Ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1964 ήταν μια από τις σύγχρονες τραγωδίες της ομογένειας. Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν -σχεδόν εν μια νυκτί- στον αέρα, δίχως σπίτι και δουλειά, χάνοντας ακόμα και τα υπάρχοντά τους, χωρίς να το έχουν επιλέξει ή προκαλέσει οι ίδιοι.
Πρόκειται για ακόμα μια φορά που η ιστορία μαρτυρά πώς οι απλοί πολίτες, γίνονται θύματα στο βωμό των πολιτικών και εθνικών παιχνιδιών εξουσίας, και βρίσκονται στο πουθενά, ξεριζωμένοι από όσα πάλεψαν να δημιουργήσουν.
Η αφορμή
Όλα φαίνεται πως ξεκίνησαν με την τροποποίηση 13 σημείων του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία προέκυψε κατόπιν πρωτοβουλίας του αρχιεπισκόπου Μακαρίου με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της κυβέρνησης. Αυτή η ενέργεια ερμηνεύτηκε από την κυβέρνηση του İsmet İnönü ως προσπάθεια ανατροπής των συμφωνών Ζυρίχης και Λονδίνου.
Υπό την απειλή νέων συρράξεων, η ελληνική κυβέρνηση -εν μέσω εσωτερικής πολιτικής αστάθειας- εξέφρασε ότι η μονομερής εφαρμογή των αλλαγών δεν ήταν σωστή.
Ακολούθησε επεισόδιο που έλαβε χώρα μεταξύ ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών στρατιωτών τον Δεκέμβριο του 1963 και ξεσήκωσε βίαια γεγονότα και από τις δύο πλευρές. Με αυτή την αναζωπύρωση Κυπριακού -κι ενώ σε πρώτη φάση ζημιώθηκαν οι Τουρκοκύπριοι- η Ελλάδα ζήτησε την συμβολή των ΗΠΑ για την καταστολή της κατάστασης, ωστόσο θέση τελικά στο ζήτημα έλαβε η Βρετανία.
Παρότι προχώρησαν σε υπογραφή συμφωνίας στην Λευκωσία, βάσει της οποίας συμφωνήθηκε παύση των εχθροπραξιών και ορίστηκε η πράσινη γραμμή, το σύνορο μεταξύ των 2 πλευρών της Κύπρου, τα επεισόδια συνεχίστηκαν, το ίδιο και οι διασκέψεις που δεν έβγαζαν πουθενά.
Υπό τις συνεχείς πιέσεις της Βρετανίας να ενταχθεί η Κύπρος στο ΝΑΤΟ, το κλίμα εντάθηκε ακόμα περισσότερο.
Μέσα στον αναβρασμό των γεγονότων, αρχές Μαρτίου πήρε θέση ο ΟΗΕ με ψήφισμα για την αποτροπή οιασδήποτε ενέργειας που απειλεί την παγκόσμια ασφάλεια και πραγματοποίησε ειρηνευτική αποστολή στην Κύπρο. Στο ίδιο μέρος τάχθηκαν τόσο οι ΗΠΑ όσο και όλοι οι άλλοι σύμμαχοι, που δεν ήθελαν με τίποτα περισσότερη αστάθεια στην Ανατολή.
Παράλληλα, την ίδια περίοδο στην Συρία, Τούρκοι πολίτες έχασαν τις περιουσίες τους και απελάθηκαν, γεγονός που προκάλεσε φοβερή εσωτερική αναστάτωση στην Τουρκία.
Η αρχή της τραγωδίας
Κάπως έτσι, προκειμένου να βρεθεί λύση στο Κυπριακό, επήλθε επιδείνωση σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η κυβέρνηση İnönü με σκοπό να στριμώξει την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να δεχτεί τους όρους της στα θέματα της Κύπρου, άρχισε να δημιουργεί εντυπώσεις.
