Η ιδέα της αναβίωσης των Ολυμπιακών αγώνων ανήκει στον Γάλλο παιδαγωγό και ιστορικό, βαρόνο του Coubertin, Pierre de Frédy, (γνωστός και ως Pierre de Coubertin).

Ο Pierre στην προσπάθεια ανάπτυξης μιας αθλητικής κουλτούρας στα σχολεία, διαπίστωσε πως τα οργανωμένα παιχνίδια των αρχαίων Ελλήνων αποτελούσαν μέρος της εκπαίδευσης των παιδιών και είχαν ως αποτέλεσμα μια ισορροπία ανάπτυξης σώματος και πνεύματος.

Ο ίδιος πίστευε τόσο πολύ στην ιδέα που είχε αναπτύξει που αποφάσισε να αφιερώσει πολύ κόπο και χρόνο για την εφαρμογή της. Με πρότυπο το Αθηναϊκό γυμνάσιο, έκανε εντατικές προσπάθειες για την εισαγωγή περισσότερων μαθημάτων φυσικής αγωγής στα γαλλικά σχολεία, οι οποίες όμως απέτυχαν.

Η σύλληψη της ιδέας

Οι αποτυχίες αυτές δεν τον εμπόδισαν από το να συνεχίσει τις προσπάθειες για να επιτύχει τον στόχο του. Την πρώτη ιδέα διαδέχτηκε εκείνη της αναβίωσης των Ολυμπιακών αγώνων υπό την μορφή διεθνούς αθλητικής διοργάνωσης.

Στην αρχαιότητα οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν το πιο σπουδαίο αθλητικό και θρησκευτικό γεγονός. Οι διασωθείσες καταγραφές αναφέρονται στην διοργάνωση αγώνων στην Ολυμπία το 776 π.χ. αφήνοντας υπόνοιες πως δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε.

Μια περίοδος περίπου χιλίων χρόνων αδιάλειπτης συνέπειας στην διοργάνωση έληξε όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ελλάδα και επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγινε ο Χριστιανισμός. Έτσι, οι Ολυμπιακοί Αγώνες θεωρήθηκαν παγανιστική γιορτή και το 393 μ.Χ. απαγορεύτηκε η διεξαγωγή τους από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιος. 

Η έμπνευση της αναβίωσης επηρεάστηκε από τις Ζάππειες Ολυμπιάδες (Ολύμπια), την πρώτη προσπάθεια στη σύγχρονη ιστορία για την αναβίωση των αγώνων. Αυτές οι διοργανώσεις ονομάστηκαν έτσι από τον χρηματοδότη τους Ευάγγελο Ζάππα και διεξήχθησαν την περίοδο 1859-1889.

Έτσι, στις 18 Ιουνίου 1894, ο Pierre οργάνωσε το Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο στο Παρίσι, όπου παρουσία εκπροσώπων αθλητικών επιτροπών από 11 χώρες, παρουσίασε τις ιδέες του και τις προτάσεις του, οι οποίες έγιναν αποδεκτές με ενθουσιασμό. Αποφασίστηκε η ίδρυση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ) και ξεκίνησαν αμέσως τις συσκέψεις για τις λεπτομέρειες.

Κατά την επιλογή ημερομηνίας και τόπου διεξαγωγής των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, προτάθηκε η πρώτη διεξαγωγή να γίνει στο Παρίσι το 1900 παράλληλα με τη Διεθνή Έκθεση που είχε οριστεί να διεξαχθεί εκείνη την περίοδο. Όμως, η αναμονή 6 ετών, από την ημέρα του συνεδρίου, έκανε τους εκπροσώπους των χωρών να πιστεύουν ότι θα μείωνε το ενδιαφέρον του κοινού και κατέληξαν σε κοινή απόφαση για το έτος 1896.

