Ο Άγγελος Έβερτ γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1894 στην Αθήνα και ήταν γιος του ταγματάρχη της Βασιλικής Χωροφυλακής, Μιλτιάδη Έβερτ. Για την παιδική του ηλικία δεν υπάρχουν πολλές αναφορές. Οι περισσότερες πηγές ιστορούν την ζωή του μετά το 1910, όταν ξεκίνησε σπουδές Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η αρχή της καριέρας στην Αστυνομία
Τον Σεπτέμβριο του 1915 κατετάγη στη Χωροφυλακή και φοίτησε στη Σχολή Ανθυπομοιράρχων, από την οποία αποφοίτησε με τον αυτό βαθμό στις αρχές του 1920 και 9 χρόνια μετά, μετετάχθη στην Αστυνομία Πόλεων Αθηνών, που μόλις είχε συσταθεί, με τον βαθμό Μοιράρχου.
Υπηρέτησε ως Διευθυντής Αστυνομικού Τμήματος, το 1941 έγινε υποδιοικητής και κατόπιν διορίστηκε Διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, θέση στην οποία παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, λαμβάνοντας εμπράκτως και την εμπιστοσύνη των κατακτητών.
Η μακροχρόνια καριέρα του στην Αστυνομία χαρακτηρίστηκε από την ηθική του διοίκηση, προσφέροντας εξαιρετικές υπηρεσίες στην επιβολή τάξης και στη δίωξη του εγκλήματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την επιβολή της Γερμανικής Κατοχής τον Μάιο του 1941, οι Αστυνομικές Αρχές της χώρας διατηρήθηκαν με μειωμένο προσωπικό και μερικό αφοπλισμό. Έτσι, ανέλαβε χρέη αστυνομικού διοικητή Αθηνών με την έγκριση των Αρχών της Κατοχής.
Η αντιστασιακή του δράση
Όταν στις 10 Οκτωβρίου 1943 η Γερμανική Διοίκηση Αθηνών εξέδωσε διάταγμα κατά το οποίο οι Αστυνομικές Αρχές της Χώρας υπάγονταν πλέον στην Ανώτατη Διοίκηση SS της Ελλάδας (AASSA), η Αστυνομία Πόλεων Αθηνών πέρασε στα χέρια της Kommandantur der Ordnungspolizei (Διοίκηση Αστυνομίας Τάξεως) με Διοικητή τον Γερμανό Hermann Franz Blauth.
Ο Έβερτ συνέχισε ωστόσο να τελεί χρέη Διοικητή Γενικής Ασφαλείας, με μειωμένη φυσικά την έκταση της εξουσίας και της δύναμής του, και απολαμβάνοντας την συμπάθεια των Γερμανών, συνέβαλε σημαντικά στην Αντίσταση.
Με κίνδυνο της ζωής του, περιέθαλψε, φυγάδευσε, προστάτευσε και έσωσε διωκόμενους Έλληνες και Εβραίους, τόσο από τον Γερμανικό στρατό όσο και από τους δοσίλογους.
Εκτός από απλούς πολίτες, συνέβαλε στην φυγάδευση Βρετανών κι Ελλήνων αξιωματικών, πολιτικών και δημοσιογράφων, γεγονός στο οποίο βασίστηκε το μεταπολεμικό του προσωνύμιο ως Άγγελος της Αντίστασης. Μάλιστα, κάποιες από τις αποστολές του κατόρθωσε να φυγαδεύσει άτομα κυκλοφορώντας ένστολος, μέσα από τα μπλόκα των Γερμανών.
Ανάμεσα στους διαφυγέντες ήταν και ο μεταγενέστερος Έλληνας πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος με την σύζυγο του Νίτσα.
Από τις αρχές του 1942, ο βρισκόταν σε επαφή μέσω ασυρμάτου με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, στην Μέση Ανατολή. Στα πλαίσια της διάσωσης του όρισε να συμμετέχει στο κατασκοπευτικό δίκτυο του Ιωάννη Τσιγάντε Μίδας 614, όπου εξέδιδε πλαστές ταυτότητες και σε συνεργασία με τους Άγγλους έστελνε με τον ασύρματο χρήσιμες πληροφορίες χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Otto και Skylark No 1.
Ο ρόλος του ως κατάσκοπος έχει αμφισβητηθεί καθώς κατηγορήθηκε ότι ως συνεργάτης των Γερμανών συμμετείχε ενεργά στις πράξεις τους.
Συγκεκριμένα γίνεται λόγος για την συνεργασία του Έβερτ με τον Γερμανό Sicherheitsdienst, κατά την οποία παρείχαν από κοινού προστασία σε παράνομα καζίνο και τυχερά παιχνίδια που λειτουργούν σε όλη τη χώρα, λαμβάνοντας ποσοστά επί των κερδών.
