Στις 16 Ιανουαρίου του 1920 ξεκίνησε επίσημα η περίοδος της Ποτοαπαγόρευσης, ένα θρυλικό και καθοριστικό κεφάλαιο στην ιστορία των ΗΠΑ. Η παραγωγή, διακίνηση και πώληση αλκοολούχων ποτών απαγορεύεται δια ροπάλου και ανθίζει ραγδαία το παρεμπόριο και η εγκληματικότητα.

______________________

Πως προέκυψε το ζήτημα της Ποτοαπαγόρευσης

Τα κινήματα υπέρ της ποτοαπαγόρευσης είχαν αρχίσει να εμφανίζονται από τις αρχές του 19ου αιώνα. Κυρίως προέκυπταν με πρωτοβουλία  θρησκευτικών προτεσταντικών οργανώσεων, όπως η Anti-Saloon League (“Ένωση κατά των Σαλούν”) και η Women’s Christian Temperance Union (“Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια”).

Ασθένειες, ηθική διαφθορά, ενδοοικογενειακή βία και πτώση της εργασιακής και πολεμικής απόδοσης αποδίδονται στην άμετρη ως τότε κατανάλωση αλκοόλ. Άρχισαν έτσι σταδιακά να θεσπίζονται τοπικά νόμοι για την απαγόρευσή της.

Ταυτόχρονα, την ίδια χρονική περίοδο οι αμερικανικές πόλεις είχαν αρχίσει επιτέλους να έχουν καθαρό, πόσιμο νερό. Αυτό διαφοροποίησε την μέχρι τότε ανάγκη και πάλαι ποτέ συνήθεια να πίνουν αλκοόλ για να ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Σημειωτέον ότι το πρώτο υδραγωγείο στις ΗΠΑ δημιουργήθηκε το 1837, εκεί που σήμερα είναι το γνωστό Central Park.

Ένας ακόμα παράγοντας που έπαιξε τον ρόλο του στα κινήματα υπέρ της ποτοαπαγόρευσης ήταν το άχτι των Αμερικανών απέναντι στους Ευρωπαίους μετανάστες. Τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα, Ιρλανδοί και Γερμανοί, έφεραν μαζί τους διάφορα στοιχεία της κουλτούρας τους και φυσικά και τις αγαπημένες τους συνήθειες. Ως λαοί γνωστοί για την αδυναμία τους στο αλκοόλ, έφτιαξαν δικές τους ζυθοποιίες, αποστακτήρια ουίσκι, πανδοχεία και εστιατόρια.

Ο ανταγωνισμός που αναπτύχθηκε μεταξύ ντόπιων και μεταναστών ως προς το “ποιός έπινε περισσότερο και δημιουργούσε πρόβλημα” έγινε σχεδόν πατριωτικό ζήτημα. Δεν άργησαν να θεσπιστούν περιοριστικοί νόμοι ελέγχου του αλκοόλ με κύριο στόχο τις επιχειρήσεις Ιρλανδών και Γερμανών.

Σε πιο συνομωσιολογικά πλαίσια αναφέρεται ότι η Ποτοαπαγόρευση επιβλήθηκε σκοπίμως ακριβώς για να γίνουν όσα έγιναν μέσα στα 13 χρόνια που αυτή διήρκεσε. Να μπορέσουν ακόμα να επιβληθούν μεγαλύτεροι φόροι μετά το τέλος της, αφού η κερδοφόρα παραγωγή αλκοολούχων ποτών βρισκόταν τότε στο αποκορύφωμά της.

Λίγο πολύ πάντως όλοι οι παραπάνω παράγοντες έπαιξαν ρόλο στην επιβολή της Ποτοαπαγόρευσης. Εκείνη με τη σειρά της έφερε μια από τις πιο αλλοπρόσαλλες, σκοτεινές, αλλά και θρυλικές εποχές της αμερικανικής ιστορίας.

Στις 16 Ιανουαρίου του 1919 περνάει η περίφημη 18η τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος, που απαγορεύει την πώληση και διακίνηση αλκοολούχων ποτών. Έναν χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου του 1920, ο νόμος του Volstead (Volstead Act) ρίχνει και την ταφόπλακα θέτοντας και επίσημα σε ισχύ το νέο καθεστώς.