Σε επόμενη φάση, έπρεπε να γίνει η επιλογή της διοργανώτριας πόλης. Εκτός από το Παρίσι, άλλη μια δημοφιλής πρόταση ήταν το Λονδίνο. Χωρίς να έχουν γίνει ευρέως γνωστοί οι λόγοι, αυτή ήταν μια πρόταση που δεν άρεσε καθόλου στον Pierre ο οποίος, μετά από μια σύντομη συζήτηση με τον εκπρόσωπο της Ελλάδας, Δημήτριο Βικέλα, έκανε μια τελευταία πρόταση η οποία τους βρήκε όλους σύμφωνους και επισημοποιήθηκε στις 23 Ιουνίου.

Ορίστηκε η Αθήνα ωσ η ιδανικότερη επιλογή για την φιλοξενία της πρώτης διεξαγωγής προς τιμήν της Αρχαίας Ελλάδος, της γενέτειρας των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο Έλληνας εκπρόσωπος, Δημήτριος Βικέλας, βρέθηκε στο συνέδριο μετά από προτροπή του Ιωάννη Φωκιανού, προέδρου του Πανελλήνιου Αθλητικού Συλλόγου, επειδή, εκτός των άλλων δυσκολιών που προέκυψαν, ο Βικέλας ήταν ήδη γνωστός ως λογοτέχνης στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και είχε ισχυρές διασυνδέσεις.

Όλα αυτά φαίνεται πως συνέβαλαν ώστε ο Βικέλας όχι μόνο να καταφέρει φέρει αυτή την σπουδαία πρώτη διοργάνωση στην χώρα μας αλλά εκλέχθηκε και πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.

Οι πρώτες αντιδράσεις

Η είδηση της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων έφερε ενθουσιασμό στο ελληνικό κοινό, στα όρια του εθνικού παραληρήματος. Η επιτυχία της διοργάνωσης αποτελούσε πλέον εθνική υπόθεση. Μάλιστα, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ και ο διάδοχός του δήλωσαν πως θα παρέχουν την υποστήριξή τους για τη διοργάνωσή τους.

Δείτε επίσης ⇒ Γεώργιος Α’ – Ο μακροβιότερος βασιλιάς της Ελλάδος και η μυστήρια δολοφονία του

Όμως, η πολιτική αστάθεια και η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν άσχημη. Ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης και ο Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος είχε προσπαθήσει στο παρελθόν να επιχειρήσει την διεξαγωγή εθνικών Ολυμπιάδων, πίστευαν ότι η χώρα δεν ήταν σε θέση να στηρίξει μια τόσο μεγάλη διοργάνωση.

Το 1894 η οργανωτική επιτροπή παρουσίασε την έκθεση για το κόστος των αγώνων, το οποίο υπολογίστηκε ότι θα ήταν 3.740.000 δραχμές, το τριπλάσιο των αρχικών εκτιμήσεων του Pierre, με αποτέλεσμα να παραιτηθούν δηλώνοντας αδυναμία διεξαγωγής.

Το δίδυμο της επιτυχημένης προσπάθειας της αναβίωσης των Ολυμπιακών αγώνων, τιμήθηκε στην μοναδική συλλογή κερμάτων των 500 δραχμών που εκδόθηκαν το 2000 και σκοπό είχαν τον εορτασμό της ανάληψης της Ολυμπιάδας του 2004.

Ο Pierre μαζί με τον Βικέλα δεν εγκατέλειψαν το όνειρο και ξεκίνησαν εκστρατεία για το Ολυμπιακό κίνημα. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος υποστηρίζοντας το κίνημα, ανακοίνωσε στις 7 Ιανουαρίου 1895 ότι αποφάσισε να ηγηθεί της οργανωτικής επιτροπής.

Η κίνηση του διαδόχου ξεσήκωσε κύματα δωρεών από τον ελληνικό λαό, που συγκέντρωσαν 330.000 δραχμές, ένα αξιοσέβαστο ποσό για την εποχή. Παράλληλα η ειδική σειρά γραμματοσήμων που εκδόθηκε απέδωσε 400.000 δραχμές ενώ άλλες 200.000 δραχμές προστέθηκαν στον προϋπολογισμό από τις πωλήσεις των εισιτηρίων.

