Ο σεισμός που στιγμάτισε με άσχημες μνήμες τους πολίτες της Θεσσαλονίκης το 1978 υπήρξε ο πρώτος και ισχυρότερος της σύγχρονης ιστορίας που έπληξε μεγάλο αστικό κέντρο σε μια περίοδο έντονης σεισμικής δραστηριότητας.
Ο θλιβερός του απολογισμός ήταν 49 νεκροί, περισσότεροι από 220 τραυματίες, χιλιάδες άστεγοι και εκατοντάδες κτίρια που καταστράφηκαν ολοσχερώς ή υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές.
_______________________________________
Από τις 8 Μαΐου του 1978 μια έντονη περίοδος σεισμικής δραστηριότητας ανησύχησε την Βόρεια Ελλάδα. Μια σειρά προσεισμών έφεραν το πρώτο μεγάλο “κούνημα” μεγέθους 5,8 Ρίχτερ το μεσημέρι της 24ης Μαΐου, ακολούθησαν μικρότεροι μετασεισμοί και άλλο ένα 5,3 Ρίχτερ στις 19 Ιουνίου.
Ο κύριος σεισμός, που αποτέλεσε και το αποκορύφωμα της τότε κατάστασης, σημειώθηκε στις 20 Ιουνίου γύρω στις 11 το βράδυ, με μέγεθος 6,5 Ρίχτερ και εστιακό βάθος 10 χιλιομέτρων.
Επίκεντρο του σεισμού ήταν το χωριό Στίβος ανάμεσα στις λίμνες Κορώνεια και Βόλβη. Μέσα σε 10 δευτερόλεπτα ταρακουνήθηκε συθέμελα η Βόρεια Ελλάδα, ενώ η δραστηριότητα έγινε αισθητή και στις γειτονικές χώρες Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και Αλβανία. Στις 5 Ιουλίου άλλος ένας σεισμός μεγέθους 5 Ρίχτερ πραγματοποιήθηκε δυτικά της Κορώνειας και περίπου 10 χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκη.
Το αστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης πλήρωσε περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή το σκληρό τίμημα του καταστροφικού σεισμού, που εκτιμήθηκε στο επίπεδο 8 της κλίμακας Μερκάλι.
Η μεγαλύτερη τραγωδία σημειώθηκε στην πλατεία Ιπποδρομίου, όπου μια πολυκατοικία 8 ορόφων κατέρρευσε “σαν χάρτινος πύργος” εγκλωβίζοντας όλους τους ενοίκους μέσα στα συντρίμμια. 29 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους, ενώ οι υπόλοιποι έφεραν σοβαρούς τραυματισμούς.
Χιλιάδες κάτοικοι εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έτρεχαν στους δρόμους ψάχνοντας ένα ασφαλές σημείο να προστατέψουν τις οικογένειές τους. Τα πάρκα και οι πλατείες του κέντρου γέμισαν αντίσκηνα, που φιλοξένησαν πολλούς από αυτούς και για ολόκληρο μήνα. Οι περισσότεροι διέφυγαν σε κοντινές πόλεις και χωριά, όπως η Νάουσα, το Λιτόχωρο και η Χαλκιδική.
Ο φόβος και ο πανικός κυριαρχούσε εκείνες τις ώρες και η πόλη έμοιαζε βομβαρδισμένη. Μέσα στον πανικό και την έλλειψη οργάνωσης, υπήρξαν άνθρωποι που πήδηξαν από μπαλκόνια και παράθυρα για να σωθούν. Το μποτιλιάρισμα στους δρόμους δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις διάσωσης και διακομιδής των τραυματιών στα νοσοκομεία.
Ο θλιβερός απολογισμός ήταν 49 νεκροί, περισσότεροι από 220 τραυματίες, 800.000 άστεγοι και εκατοντάδες κτίρια που καταστράφηκαν ολοσχερώς ή υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές.
Περισσότερα από 1000 κτίρια κατεδαφίστηκαν και περισσότερα από 3.000 καταστράφηκαν ανεπανόρθωτα. Εκτεταμένες φθορές εντοπίστηκαν και στα βυζαντινά μνημεία του κέντρου, όπως τη Ροτόντα και την εκκλησία Παναγίας Αχειροποιήτου στην οδό Αγίας Σοφίας.
Να σημειωθεί πως τα εν λόγω μνημεία είχαν συντηρηθεί τελευταία φορά κατά την απελευθέρωση της πόλης το 1912 και από τότε δεν είχαν ληφθεί περαιτέρω μέτρα συντήρησης και προστασίας τους.
Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, 3.170 (4,5%) κτίρια καταγράφηκαν με σοβαρές και επικίνδυνες βλάβες (κόκκινα), 13.918 (21,0%) κτίρια με μέσης ή και μικρής κλίμακας βλάβες (κίτρινα), και 49.071 (74,5%) κτίρια χωρίς βλάβες (πράσινα).