Σε συνεργασία με τον Τύπο, έβγαλε δημοσιεύματα που έκαναν δριμύτατη αναφορά στον εθνικό εσωτερικό κίνδυνο, τους Έλληνες της Τουρκίας. Μέσω των δημοσιευμάτων οι Έλληνες υπήκοοι εμφανίζονταν να ασχολούνται με διάφορες παράνομες δραστηριότητες, δίνοντας έμμεσα έμφαση στην οικονομική ενίσχυση των Ελληνοκυπρίων.
Κατηγορίες οι οποίες -στην πλειοψηφία τους- ήταν πλήρως ανυπόσταστες, καθώς δεν υπήρχαν αποδείξεις τέτοιου είδους ενέργειες. Φυσικά, όμως, ο λόγος που το έκανε αυτό ήταν για να μπορέσει να έχει την σύμφωνη γνώμη του έθνους για τις ενέργειές της.
Κι ενώ μέσω δημοσιευμάτων είχε δείξει εμμέσως τα σχέδιά της, αποφάσισε στις 16 Μαρτίου του 1964 να ανακοινώσει επίσημα τη μονομερή καταγγελία της συμφωνίας του 1930 και δημοσίευσε τις πρώτες λίστες απελάσεων.
Ουσιαστικά ανακοίνωσε πως, για λόγους εθνικής ασφάλειας, θα προχωρήσει σε άμεση απέλαση των Ελλήνων υπηκόων και “εμμέσως” την κατάσχεση των περιουσιών τους.
Βέβαια, αυτή η απόφαση ήταν ούτως ή άλλως παράνομη με βάση την Σύμβαση Εγκατάστασης, Εμπορίου και Ναυτιλίας που είχαν συνυπογράψει το 1930 Βενιζέλος και Atatürk, η οποία όριζε σε κάποιο εδάφιο πως οιαδήποτε καταγγελία αυτής της σύμβασης πρέπει να περιέχει προειδοποίηση εξαμηνιαίας διάρκειας, με σκοπό την επαναδιαπραγμάτευση και την ειρηνική λύση.
Για τον λόγο αυτό ορίστηκε ως τελευταία ημέρα της απέλασης η 16η Σεπτεμβρίου 1964, δηλαδή 6 μήνες μετά την ανακοίνωση, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι η απόφασή της για καταγγελία της Σύμβασης του 1930, δεν συνδεόταν με τις εξελίξεις στην Κύπρο.
Ποιοι ήταν οι “εκλεκτοί”
Ως etablis ορίστηκαν -σύμφωνα με την Σύμβαση Περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Μουσουλμανικών Πληθυσμών, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Διεθνούς Συνθήκης της Λοζάνης- οι, εξαιρούμενοι από την ανταλλαγή, Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης που ήταν εγκατεστημένοι εκεί πριν την 30η Οκτωβρίου 1918.
Πολλοί Κωνσταντινουπολίτες etablis ήταν “εξασφαλισμένοι” βάσει των συμβάσεων και δεν κινδύνευαν, ωστόσο γύρω στους 10.000-12.000 οι οποίοι είχαν ειδική ελληνική ταυτότητα, ήταν εκτεθειμένοι στο σχέδιο αυτό.
Πρόκειται για υπηκόους που ήταν αχώριστοι από την υπόλοιπη κοινωνία, με οικογένειες που συμπεριελάμβαν και ομογενείς με τουρκική υπηκοότητα ενώ η πλειοψηφία εξ αυτών δεν είχε μεταβεί ποτέ στην Ελλάδα.
Αυτό σήμαινε αυτομάτως ότι μαζί με τον ξεριζωμό των ατόμων, θα διέλυε ολοκληρη την κοινωνία της Κωνσταντινούπολης με αυτή την απόφαση, αφού αναγκαστικά θα επέφερε σχίσμα εντός οικογενειών, με τους μεν να αναγκάζονται να φεύγουν και τους άλλους να μένουν πίσω.
Ως αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών, 30.000 Τούρκοι υπήκοοι ελληνικής καταγωγής εγκατέλειψαν μόνιμα την Τουρκία μέχρι το 1965.