Οι εντατικές προσπάθειες έδειχναν πόσο ήθελε ο κόσμος αυτή την διοργάνωση. Έτσι, ο βασιλιάς ήρθε σε επικοινωνία με τον επιχειρηματία Γεώργιο Αβέρωφ ζητώντας του να συνεισφέρει σε ένα από τα πιο δαπανηρά έργα (920.000 δραχμές) που έπρεπε να γίνουν για να επιτευχθεί αυτή η προσπάθεια, την ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου.

Το Παναθηναϊκό Στάδιο, ήταν το μοναδικό Ολυμπιακό στάδιο που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 19ο αιώνα

Ο Αβέρωφ ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και ανέλαβε όλη την οικονομική δαπάνη για την ολοκλήρωση του έργου, που λόγω περιορισμένου χρόνου ολοκληρώθηκε μόνο η περί τη σφενδόνη μαρμάρωση των κερκίδων καθώς και όλων των πρώτων τουλάχιστον σειρών από του στίβου.

Προς τιμήν του ευεργέτη Αβέρωφ, ανεγέρθηκε προ του σταδίου ανδριάντας (σήμερα είναι δεξιά της εισόδου), ένα έργο του γλύπτη Γεώργιου Βρούτου, τα αποκαλυπτήρια του οποίου έγιναν μαζί με του σταδίου, στις 5 Απριλίου 1896, μια μέρα πριν την επίσημη έναρξη των αγώνων.

Μέσα στα επόμενα έτη συνεχίστηκαν οι εργασίες της μαρμάρωσης του σταδίου οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1900.

Η μεγάλη μέρα

Η έναρξη της πρώτης σύγχρονης Ολυμπιάδας πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 1896 (αλλά αναφέρεται ως 25 Μαρτίου σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο). Επιλέχθηκε ως ιδανική μέρα συμβολισμού εορτασμού τόσο για την χώρα μας όσο και του ιδεώδους της ενώσεως των λαών.

Εκτός της Εθνικής μας επετείου, καθώς και τον εορτασμό των 75 ετών μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, τύγχανε εκείνο το έτος, την συγκεκριμένη μέρα να συμπίπτει η Δευτέρα του Πάσχα των ορθόδοξων με των καθολικών. 

Από νωρίς το πρωί η ατμόσφαιρα της πόλης ήταν άκρως εορταστική με το πλήθος να κατακλύζει το στάδιο με κύριο θέμα συζητήσεων τις συμμετοχές των Ελλήνων. Οι περίπου 80.000 θεατές δημιούργησαν μια καταπληκτική ατμόσφαιρα.

Παρόντες στην έναρξη ήταν η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, ξένοι αντιπρόσωποι, μέλη της Ιεράς Συνόδου και του ξένου κλήρου και επίτιμοι καλεσμένοι απ’ όλο τον κόσμο.

Την ομιλία του προέδρου της οργανωτικής επιτροπής, διαδόχου Κωνσταντίνου, ακολούθησε η κήρυξη της έναρξης των αγώνων από τον βασιλιά Γεώργιο Α’ με τα εξής λόγια:

Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός Λαός!

Στην συνέχεια έγιναν θεαματικοί κανονιοβολισμοί και απελευθέρωση περιστεριών, ενώ 9 μπάντες και χορωδία 150 ατόμων ερμήνευσαν για πρώτη φορά τον Ολυμπιακό Ύμνο, σε σύνθεση του Σπύρου Σαμάρα και στίχους Κωστή Παλαμά ο οποίος ενθουσίασε το κοινό.