“Αφού η 18η τροποποίηση τεθεί σε ισχύ κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να παράγει, να πουλήσει, να ανταλλάξει, να μεταφέρει, να εισάγει, να εξάγει, να προμηθεύσει, να διακινήσει ή να έχει στην κατοχή του οποιοδήποτε μεθυστικό ποτό, εκτός από ό,τι επιτρέπει αυτός ο νόμος, και η ερμηνεία μέχρι τέλους κάθε διάταξης αυτού του νόμου θα πρέπει να είναι ότι η χρήση μεθυστικών ποτών ως ροφήματα θα απαγορευτεί.”

_____________________________

13 χρόνια ανάπτυξης της παρανομίας

Η δεκαετία του 1920 για τους Αμερικάνους χαρακτηρίστηκε από μια επίμονη προσπάθεια των αρμόδιων να πατάξουν την κατανάλωση αλκοόλ και μια ακόμα πιο επίμονη προσπάθεια του λαού να βρει ευφάνταστους τρόπους να τους ξεφύγει. Ενώ οι επίσημες πηγές ανέφεραν 30% μείωση της κατανάλωσης, στην πραγματικότητα ο αλκοολισμός στην χώρα είχε αυξηθεί παραπάνω από το διπλάσιο!

Η επαναστατική αντίδραση σε τελεσίδικους περιορισμούς είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύση. Και όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, τα αποτελέσματα τελικά είναι τα αντίθετα.

Το “ευγενές πείραμα” δεν κατάφερε να πατάξει ούτε τον αλκοολισμό, ούτε την ποτοβιομηχανία. Αντιθέτως διόγκωσε την εγκληματικότητα και το λαθρεμπόριο, ισχυροποίησε την δράση της μαφίας και φυσικά έφερε μεγάλο πλήγμα στην οικονομία.

Χαρακτηριστικές είναι οι φωτογραφίες που κυκλοφορούσαν εκείνα τα χρόνια και απεικόνιζαν τεράστιες ποσότητες “κακού” αλκοόλ να χύνονται στους δρόμους. Πολλοί εύποροι βέβαια είχαν φροντίσει να προμηθευτούν όσα περισσότερα βαρέλια μπορούσαν πριν την επιβολή του νόμου, ώστε να έχουν στο σπίτι τους για μερικά χρόνια.

Οι περισσότερες βιομηχανίες και νόμιμες επιχειρήσεις, που είχαν σχέση με την παραγωγή ή πώληση αλκοόλ, αναγκάστηκαν να κλείσουν. Τα ποσοστά ανεργίας ανέβηκαν δραματικά και το χάσμα ανάμεσα σε αγροτική και αστική τάξη μεγάλωσε επικίνδυνα. Την κατάσταση ήρθε να δυσκολέψει ακόμα περισσότερο και η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929.

Η μαύρη αγορά και το οργανωμένο έγκλημα σημείωσαν δραματικά ανοδική πορεία μέσα στα 13 χρόνια που διήρκεσε το καθεστώς της ποτοαπαγόρευσης. Τα αποστακτήρια και τα κρυφά μπαρ που λειτουργούσαν παράνομα κατέληξαν να είναι σχεδόν διπλάσια σε αριθμό από αυτά που υπήρχαν πριν την επιβολή του νόμου!

Τα περίφημα “speakeasies” μπαρ ξεπέρασαν σε αριθμό τις 30.000 και μετρούσαν κέρδη πολλών εκατομμυρίων. Μαύρων χρημάτων προφανώς. Πρόκειται ουσιαστικά για νυχτερινά μαγαζιά, σαν ιδιωτικές λέσχες, όπου έμπαινε κανείς μόνο συστημένα. Εκεί πωλούνταν, διακινούνταν και καταναλώνονταν κρυφά οινοπνευματώδη ποτά (και όχι μόνο), τα οποία είχαν φτάσει εκεί με αντίστοιχα παράνομο τρόπο από διάφορα μέρη του κόσμου.