Παραβλέποντας την ηλικία, την ιδιότητα και την θέση των ανθρώπων που είχαν την ελληνική ταυτότητα, προχώρησαν το σχέδιο σχεδόν άμεσα. Αρχικά προέβησαν στην απέλαση κάποιων εκ των πλουσιοτέρων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ενώ σταδιακά προχώρησαν σε μεγαλύτερες ομάδες ατόμων ανεξαρτήτου ιδιότητας και ισχύος.
Για να μπορέσουν να εφαρμόσουν σε μεγαλύτερο αριθμό ατόμων το σχέδιο, τον Απρίλιο του 1964 καταγγέλθηκε μονομερώς και η συμφωνία Άγκυρας του 1952, Περί Αμοιβαίας Καταργήσεως της Θεωρήσεως Διαβατηρίων, με σκοπό φυσικά όσοι Έλληνες υπήκοοι ήταν εγκατεστημένοι εκτός Τουρκίας, να μην μπορούν να επιστρέψουν (και φυσικά όπως ήταν επόμενο να δεσμευθούν οι περιουσίες τους).
Ακολούθησε η απόφαση της 7ης Μαΐου 1964 για δέσμευση των καταθέσεών τους, οι οποίες συγκεντρώθηκαν σε έναν ειδικό λογαριασμό, τοκίστηκαν με μη προθεσμιακό επιτόκιο και έχασαν με το πέρασμα του χρόνου μεγάλο μέρος της αξίας τους (προφανώς για να μην έχουν αξία αν κάποτε μπορέσουν να τις διεκδικήσουν).
Παράλληλα με τις απαλλοτριώσεις προχώρησαν στην απέλαση ακόμα περισσότερων ατόμων, με χαρακτηριστικό μένος. Εκδίωξαν ακόμα και τους πιο αδύναμους Έλληνες υπηκόους που εκ των πραγμάτων δεν είχαν καμία δύναμη ή επιρροή για να χαρακτηριστούν ως απειλή.
Συγκεκριμένα, στις λίστες των απελαθέντων συμπεριλήφθηκαν γύρω στους 1100 ανθρώπους που μεταξύ άλλων ήταν αποβιώσαντες, ασθενείς, άτομα με ειδικές ανάγκες, ακόμα και φρενοπαθείς!
Η εφαρμογή του σχεδίου
Όσοι ήταν απειλή για το τουρκικό κράτος, ήταν στην λίστα με τους απελαθέντες, αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και τους πήγαιναν σηκωτούς, με τη συνοδεία αστυνομικών, στο Γραφείο Ελλήνων του Δ’ Τμήματος της Γενικής Ασφάλειας.
Εκεί, έπρεπε να υπογράψουν με τη βία δηλώσεις που δεν επιτρεπόταν να διαβάσουν. Η μία δήλωση ήταν για την παραδοχή συμμετοχής τους σε παράνομες δραστηριότητες, η άλλη για εθελούσια αποχώρηση από την Τουρκία και η τρίτη για την παραδοχή πως ήταν μέλη στο σωματείο Ελληνική Ένωση Κωνσταντινούπολης, το οποίο κατηγορούταν για πολιτικές δράσεις εχθρικές προς την Τουρκία.
Όσοι αντιδρούσαν, παρέμεναν στο κρατητήριο του Τμήματος, μέχρι να δώσουν την συγκατάθεσή τους στα σχετικά έγγραφα (με όποιον τρόπο ήταν δυνατό να συμβεί αυτό…)
Μόλις έδιναν την συγκατάθεσή τους, δήλωναν την μεθοριακής δίοδο από την οποία θα φύγουν, ώστε να ελεγχθουν, και τους οδηγούσαν στην οικία τους για την περισυλλογή των προσωπικών τους ειδών. Ο χρόνος προετοιμασίας ήταν ελάχιστος για κάποιους ενώ σε άλλους δόθηκε προθεσμία μέχρι και 10 μέρες.