Δείτε επίσης ⇒ Κωστής Παλαμάς: Ο κορυφαίος ποιητής με τις 14 υποψηφιότητες για Νόμπελ

Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Αρχαίο Πνεύμα αθάνατον, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
στων ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή,
και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός.
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός, κάθε λαός
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.

Ακολούθησε η έπαρση της Ελληνικής σημαίας υπό τους ήχους του Εθνικού ύμνου και εν συνεχεία πραγματοποιήθηκε η παρέλαση των αθλητών, τους οποίους υποδέχτηκε ο πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Δημήτριος Βικέλας.

Η μηδαμινή εμπειρία της Ελλάδας στην διοργάνωση αγώνων τέτοιου μεγέθους έφερε δυσκολίες στην οργανωτική επιτροπή παρότι η συμμετοχή ήταν ελεύθερη και όσοι πήραν μέρος έφτασαν στην Αθήνα με δικά τους έξοδα. Συν τοις άλλοις, δεν  υπήρχε Ολυμπιακό χωριό και οι αθλητές έπρεπε να καλύψουν μόνοι τους και τα έξοδα διαμονής τους.

Στην πρώτη σύγχρονη Ολυμπιάδα δε συμμετείχαν εθνικές ομάδες αλλά αθλητικοί σύλλογοι ή μεμονωμένες συμμετοχές, εκ των οποίων πολλοί δεν ήταν καν επίσημοι αθλητές, αλλά εραστές της ιδέας των Ολυμπιακών Αγώνων. Μερικοί μάλιστα, πήραν μέρος επειδή έτυχε να βρεθούν στην πόλη εκείνη την περίοδο για διακοπές ή εργασία.

Αυτό ήταν καθόλα νόμιμο, αφού ο πρώτος κανονισμός που ψηφίστηκε από τη ΔΟΕ το 1894, όριζε ότι η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς αγώνες επιτρέπεται μόνο σε ερασιτέχνες αθλητές, με εξαίρεση το αγώνισμα της ξιφασκίας.

Οι κριτές των αγωνισμάτων έφεραν τα ίδια ονόματα όπως και στην αρχαιότητα: Αλυτάρχης, Έφοροι, Ελλανοδίκες, ενώ τελικός κριτής ήταν ο Πρίγκιπας Γεώργιος του οποίου η παρουσία έδωσε βαρύτητα και κύρος στις αποφάσεις των εφόρων.

Αγωνίσματα και διακρίσεις

Για το πρόγραμμα της Αθήνας, οι πρώτες επίσημες ανακοινώσεις για τα αθλήματα που θα πραγματοποιούνταν, περιελάμβαναν μεταξύ άλλων το ποδόσφαιρο και το κρίκετ, τα οποία εντέλει δεν επιλέχθηκαν.

Τα αγωνίσματα που πραγματοποιήθηκαν ντισφαίριση, άρση βαρών, γυμναστική, κολύμβηση, ξιφασκία, πάλη, ποδηλασία, σκοποβολή και στίβος) διήρκεσαν 9 μέρες και συμμετείχαν σε αυτά, αυστηρά και μόνο άντρες. Η κωπηλασία και η ιστιοπλοΐα ενώ είχαν προγραμματιστεί ματαιώθηκαν λόγω κακών καιρικών συνθηκών κατά την προγραμματισμένη ημέρα του αγώνα.

Πρώτος Ολυμπιονίκης των σύγχρονων Ολυμπιάδων, στέφεται ο 27χρονος Αμερικανός James Brendan Connolly, που είχε νικήσει στο τριπλούν με 13,71 μ.

Ως ήρωας της πρώτης Ολυμπιάδας αναφέρεται, στην παγκόσμια βιβλιογραφία, ο Σπύρος Λούης, ο οποίος νίκησε στο Μαραθώνιο σε χρόνο ρεκόρ ξεπερνώντας γνωστούς αθλητές της εποχής, χωρίς ο ίδιος να υπήρξε ποτέ αθλητής. Ο 24χρονος νερουλάς που έγινε σύμβολο του Mαραθωνίου δεν ξαναπήρε ποτέ σε άλλο Μαραθώνιο και ίσως αυτό που συντήρησε το θρύλο του μέχρι σήμερα.

