Το κάστρο Παλαιών βρίσκεται στον οικισμό του λόφου, ο οποίος είναι και ο μόνος στην ευρύτερη περιοχή του Παγασητικού που κατοικείται αδιαλείπτως από τη νεολιθική εποχή μέχρι σήμερα και αποτελεί ιστορικό πυρήνα της σύγχρονης πόλης του Βόλου.
Ο λόφος αυτός είναι πλέον ένας ανοιχτός αρχαιολογικός χώρος, ο οποίος έχει πλήθος μνημείων από την προϊστορική εποχή μέχρι και την νεότερη ιστορία.
Σύμφωνα με τις έρευνες, μετά την καταστροφή του ∆ιμηνίου και των Πευκακίων, ο λόφος απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της περιοχής και ο χώρος συνέχισε να κατοικείται κατά την γεωμετρική εποχή και κατά τους κλασικούς χρόνους. Έτσι, ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι ο οικισμός του λόφου ταυτίζεται με την ιστορική Ιωλκό, που ήταν το βορειότερο διοικητικό και εμπορικό κέντρο του μυκηναϊκού κόσμου.
Πριν λίγα χρόνια αυτές οι θεωρίες επιβεβαιώθηκαν, όταν βγήκαν στο φως πινακίδες γραμμικής Β’, ενώ τα ερείπια που μελετήθηκαν παρουσιάζουν όντως έναν ακμαίο μυκηναϊκό οικισμό, που ιδρύθηκε κάπου στον 15ο αιώνα π.Χ.
Η θέση του οικισμού βοήθησε να συνεχιστεί η ζωή στο λόφο στην ελληνιστική περίοδο, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και την βυζαντινή εποχή, όπως μαρτυρούν τα ερείπια λουτρών και εργαστηρίων που βρέθηκαν.
Οι μελέτες ανέδειξαν ότι ο λόφος τειχίστηκε από τον Ιουστινιανό το 551 μ.Χ. για να μετοικήσουν οι κάτοικοι της Δημητριάδας υπό τον φόβο των επιδρομών, κυρίως από τους Σλάβους.
Υπάρχουν ωστόσο σχετικά λίγες ιστορικές αναφορές στο οικισμό του κάστρου, την μικρή, πυκνοκατοικημένη, οχυρωμένη παραθαλάσσια πόλη, που ευημερούσε στο ακρότατο σημείο του Παγασητικού κόλπου και υπήρξε σημαντικό κέντρο θαλάσσιου διαμετακομιστικού εμπορίου.
Το κάστρο διέθετε δύο κεντρικές πύλες.
Η πρώτη, οδηγούσε στο λιμάνι και στην περιοχή της εμπορικής σκάλας, που από τον 17ο αι. λειτουργούσε εμπορική ζώνη, στην οποία υπήρχαν μαγαζιά, παζάρι και τελωνείο, ενώ η δεύτερη πύλη οδηγούσε στην Θεσσαλία.
Μετά το 1393, ο Βόλος μετατράπηκε σε τουρκικό φρούριο και στο κάστρο εγκαταστάθηκε η Οθωμανική φρουρά μέχρι και το 1423, που έπεσε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών, οι οποίοι έκτισαν τζαμί στην κορυφή του. Έτσι, ο χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής αναγκάστηκε σταδιακά να φυγαδευτεί στα χωριά του Πηλίου.
Η πόλη του κάστρου αναφέρεται σε διάφορα κείμενα του 16ου – 17ου αι. ως Δημητριάδα, Γόλος ή Βόλος. Ιδιαίτερη αναφορά έκαναν για το λιμάνι της, ως το σημαντικότερο της Θεσσαλίας, αφού διακινούσε όλο το σιτάρι του κάμπου και όλα τα εμπορεύματα.
Όλα αυτά άλλαξαν το 1655, όταν ο διοικητής του ενετικού στόλου, Francesco Morosini, κατέλαβε το κάστρο, μετά από ακατάπαυστο και άτεγκτο βομβαρδισμό από θαλάσσης, και πριν αποχωρήσει από την περιοχή, πυρπόλησε τον οικισμό και γκρέμισε εκ θεμελίων τα τείχη.
Τα τείχη ανακατασκευάστηκαν επί Σουλτάνου Σουλεϊμάν Β’ και σώζονταν έως το 1889, που αποφάσισαν να κατεδαφίσουν μεγάλο τμήμα τους για να ενοποιηθεί η μικρή πόλη του λόφου με την σύγχρονη πόλη που άρχισε να αναπτύσσεται ανατολικά.
Σήμερα, ο ανοιχτός αρχαιολογικός χώρος διαθέτει κάποια μεγάλα τμήματα του κάστρου που διασώζονται, ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ψηφιδωτά δάπεδα, ερείπια δύο λουτρών, νεκροταφεία και άλλα οικιστικά κατάλοιπα.
Αν και η περιοχή των Παλαιών την τελευταία δεκαετία ξαναζεί τις δόξες του παρελθόντος σημειώνοντας μεγάλη ανάπτυξη, σε σύγκριση με το παρελθόν που δόθηκε έμφαση στο κέντρο του Βόλου, οι περισσότεροι, δυστυχώς, δεν γνωρίζουν την ιστορία της περιοχής και περνούν δίπλα από τα φωτισμένα τείχη του κάστρου χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή.
Ευελπιστούμε ότι η πρόταση που υπάρχει στον αέρα, εδώ και χρόνια, για την δημιουργία πολιτιστικού πάρκου στον λόφο των Παλαιών να καταστεί εφικτή και σύντομα να δούμε να γίνονται πράγματα στην περιοχή, που αποτελεί την αρχή και την βάση της σύγχρονης οικιστικής ανάπτυξης της πόλης μας.