Τους επετράπη να πάρουν μαζί τους μόνο 200 τουρκικές λίρες και έως 2 αποσκευές με προσωπικά είδη, συνολικού βάρους 40 κιλών, ενώ απαγορεύτηκε ρητά να συμπεριλάβουν στις αποσκευές τους οικοσκευές και τιμαλφή διότι θεωρήθηκε “εξαγωγή προϊόντων”.
Εννοείται πως, αν και δεν ανακοινώθηκε επίσημα αλλα Με μυστικά διατάγματα, για λόγους σκοπιμότητος, Η ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ Χαρακτηρίστηκε ως εγκαταλελειμμένη από τους νόμιμους κατόχους και περιηλθε στα χερια του τουρκικου κρατους.
Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα οσα εργοστάσια και μαγαζιά δεν ειχαν κλεισει τα χαρτια τουσ, καταλήφθηκαν από τοπικούς παράγοντες.
Οι Έλληνες υπήκοοι που δεν ήταν εφικτό να απελαθούν με την κατηγορία της εγκληματικής δράσης, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη στις 16 Σεπτεμβρίου 1964, στην επίσημη λήξη της ισχύος της Σύμβασης του 1930.
Τα πρόσθετα μέτρα
Εκτός των άλλων μέτρων που εφαρμόστηκαν, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν κάποια διατάγματα που στόχο είχαν να πλήξουν το εκπαιδευτικό σύστημα και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα των Κωνσταντινουπολιτών. Διατάγματα που αποτέλεσαν ορόσημο για τον διωγμό της ομογένειας από ολόκληρη την Τουρκία και όχι μόνο την Κωνσταντινούπολη.
Σύμφωνα με αυτά, διορίστηκαν στα σχολεία όπου φοιτούσαν Έλληνες, Τούρκοι υποδιευθυντές οι οποίοι έδιναν συχνά στους Τούρκους επιθεωρητές αναφορά για “παράβαση” των εκπαιδευτικών κανονισμών. Επίσης, αποκλείστηκαν από διορισμό οι εκπαιδευτικοί αποφοίτων ελληνικών παιδαγωγικών ακαδημιών και πανεπιστημίων, ως “μη επαρκώς καταρτισμένοι”.
Μεταξύ άλλων απαγόρευαν τη διακίνηση ελληνικών βιβλίων και περιοδικών, απαγόρευαν την χορήγηση άδειας ανοικοδόμησης σχολικών κτιρίων για Έλληνες, επέβαλαν φόρους επί των κοινωφελών ιδρυμάτων που διοικούσαν και διαχειρίζονταν Έλληνες, κ.α.
Μια από τις σφοδρότερες και άκαρδες αποφάσεις τησ κυβέρνησης İnönü, ήταν η απαγόρευση λειτουργίας του ορφανοτροφείου της Πριγκίπου, με τα 163 παιδιά που φιλοξενούνταν εκεί να βρίσκονται κυριολεκτικά στον δρόμο.
Κατά συνέπεια, ο έλεγχος των εκπαιδευτηρίων της ελληνικής μειονότητας περιήλθε στη δικαιοδοσία του τουρκικού κράτους, ενώ οι διώξεις εναντίον της μειονοτικής εκπαίδευσης οξύνθηκαν τον Απρίλιο του 1964, σε αντίποινα της απόφασης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να προβεί σε επίσημη μονομερή καταγγελία των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας του 1959.
Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα στα οποία μπορούσαν να φοιτήσουν Έλληνες ελαττώθηκαν και η Ελλάδα στάθηκε ανύμπορη να βοηθήσει ή να αντιδράσει.
Εκτός όμως από την παιδεία, στράφηκαν επίσης και προς την θρησκεία των Ελλήνων και συγκεκριμένα εναντιώθηκαν στο Πατριαρχείο και τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Πέρα από τις όποιες βιαιότητες και βανδαλισμούς, που υπέστησαν τόσο οι άνθρωποι της Εκκλησίας όσο και οι ιεροί της χώροι, η κυβέρνηση İnönü προέβη σε διωγμό της πολιτιστικής και ποιμαντικής αποστολής του Πατριαρχείου.
