Κατά βάθος είσαι άνθρωπος της παράδοσης του γλεντιού και του κεφιού, κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό.
Τα Χριστούγεννα, για παράδειγμα, είσαι η ψυχή της παρέας. Φοράς τα σέα και τα μέα σου και συναγωνίζεσαι σε λάμψη τα στολίδια του δέντρου, τα οποία με μεγάλο μεράκι έχεις διαλέξει ένα προς ένα.
Χαίρεσαι σαν μικρό παιδί για τα δώρα που θα λάβεις κι ας υποθέτεις ότι για χιλιοστή φορά κάποιος θα έχει την φαεινή ιδέα να σου πάρει κάτι από την κολεξιόν Ρούντολφ το Ελαφάκι, με την κούπα να αποτελεί και πάλι το απόλυτο φαβορί. (Άνετα στήνεις πάγκο σε παζάρι της περιοχής πουλώντας τις χριστουγεννιάτικες κούπες που σου φόρτωσαν τόσα χρόνια!)
Η γκλαμουριά ενός καλού ρεβεγιόν στο οποίο ίσως και να σε καλέσουν σε κάνει να αισθάνεσαι τουλάχιστον πρώτη ξαδέλφη της Πάρις Χίλτον και γενικότερα το απολαμβάνεις.
Και μπαίνουμε αισίως στην Άνοιξη.
Τα λουλουδάκια ανθίζουν, τα πουλάκια τιτιβίζουν και γενικότερα υπάρχει μια ψυχολογική ανάταση.
Κάποια στιγμή το ημερολόγιο σε ενημερώνει για την επικείμενη άφιξη του Πάσχα. Τα σοκολατένια λαγουδάκια αραδιασμένα σε κάθε ράφι και βιτρίνα των σουπερμάρκετ σου κλείνουν πονηρά το μάτι υπενθυμίζοντάς σου ότι σε λίγες μέρες θα αποτελούν το talk of the town.
Νιώθεις έναν κόμπο στο στομάχι μόλις τα πρώτα τσουρέκια σκάνε μύτη στην βιτρίνα του φούρνου της γειτονιάς σου. Όχι, δεν έχεις τίποτα εναντίον τους. Απλά ο νους σου τρέχει σε αυτό που δεν μπορείς να αποφύγεις: την παρασκευή παρόμοιων τσουρεκιών, μα και κουλουριών από τα ίδια σου τα χέρια.
Με νοσταλγία θυμάσαι τα Χριστούγεννα που πέρασαν, με φρίκη σκέφτεσαι το Πάσχα που βρίσκεται σαν τον Αννίβα προ των πυλών!
Ένα από τα μεγαλύτερα θέματα που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι η μαγειρίτσα.
Η αλήθεια είναι πως και μόνο που ξεστομίζεις το όνομά της σε πιάνει μια αναγουλα άνευ προηγουμένου. Χρόνια προσπαθείς να αποφύγεις την παρασκευή της και κάποια στιγμή καταφέρνεις να μην έρθεις πια σε άμεση επαφή με έντερα που περιμένουν να τους κάνεις σπα κι αφρόλουτρο ταυτόχρονα ώστε να λάμπουν πριν τεμαχιστούν.
Δυστυχώς όμως δυσκολεύεσαι ακόμη να θέσεις βέτο του τύπου ”Αφήστε με μωρέ κι εσείς και η μαγειρίτσα σας, έγω θα φάω χάμπουργκερ”! Κι έτσι αφού συνοδεύεις κάθε ρηχή κουταλιά μαγειρίτσας με ένα λίτρο νερό για να κατέβει πιο ανώδυνα κάτω, αφού έχεις πιεί τόσο πολύ λες κι ετοιμάζεσαι να κάνεις δέκα υπερηχογραφήματα μαζί, αναγκάζεσαι να επισκέπτεσαι κι ανά δευτερόλεπτο την τουαλέτα λες κι έχεις χρόνια συχνουρία!
Παθών συνέχεια λοιπόν και η αναφορά γίνεται στο βάψιμο των αυγών.
Πέραν του γεγονότος ότι δεν τολμάς να αγοράσεις έτοιμα βαμμένα από τα σουπερμάρκετ αφού οι νοικοκυρές της γειτονιάς είναι ικανές να σε λιθοβολήσουν στην κεντρική πλατεία, το λουλακί και μουσταρδί σαν επιλογή ειδικά όταν σε τραβολογάνε στα κατσάβραχα για τις γιορτές δεν παίζει ούτε καν σαν ιδέα. ”Κόκκινα θα βαφτούν σαν το αίμα του Κυρίου μας!”, σε επιπλήττει η φαφούτα, εκάτο και βάλε, θείτσα που δεν ήξερες μέχρι πρότινος ότι υφίσταται ως παρουσία στο γενεαλογικό σου δέντρο.
Και πες τα αυγά στραβά κουτσά τα βράζεις, αλλά μ’εκείνο το μαρτύριο της βαφής τι κάνεις; Ποτέ δεν πετυχαίνει το χρώμα, αφού τα περισσότερα παίρνουν το χρώμα των φλαμίνγκο. Με εξαίρεση κανά δυό τρία που στο τέλος συμπεραίνεις πως έχουν ελαφρώς ραγίσει. Ας μην ξεχνάμε και τα κατακόκκινα σαν μακελάρης δάχτυλα που προσπαθείς να κρύψεις την ώρα που κρατάς την λαμπάδα στην Ανάσταση.
Last but not least το βράδυ της Ανάστασης!
Προσπερνώ το γεγονός ότι θέλουμε δεν θέλουμε ντυνόμαστε σαν την Ζωζώ Ζαπουντζάκη στις δόξες της για να πάμε στην εκκλησία με την γόβα να σε χτυπάει και το φερμουάρ της φούστας να είναι έτοιμο να εκραγεί από το βάρος που πήρες τρώγοντας κρυφά τα κουλούρια που έφτιαχνες.
Εκείνο που δεν καταπίνεται όμως με τίποτα είναι ο τρόμος που σε κατακλύζει κάθε φορά που η λαμπάδα του γεράκου με πάρκινσον περνάει ξυστά από τον ψηλό σου κότσο ή τα φουντωτά σαν ακλάδευτος θάμνος μαλλιά σου. Αν μάλιστα ερεθίσει τα ρουθούνια σου η ”εσάνς” του καψαλισμένου ψάχνεις για αντικαταθλιπτικά στο τσαντάκι που έτσι κι αλλιώς κουβάλησες τζάμπα μαζί.