush εργάστηκε πάνω τη διατριβή του Cold Spring Harbour Laboratory, προκειμένου να αναπτύξει μια μαθηματική διατύπωση για τη Μεντελική γενετική. Αυτή η έρευνα είχε ως αποτέλεσμα τη διδακτορική διατριβή του Shannon, An Algebra for Theoretical Genetics.
Το ίδιο έτος, ο Shannon έγινε Εθνικός Ερευνητής στο Institute for Advanced Study στο Princeton του New Jersey. Εκεί, είχε την ευκαιρία να συζητήσει τις ιδέες του με σημαντικούς επιστήμονες και μαθηματικούς και είχε επίσης περιστασιακές συναντήσεις με τους Albert Einstein και Kurt Gödel.
Δούλεψε ελεύθερα σε διάφορους κλάδους, και αυτή η ικανότητα μπορεί να συνέβαλε στην μετέπειτα ανάπτυξη της μαθηματικής θεωρίας πληροφοριών.
Από την δεκαετία του ’40 ως τις αρχές του ’50
Στις αρχές του 1943, ο Shannon ήρθε σε επαφή με τον Alan Turing, ο οποίος βρέθηκε στην Washington για να μοιραστεί, με την κρυπτοαναλυτική υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού των Η.Π.Α., τις μεθόδους που χρησιμοποίησε το British Government Code and Cypher School στο Bletchley Park για να σπάσει τα κρυπτογραφημένα μηνύματα που χρησιμοποιούν τα πλοία Kriegsmarine στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό.
Ωστόσο, ο Turing πέρασε από το Bell Labs από το ενδιαφέρον του για την κρυπτογράφηση του λόγου. Έτσι, Shannon και Turing συναντήθηκαν την καφετέρια του κτηρίου, όπου ο Turing έδειξε στον Shannon την μελέτη του από το 1936, που αφορούσε αυτό που είναι τώρα γνωστό ως Universal Turing machine. Ο Shannon εντυπωσιάστηκε και του γνωστοποίησε ότι πολλές από τις ιδέες του συμπλήρωσαν τις δικές του.
Το 1941 προσλήφθηκε στα Bell Telephone Labοratοries, όπου στο πλαίσιο σύμβασης με το τμήμα D-2 (Συστημάτων Ελέγχου) της Εθνικής Επιτροπής Έρευνας Άμυνας (NDRC), εργάστηκε στα συστήματα ελέγχου πυρκαγιάς και κρυπτογραφίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1945, καθώς ο πόλεμος έφτασε στο τέλος του, η NDRC εξέδωσε μια περίληψη των τεχνικών εκθέσεων ως τελευταίο βήμα πριν από το ενδεχόμενο τερματισμού του.
Μέσα στον τόμο ελέγχου πυρκαγιάς, ένα ειδικό δοκίμιο με τίτλο Data Smoothing and Prediction in Fire-Control Systems, το οποίο συνέγραψαν με τον Shannon, οι Ralph Beebe Blackman και Hendrik Wade Bode, περιέγραφε την αντιμετώπιση του προβλήματος της εξομάλυνσης του σήματος από την παρεμβολή θορύβου σε συστήματα επικοινωνιών.
Μέσα από το έργο του, ανέδειξε πως η πληροφορία αποτελεί μέτρο της εσωτερικής τάξης του συστήματος και είναι αντιστρόφως ανάλογη με την αταξία. Έδωσε τα μαθηματικά εργαλεία που απαιτούνται για τη μέτρηση της απόδοσης ενός καναλιού επικοινωνίας, δηλαδή πόση πληροφορία μπορεί να ξεκινήσει από το σημείο Α και να φθάσει στο σημείο Β χωρίς σφάλματα.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ολοκλήρωσε το έργο του A Mathematical Theory of Cryptography, το οποίο όμως εκδόθηκε το 1949 ως Communication Theory of Secrecy Systems στο Bell System Technical Journal. Με αυτό το έργο απέδειξε ότι οποιοδήποτε άθραυστο σύστημα πρέπει να έχει ουσιαστικά ένα κλειδί τυχαίο, τόσο μεγάλο όσο το απλό κείμενο, να μην επαναχρησιμοποιείται ποτέ ολόκληρο ή μέρος του και να διατηρείται μυστικό.
