Γεννημένη τον Αύγουστο του 1912 η Μανιάτισσα Αλίκη Διπλαράκου ήταν κόρη του δικηγόρου Γεωργίου Διπλαράκου και της Ελένης Νικολέση. Το πραγματικό επίθετο του πατέρα της ήταν Βαβούλης, αλλά για οικογενειακούς λόγους υιοθέτησε το επίθετο της μητέρας του, όπως κατά συνέπεια και οι κόρες του.
Η Αλίκη βρέθηκε να συμμετέχει ουσιαστικά κατά τύχη υποψήφια στα καλλιστεία του 1930. Ενώ παρακολουθούσε τον διαγωνισμό στο Θέατρο Ολυμπία μαζί με την οικογένειά της, ένα μέλος της κριτικής επιτροπής την κάλεσε στη σκηνή, αφού κάποιος είχε δηλώσει το όνομά της εν αγνοία της.
Η όμορφη 18χρονη προσπάθησε αρχικά να αρνηθεί, όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης, που παρευρισκόταν στην εκδήλωση, επέμενε ότι η συμμετοχή της ήταν «εθνική υπόθεση».
Οι διαγωνισμοί ομορφιάς είχαν ξεκινήσει στην Ελλάδα μόλις ένα χρόνο πριν, το 1929, και δεδομένης της μανιάτικης καταγωγής της, υπήρξε αντίδραση από την οικογένειά της, καθώς θεωρούσαν ότι η συμμετοχή σε κάτι τέτοιο θα ήταν προσβολή για την τιμή της κοπέλας.
Η Αλίκη όμως τελικά έλαβε μέρος στον διαγωνισμό, κατέκτησε με ευκολία τον τίτλο και τρεις μέρες αργότερα βρέθηκε στο Παρίσι, όπου έγινε η πρώτη Ελληνίδα που κέρδισε τον τίτλο της Μις Ευρώπη.
Το ίδιο έτος συνέχισε στον διαγωνισμό Μις Κόσμος τού Ρίο ντε Ζανέιρο, όπου ήρθε δεύτερη μετά την Βραζιλιάνα Γιολάντα Περέιρα.
Η εστεμμένη καλλονή ήταν αρκετά αδύνατη, με ύψος 1,68, λεπτοκαμωμένα χαρακτηριστικά και μεγάλα μάτια.
Μιλούσε με ευφράδεια Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά, πράγμα σπάνιο για την εποχή της, και χαρακτηριζόταν από τον συνδυασμό ομορφιάς, σεμνότητας και εξυπνάδας που διέθετε, καθώς και από το μεγαλοπρεπές και ανάλαφρο παράστημά της.
Η Καθημερινή έγραψε χαρακτηριστικά μετά την νίκη της στην Ευρώπη:
«…Η Αλίκη είναι ο τέλειος τύπος μιας θρυλικής θεάς. Η κορμοστασιά της είναι συγχρόνως αθλητική και χαρίεσσα. Είναι υψηλή με μακράν καστανήν κόμη, με καθαρόν μελαχροινόν χρώμα, με μάτια καστανόμαυρα… Αναμφισβήτως η εκλεγείσα «Μις Ευρώπη» είνε ο κλασικός Ελληνικός τύπος, και η νίκη της, της οποίας ήτο αξία, της επιδαψίλευσε τα ομόθυμα χειροκροτήματα και της ελλανοδίκου επιτροπής και όλων των παρισταμένων…
Η νικήσασα εις τα Ευρωπαϊκά καλλιστεία Ελληνίς συνενώνει τας λαμπράς και σοβαράς εκείνας ωραιότητας αι οποίαι την κάμνουν ένα ζωντανόν άγαλμα ελθόν θα έλεγέ τις εις τον κόσμον δια να αναστήση τον αιώνα του Φειδίου… Η δις Διπλαράκου συνδυάζει μόρφωσιν, ευφυϊαν και ωραιότητα, προ πάντων θεσπεσίαν ωραιότητα».
Το 1930 η εστεμμένη απασχόλησε ξανά τα πρωτοσέλιδα όταν ντύθηκε άντρας και παραβίασε το άβατο του Αγίου Όρους για να γνωρίσει την απαγορευμένη στις γυναίκες περιοχή. Έκτοτε αντιμετώπισε θέματα με την υγεία της, τα οποία η ίδια απέδωσε ως τιμωρία στην πράξη της.
«Εγνώρισα όμως και το πιστεύω ακράδαντα, ότι είναι τιμωρία εκ μέρους της Παναγίας προς την οποίαν ησέβησα, δεν έπρεπε εγώ μορφωμένη κοπέλα να κάμω αυτό που έκαμα, και μετανοώ τώρα, παρακαλώντας την Παναγία μου να με συγχωρέσει.»
Μετά την θριαμβευτική επιστροφή της από τα καλλιστεία του Παρισιού και λίγο πριν την συμμετοχή της στα Μις Υφήλιος, η Αλίκη δέχτηκε την πρόταση του Άγγελου Σικελιανού να παίξει τον ρόλο της Ωκεανίδας στο έργο «Προμηθέας» δοκιμάζοντας έτσι και την τύχη της στο θέατρο.
Αυτό με το οποίο ασχολήθηκε περισσότερο κατά τη διάρκεια της ζωής της ήταν να κάνει περιοδείες δίνοντας διαλέξεις για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Η Αλίκη Διπλαράκου καλοπαντρεύτηκε δύο φορές.
Το 1932 παντρεύτηκε τον Γάλλο αεροπόρο και επιχειρηματία Πωλ-Λουί Βάιλερ, με τον οποίο απέκτησε και ένα παιδί. Παντρεύτηκε δεύτερη φορά το 1945 με τον Άγγλο διπλωμάτη Σερ Τζων Ράσσελ, απόγονο του δούκα τού Μπέντφορντ, αποκτώντας έτσι τον τίτλο της Λαίδης και διεθνή αναγνώριση. Μαζί του απέκτησε άλλα δύο παιδιά.
Η πλέον Λαίδη Ράσελ έζησε μια γεμάτη, κοσμική ζωή και πρόλαβε να δει εγγόνια και δισέγγονα. Έφυγε από τη ζωή στις 30 Οκτωβρίου του 2002 σε ηλικία 90 ετών έχοντας δίπλα της όλη την οικογένειά της.