Τα περισσότερα μετάλλια στο στίβο τα κέρδισαν Αμερικανοί αθλητές (11 χρυσά) αλλά τα περισσότερα της διοργάνωσης τα έλαβαν Έλληνες, κερδίζοντας περισσότερα από 50 σε σύνολο, εκ των οποίων τα 10 ήταν χρυσά. Επίσης, ο πιο επιτυχημένος αθλητής των Αγώνων αναδείχθηκε ο Γερμανός Carl Schuhmann, ο οποίος κέρδισε συνολικά 4 χρυσά μετάλλια.

Τελετή λήξης

Η επίσημη τελετή λήξης ήταν προγραμματισμένη να γίνει στις 14 Απριλίου όπου μετά το μεσημέρι θα γινόταν η ανακήρυξη και η στέψη των νικητών στο Παναθηναϊκό Στάδιο, κάτι που λόγω άσχημων καιρικών φαινομένων αναβλήθηκε.

Έτσι η τελετή πραγματοποιήθηκε την αμέσως επόμενη μέρα, με το στάδιο να έχει την ίδια επιβλητική και εορταστική χροιά των πρώτων ημερών με αφόρητα μεγάλο συνωστισμό σε όλη την περιοχή πέριξ του σταδίου.

Με την άφιξη της βασιλικής οικογένειας δόθηκε άδεια στον κόσμο που περίμενε έξω από τα προπύλαια να μπει χωρίς εισιτήριο γεγονός που έκανε το στάδιο να ασφυκτιά από πλήθος.

Η τελετή ξεκίνησε με τον Εθνικό ύμνο της Ελλάδας και μία ωδή του Πινδάρου στα αρχαία ελληνικά ερμηνευμένη από τον Βρετανό αθλητή και λόγιο, Τζορτζ Ρόμπερτσον.

Τα έπαθλα που βρίσκονταν σε ένα τραπέζι κοντά στον βασιλιά περιελάμβαναν εκτός από μετάλλια, κλωνάρια από αγριελιά της ιερής Άλτης, κλωνάρια δάφνης και διπλώματα τα οποία είχαν τοποθετηθεί περίτεχνα μέσα σε κυανόλευκους κυλίνδρους

Κατά τη βράβευση, οι νικητές της πρώτης θέσης έπαιρναν ένα ασημένιο μετάλλιο μαζί με ένα κλαδί ελιάς και ένα αναμνηστικό δίπλωμα και οι νικητές της δεύτερης ένα χάλκινο μετάλλιο μαζί με ένα κλαδί δάφνης και το δίπλωμα. Οι νικητές της τρίτης θέσης δεν πήραν κάποιο βραβείο.

Στον Σπύρο Λούη δόθηκε ένα επιπλέον βραβείο. Του απονεμήθηκε ένα κύπελλο από τον Michel Breal, τον εμπνευστή του αγωνίσματος του μαραθωνίου, και τον προέτρεψαν να οδηγήσει -ως μπροστάρης- του αθλητές και να κάνουν τον γύρο του θριάμβου γύρω από το στάδιο, ενώ παιζόταν ο Ολυμπιακός Ύμνος.

Μετά το τέλος της παρέλασης, ο βασιλιάς Γεώργιος αναφώνησε την λήξη των αγώνων:

“Κηρύττω την λήξιν των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων”

και στη συνέχεια αποχώρησε από το στάδιο υπό τον ήχο του Εθνικού ύμνου και τις επευφημίες του παρευρισκομένου πλήθους.

Απολογισμός της πρώτης σύγχρονης Ολυμπιάδας

Συγκρίνοντας την πρώτη Ολυμπιάδα του 1896 με τις πιο πρόσφατες διοργανώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων, δε θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει πως αποτέλεσε ένα μεγάλο και σπουδαίο παγκόσμιο αθλητικό γεγονός.