Το ρολόι πάνω στη Στοά Μαλακοπή της οδού Συγγρού σταμάτησε για πάντα την ώρα του σεισμού, στις 11:05. Οι δείκτες του έμειναν εκεί ακίνητοι από τότε ως ένα ενθύμιο της δραματικής και ιστορικής εκείνης νύχτας.
Οι εφημερίδες έκαναν λόγο για μια πόλη ερημωμένη, ένα κέντρο γεμάτο καταυλισμούς και μια κατάσταση που κραύγαζε τα προβλήματα οργάνωσης της χώρας. Η Θεσσαλονίκη πέρασε κάποιες από τις πιο δύσκολες μέρες της, που οι άνθρωποι που τις έζησαν δεν θέλουν ούτε να θυμούνται.
Η εφημερίδα Ελληνικός Βορράς ανέφερε πως το 60% των σεισμόπληκτων δεν είχε σκηνή για να διαμείνει. Οι σκηνές διανέμονταν μετά από αίτηση και πληρωμή δώδεκα δραχμών στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής, ενώ πολλοί έστησαν και σκηνές που είχαν για τις καλοκαιρινές τους εξορμήσεις.
Σημαντικό πρόβλημα υποσιτισμού παρουσιάστηκε επίσης, αφού παντοπωλεία και σούπερ μάρκετ είχαν υποστεί καταστροφικές ζημιές στα καταστήματα και συνεπώς στα προϊόντα τους. Χαρακτηριστική υπήρξε η εικόνα αμέτρητης ποσότητας κρασιού και άλλων ποτών που χυνόταν στους δρόμους από τα κατεστραμμένα καταστήματα. “Ποτέ δεν είχε ρεύσει τόσος οίνος για τέτοιο πένθος και τέτοιον τρόμο”, έγραφε μια εφημερίδα.
Πρόκειται για την πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολίτευσης που σεισμική δραστηριότητα έπληξε σε καταστροφικό βαθμό μια μεγάλη πόλη με ψηλά κτίρια, όπως η Θεσσαλονίκη. Η διάρκεια και τα μεγέθη των προσεισμών και μετασεισμών ήταν επίσης ασυνήθιστα μεγάλα. Οι κάτοικοι της πόλης θυμούνται χαρακτηριστικά πως “κουνιόντουσαν” τόσο συχνά που έμαθαν να υπολογίζουν πόσα ρίχτερ ήταν το μέγεθος της δραστηριότητας κάθε φορά.
Πηγές αναφέρουν πως η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή εξέταζε το ενδεχόμενο εκκένωσης της Θεσσαλονίκης στις αρχές Ιουλίου λόγω των συνεχόμενων δονήσεων που δεν έμοιαζαν να υποχωρούν. Όμως αυτό το σχέδιο δεν θεωρήθηκε ότι θα βοηθούσε, παρά θα έφερνε περισσότερες αναταραχές και πανικό, και δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Ο σεισμός της Θεσσαλονίκης αποκάλυψε την τεράστια έλλειψη οργάνωσης και ετοιμότητας του ελληνικού κράτους αναφορικά με τις περιπτώσεις σεισμού και ως εκ τούτου αποτέλεσε σταθμό για την επιστημονική κοινότητα της Σεισμολογίας, αλλά και των κανόνων αντισεισμικής προστασίας που ήταν ως τότε ανύπαρκτοι.
Δημιουργήθηκαν νέες ερευνητικές δομές επιστημόνων, έγιναν καταγραφές των σεισμολογικών δικτύων και θεσπίστηκαν αντισεισμικοί κανονισμοί στις πόλεις και τα κτίρια και σχέδια υποδομών και κατάρτισης για την πρόληψη και σωστή αντιμετώπιση των σεισμών.
Από τότε καθιερώθηκε και ο χρωματισμός των πληγέντων κτιρίων σε κόκκινο, κίτρινο ή πράσινο αναλόγως τις ζημιές που έχουν υποστεί και κατά πόσο κρίνονται κατοικήσιμα ή όχι.
Χρειάστηκε βέβαια να μεσολαβήσει το 1981 και ο σεισμός των Αλκυονίδων της Αθήνας, ώσπου το 1983 ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ) και ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ). Οι δύο φορείς σήμερα έχουν συγχωνευτεί και στα 40 χρόνια λειτουργίας τους κατάφεραν να δημιουργήσουν υποδομές για αισθητά λιγότερες επιπτώσεις των σεισμικών δραστηριοτήτων στη χώρα.
Αξιοσημείωτες υπήρξαν οι συνεχείς προσπάθειες του ΟΑΣΠ για ενημέρωση των Ελλήνων πολιτών και διαμόρφωση της αντίληψης περί σεισμικού κινδύνου, με επίκεντρο την εκπαίδευση της νέας γενιάς μέσω αντίστοιχων σχολικών μαθημάτων και δράσεων. Κάτι που δυστυχώς δεν έγινε ως τώρα και για τον κίνδυνο πυρκαγιάς ή πλημμύρας, καταστροφές που έχουν στιγματίσει φρικτά την χώρα μας κυρίως λόγω της γνωστής τοις πάσι κρατικής ανεπάρκειας