Με την εισαγωγή της θεωρίας δειγματοληψίας (Nyquist–Shannon sampling theorem), η οποία ασχολείται με την αναπαράσταση ενός σήματος συνεχούς χρόνου από ένα (ομοιόμορφο) διακριτό σύνολο δειγμάτων, δόθηκε η δυνατότητα να εξελιχθούν οι τηλεπικοινωνίες από αναλογικά σε ψηφιακά συστήματα μετάδοσης από τη δεκαετία του 1960 και μετά.
Διέκρινε πως η θεωρία της επικοινωνίας και η κρυπτογραφία αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα και ότι είναι δύσκολο να τις διαχωρίσει κανείς.
Παρόλα αυτά, το 1948 σε συνεργασία με τον Warren Weaνer, δημοσίευσε την εργασία A Mathematical Theory of Communication, την πρώτη ολοκληρωμένη μαθηματική απόπειρα θεμελίωσης της θεωρίας πληροφοριών και της πληροφοριακής εντροπίας.
Επικεντρώθηκε στο πρόβλημα του καλύτερου τρόπου κωδικοποίησης των πληροφοριών που ένας αποστολέας θέλει να μεταδώσει και για πρώτη φορά αναφέρεται η μονάδα μέτρησης της πληροφορίας, το δυαδικό ψηφίο (binary digit), το οποίο συντμήθηκε αργότερα σε binit και στη συνέχεια έγινε bit.
Επίσης, ανέπτυξε την εντροπία πληροφοριών ως το μέτρο του περιεχομένου πληροφοριών σε ένα μήνυμα, το οποίο είναι το μέτρο αβεβαιότητας που μειώνεται από το μήνυμα, και ουσιαστικά επινοεί το πεδίο της θεωρίας της πληροφορίας.
Το 1949, ο Shannon και ο Robert Fano επινόησαν μια τεχνική εκχώρησης πληροφοριών με βάση διάφορες πιθανότητες, γνωστή ως κωδικοποίηση Shannon-Fano. Η έκδοση Fano της κωδικοποίησης Shannon–Fano χρησιμοποιείται στη μέθοδο συμπίεσης IMPLODE, η οποία αποτελεί μέρος της μορφής αρχείου ZIP.
Η θεμελιώδης συμβολή της θεωρίας της πληροφορίας στην επεξεργασία της φυσικής γλώσσας και στην υπολογιστική γλωσσολογία καθιερώθηκε περαιτέρω το 1951, στο άρθρο του Prediction and Entropy of Printed English, όπου παρουσιάζονται ανώτερα και κατώτατα όρια εντροπίας σχετικά με τις στατιστικές της αγγλικής γλώσσας – δίνοντας μια στατιστική βάση στην ανάλυση της γλώσσας.
Ακόμα, απέδειξε ότι η αντιμετώπιση του λευκού χώρου ως το 27ο γράμμα του αλφαβήτου μειώνει στην πραγματικότητα την αβεβαιότητα στη γραπτή γλώσσα, παρέχοντας μια σαφή σχέση ποσοστών μεταξύ της πολιτιστικής πρακτικής και της πιθανολογικής γνώσης.
Η πρώτη “εφαρμογή-παιχνίδι” στην ιστορία της πληροφορικής
Στις 9 Μαρτίου 1949, παρουσίασε την εργασία του Programming a Computer for Playing Chess στον οποία περιέγραψε πως μπορεί να προγραμματιστεί ένας υπολογιστής ώστε να παίξει σκάκι με βάση τη βαθμολογία θέσης και την επιλογή κίνησης. Πρότεινε βασικές στρατηγικές για τον περιορισμό του αριθμού των δυνατοτήτων που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε ένα παιχνίδι σκακιού.
Επίσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του η πολυπλοκότητα του σκακιού είναι περίπου 10120, με βάση κατά μέσο όρο περίπου 103 δυνατότητες για ένα ζεύγος κινήσεων που αποτελείται από μια κίνηση για το λευκό ακολουθούμενη από μία για το μαύρο, σε ένα τυπικό παιχνίδι που έχει διάρκεια περίπου 40 τέτοιων ζευγών κινήσεων.
Αυτός ο αριθμός αναφέρεται συχνά ως αριθμός Shannon, εξακολουθεί να θεωρείται σήμερα ως ακριβής εκτίμηση της πολυπλοκότητας του παιχνιδιού και αναφέρεται συχνά ως ένα από τα εμπόδια στην επίλυση του παιχνιδιού του σκακιού χρησιμοποιώντας μια εξαντλητική ανάλυση.
Πρότεινε για πρώτη φορά την ιδέα του στο National Institute for Radio Engineers (IRE) Convention στη New York και δημοσιεύτηκε 1 χρόνο μετά στο Philosophical Magazine.
Από την παρουσίαση της ιδέας έως την δημοσίευσή της, ο Alan Turing εμπνευσμένος από τον Shannon, έγραψε το πρώτο πρόγραμμα σκακιού υπολογιστών και την ίδια χρονιά πρότεινε το Turing Test, μια δοκιμασία της ικανότητας ενός μηχανήματος να επιδεικνύει ευφυή συμπεριφορά.
Δείτε επίσης: Alan Turing – Ο “πατέρας” της επιστήμης των υπολογιστών και της τεχνητής νοημοσύνης
Παρόλα αυτά, το έργο του Shannon θεωρείται από τα πρώτα που δημοσιεύτηκαν σχετικά με τον προγραμματισμό ενός υπολογιστή για να παίξει σκάκι όπως και για τη χρήση ενός υπολογιστή για την επίλυση του παιχνιδιού.
Ωστόσο, μέσα σε ένα ή δύο χρόνια από τη δημοσίευσή του, ο Shannon τρομοκρατήθηκε όταν διαπίστωσε ότι η θεωρία της πληροφορίας έγινε πολύ δημοφιλής και οι άνθρωποι την χρησιμοποιούσαν ακόμα και για γελοία πράγματα όπως π.χ. σχετικά με την ποσότητα των πληροφοριών που βγαίνουν από τον ήλιο ή ακόμη και το περιεχόμενο πληροφοριών του θορύβου. Ακόμα και επιστήμονες, χρησιμοποιούσαν την θεωρία της πληροφορίας για να υποβάλουν αιτήσεις επιχορήγησης ακόμα και για προτάσεις που δεν είχαν καμία σχέση με αυτή.
Αντί πολεμήσει αυτές τις ενέργειες, εγκατέλειψε. Σταμάτησε να απαντά σε μεγάλο μέρος του ταχυδρομείου του και συνέχισε για λίγο ακόμα την έρευνά του στη θεωρία της πληροφορίας, όμως απέρριψε σχεδόν όλες τις ατελείωτες προσκλήσεις για διάλεξη ή για συνεντεύξεις σε εφημερίδες, καθώς δεν τον ενδιέφερε να γίνει διασημότητα ή να προκαλέσει ακόμα έναν υποβιβασμό στο έργο του.
Επέστρεψε στο MIT το 1956 για να εργαστεί στο Ερευνητικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών (RLE) και συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του εκεί μέχρι το 1978.
Οι “μικρές” εφευρέσεις
Παράλληλα, την ίδια περίοδο ο Σάνον στράφηκε στην ανάπτυξη ευφυών μηχανών – μηχανισμών που μιμούνται τις διαδικασίες του ανθρώπινου μυαλού.
Από τις ανακαλύψεις αυτές η πιο γνωστή είναι o Theseus, το μηχανικό ποντίκι που ήταν ελεγχόμενο από ένα ηλεκτρομηχανικό κύκλωμα ρελέ που του επέτρεπε να κινηθεί σε έναν λαβύρινθο 25 τετραγώνων. Το ποντίκι έχοντας ταξιδέψει στον λαβύρινθο και φτάνοντας στον στόχο, στη συνέχεια επανατοποθετούνταν οπουδήποτε και λόγω της προηγούμενης εμπειρίας του πήγαινε κατευθείαν στον στόχο.