Πίσω από όλο αυτό το άνευ προηγουμένου παρεμπόριο βρισκόταν φυσικά η Μαφία, που τότε γνώρισε και την μεγαλύτερη εξέλιξη και εδραίωσή της. Μαζί με την ενίσχυση της μαφίας ακολούθησε και η κατακόρυφη αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας στη χώρα. Είναι αλήθεια ότι αν δεν είχε υπάρξει η εποχή της ποτοαπαγόρευσης, η έννοια της μαφίας, όπως την γνωρίζουμε, θα ήταν σήμερα πολύ διαφορετική.

Ο διάσημος αρχιμαφιόζος και νούμερο ένα εγκληματίας της πόλης του Σικάγο, Αλ Καπόνε, ήταν ουσιαστικά το αφεντικό της χώρας υπογείως.

Κέρδιζε κάθε χρόνο δεκάδες εκατομμύρια δολάρια από το λαθρεμπόριο αλκοόλ, την πορνεία και τα τυχερά παιχνίδια. Ταυτόχρονα χρεώνονται πάνω του εκατοντάδες δολοφονίες αστυνομικών και ατόμων “αντίπαλων” συμμοριών, που έλαβαν χώρα εκείνα τα χρόνια.

Εκτός όμως από την δράση της μαφίας, οι προσπάθειες των Αμερικανών να προμηθευτούν το πολυπόθητό τους ποτό δεν είχαν όρια. Η πλειοψηφία των φαρμακοποιών έγιναν προμηθευτές συνταγογραφόντας αλκοόλ, από ουίσκι μέχρι και σαμπάνια, για “ιατρικούς λόγους”.

Η κυβέρνηση προσπάθησε να αποτρέψει την διάδοση αυτής της “πατέντας” προσθέτοντας όλο και περισσότερες τοξικές ουσίες τόσο στα φάρμακα, όσο και σε οποιοδήποτε άλλο αλκοολούχο είδος κυκλοφορούσε νόμιμα. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα εκατοντάδες θανάτους ανθρώπων ετησίως από δηλητηρίαση με την κυβέρνηση να είναι συνειδητά ο ηθικός αυτουργός.

Στο εξαιρετικά ανεβασμένο ποσοστό θνησιμότητας την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης συνέβαλε και η ανάπτυξη της σπιτικής παραγωγής αλκοόλ. Όλο και περισσότεροι Αμερικανοί προσπαθούσαν να παράγουν αλκοόλ μόνοι τους, χωρίς πάντα με επιτυχία. Όσοι δεν διέθεταν τις απαιτούμενες γνώσεις και την οικονομική δυνατότητα να προμηθευτούν καλά υλικά, κατέληγαν συχνά να παράγουν θανατηφόρα κοκτέιλ. Αυτά έγιναν και το τελευταίο ρόφημα για πολλούς από αυτούς.

Οι μεγαλύτεροι πληγέντες της απαγόρευσης ήταν κάπως έτσι οι ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες. Με άλλα λόγια, η πλειοψηφία του λαού. Οι πλούσιοι είχαν πιο εύκολα πρόσβαση στην παράνομη διακίνηση και σε καλύτερες ποιότητες αλκοόλ. Είχαν φυσικά και την δυνατότητα να παίρνουν μέρος στα ανεπανάληπτα μυστικά και ξέφρενα πάρτυ των speakeasies.

Μέσα στη μέρα όλα έδειχναν να κυλούν ομαλά και νόμιμα. Το βράδυ όμως οι συνάξεις στα υπόγεια μπαρ για μερικά ποτήρια ουίσκι ή μπύρας στα κρυφά με την συνοδεία της jazz μουσικής της εποχής αποτελούσαν μια παράλληλη πραγματικότητα, που έμεινε στην ιστορία παίρνοντας διαστάσεις μύθου.

Το αλκοόλ, όχι μόνο δεν είχε καταργηθεί, αλλά έγινε η “γλυκιά παρανομία” που αναζητούσαν όλο και περισσότεροι. Τα ατμοσφαιρικά κρυφά μπαρ και τα φαντασμαγορικά πάρτυ στα σπίτια των πλουσίων έγιναν σύμβολα της δεκαετίας. Σπουδαίοι καλλιτέχνες, όπως ο Duke Ellington, o Glenn Miller, o Artie Shaw και ο Louis Armstrong αναδείχθηκαν εκείνη την εποχή. Την τιμητική τους είχαν επίσης οι χοροί swing, τσάρλεστον και tap dancing.