Το γεγονός όμως ότι υπήρχαν ανταποκριτές από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς και αθλητές από διάφορες γωνίες της γης (Βρετανία, Γαλλία, Αυστραλία, Αυστρία, Γερμανία,  ΗΠΑ, Ουγγαρία, Δανία,  Ελβετία, Βουλγαρία, Σουηδία και Χιλή) δείχνουν το αντίθετο ακριβώς.

Η τόσο μεγάλη η επιτυχία που αναγνώρισαν όλες οι ξένες ανταποκρίσεις έκαναν τον τον βασιλιά Γεώργιο Α’ να ζητήσει επίσημα την μόνιμη διοργάνωση των αγώνων από την Ελλάδα. Κάτι το οποίο ήταν αντίθετο με την ιδρυτική διακήρυξη των Ολυμπιακών Αγώνων που όριζε πως κάθε φορά θα διοργανώνονται από διαφορετική χώρα.

Ωστόσο, ο Pierre συγκινημένος από την πραγματοποίηση του ονείρου του υποσχέθηκε πως θα έχει σε αποκλειστικότητα η Ελλάδα τη διοργάνωση της μεσολυμπιάδας, πράγμα που συνέβη μια και μόνο φορά.

Η μεσολυμπιάδα αποτελούσε πρόταση που είχε διατυπώσει ο Βικέλας σε επιστολή του προς τον Pierre στις 19 Μαΐου 1896 και αφορούσε ενδιάμεσους “μικρότερους” Ολυμπιακούς Αγώνες, σαν προημιτελικούς που θα τελούνταν στα μισά της κάθε Ολυμπιάδας.

Η μεγάλη ιδέα του Pierre αφορούσε την ιδέα του αθλητισμού, αυτή ουσιαστικά έσωσε το θεσμό των Ολυμπιακών αγώνων και γι’αυτό το επιχείρημα απέδωσε καρπούς.

Για πρώτη φορά μετά από αρκετές ταλαιπωρίες και βάσανα η Ελλάδα έμοιαζε να έχει πραγματώσει την μεγαλύτερη και ενδόμυχη επιθυμία της, να συνδεθεί με τους προγόνους της. Αυτό επισφραγίστηκε και με τον ενθουσιασμό του κόσμου που παρακολουθούσε τα αθλήματα, το θερμό χειροκρότημα σε νικητές και ηττημένους και την δημιουργία ενός εορταστικού κλίματος για το ευ αγωνίζεσθαι.

Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν η αρχή για μεγαλύτερα και περισσότερα αθλητικά κατορθώματα, πολλές συγκινήσεις, τάση προς τον ανθρωπισμό και την θεμελίωση μιας περιόδου ειρήνης και χαράς.

Κοινοποιήστε
Διαμαντούλα Χατζηαντωνίου
Απόφοιτη ΙΕΚ Οικονομίας & Διοίκησης και πιστοποιημένη Δημοσιογράφος διαδικτύου, με συμμετοχές σε πολλά σεμινάρια ποικίλου ενδιαφέροντος και κατευθύνσεως. Έχει λάβει το πρώτο βραβείο ποίησης στην Θεσσαλία, σε μαθητικό διαγωνισμό. Δραστηριοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, ως ραδιοφωνική παραγωγός, αρθρογράφος καλλιτεχνικών ειδήσεων και ερασιτέχνης ηθοποιός. Θρέφει μεγάλη αγάπη για τις τέχνες, την φύση, την φιλοσοφία και την ψυχολογία ενώ αφιερώνει αρκετό χρόνο σε θέματα κοινωνικής και ιστορικής φύσεως. Αγαπημένη της ερώτηση: Γιατί; Αγαπημένο μότο: Αξίζει να βρίσκεις λόγους να γελάς