Όταν βρισκόταν σε άγνωστη περιοχή, είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιεί αναζήτηση μέχρι να φτάσει σε μια γνωστή τοποθεσία και στη συνέχεια να προχωρήσει στον στόχο, προσθέτοντας τη νέα γνώση στη μνήμη.
Ο Theseus φέρεται να είναι η πρώτη τεχνητή συσκευή εκμάθησης του είδους του.
Μεταξύ άλλων, εφηύρε έναν ρωμαϊκό αριθμητικό υπολογιστή τον THROBAC(THrifty ROman-numerical BAckward-Computer Computer), μια αριθμομηχανή που έκανε αριθμητική με λατινικούς αριθμούς. Επίσης, έφτιαξε μηχανές ζογκλέρ, μια τρομπέτα που ρίχνει τη φλόγα, αλλά και μια συσκευή που θα μπορούσε να λύσει το παζλ του Rubik’s Cube. Είχε δημιουργήσει ακόμα και μια μηχανική ρίψη νομισμάτων που θα μπορούσε να ρυθμιστεί για να γυρίσει το κέρμα από την επιθυμητή πλευρά, μέσω ενός καθορισμένου αριθμού περιστροφών.
Η πιο περίεργη έξυπνη κατασκευή του ήταν το Ultimate Machine, ένα κουτί με ένα μεγάλο διακόπτη στο πλάι, ο οποίος μόλις ενεργοποιούταν το καπάκι ανέβαινε αργά, αποκαλύπτοντας ένα μηχανικό χέρι που θα κατέβαινε προς τα κάτω, θα απενεργοποιούσε το διακόπτη και θα επέστρεφε στην θέση του, αφήνοντας το κουτί ακριβώς όπως ήταν.
Η πρώτη έξυπνη φορητή συσκευή
Το 1960, συνεργάστηκε με τον Edward Thorp σε μια θεωρία για το παιχνίδι blackjack. Οι δύο τους μοιράστηκαν την αγάπη για τα μαθηματικά σε μια αναζήτηση πιθανών πληροφοριών μιας άγνωστης περιοχής.
Βυθίστηκαν στην πρόκληση της ανάπτυξης μιας συσκευής που θα προβλέψει το τελικό σημείο στάσης της μπάλας στη ρουλέτα. Για να κερδίσει η συσκευή, δεν έπρεπε να προβλέψουν το ακριβές αποτέλεσμα κάθε φορά, απλώς έπρεπε να αποκτήσουν οποιοδήποτε είδος πλεονεκτήματος στις πιθανότητες.
Μέχρι τον Ιούνιο του 1961, είχαν εντοπίσει τη λειτουργική έκδοση μιας συσκευής που θα μπορούσε να καθορίσει το αποτέλεσμα. Μόλις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, βρήκαν το πλεονέκτημά τους, ο Shannon ζήτησε από τον Thorp να το κρατήσουν απόρρητο.
Η συσκευή που δημιούργησαν είχε το μέγεθος ενός πακέτου τσιγάρων, που λειτουργούσε με τα μεγάλα δάχτυλα και υπολόγιζε με χρονομέτρηση το αποτέλεσμα, το οποίο ανακοινώνονταν με ηχητικά σήματα. Για να μπορούν να την δοκιμάσουν σε πραγματικές συνθήκες αναγκάστηκαν να την καμουφλάρουν, όμως προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτοί -μιας και η βιομηχανία τυχερών παιχνιδιών της Nevada ήταν μπλεγμένη με τη μαφία- το πείραμα τερματίστηκε μετά τη δοκιμαστική του εκτέλεση και η συσκευή παραδόθηκε στην συλλογή συσκευών του Shannon.
Ο εκπαιδευτής ψηφιακών υπολογιστών
Το Minivac 601 Digital Computer Kit ήταν ένα ηλεκτρομηχανικό ψηφιακό σύστημα υπολογιστή που δημιουργήθηκε ως εκπαιδευτικό παιχνίδι που χρησιμοποιεί ψηφιακά κυκλώματα.