Η περίοδος της ποτοαπαγόρευσης και η διπλή ζωή των Αμερικάνων αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι σήμερα μεγάλη έμπνευση για λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα, όπως τα Great Gatsby, Some Like It Hot, Public Enemies, Once Upon a Time in America, The Untouchables κ.α.

_____________________________

Λήξη της Ποτοαπαγόρευσης

Η σκοτεινή και θρυλική εποχή της ποτοαπαγόρευσης κράτησε από τον Ιανουάριο του 1920 ως τον Δεκέμβριο του 1933. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια η εγκληματικότητα και η διαφθορά που επικρατούσε απέδειξε περίτρανα ότι το πείραμα αυτό ήταν μια καταστροφική αποτυχία.

Ακόμα και υποστηρικτές της ποτοαπαγόρευσης άρχισαν να στρέφονται έντονα εναντίον της. Δημιουργήθηκαν νέα κινήματα και γινόντουσαν διαδηλώσεις και κάθε είδους προσπάθειες να αλλάξει το καθεστώς. Το αλκοόλ έπρεπε να νομιμοποιηθεί ξανά. Να μειωθεί η ανεργία και η παραβατικότητα και να ξαναζωντανέψει η οικονομία της χώρας.

Το 1932, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ με το δημοκρατικό κόμμα κέρδισε πανηγυρικά τις εκλογές. Είχε υποσχεθεί στο πρόγραμμά του μεγάλες αλλαγές για ανάκαμψη της οικονομίας και φυσικά την λήξη της ποτοαπαγόρευσης.

Πράγματι, στις 5 Δεκεμβρίου του 1933, το Αμερικανικό Κογκρέσο επικύρωσε την 21η Τροποποίηση του Συντάγματος, που αφορά την κατάργηση της ποτοαπαγόρευσης. Έτσι νομιμοποιήθηκε ξανά η παραγωγή και πώληση αλκοόλ.

Η Αμερική γιόρτασε την έξοδό της από την παρακμιακή εποχή που βίωσε. Οι αρνητικές όμως συνέπειες της ποτοαπαγόρευσης άργησαν πολύ να ξεπεραστούν. Η άλλοτε κερδοφόρα ποτοβιομηχανία της χώρας δεν επέστρεψε ποτέ στις παλιές της δόξες.

Τα πρώτα χρόνια ειδικά οι νέες παραγωγές ήταν εξαιρετικά μέτριας ποιότητας και πωλούταν σε πολύ χαμηλές τιμές. Έλειπε επίσης και η τεχνογνωσία της απόσταξης, που δεν είχε μεταδοθεί τόσα χρόνια στις νεότερες γενιές.

Ουσιαστικά η παραγωγή αλκοόλ κατάφερε να ανακάμψει κατά την δεκαετία του ’80, όταν πλέον επικράτησε η μόδα του marketing και των “brands”.

___________________________

“Η απαγόρευση υπερβαίνει τα όρια της λογικής, διότι προσπαθεί να ελέγξει με νομοθεσία την όρεξη του ανθρώπου και δημιουργεί έγκλημα μέσα από πράγματα που δεν είναι εγκλήματα. Ένας νόμος απαγόρευσης πλήττει τις ίδιες τις αρχές πάνω στις οποίες εδραιώθηκε η κυβέρνησή μας.”
Abraham Lincoln
Κοινοποιήστε
Άννα-Μαρία Κέκια
Πτυχιούχος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με έφεση στην έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Στον τομέα της αρθρογραφίας έχω ασχοληθεί τόσο με γενική ειδησεογραφία, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όσο και με φωτορεπορτάζ, στήλες πολιτισμού, κριτικές δίσκων, αφιερώματα και συνεντεύξεις. Λάτρης της ανεξάρτητης και ερευνητικής δημοσιογραφίας με έμφαση στην ιστορία, την ψυχολογία, την εγκληματολογία και την κοινωνιολογία. Παράλληλη και αγαπημένη απασχόληση η τέχνη της φωτογραφίας.