Παρότι το μερίδιο των κερδών χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή των μισθών των συνεργατών κατασκόπων, ο Έβερτ, μετά το τέλος της Κατοχής, βοήθησε τις αρχές στη σύλληψη και φυλάκιση 48 κατόχων καζίνο.
Ο Έβερτ συνεργάστηκε επίσης και με το γνωστό Πολωνό σαμποτέρ Jerzy Iwanow-Szajnowicz, τον οποίο γλύτωσε πολλές φορές από την σύλληψη, ενώ ακόμα και λίγο πριν την εκτέλεσή του προσπάθησε να τον βοηθήσει να αποδράσει. Παράλληλα συνεργάστηκε στενά με την Λέλα Καραγιάννη και την ομάδα της, προκειμένου να ενισχυθούν Άγγλοι αλλά και Έλληνες αντιστασιακοί.
Αξιοσημείωτη ήταν η συμμετοχή του στην έκδοση πλαστών πιστοποιητικών βάφτισης, σε συνεργασία με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ενώ βάσει μαρτυριών εξέδωσε γύρω στις 7500 πλαστές ταυτότητες, σώζοντας κυριολεκτικά χιλιάδες ανθρώπους.
Το όνομά του αναφέρεται στη Χρυσή βίβλο των Εβραίων ως σωτήρας και μάλιστα, βραβεύτηκε το 1988 από το κεντρικό Ισραηλίτικο συμβούλιο Συντονισμού και Γνωματεύσεως και το 1946 από την Ισραηλιτική Κοινότητα Αθηνών, ενώ αργότερα το ίδρυμα Yad Vashem του απέδωσε τον τίτλο του Δικαίου των Εθνών.
Οι Κατοχικές Αρχές αν και έδειχναν εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Έβερτ, οι κινήσεις του κίνησαν υποψίες και τον απήλλαξαν των καθηκόντων του τον Ιούλιο του 1943. Γρήγορα όμως αναγκάστηκαν να τον επαναφέρουν, καθότι προκλήθηκαν μεγάλες αντιδράσεις στο Σώμα.
Η κίνηση που πυροδότησε τα Δεκεμβριανά
Ως Διοικητής της Αστυνομίας και με την ελάχιστη εξουσία που μπορούσε να ασκήσει, προσπάθησε να αποστασιοποιήσει το Σώμα από τη σύγκρουση των Σωμάτων Ασφαλείας με τις ΕΑΜικές οργανώσεις κι αυτό, για να αποφύγει την συνεργασία με τις Κατοχικές δυνάμεις. Πράγμα αρκετά δύσκολο αφού ένα μεγάλο ποσοστό των αστυνομικών είχε προσχωρήσει στο ΕΑΜ.
Στα πλαίσια των μέτρων αποστασιοποίησης τον Δεκέμβριο του 1944 που ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος, η αστυνομική δύναμη δεν υποχώρησε και σημειώθηκαν εκτεταμένες συμπλοκές, σώμα με σώμα, με αποτέλεσμα αρκετούς τραυματίες.
Φτάνοντας στην ημέρα του συλλαλητηρίου, όταν μέλη του ΕΑΜ κατευθύνθηκαν στο σπίτι του Γεωργίου Παπανδρέου και προσπάθησαν να εισβάλλουν με χειροβομβίδα, με τις οδηγίες του Έβερτ η επιτυχημένη συμπλοκή του Σώματος κατάφερε να αποτρέψει το πολλαπλό φονικό. Δυστυχώς όχι ένδοξα αφού σκοτώθηκε ένας υπαρχιφύλακας.
Έτσι, δεδομένης της κατάστασης, οι διαδηλωτές κινήθηκαν προς το κτίριο της Διεύθυνσης της Αστυνομίας όπου τους περίμεναν περίπου 20 αστυνομικοί της φρουράς.
Τότε, όταν διέκρινε ότι το πλήθος πλησιάζει απειλητικά, ο Έβερτ διέταξε να τους πυροβολήσουν.
Αυτή η διαταγή είχε ως αποτέλεσμα 33 νεκρούς και 148 τραυματίες και ήταν το γεγονός που σηματοδότησε την αρχή των Δεκεμβριανών.
Η αποπομπή του από το Σώμα
Το 1954, κι ενώ ήταν αρχηγός της Αστυνομίας πόλεων, κατά την τελετή παράδοσης του υπουργείου εσωτερικών, έγινε μια κίνηση που ο Τύπος της εποχής την διύλισε τόσο έντονα που κατέληξε ως θέμα προς συζήτηση στην Βουλή, με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης.