Το 1961, το σύστημα πωλήθηκε από την Scientific Development Corporation και αρχικά είχε μια ξύλινη βάση με μπλε χρώμα. Χρησιμοποιούσε ηλεκτρικά ρελέ DPDT ως λογικούς διακόπτες και για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων, η κύρια πλακέτα είχε έναν πίνακα δυαδικών ψηφίων εισόδου/εξόδου και ενδεικτικές λυχνίες. Ένας περιστροφικός διακόπτης 16 θέσεων με κινητήρα χρησιμοποιούταν για την εισαγωγή δεκαδικών ή δεκαεξαδικών αριθμών, για την παραγωγή αριθμών ή για την λειτουργία σήματος ρολογιού.
Τα συνδυασμένα στοιχεία επέτρεπαν στον απλό υπολογιστή να παίξει τρίλιζα ή να προσομοίωση ενός απλού συστήματος ελέγχου ανελκυστήρα.
Στις αρχές του 1962 κυκλοφόρησε μια προηγμένη και βελτιωμένη έκδοση, το Minivac 6010 η οποία είχε μια μεταλλική γκρι βάση, εξαρτήματα υψηλότερης ποιότητας, πρόσθετα καλώδια μπαλωμάτων που ενσωματώνουν ειδικές αντιστάσεις, πυκνωτές και διόδους για περαιτέρω δυνατότητες. Αν και η τιμή του αυξήθηκε σημαντικά, το σύστημα είχε μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην εταιρική αγορά και όχι ως παιχνίδι.
Τα τελευταία χρόνια
Μετά την επίσημη συνταξιοδότησή του το 1978, σε ηλικία 62 ετών, ο Shannon περνούσε τον χρόνο του στο σπίτι όπου συνέχιζε να εξασκεί την εφευρετικότητα του.
Παρ ‘όλα αυτά, από το 1985 μέχρι το 1992, ο Shannon συνειδητοποίησε ότι μέρα με τη μέρα εμφάνιζε κενά μνήμης. Έτσι, στα μέσα του 1993 -όταν η κατάσταση ήταν πλέον εκτός ελέγχου- επιβεβαιώθηκε κατόπιν εξετάσεων ότι ο Claude Shannon είχε τη νόσο του Alzheimer και αποφασίστηκε από την οικογένειά του να μπει σε ένα γηροκομείο προς αποφυγή κινδύνων.
Το 1998, όταν στο Gaylord γιορτάστηκε η 50η επέτειος της θεωρίας της πληροφορίας, αποκάλυψαν μια προτομή του δημιουργού της σε ένα πάρκο της πόλης, όμως ο ίδιος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί και εκπροσωπήθηκε από την σύζυγό του.
Παρέμεινε στο γηροκομείο μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 24 Φεβρουαρίου του 2001, λίγο καιρό πριν τα 85α γενέθλιά του, αφήνοντας πίσω τη σύζυγό του, έναν γιο, μια κόρη, δύο εγγονές και τις απίστευτες θεωρίες του που έγιναν πράξη.
Κατά την διάρκεια της ζωής του τιμήθηκε με τα εξής βραβεία: Stuart Ballantine Medal, IEEE Medal of Honor, National Medal of Science, Harvey Prize, Claude E. Shannon Award, Harold Pender Award, John Fritz Medal, Kyoto Prize και Marconi Society Lifetime Achievement Award, ενώ μετά τον θάνατό του μπήκε στο πάνθεον των εφευρετών: National Inventors Hall of Fame.
Ο Claude Shannon υπήρξε σπουδαίος εφευρέτης, μαθηματικός και πρωτοπόρος της επιστήμης της πληροφορίας. Χωρίς εκείνον, ίσως, η τεχνολογία να μην είχε εξελιχθεί με τέτοιους ρυθμούς και σήμερα να μην ήμασταν σε θέση να κάνουμε πολλά πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα. Έβλεπε έτη μπροστά από την εποχή του, μας χάρισε απλόχερα την γνώση της προόδου και η κληρονομιά που άφησε στην ανθρωπότητα είναι αμύθητης αξίας.