Συγκεκριμένα, με τα μέτρα του Απρίλη του 1964, έκλεισαν το τυπογραφείο του και απαγόρευσαν την έκδοση του περιοδικού, απέκοψε την Εκκλησία από τα κοινοτικά σχολεία, αμφισβήτησε τους τίτλους κυριότητας του Πατριαρχείου και στέρησαν την τουρκική
ιθαγένεια από μητροπολίτες -και στενούς συνεργάτες του Αθηναγόρα- τους οποίους και απέλασαν.
H καθολική και ασφυκτική πίεση αποτελούσε μοχλό χειρισμού της ελληνικής κυβέρνησης και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αφού και ο αριθμός αλλά και ο οικονομικός δυναμισμός και η περιουσία των ελληνικών κοινοτήτων, ήταν κατά πολύ υπέρτερος της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα είχε να χάσει πολύ περισσότερα από την Τουρκία από την απώλεια του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης.
Ο τραγικός επίλογος
Η απέλαση των Ελλήνων της Πόλης το 1964 υπήρξε μια από τις πιο βάναυσες παραβιάσεις της Συνθήκης της Λοζάνης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ενώ επέφεραν καίριο πλήγμα για τον ελληνισμό.
Μέσα σε μόλις ένα έτος ο αριθμός των Ελλήνων της Πόλης μειώθηκε από 90.000 σε 30.000.
Η θεραπεία και η αποκατάσταση των θυμάτων, παρότι ήταν υπό την ευθύνη όσων υπέγραψαν “υπεύθυνα” αυτές τις Συνθήκες, δεν ανελήφθησαν ποτέ από κανέναν. Η αντίδραση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν οριακά αδιάφορη ενώ όλοι οι άλλοι προσπαθούσαν να βγουν κερδισμένοι από τις αναταραχές, εις βάρος αθώων ανθρώπων.
Οι απελαθέντες κυριευμένοι από απελπισία, φόβο και λύπη, κατέφθασαν στην Ελλάδα μη έχοντας στον ήλιο μοίρα. Δεν ήταν λίγοι αυτοί βεβαίως που τους στήριξαν και τους βοήθησαν να εγκλιματιστούν, ωστόσο ήταν κι εκείνοι που τους αντιμετώπισαν σαν ξένους, εισβολείς και παρείσακτους.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται ακόμα μια φορά στην Ελλάδα, αν σκεφτεί κανείς πως την ίδια αντιμετώπιση είχαν και οι Έλληνες την Μικράς Ασίας. Άνθρωποι που είχαν μια ευπρεπή ζωή, περιουσία, μια μεγαλοπρεπη και αξιοπρεπή καθημερινότητα, βρέθηκαν έρμαια του αστού της Ελλάδος.
Πολλοί ήταν οι Κωνσταντινουπολίτες που δεν κατάφεραν να αντέξουν τις νέες συνθήκες ζωής ή την αντιμετώπιση που είχαν στην Ελλάδα και αυτοκτόνησαν.
Εν ολίγοις, αναφέρθηκαν περίπου 450 περιστατικά αυτοκτονίας.
Ο τραγικός αυτός επίλογος, ανθρώπων που ίσως είχαν ήδη βιώσει τον διωγμό του ’22 -ως παιδιά ή νέοι- και ένιωσαν ξεριζωμένοι από παντού και πως είναι ένα τίποτα τελικά, στου οποίου την πλάτη παίζουν παιχνίδια διάφοροι καρεκλοκένταυροι εξουσιολαγνείας.
Αν είναι να μάθουμε 2 πράγματα καθώς μελετάμε την ιστορία, ας είναι πρώτα η ανθρωπιά που πρέπει να έχουμε μεταξύ μας -οι απλοί κοινοί θνητοί- και η αγάπη στον συνάνθρωπο που έχει βιώσει δεινές καταστάσεις. Αυτό το μάθημα αρκεί για τώρα και μπορεί να επιφέρει τεράστιες αλλαγές. Ας προχωρήσουμε με αυτό!