Δίσεκτο ονομάζουμε το έτος, στο οποίο προσμετράται μια παραπάνω μέρα με σκοπό την διόρθωση σφαλμάτων που προκύπτουν από τον μη ακριβή υπολογισμό της διάρκειας της ημέρας, πλήρους περιστροφής της Γης στη μέτρηση του ηλιακού έτους.
Η ετήσια περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο δεν διαρκεί ακριβώς 365 ημέρες, αλλά λίγο παραπάνω. Συγκεκριμένα 365 ημέρες, 6 ώρες και 9 λεπτά κατά μέσο όρο.
Αυτή η απόκλιση του ηλιακού/τροπικού έτους με το ημερολογιακό θα έφερνε σε βάθος χρόνου τα “πάνω-κάτω” με τον Ιανουάριο να πέφτει το καλοκαίρι και τον Αύγουστο τον χειμώνα. Γι’ αυτό λοιπόν τον λόγο υπάρχουν τα δίσεκτα έτη.
Αυτές οι “περισσευούμενες” ώρες κάθε έτους μαζεύονται “στην άκρη” και κάθε τέσσερα χρόνια μας δίνουν μια έξτρα μέρα, η οποία προστίθεται στον Φεβρουάριο και έχουμε δίσεκτο έτος με 366 ημέρες. Έτσι επιτυγχάνεται μια σταθερή ροή στον χρόνο, όπως τον μετράμε, και οι τέσσερις εποχές συμπίπτουν και ημερολογιακά.
Η ιστορία
Το 44 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας ζήτησε την βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη από την Αλεξάνδρεια, ώστε να βρουν μια λύση και να διορθώσουν το σφάλμα που προέκυπτε με το ημερολόγιο. Ο Σωσιγένης λοιπόν, βασισμένος στους υπολογισμούς του πατέρα της αστρονομίας Ίππαρχου, καθιέρωσε ένα ημερολόγιο, στο οποίο τα έτη έχουν 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τέταρτο έτος θα πρόσθεταν μια ακόμα ημέρα.
Αυτή η μέρα προστέθηκε 6 ημέρες πριν τις “καλένδες του Μαρτίου”, την πρωτομηνιά δηλαδή του Μαρτίου ή την ρωμαϊκή πρωτοχρονιά. Προστέθηκε δηλαδή ανάμεσα στην 24η και 25η Φεβρουαρίου με την 24η να υπολογίζεται δύο φορές. Αφού ο Μάρτιος θεωρούταν τότε ο πρώτος μήνας του χρόνου, η προσθήκη “έπεσε” στον Φεβρουάριο που ήταν ο τελευταίος. Αργότερα από τον Φεβρουάριο αφαιρέθηκε άλλη μια μέρα, η οποία προστέθηκε στον Αύγουστο προς τιμή του ομώνυμου αυτοκράτορα.
Η πρόσθετη ημέρα της 24ης Φεβρουαρίου, έξι ημέρες πριν τον Μάρτιο που μετριόταν δύο φορές, ονομαζόταν “bis sextus” = “δις έκτη“ και έτσι και το έτος που την περιέχει λέγεται μέχρι σήμερα “δίσεκτο“.
Κάπως έτσι καταλαβαίνουμε ότι η λέξη “δίσεκτο” δεν έχει αρνητική χροιά, όπως λανθασμένα θεωρείται, αφού ετυμολογικά προέρχεται από τα συνθετικά δις (δύο φορές) +έκτο και όχι από το “δυς” που έχει την έννοια της δυσκολίας ή δυστυχίας.
Παρόλα αυτά η όλη ιδιαιτερότητα των δίσεκτων ετών από την ρωμαϊκή εποχή έδωσε τροφή στους ανθρώπους να πλάσουν διάφορους μύθους και δοξασίες γύρω από αυτά τα έτη. Καλλιεργήθηκαν δεισιδαιμονίες ότι τα δίσεκτα έτη είναι κακότυχα και αποφεύγονταν στη διάρκειά τους να γίνονται γάμοι, να χτίζονται σπίτια ή να φυτεύονται αμπέλια.
Ακόμα κι όταν ο κόσμος πλέον αντιλήφθηκε ότι οι δίσεκτες χρονιές δεν ήταν πραγματικά δυσοίωνες, η αρνητική χροιά της λέξης “χρόνος δίσεκτος” παρέμεινε χαρακτηρίζοντας συχνά περιόδους όπου συνέβαιναν μεγάλες φυσικές καταστροφές, λιμοί ή πόλεμοι, όπως την συναντάμε για παράδειγμα σε δημοτικά τραγούδια.
Στην Ιρλανδία πάντως η έννοια του δίσεκτου έτους είχε μια εντελώς διαφορετική και θετική χροιά, αφού κάθε 29 Φεβρουαρίου μια γυναίκα μπορούσε να κάνει πρόταση γάμου στον αγαπημένο της κι εκείνος ήταν υποχρεωμένος να δεχτεί! Αν δεν δεχόταν, τότε έπρεπε να την αποζημιώσει με πλούσια δώρα. Το ίδιο έθιμο είχε καθιερωθεί και στην Σκωτία, την Γαλλία, την Ιταλία και την Αγγλία μέχρι το 1900.
Η πρώτη εμφάνιση της 29ης Φεβρουαρίου ως πρόσθετης ημέρας του δίσεκτου έτους (έναντι της 24ης του Ιουλιανού ως τότε ημερολογίου) έγινε το 1584 μετά την καθιέρωση του Γρηγοριανού ημερολογίου από τον Πάπα Γρηγόριο ΧΙΙΙ.