Νταγκεροτυπία (Daguerreotype) ονομάζεται η πρώτη πρακτική και δημόσια διαθέσιμη φωτογραφική διαδικασία, που χρησιμοποιήθηκε κατά τις δεκαετίες 1840-1850. Παρουσιάστηκε επίσημα από τον Γάλλο Louis Daguerre στις 9 Ιανουαρίου του 1839.
Η νταγκεροτυπία αντικατέστησε ουσιαστικά την προηγούμενη τεχνική της ηλιοτυπίας, την πρώτη μορφή αποτύπωσης μιας εικόνας σε υλικό, που είχε ανακαλύψει πρώτος ο Joseph Niépce. Ο Niépce και ο Daguerre ήταν συνεργάτες και πραγματοποιούσαν μαζί τις έρευνες πάνω σε νέες τεχνικές, ώσπου το 1833 ο πρώτος πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο γιος του Niépce, Isidore, κληρονόμησε τα δικαιώματα του πατέρα του στο συμβόλαιο συνεργασίας που είχε εκείνος με τον Daguerre, όμως δεν συνέβαλε καθόλου στην διαδικασία εξέλιξης της δαγκεροτυπίας παραδεχόμενος πως ο Daguerre είχε βελτιώσει την παλιότερη μέθοδο με 60-80 φορές μεγαλύτερη ταχύτητα αποτελέσματος.
Η διαδικασία της δαγκεροτυπίας είχε ως εξής:
Αρχικά ξεκινούσε με μια πλάκα χαλκού γυαλισμένη καλά ώστε να μοιάζει με καθρέπτη. Η πλάκα αυτή περνούσε στη συνέχεια από ατμούς, που προέρχονταν από την θέρμανση ιωδίου, και της έδιναν μια κιτρινωπή απόχρωση κάνοντάς την φωτοευαίσθητη. Κατόπιν έμπαινε μέσα σε μια camera obscura για όσο διάστημα χρειαζόταν, ανάλογα με τις φωτιστικές συνθήκες (μόλις λίγα δευτερόλεπτα για θέματα με έντονο φως και ηλιοφάνεια ή περισσότερη ώρα για low light θέματα).
Όταν έβγαινε από την κάμερα, έπρεπε να ψεκαστεί με ατμό υδραργύρου, του οποίου οι αναθυμιάσεις προκαλούσαν την εμφάνιση της φωτογραφίας πάνω στην πλάκα χαλκού. Με ένα ήπιο θερμό διάλυμα κοινού αλατιού αφαιρούνταν επίσης η ευαισθησία στο φως και τέλος ξεπλενόταν με ζεστό νερό και στεγνωνόταν καλά.
Η εικόνα φαινόταν σε μια καθρεπτίζουσα ασημί επιφάνεια, που εμφανιζόταν σε αντεστραμμένη όψη (σαν θετικό ή αρνητικό) αναλόγως την οπτική γωνία που την κοιτούσε κανείς και το ανακλώμενο φως σε αυτή. Τα σκοτεινά σημεία της εικόνας ήταν καθαρό ασήμι, ενώ τα πιο φωτεινά είχαν μια απαλή λεπτομερή υφή διασκορπισμένου φωτός. Ήταν επίσης συνηθισμένο να υπάρχει ένα μαύρισμα περιφερειακά του κάδρου.
Η επιφάνεια της δαγκεροτυπίας ήταν εξαιρετικά λεπτή και ευαίσθητη, γι’ αυτόν τον λόγο τοποθετούταν άμεσα σε ειδική αεροστεγή θήκη-κορνίζα με γυαλί, η οποία την προστάτευε από το μαύρισμα και κάθε άλλη φθορά.
Οι νταγκεροτυπίες δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν σε αντίγραφα, παρά μόνο αν γινόταν από την αρχή η διαδικασία από την πρωτότυπη εικόνα.
Η νέα ανακάλυψη της δαγκεροτυπίας γνώρισε σύντομα μεγάλη αναγνώριση και προώθηση για την καινοτομία και την αποτελεσματικότητά της. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που οι άνθρωποι μπορούσαν να έχουν μια ακριβής και μόνιμη αποτύπωση μιας εικόνας -του εαυτού τους ενίοτε- σε υλικό και με ένα όχι ιδιαίτερα υψηλό κόστος.
Μέχρι και το 1853 υπολογίζεται πως μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες παράγονταν περίπου τρία εκατομμύρια νταγκεροτυπίες κάθε χρόνο.
Η πετυχημένη εφεύρεση του Daguerre προκάλεσε ένα μεγάλο κύμα διάδοσης της προσωπογραφίας, καθώς τόσο πλούσιοι και διάσημοι όσο και καθημερινοί πολίτες αναζητούσαν να αποκτήσουν ένα πορτραίτο των ίδιων ή της οικογένειας ή των φίλων τους. Συνήθως το έργο γινόταν από πλανόδιους επαγγελματίες φωτογράφους δαγκεροτυπίας, που ταξίδευαν από πόλη σε πόλη.
Αν και η διαδικασία της δαγκεροτυπίας θεωρείται ότι “πέθανε” κατά την δεκαετία του 1860, όταν και αντικαταστάθηκε σιγά σιγά από νέες πιο εξελιγμένες μεθόδους, αρκετοί καλλιτέχνες θαυμαστές της συνέχισαν να την χρησιμοποιούν μέχρι και 150 χρόνια αργότερα.
Στα τέλη του 20ου αιώνα έγινε μια μικρή αναγέννηση-αναβίωσή της, ενώ μέχρι και σήμερα η ιδιαίτερη αυτή διαδικασία πραγματοποιείται πειραματικά και με νεότερα μέσα από διάφορους καλλιτέχνες, όπως ο Jerry Spagnoli, ο Adam Fuss, ο Patrick Bailly-Maître-Grand, η Alyssa C. Salomon και ο Chuck Close.