Συγκεκριμένα, ο Παυσανίας Λυκουρέζος ζήτησε από τον νέο υπουργό Ιωάννη Νικολίτσα να χαιρετίσει πριν φύγει τους “ειλικρινείς και έντιμους συνεργάτες του”, προσπερνώντας επιδεικτικά το τεντωμένο χέρι του Έβερτ ο οποίος ήθελε να “ξεπροβοδίσει” ευγενικά τον τέως υπουργό.
Αφορμή για αυτή τη συμπεριφορά από τον Λυκουρέζο προς τον Έβερτ ήταν τα γεγονότα του Απρίλη του ιδίου έτους, όταν η ελληνική κυβέρνηση ετοιμαζόταν να απευθυνθεί στον ΟΗΕ για το Κυπριακό ζήτημα και δημοσιεύτηκε στο έντυπο Αστυνομικά Χρονικά ένα άρθρο που καυτηρίαζε την προσφυγή ως “ταφόπλακα” του Κυπριακού, ενώ εντυποανέφερε πως οι κινητοποιήσεις για το θέμα ήταν υποκινούμενες από τους κομμουνιστές.
Ήταν πραγματικά πρωτοφανές το γεγονός ότι εκπρόσωποι των Σωμάτων Ασφαλείας αμφισβητούν την κυβέρνηση και η αίσθηση που που προκάλεσε ήταν τεράστια.
Φυσικά ήταν δύσκολο κανείς να πιστέψει πως οι αστυνομικοί εξέδιδαν έντυπα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της ηγεσίας.
Το θέμα πήρε πολιτικές διαστάσεις και την περίοδο της παράδοσης του υπουργείου ήταν ακόμα σε εξέλιξη. Ο Έβερτ ωστόσο, πήρε άμεσα θέση και προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από το περιστατικό, υπογραμμίζοντας τον χαρακτήρα του εντύπου και δηλώνοντας πως το άρθρο αφορούσε καθαρά τις απόψεις του γράφοντος και όχι του Σώματος.
Στο θέμα παρενέβη ακόμη και η ίδια η Κυπριακή κυβέρνηση, η οποία δήλωσε πως το άρθρο ήταν δημιούργημα της Αγγλικής μυστικής υπηρεσίας Intelligence Service που στόχευε στην υπονόμευση της στήριξης του αντιαποικιοκρατικού αγώνα της Κύπρου, αφήνοντας όμως αιχμές και για τη στάση της Ελληνικής Αστυνομίας.
Όταν, όμως, αποκαλύφθηκε ότι τα Αστυνομικά Χρονικά λειτουργούσαν εντός της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, χρηματοδοτούνταν από τον Έβερτ και ότι στην πράξη ήταν φύλλο υποχρεωτικής συνδρομής μεταξύ των αστυνομικών, καθώς το αντίτιμο παρακρατούνταν από τη μισθοδοσία τους, οι επικριτές του Έβερτ πολλαπλασιάστηκαν.
Φτάνοντας στη δίκη των συντακτών του άρθρου, Χατζηαναγνώστου και Δημητρέα, ο ταξίαρχος Μπενιψάλτη κατέθεσε ότι κατόπιν διαταγής διεξήγαγε απόρρητη έρευνα για το δίκτυο της Intelligence Service στην Ελλάδα, η οποία έφερε στο φως ότι αρχηγός των πρακτόρων ήταν ο Άγγελος Έβερτ.
Αν και τα ερωτήματα για την υπόθεση δεν απαντήθηκαν ποτέ πλήρως, ο Έβερτ ουσιαστικά αποπέμφθηκε από το Σώμα. Αρχικά τέθηκε από τον Αλέξανδρο Παπάγο σε διαθεσιμότητα το Σεπτέμβρη του 1954, εν συνεχεία οδηγήθηκε σε απόλυση λόγω “πειθαρχικών παραπτωμάτων” και εντέλει οδηγήθηκε σε αναγκαστική παραίτηση στις στις 31 Ιανουαρίου 1955.
Το τέλος
Μετά την αποστρατεία του διορίστηκε τιμητικά Διευθυντλης της εταιρείας Υπεγγύων Προσόδων ενώ τιμήθηκε με 13 μετάλλια και διακρίσεις, όπως τον ανώτερο Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος, παράσημο Λεγεώνος της Τιμής, κ.α.
Άλλες λεπτομέρειες για τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν είναι ευρέως διαδεδομένες.
Ο Άγγελος Έβερτ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 30 Δεκεμβρίου 1970 και κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών.