Μια από τις κορυφαίες ελληνίδες ηθοποιούς, που έγραψε ιστορία ως η πιο εμβληματική ερμηνεύτρια του ελληνικού δράματος . Η γυναίκα που δημιούργησε το γνωστό σε όλους μας Θέατρο του Λυκαβηττού και πέρασε και από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο λόγος για την χαρισματική δραματική ηθοποιό, Άννα Συνοδινού.
Η Άννα Συνοδινού γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1927 στο Λουτράκι Κορινθίας, ενώ η οικογένειά της καταγόταν από την Αμοργό. Είχε άλλα 7 αδέρφια, εκ των οποίων τα δύο πρώτα πέθαναν σύντομα από τον ιό του δάγκειου πυρετού, που εμφανίστηκε και στην Ελλάδα την διετία 1927-28. Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον αγάπης και στοργής και από μικρή είχε εκδηλώσει την αγάπη της για την τέχνη του θεάτρου.
Έναν χρόνο πριν ολοκληρώσει τις σπουδές της στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, το 1948, ο σκηνοθέτης και δάσκαλός της Δημήτρης Ροντήρης έχοντας διακρίνει το ταλέντο της, της έδωσε την ευκαιρία να κάνει το ντεμπούτο της στο θεατρικό σανίδι στην παράσταση «Cyrano de Bergerac».
Το καλοκαίρι του 1955 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Επίδαυρο ενσαρκώνοντας τον ρόλο της Πολυξένης στην «Εκάβη» μαζί με την Κατίνα Παξινού, τον Θάνο Κωτσόπουλο και τον Αλέξη Μινωτή.
Από το 1956 μέχρι το 1964 συνεργαζόταν μόνιμα με το Εθνικό Θέατρο, όπου άφησε μια τεράστια παρακαταθήκη ως κορυφαία πρωταγωνίστρια έργων αρχαίας τραγωδίας, αρχαίας κωμωδίας, αλλά και νεότερου κλασσικού ρεπερτορίου Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Η ερμηνεία της στην «Αντιγόνη» (Επίδαυρος, 1956) την καθιέρωσε ως αξιοτάτη ερμηνεύτρια τραγικών ηρωίδων.
Μερικά από τα μεγάλα έργα στα οποία πρωταγωνίστησε είναι τα: «Εκάβη», «Ηλέκτρα», «Ελένη», «Προμηθεύς Δεσμώτης», «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», «Αντιγόνη», «Εκκλησιάζουσες», «Σίβυλα», «Εκάβη», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Οθέλλος», «Τρωάδες», «Χριστός Πάσχων» και πολλά άλλα.
Το θέατρο και η Ελλάδα υπήρξαν οι μεγάλες αγάπες της Άννας Συνοδινού, γεγονός που την οδήγησε στην επιλογή να ερμηνεύει αποκλειστικά Ελληνίδες ηρωίδες στη σκηνή. Αυτός ήταν ο τρόπος της να αποδίδει έναν φόρο τιμής στην Ελληνίδα γυναίκα και την συνεισφορά της στην ιστορίας της πατρίδας.
Η χαρακτηριστική της άνεση πάνω στην σκηνή και η αξιομνημόνευτη ευχέρειά της να μπαίνει στο πετσί του ρόλου ήταν τα στοιχεία που την ξεχώρισαν στις πλέον εξέχουσες μορφές δραματικών ηθοποιών του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
Η Άννα Συνοδινού ήταν, εκτός από χαρισματική ηθοποιός, και μια ιδιαίτερα αξιόλογη γυναίκα. Κατείχε ένα σπάνιο μέταλλο φωνής, αφοπλιστικό ταλέντο, ήθος, ισχυρή θέληση και μεγάλη αγάπη για την τέχνη.
Το 1956 αποχώρησε από το Εθνικό Θέατρο και έναν χρόνο αργότερα ίδρυσε την «Ελληνική Σκηνή». Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του πρώτου Θεάτρου του Εθνικού Κήπου, καθώς και του πασίγνωστου Θεάτρου στον λόφο του Λυκαβηττού, το πρώτο θέατρο βράχων.
Η ιδέα για το Θέατρο του Λυκαβηττού ήταν μέρος του στόχου και της ανάγκης της να φέρει το κοινό πιο κοντά στην αρχαία πολιτιστική μας κληρονομιά αναβιώνοντας το αρχαίο δράμα σε έναν χώρο που του αρμόζει.
Προσωπική ζωή
Η προσωπική ζωή της Άννας Συνοδινού ήταν αντίστοιχη της προσωπικότητάς της, σοβαρή, μετρημένη και ουσιαστική. Το 1956 παντρεύτηκε τον παλαίμαχο πρωταθλητή του τριπλούν Γιώργο Μαρινάκη, με τον οποίο έζησαν μαζί μέχρι τον θάνατό του το 2009. Δικά της παιδιά δεν απέκτησε ποτέ, αφού οι απαιτήσεις της Επιδαύρου και του στόχου που υπηρετούσε της κόστισαν τρεις αποβολές. Με τον άντρα της είχαν μόνο μια κόρη, από τον πρώτο γάμο του.
«Τίποτα δεν μου λείπει. Η επίδειξη είναι σημείο αδυναμίας. Εγώ είχα τη δύναμη άνωθεν να είμαι με έναν άντρα που λάτρεψα και με λάτρεψε, είχα την υγεία μου -ένας καρκίνος ευτυχώς πέρασε- είχα την κοινωνία που επίσης με λάτρεψε. Έκανα πολλές θυσίες. Έχασα τρία παιδιά στις αρένες της Επιδαύρου και της σκηνής. Πέρασα πολλά, αλλά ήταν μέσα στα καθήκοντά μου».
Ενασχόληση με την πολιτική
Την περίοδο της δικτατορίας, 1967-1972, η Άννα Συνοδινού διέκοψε τις θεατρικές της δραστηριότητες, ενώ κατασχέθηκε το θέατρό της στον Λυκαβηττό και το διαβατήριό της, γεγονός που ακύρωσε και τις περιοδείες της στο εξωτερικό. Εκείνα τα χρόνια εργάστηκε ως δακτυλογράφος στην εταιρεία του συζύγου της.
Στο θέατρο επέστρεψε το 1972 ενσαρκώνοντας στο Ηρώδειο τον ρόλο της Ηλέκτρας, μαζί με τον Αλέκο Αλεξανδράκη (Ορέστης). Μέχρι το 1975 πραγματοποίησε πολλές εμφανίσεις στο Εθνικό Θέατρο, καθώς και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Μετά την πτώση της δικτατορίας αποφάσισε να αφοσιωθεί στην πολιτική.
Το 1974 εξελέγη βουλευτής στην Α’ Αθηνών με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ενώ λίγο αργότερα διετέλεσε και υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1977-1980). Κατά την διάρκεια της πολιτικής της θητείας ασχολήθηκε ενεργά με ζητήματα που αφορούσαν την προστασία της μητρότητας, των παιδιών, των γερόντων και των ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Στον καλλιτεχνικό τομέα εισήγαγε τα μαθήματα καλλιτεχνικής παιδείας στη Μέση Εκπαίδευση, πρότεινε την ένταξη των ηθοποιών στο ΙΚΑ, την ίδρυση της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης και φρόντισε για την καλύτερη λειτουργία των μουσικών ιδρυμάτων μεταξύ άλλων.
Στις δημοτικές εκλογές του 1986 εξελέγη επίσης δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων με τον συνδυασμό του Μιλτιάδη Έβερτ. Τον Μάρτιο του 1990 κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας ένα περιστατικό μέσα στη βουλή στάθηκε η αφορμή για την Άννα Συνοδινού να παραιτηθεί άμεσα και οριστικά από το αξίωμα του βουλευτή. Έκτοτε δεν ασχολήθηκε ξανά με την πολιτική σκηνή.
Σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή» το 2007 ρωτήθηκε αν της έλειψε η πολιτική και απάντησε χαρακτηριστικά:
«Σκέφτομαι και λειτουργώ πολιτικά. Κάθε τι που κάνω είναι πολιτική πράξη. Και οι παραστάσεις που δίνω για την πολιτιστική επιμόρφωση των εφήβων, πολιτική πράξη δεν είναι; Τα παιδιά είναι το ωραιότερο κοινό του κόσμου. Οι μεγάλοι λειτουργούν κατόπιν κριτικής, ενώ τα παιδιά βάσει ενστίκτου».
Πέρα από την εμβληματικές ερμηνείες της ως ηθοποιός, η Άννα Συνοδινού υπηρέτησε τον τομέα της τέχνης και με άλλους τρόπους, κυρίως μέσω του εκπαιδευτικού της έργου. Δίδαξε στις σχολές του Εθνικού Θεάτρου, του Πέλου Κατσέλη, στην Καλλιτεχνική Εταιρεία Αθηνών και στο Ωδείο Αθηνών. Συμμετείχε σε διάφορες ξένες και ελληνικές ταινίες και σειρές, ενώ αρθρογραφούσε στο περιοδικό «Πολιτικά θέματα» και σε κάποιες εφημερίδες.
Το 1998 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Πρόσωπα και Προσωπεία» και το 1999 το «Αίνος στους Άξιους».
Η Άννα Συνοδινού τιμήθηκε δύο φορές με το θεατρικό έπαθλο Κοτοπούλη, με το Σταυρό Ευποιίας Ελλάδος και με το μετάλλιο της Πόλεως των Αθηναίων, ενώ η αξιοσημείωτη καλλιτεχνική της προσφορά τιμήθηκε επίσης και από ξένα κράτη (παράσημο του Ιππότη του Ντάνεμπρο της Δανίας, του Ιππότη της Ιταλικής Λεγεώνας, Έπαθλο Πιραντέλλο και παράσημο του Κέδρου του Λιβάνου).
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Άννα Συνοδινού ταλαιπωρήθηκε αρκετά με θέματα υγείας. Στις 7 Ιανουαρίου του 2016 η μεγάλη ερμηνεύτρια άφησε την τελευταία της πνοή σε μια ιδιωτική κλινική της Κυψέλης, σε ηλικία 88 ετών.
«Έζησα πλάι σε μεγάλες ψυχές. Στη βαθιά κρύπτη της μνήμης και του συνειδότος φύλαξα τη μεγαλειότητά τους».